LUKAS FERNANDES κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1081/2005, 17 Ιανουαρίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                      &n bsp;                          Υπóθεση  Αρ. 1081/2005

 

 

17 Ιανουαρίου, 2007

 

 

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

 

1.  LUKAS FERNANDES

2.  SYLVIA RODRIGUES

                                    Αιτητές

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΜΕΣΩ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

                                    Καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

Γ.Πασιαρδής , για τους Αιτητές.

Λ.Χριστοδουλίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

- - - - - -

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Με την παρούσα προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν την εξής θεραπεία_

 

«Δήλωση και ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθών η Αίτησις ήτοι απόφαση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 5.8.2005, η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτητές κατά η περί την 11.8.2005, η οποία απορρίπτει την αίτηση των αιτητών ημερομηνίας 27.7.2005 για παροχή άδειας παραμονής και εργασίας ως διευθυντές της εταιρείας LUKAS  and SYLVIA TRADING LTD είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική αντίκειται στο Ευρωπαϊκό κοινοτικό κεκτημένο και στερείται παντός εννόμου αποτελέσματος.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Οι αιτητές είναι Ινδοί πολίτες.  Ο αιτητής αρ. 1 ήλθε για πρώτη φορά στην Κύπρο περί τα τέλη Δεκεμβρίου 1998. Εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως εργάτης στην εταιρεία «Παραδεισιώτη ΛΙΜΙΤΕΔ», μέχρι 30.12.99. Στις 27.7.99 υπέβαλε αίτηση για παράταση παραμονής και εργασίας με νέο εργοδότη. Η αίτηση του εγκρίθηκε από 27.7.99 μέχρι 12.7.00 για να εργαστεί ως εργάτης με την εταιρεία «GSD FILLING STATION LTD». H άδεια παραμονής και εργασίας με την εν λόγω εταιρεία ανανεώθηκε αρχικά μέχρι 5.9.01, ακολούθως μέχρι την 11.7.02 και εν συνεχεία μέχρι και την 11.7.03. Στις 14.7.03 υπέβαλε αίτηση για παράταση παραμονής και εργασίας με νέο εργοδότη η οποία και αυτή εγκρίθηκε και εκδόθηκε η σχετική άδεια για να εργαστεί στην εταιρεία «Χρυσάνθου & Χατζηλοιζου Λτδ» με ισχύ μέχρι 14.7.04. Ακολούθως ανανεώθηκε η άδεια του στην ίδια εταιρεία μέχρι και την 31.12.04, ημερομηνία τελική της άδειας παραμονής του καθότι σύμφωνα με την ισχύουσα τότε μεταναστευτική πολιτική καθορίστηκε η χρονική περίοδος 6 χρόνων ως ανώτατη περίοδος προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία για σκοπούς απασχόλησης αλλοδαπών.

Η αιτήτρια αρ. 2  Sylvia Rodrigues αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 30.11.98 με άδεια εισόδου και εργασίας ως οικιακή βοηθός. Εγκρίθηκε η παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής της με τον ίδιο εργοδότη μέχρι 30.11.01. Στις 25.2.00, υπέβαλε αίτηση για παράταση παραμονής και εργασίας με άλλο εργοδότη.  Η αίτηση της εγκρίθηκε και της εκδόθηκε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι 14.2.02 και ανανεώθηκε μέχρι 30.11.02 και ακολούθως μέχρι τις 30.11.04.

 

Στις 7.12.04 το Δικηγορικό Γραφείο των κκ Ανδρέα Ενταφιανού και Ειρήναρχου Θεοδώρου, ζήτησε από τη Διοίκηση όπως παραταθεί η άδεια εργασίας του αιτητή αρ. 1 μέχρι 7.7.05 εξετάζοντας καθώς ανέφεραν το αίτημα του πελάτη τους με ανθρωπιστικά κριτήρια. Το ίδιο δικηγορικό γραφείο στις 3.12.04 ζήτησε να παραταθεί και η άδεια παραμονής και εργασίας της αιτήτριας αρ. 2, αναφέροντας επίσης ότι πρόκειται να τελέσει γάμο με τον αιτητή αρ. 1.

