ΑΛΗ ΚΙΑΜΙΛ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΚΙΑΜΙΛ ΑΛΗ ΡΙΖΑ ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ, Υπόθεση Αρ. 133/2005, 19 Ιανουαρίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 133/2005)

 

19 Ιανουαρίου, 2007

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΛΗ  ΚΙΑΜΙΛ, ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ  ΤΗΣ  ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ  ΤΟΥ  ΚΙΑΜΙΛ  ΑΛΗ  ΡΙΖΑ  Ή  ΑΛΛΩΣ  ΚΙΑΜΙΛ  ΑΛΗ  ΡΙΖΑ  ΚΑΡΑΜΑΝΟ  Ή  ΑΛΛΩΣ  ΙΛΧΑΝ  ΑΛΗ  ΡΙΖΑ,  ΜΕ  ΤΗΝ  ΙΔΙΟΤΗΤΑ  ΤΟΥ  ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΤΗΣ  ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ  ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ  ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ  ΜΟΡΦΟΥ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,  ΜΕ  ΤΗΝ  ΙΔΙΟΤΗΤΑ  ΤΟΥ  ΚΗΔΕΜΟΝΑ  ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ  ΤΩΝ

  ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ  ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

 

Καθ’ ου η Αίτηση.

________________________

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο αιτητής είναι Τουρκοκύπριος, πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας και, από 1/5/2004, Ευρωπαίος πολίτης.  Στις 23/4/2004, δυνάμει Διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, διορίστηκε διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του Κιαμίλ Αλή Ριζά, τέως από την κατεχόμενη Μόρφου.  Ο αποβιώσας ήταν ιδιοκτήτης κατά το ένα δεύτερο μερίδιο ακίνητης περιουσίας στα Κάτω Πολεμίδια, η οποία, μετά την τουρκική εισβολή το  1974 και την αναγκαστική μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων στις κατεχόμενες από τις δυνάμεις εισβολής περιοχές, περιήλθε, λόγω της εγκατάλειψής της από αυτόν, στην κατοχή και διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, (ο «Κηδεμόνας»), σύμφωνα με τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991, (Ν. 139/91), (ο «Νόμος»). 

 

Μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντος έχει παραχωρηθεί, από τον Κηδεμόνα, σε δικαιούχους πρόσφυγες, με άδεια χρήσης προσωρινής ισχύος, ενώ μέρος αυτής έχει απαλλοτριωθεί για σκοπούς ανέγερσης κυβερνητικού οικισμού, για τις ανάγκες στέγασης των προσφύγων και για άλλους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.

 

Από τα ενώπιόν μου αδιαμφισβήτητα στοιχεία, φαίνεται ότι ο Κηδεμόνας συγκατατέθηκε στις απαλλοτριώσεις, όπως επίσης και στο ύψος της αποζημίωσης, προς διευθέτηση των απαιτήσεων του ιδιοκτήτη για την αναγκαστική απαλλοτρίωση της περιουσίας του.  Το ποσό των αποζημιώσεων κατατέθηκε σε ειδικό λογαριασμό στο Ταμείο Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσίων, η καταβολή του, όμως, στον αιτητή ανεστάλη, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 9 του Νόμου, για όσο χρόνο διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση, που επικρατεί στη Δημοκρατία λόγω της τουρκικής κατοχής. 

 

Ο αιτητής, με το διορισμό του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του, χωρίς να αναγνωρίζει ότι η περιουσία του αποβιώσαντος κατέχεται νόμιμα από τον Κηδεμόνα, ζήτησε όπως αυτός:-

 

(α)   δώσει τη συγκατάθεσή του, για να προχωρήσει ο ίδιος στη μεταβίβαση της περιουσίας επ’ ονόματι των νόμιμων κληρονόμων.

 

(β)   του  καταβάλει οποιοδήποτε ποσό χρημάτων ευρίσκεται υπό τον έλεγχό του, συνεπεία επίταξης ή απαλλοτρίωσης. και

 

  (γ) του δώσει λογαριασμούς σε σχέση με τη διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντος.

 

Ο Κηδεμόνας, με επιστολή του ημερομηνίας 25/11/2004 προς τον τότε συνήγορο του αιτητή, απέρριψε τα αιτήματα (β) και (γ).  Το περιεχόμενό της έχει ως ακολούθως:-

 

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημ. 3.11.2004, προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ως Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, εκ μέρους του πελάτη σας κ. Ali Kiamil, η οποία διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών για αρμόδια εξέταση, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και, σε συνέχεια της ταυτάριθμης επιστολής μου ημ. 3.8.04, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένσταση για την έκδοση των εγγράφων διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα, για σκοπούς διανομής, και μεταβίβασης των κληρονομικών μεριδίων στους νόμιμους κληρονόμους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189.

 

2.    Συναφώς αναφέρεται, με την ευκαιρία αυτή, ότι οι Τ/Κ ιδιοκτήτες και οι κληρονόμοι τους δεν έχουν δικαίωμα χρήσης των υπό κηδεμονία περιουσιών τους και αποκλείονται της άσκησης οποιωνδήποτε περιουσιακών δικαιωμάτων, ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση, που δημιουργήθηκε στην Κύπρο λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής, χωρίς την αναγκαία προς τούτο άδεια του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών.

 

3.    Το αίτημα του πελάτη σας, για καταβολή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση μέρους της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα του δεν μπορεί, στο στάδιο αυτό, να ικανοποιηθεί, γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Νόμου Αρ. 139/91 αναστέλλεται η πληρωμή οποιουδήποτε ποσού, που οφείλεται σε ιδιοκτήτη Τ/Κ περιουσίας, σε σχέση με την περιουσία αυτή, κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης, που επικρατεί στην Κύπρο, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής.

 

4.    Τα ποσά των αποζημιώσεων για την απαλλοτρίωση Τ/Κ περιουσιών κατατίθενται σε ειδικό Λογαριασμό, που τηρείται για το σκοπό αυτό, στο Ταμείο Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών και θα επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους, με το νόμιμο τόκο, μετά τη λήξη της ισχύος του πιο πάνω Νόμου και τον τερματισμό της έκρυθμης κατάστασης.

 

5.    Θεωρώ αναγκαίο να σας αναφέρω ότι όλες οι Τ/Κ περιουσίες, που εγκαταλείφθηκαν στις ελεύθερες περιοχές, λόγω της μαζικής μετακίνησης των Τ/Κ ιδιοκτητών στα κατεχόμενα, σαν αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και κατοχής, βρίσκονται υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, ο οποίος τις διαχειρίζεται για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων.»

 

 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή, η οποία στηρίζεται σε τρεις βάσεις:-

 

1.  ΄Οτι ο αιτητής δικαιούται να ανακτήσει την περιουσία του, στη βάση των προνοιών του Νόμου.

 

2.  Ο Νόμος αντίκειται στο ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος και στη γενικότερη συνταγματική αρχή της ισότητας.

 

3.   Οι διάφορες απαλλοτριώσεις που έγιναν είναι παράνομες. 

 