 

Η  Διευθύντρια του Τμήματος Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή της 23.5.05 πληροφόρησε τους δικηγόρους  ότι το αίτημα του πελάτη τους κ. FERNANDES (αιτητής αρ. 1) να ανανεωθεί η άδεια εργασίας του μέχρι 7.7.05 έγινε αποδεκτό, νοουμένου ότι ο πελάτης τους θα εξασφάλιζε συμβόλαιο σφραγισμένο από το Τμήμα Εργασίας. Σημειώνονταν επίσης στην εν λόγω επιστολή και τα ακόλουθα σχετικά:

 

«… …………………….

Παρακαλείσθε όπως συμβουλεύσετε τον αλλοδαπό να υποβάλει τη σχετική αίτηση στην υπηρεσία αλλοδαπών της Αστυνομίας στην επαρχία  που εργάζεται, παρουσιάζοντας μαζί με τα υπόλοιπα απαραίτητα έγγραφα και την επιστολή αυτή.»

 

Στις 11.1.05 η Διευθύντρια του Τμήματος Πληθυσμού και Μετανάστευσης πληροφόρησε και την Sylvia RODRIGUES (αιτήτρια αρ. 2)  μέσω των δικηγόρων της ότι το αίτημα να της παραχωρηθεί άδεια παραμονής για περίοδο έξι μηνών είχε εγκριθεί.  Υποδεικνύετο επίσης στους δικηγόρους της όπως την συμβουλεύσουν να αποταθεί στο Επαρχιακό κλιμάκιο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, Λευκωσίας προς διευθέτηση της παραμονής της προσκομίζοντας τα απαραίτητα έγγραφα (Συμβόλαια Εργασίας, ανανεωμένη Τραπεζική εγγυητική και πιστοποιητικό ασφάλισης για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη). Τονιζόταν επίσης ότι δεν θα παραχωρείτο άλλη παράταση της άδειας παραμονής της και ότι με την λήξη της τελικής παράτασης θα έπρεπε και αυτή να αναχωρήσει για τη χώρα της.  Αμφότεροι οι αιτητές παρέλειψαν να αποταθούν για παράταση της παραμονής και εργασίας τους με τα απαραίτητα έγγραφα και αιτήσεις.

 

Στις 12.5.05 μέσω του δικηγορικού γραφείου του κ. Γιώργου Πασιαρδή οι αιτητές ενέγραψαν επ’ ονόματι τους την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης Lukas and Sylvia Trading Ltd .με αρ. εγγραφής HE 160641 με σκοπό να ασχοληθούν με τις εισαγωγές-εξαγωγές εμπορευμάτων από Κύπρο προς Ινδία και αντίστροφα. Ο αιτητής 1 στις 14.6.2005 υπέγραψε συμβόλαιο εργοδότησής του για ένα χρόνο με ευχέρεια ανανέωσης του συμβολαίου εργοδότησής του με την πιο πάνω εταιρεία έναντι ετήσιου μισθού ΛΚ 24.000,  πληρωτέου στις 15.6.2006.  Στις 13.6.05 οι αιτητές παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Αραδίππου.

 

Στις 27.7.05 μέσω του ίδιου δικηγορικού γραφείου, αποστάληκε επιστολή προς την Ανώτερη Λειτουργό Μετανάστευσης (η οποία επιστολή και λήφθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών στις 1.8.05) για παραχώρηση άδειας παραμονής και εργασίας στον αιτητή και στην σύζυγό του ως Διευθυντικό Προσωπικό της εταιρείας Lukas and Sylvia Trading Ltd.  Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής αυτής .

 

«Με την παρούσα μας σας πληροφορούμε ότι οι πελάτες μας LUCAS FERNANDES και SYLVIA RODRIGUES βρίσκονται στην Κύπρο από τις 30.12.1998 και 30.11.1998 αντίστοιχα, και έκτοτε νόμιμα εργάστηκαν στην Κύπρο μέχρι την πρόσφατη λήξη των συμβολαίων εργασίας τους.

Σας πληροφορούμε ότι οι πάνω πελάτες μας έχουν πρόσφατα παντρευτεί 13.6.2005 και διαμένουν μαζί στο Στρόβολο στην Διεύθυνση Παναγίας Τήνου 22, 2020 Λευκωσία. Επίσης είναι άτομα Ανώτερης μόρφωσης και συγκεκριμένα ο LUCAS FERNANDES είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Ινδίας.

 

Μέσω του δικηγορικού μας γραφείου έχουμε εγγράψει επ’ ονόματι τους την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης Lukas and Sylvia Trading Ltd. με αρ. εγγραφής HE 160641 με σκοπό να ασχοληθούν με τις εισαγωγές εξαγωγές εμπορευμάτων από Κύπρο προς Ινδία και αντίστροφα.

 

Σκοπός της παρούσας μας είναι να σας παρακαλέσουμε θερμά όπως δώσετε οδηγίες να παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας ως Διευθυντικό Προσωπικό στον LUCAS FERNANDES και στην σύζυγό του SYLVIA RODRIGUES  στην εταιρεία Lukas and Sylvia Trading LtD  κρίνοντας με ανθρωπιστικά κριτήρια και λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά την εδώ μακροχρόνια παραμονή τους έχουν αποδείξει ότι πρόκειται για φιλήσυχα και νομοταγή άτομα και έχουν ενσωματωθεί με την Κυπριακή κοινωνία με την αδιάλειπτη κατοίκησή τους στην Κύπρο για τόσα πολλά χρόνια.

 

Επίσης σας παρακαλούμε να λάβετε υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαικής Ενωσης (Council Resolution) ημερ. 4.3.96. Η απόφαση αυτή είναι απόλυτα δεσμευτική για την Κυπριακή Δημοκρατία με βάση το Κυρωτικό νόμο της Συνθήκης Προσχώρησης της 25.7.2003 (Νόμος 35(ΙΙ) 2003)

 

Ελπίζουμε ότι η παρούσα μας έκκληση θα τύχει της άμεσης και θετικής ανταπόκρισής μας.

 

Σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων.»

 

Στις 5.8.05 δόθηκε αρνητική (απορριπτική) απάντηση στο πιο πάνω αίτημα τους καλώντας τους αιτητές να εγκαταλείψουν την Κυπριακή Δημοκρατία σε 14 ημέρες χωρίς όμως αυτοί να το πράξουν. με αποτέλεσμα να εκδοθούν εναντίον τους, στις 14.9.05, διατάγματα απέλασης και διατάγματα κράτησης για σκοπούς απέλασης τους.  Έτσι ακολούθησε η παρούσα προσφυγή που καταχωρίστηκε στις 13/9/05  με την οποία προσβάλλεται η απόφαση όπως περιέχεται στην επιστολή της Λειτουργού Μετανάστευσης, ημερ. 5.8.2005, το πλήρες κείμενο της οποίας έχει ως ακολούθως:

«Sir,

I am directed to refer to your application dated 1.8.05 requesting permission for extension of your residence and work permit in Cyprus as a Director with Lukas and Sylvia Trading Ltd and inform you that your request was not found possible to be approved according to the paragraph 10 of the regulation 12 of the Alien and Immigration Law and for the reason that you have already completed 4 year of residency in Cyprus which is the maximum period of stay for aliens according to the Decision of the Council of Ministers and because you are staying in Cyprus without permit since 1.1.05.

 

In view of the above you are hereby requested to leave Cyprus together with your wife Mrs. Sylvia Rodrigues within 15 days from the date of this letter, otherwise our department will take the necessary measures for your removal from the Republic. »

 

Στις 14/9/05 εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησης μέχρι την απέλαση, τα οποία όμως δεν προσβάλλονται ευθέως με την παρούσα.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Από πλευράς αιτητών προβάλλονται διάφοροι λόγοι προς υποστήριξη της προσφυγής.  Με την γραπτή τους αγόρευσή ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία υπογράφεται από την κα Πετεβίνου εκ μέρους της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης,  λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο.  Είναι η θέση τους ότι δεν αποδεικνύεται από το διοικητικό φάκελο οποιαδήποτε διαδικασία εξέτασης και λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης από το καθ΄ύλην αρμόδιο όργανο, ούτε υπάρχει σχετικό πρακτικό στο οποίο να φαίνεται οποιαδήποτε νόμιμη εκχώρηση αρμοδιότητας στο πρόσωπο που υπογράφει την επίδικη επιστολή στην οποία εμπεριέχεται η προσβαλλόμενη πράξη. Επομένως καταλήγει η εισήγηση, η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη.

Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, ότι εκδόθηκε κατά παράβαση των γενικών αρχών δικαίου, εφόσον κατά την εισήγηση των αιτητών, η διοίκηση παραλείπει στην επίδικη επιστολή να τους ενημερώσει περί των νόμιμων διαδικασιών που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν προς αμφισβήτηση της προσβαλλόμενης απόφασης (όπως για παράδειγμα την προθεσμία καταχώρησης προσφυγής και το αρμόδιο δικαστήριο).  Περαιτέρω προβάλλουν ότι υπήρξε, έλλειψη δέουσας έρευνας καθώς επίσης πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα. Συγκεκριμένα επικαλούνται την Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερ. 25.11.2003 σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες και   εισηγούνται πως η περίπτωσή τους ήταν κατάλληλη για να αποκτήσουν το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος» στη χώρα. Υποβάλλεται ειδικότερα ότι έστω και αν η οδηγία δεν έχει ακόμα ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο και συνεπώς δεν έχει αποκτήσει την απαιτούμενη τυπική ισχύ, ωστόσο, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για μεταφορά της Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας (στην προκείμενη περίπτωση 23.1.2006), οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματοςΓίνεται επίκληση της υπόθεσης  Nebojsa Micovic v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1012/2005, ημερ. 18.11.2005Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι έχουν παραβιαστεί οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης αφού σύμφωνα με τη θέση τους δεν τους παραχωρήθηκε το δικαίωμα ακρόασης πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ΄ων η αίτηση εγείρει στη γραπτή της αγόρευση προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι οι αιτητές στερούνται ενεστώτος εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την απόρριψη του αιτήματός τους για άδεια παραμονής εφόσον δεν είχαν νόμιμη παραμονή στη Δημοκρατία.  Η άδεια παραμονής είχε εκπνεύσει για τον μέν αιτητή στις 1.1.05 και για την αιτήτρια στις 11.1.2005 και επομένως βρίσκονταν στην Κύπρο παράνομα χωρίς την έγκριση των αρμοδίων αρχών.  Συνακόλουθα οι αιτητές δεν δύνανται να έχουν έννομη αξίωση μόνιμης παραμονής και εγκατάστασης και στερούνται έννομου συμφέροντος καταχώρησης της παρούσας προσφυγής .

 

Αρχίζοντας  από την επιχειρηματολογία εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, είμαι της άποψης ότι αυτή δεν ευσταθεί καθότι το θέμα είναι ορθότερο να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης.   Αν η θέση των καθών η αίτηση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος γίνει δεκτή, τότε δε βλέπω πώς πρόσωπα που βρίσκονται στην ίδια θέση με τους αιτητές, δηλαδή που απορρίπτεται η αίτηση τους για άδεια παραμονής στη Δημοκρατία και εκδίδονται εναντίον τους διαταγματα απέλασης και κράτησης μέχρι την απέλαση, θα μπορούσαν να αμφισβητούν τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης. Επομένως η προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος κρίνεται ως ανεδαφική και απορρίπτεται. Θα προχωρήσω λοιπόν στην εξέταση των ισχυρισμών των αιτητών.

 

Το πρώτο ζήτημα προς εξέταση είναι αυτό της αρμοδιότητας.  Στην παρούσα υπόθεση το αρμόδιο όργανο για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι η Διευθύντρια του Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Δύναται όμως να εκχωρεί την εκτέλεση όλων ή οποιωνδήποτε των καθηκόντων της και την άσκηση όλων ή οποιωνδήποτε των εξουσιών που χορηγήθηκαν σε αυτήν βάσει του περι Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105) σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα είτε ονομαστικά, είτε με το όνομα του αξιώματός του ή αξιώματός τους.  (άρθρο 4 του Νόμου).  Επομένως ο ισχυρισμός ότι η απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο δεν ευσταθεί.