Ο αιτητής, με τη γραπτή του αγόρευση, εγείρει διάφορα θέματα, τα οποία, συνοπτικά, έχουν ως ακολούθως:  Υποστηρίζει ότι η άρση της απαγόρευσης της ελεύθερης διακίνησης έχει εξαφανίσει την ανάγκη προστασίας της περιουσίας του αποβιώσαντος ως εγκαταλειφθείσας.  ΄Εχει, αναφέρει, με τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα, διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος και δεν είναι νόμιμο να εμποδίζεται να εισπράξει τα διάφορα ποσά από τις απαλλοτριώσεις.  Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι, με την επίδικη απόφαση, περιορίζεται εξ ολοκλήρου το δικαίωμα ιδιοκτησίας του, με αποτέλεσμα, ο Νόμος, στη βάση του οποίου έχει εκδοθεί η απόφαση, να έρχεται σε αντίθεση με το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος.  ΄Εχει ψηφιστεί, υπέβαλε, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων σε συνεδρία από την οποία απουσίαζαν οι Τουρκοκύπριοι - μέλη της και συνεπώς έρχεται σε αντίθεση με το ΄Αρθρο 62 του Συντάγματος.  Περαιτέρω, θέτει τα δικαιώματα και τις ανάγκες των προσφύγων πάνω από τα κατοχυρωμένα με το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος δικαιώματα των ιδιοκτητών, τα οποία και εξαφανίζει.  Στηρίζει τη θέση του, σε σχέση με την αντισυνταγματικότητα του Νόμου, στην ερμηνεία των όρων «Τουρκοκύπριος» και «τουρκοκυπριακή περιουσία».  Η ερμηνεία, εισηγείται, του όρου «Τουρκοκύπριος» είναι αντίθετη με το ΄Αρθρο 2.2 του Συντάγματος, το οποίο αναγνωρίζει τους Τουρκοκύπριους ως πολίτες της Δημοκρατίας.  Ισχυρίζεται, επίσης, ότι, με την ψήφιση του Νόμου το 1991, δημιουργήθηκε ανισότητα μεταξύ των ιδίων των Τουρκοκυπρίων, αφού δεν περιορίστηκε το δικαίωμα ιδιοκτησίας των Τουρκοκυπρίων που το 1991 κατοικούσαν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. 

 

Ο καθ’ ου η αίτηση, με τη γραπτή του αγόρευση, προβάλλει ότι όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή, σε σχέση με τη διαδικασία απαλλοτρίωσης και τις τυχόν παραλείψεις σ’ αυτήν, δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της προσφυγής αυτής, αποκλειστικό αντικείμενο της οποίας είναι η επιστολή ημερομηνίας 25/11/2004.  Δεν μπορούν, επίσης, να εξεταστούν και οι ισχυρισμοί του αναφορικά με την καταβολή ή όχι των αποζημιώσεων, για το λόγο ότι αυτή δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. 

 

Ο βασικός ισχυρισμός του αιτητή, ο οποίος αφορά στην αντισυνταγματικότητα του Νόμου, αντικρούεται από τον καθ’ ου η αίτηση, κατ’ επίκληση της απόφασης στην Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275.  Περεταίρω, ο καθ’ ου η αίτηση αναφέρει ότι οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες τουρκοκυπριακών περιουσιών, με τη ρύθμιση του Νόμου, δεν αποστερούνται των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων, αλλά απλά το δικαίωμα κατοχής, διαχείρισης και ελέγχου της περιουσίας τους υποβάλλεται σε απόλυτα αναγκαίους περιορισμούς, δεσμεύσεις ή όρους, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.3 του Συντάγματος.  Η ερμηνεία, προσθέτει, των όρων «Τουρκοκύπριος» και «τουρκοκυπριακή περιουσία», σε συνδυασμό με την ερμηνεία των διατάξεων (3), (6), (7) και (17) του Νόμου, αντικρούει τη θέση του αιτητή ότι, ανεξάρτητα εάν αυτός διαμένει ή κατοικεί στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, από τη στιγμή που υπάρχει ελεύθερη διακίνηση, δικαιούται να αναλάβει κατοχή και διαχείριση της περιουσίας του.  Προβάλλει, επίσης, ο καθ’ ου η αίτηση ότι ο Κηδεμόνας δεν έχει εξουσία επιστροφής της κατοχής και διαχείρισης της επίδικης περιουσίας, ενόσω το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εκδίδει την από τα ΄Αρθρα 2, 3, και 17 του Νόμου προβλεπόμενη γνωστοποίηση τερματισμού των εξουσιών του, σχετικά με τη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσίων και/ή της επίδικης περιουσίας.

 

Η θέση του καθ’ ου η αίτηση, αναφορικά με τη νομιμότητα των απαλλοτριώσεων και την καταβολή ή όχι των αποζημιώσεων, είναι ορθή.  Η νομιμότητα των απαλλοτριώσεων δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η δε καταβολή ή όχι της αποζημίωσης δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, ώστε να είναι δεκτική προσβολής δι’ αιτήσεως ακυρώσεως, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος - (βλ. Kyprianou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2281). 

 

Προχωρώ να εξετάσω τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του αιτητή:-

 

Ο όρος «τουρκοκυπριακή περιουσία» καθορίζεται στο ΄Αρθρο 2 του Νόμου, όπου αναφέρεται ότι:-

 

«‘τουρκοκυπριακή περιουσία’ περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.»

 

 

 

Ο όρος «Τουρκοκύπριος», στο ίδιο ΄Αρθρο, ερμηνεύεται ως ακολούθως:-

 

«‘Τουρκοκύπριος’ σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εβκάφ.»

 

 

 

Η αρμοδιότητα του Κηδεμόνα, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 6 του Νόμου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:-

 

«(η) Γενικά, να παίρνει τέτοια μέτρα ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα ήταν αναγκαία ή σκόπιμη για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που χορηγούνται με το παρόν άρθρο:

 

Νοείται ότι προκειμένου περί ακίνητης ιδιοκτησίας, ο Κηδεμόνας, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με βάση το παρόν άρθρο, δεν μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα μετά τη λήξη της ισχύος του παρόντα Νόμου -

 

 (i)  Ο ιδιοκτήτης να είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό θα ήταν επωφελές για τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον. ή

 

(ii)     το  δικαίωμα  του  ιδιοκτήτη  αναφορικά  με  την περιουσία να έχει με οποιοδήποτε τρόπο περιοριστεί ή δεσμευτεί περισσότερο από ό,τι θα ήταν απόλυτα αναγκαίο ή επωφελές για την περιουσία αυτή ή τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον.»

 

 

 

Είναι, από τις πιο πάνω πρόνοιες, σαφής ο καθορισμός της έννοιας της «εγκαταλειφθείσας περιουσίας»,  όπως σαφές είναι ότι ο ιδιοκτήτης της περιουσίας παραμένει ιδιοκτήτης.

 

Στην παρούσα περίπτωση, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η επίδικη περιουσία, λόγω μετακίνησης, με την τουρκική εισβολή, του πατέρα του αιτητή στις κατεχόμενες περιοχές, εγκαταλείφθηκε, όπως και ότι, μέχρι σήμερα, ο αιτητής κατοικεί και διαμένει στις κατεχόμενες περιοχές, όπως ο ίδιος δήλωσε, στη Μόρφου.  Παραμένει, συνεπώς, η περιουσία εγκαταλελειμμένη, αφού ο αιτητής δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.  Το γεγονός ότι έχει, από το 2003, τη δυνατότητα, όπως ο ίδιος αναφέρει, να επισκέπτεται τις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, χωρίς άδεια «ανάλογα με την αυθαίρετη προτίμηση της στρατιωτικής διοίκησης» των Δυνάμεων Ασφαλείας των κατεχομένων περιοχών, δε μεταβάλλει την κατάσταση, η οποία επέβαλε τη νομοθετική ρύθμιση και που δεν είναι άλλη από την ανώμαλη κατάσταση πραγμάτων που δημιούργησε η τουρκική εισβολή και κατοχή, με τη μαζική μετακίνηση του πληθυσμού των Τουρκοκυπρίων στο Βορρά.  Η κατάσταση εξακολουθεί να υπάρχει.  Η δυνατότητα επισκέψεων από τον αιτητή στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, χωρίς αυστηρές διατυπώσεις, δεν έχει εξαλείψει την εκ της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής δημιουργηθείσα κατάσταση.  Ο νομοθέτης, για το θέμα αυτό, προβλέπει ειδικά στο ΄Αρθρο 2 του Νόμου ότι η λήξη της έκρυθμης κατάστασης αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. 

 

Το παράπονο του αιτητή ότι, με την επίδικη απόφαση, εμποδίζεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ως διαχειριστής δεν είναι βάσιμο.  Ρητά, στην επίδικη απόφαση, αναφέρεται ότι αυτός δεν εμποδίζεται στη διανομή και μεταβίβαση των κληρονομικών μεριδίων στους νόμιμους κληρονόμους του αποβιώσαντος.  ΄Ο,τι εμποδίζεται - και τούτο μέχρι την άρση της