 

Προχωρώ στον επόμενο ισχυρισμό των αιτητών περί έλλειψης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.  Στην επίδικη απόφαση αναφέρονται τρείς λόγοι γιατί απορρίφθηκε το αίτημα για ανανέωση της άδειας παραμονής των αιτητών.  Ο πρώτος στηρίζεται στις πρόνοιες του Κανονισμού 12 (10) των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμών του 2001 (ΚΔΠ 497/01) που προνοεί τα ακόλουθα:

 

«12(10) Κάτοχος άδειας μαθητή, φοιτητή, επισκέπτη, απασχολήσεως ή οποιασδήποτε άλλης ειδικής άδειας δεν μπορεί είτε κατά τη διάρκεια της ισχύος της σχετικής άδειας είτε κατά τη λήξη της και ενόσω παραμένει στη Δημοκρατία να υποβάλει αίτηση για την χορήγηση άσκησης ανεξάρτητου επαγγέλματος»

 

Σύμφωνα με  τη πιο πάνω κανονιστική πρόνοια ο αιτητής εφόσον βρισκόταν στην Κύπρο με άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως εργάτης, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει άδεια για εργασία ως διευθυντής της εταιρείας που έσπευσε και ενέγραψε πριν εξασφαλίσει την άδεια παραμονής.

 

Ο δεύτερος λόγος απόρριψης του αιτήματος των αιτητών, είναι ότι είχαν ήδη συμπληρώσει 4 χρόνια παραμονής στην Κύπρο. Στην απόφαση ημερ. 31.3.2005 της εξ Υπουργών Επιτροπής αποφασίστηκε ότι δεν επιτρέπεται η παραμονή αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών για περισσότερο από 4 χρόνια.

 

Ο τρίτος λόγος είναι ότι ο αιτητής παρέμενε στην Κύπρο με ληγμένη άδεια από τις 1.1.2005 και επομένως ήταν παράνομος μετανάστης.  Aπό την έκθεση των γεγονότων και την εξέταση του Διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι και οι δύο είχαν αποταθεί για παράταση της άδειας παραμονής τους μέχρι τον Ιούλιο του 2005.  Τους δόθηκε θετική απάντηση από τη Διοίκηση νοουμένου όμως ότι θα καταχωρούσαν τα σχετικά και απαιτούμενα έγγραφα και στοιχεία για έκδοση της σχετικής άδειας παραμονής τους,  πράγμα το οποίο δεν έπραξαν.  Η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης αναφορικά με την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος της χώρας, είναι ευρεία.   Η αιτιολογία της απόφασης σε τέτοιες υποθέσεις μπορεί να είναι λακωνική νοουμένου ότι το νομικό της έρεισμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα της υπόθεσης που ανευρίσκονται στο διοικητικό φάκελο. Όσο πιο ευρεία είναι η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου, τόσο λιγότερη μπορεί να είναι και η αιτιολογία που απαιτείται.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, τα στοιχεία του φακέλου υποστηρίζουν επαρκώς την αιτιολογία.  Η άδεια προσωρινής παραμονής των αιτητών είχε ανανεωθεί στις περιπτώσεις που καλόπιστα κρίθηκε ότι η προσωρινή παραμονή τους ήταν δικαιολογημένη. Την τελευταία όμως φορά έγκρισης του αιτήματός τους για ανανέωση της προσωρινής άδειας παρανομής τους που είχε λήξει στις 31.12.04 για τον αιτητή και στις 11.1.2005 για την αιτήτρια, αυτοί παρέλειψαν να προβούν στην προσκόμιση των αναγκαίων εγγράφων για την έκδοση των σχετικών αδειών, όπως ρητά υποδεικνύετο από τη διοίκηση στις αντίστοιχες επιστολές που τους αποστάληκαν μέσω των δικηγόρων τους. Εφόσον λοιπόν η άδεια παραμονής τους είχε λήξει και δεν εξασφάλισαν την ανανέωση της, η παραμονή τους στην Κύπρο, για οποιοδήποτε λόγο, καθίσταται παράνομη. (βλ.  άρθρο 6(κ) του Κεφ.105).

 

Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι έχουν παραβιαστεί οι αρχές της χρηστής διοίκησης επειδή δεν παραχωρήθηκε στους αιτητές το δικαίωμα ακρόασης δεν ευσταθεί. Ο νόμος δεν επιβάλλει υποχρέωση στο Λειτουργό Μετανάστευσης να ειδοποιεί τους ενδιαφερόμενους πριν την έκδοση της απορριπτικής απόφασης για μη ανανέωση της άδειας. Εξάλλου οι αιτητές είχαν την ευχέρεια να προβάλουν τις δικές τους απόψεις και στην πραγματικότητα προέβαλαν τις θέσεις τους, μέσω των δικηγόρων τους.  Όλα τα στοιχεία φαίνεται να είχαν διερευνηθεί από την αρμόδια αρχή .Το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου. Στην προκείμενη περίπτωση το εν λόγω τεκμήριο δεν έχει ανατραπεί.

 

Οι αιτητές επικαλούνται την Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερ. 25.11.2003 σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες και εισηγούνται πως η περίπτωσή τους είναι κατάλληλη για να αποκτήσουν το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος» στη χώρα, σύμφωνα με το περιεχόμενο και το πνεύμα της εν λόγω οδηγίας.

 

Από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι κατά το χρόνο που αποτάθηκαν οι αιτητές για να τους παραχωρηθεί το καθεστώς του «επί μακρόν διαμένοντος» αλλά και κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (5/8/05), η εν λόγω Οδηγία δεν είχε ενταχθεί στην κυπριακή έννομη τάξη.  Επομένως καταλήγω ότι οι καθών η αίτηση δεν ήσαν νομικά υπόχρεοι να εφαρμόσουν την Οδηγία αυτή.  Βασίζω την κατάληξη μου στην υπόθεση Vera Joudine κα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 55/06 ημερ. 28/7/06 όπου αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το χρονικό διάστημα το οποίο θέτει η Οδηγία έχει ως απώτερο σκοπό την παροχή ευχέρειας στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν τις κατάλληλες υποδομές για την ενσωμάτωση των προνοιών της Οδηγίας στο τοπικό δίκαιο.  Τα κράτη μέλη έχουν μέχρι τη συμπλήρωση της προθεσμίας που παρέχεται την ελευθερία να εξετάζουν τον τρόπο ενσωμάτωσης.  (Βλ. Pubblico Ministero v. Tullio Ratti (1979) ECR 1629) και δεν είναι υπόχρεα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας να μεταφέρουν τις πρόνοιες της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο.  (βλ. Intern-Environment Wallone ASBL v. Region Wallone (1997) ECR 7411).

 

Επιπρόσθετα πρέπει να τονιστεί ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα στην Κύπρο το δικαίωμα παραμονής στη χώρα.  (βλ. Graig and de Burca “EU Law, Text, Cases and Materials”, 2nd Edition 190).  Η παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο τοπικο νομικό πλαίσιο και την καταχώριση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό (Άρθρο 7(1)της Οδηγίας), νοουμένου ότι ικανοποιεί προς τούτο τις σχετικές προϋποθέσεις (Άρθρο 3 της Οδηγίας).

 

Στην παρούσα περίπτωση η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν ετύγχανε εφαρμογής και τούτο για αυτή είχε εκδοθεί στις 25/11/2003 και το χρονικό διάστημα των δύο χρόνων το οποίο απαιτείτο για την εφαρμογή της θα έπρεπε να εξέπνεε στις 24/11/2005, ενώ τα διατάγματα εκδόθηκαν στις 31/8/2005, δηλαδή πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για την εφαρμογή της Οδηγίας.»

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής και στη δική μας περίπτωση ούτως ώστε η κατάληξη μου είναι ότι η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη, παρά τα όσα έχουν λεχθεί στην προαναφερθείσα υπόθεση Nebojsa Micovic v. Δημοκρατίας.  Εδώ σημειώνω ότι προφανώς από λάθος αναφέρεται στην προαναφερθείσα Α.Ε. 55/06 ότι το διάστημα των δυο χρόνων εξέπνεε στις 24/11/05 αντί 23/1/06. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

                                                                                           Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο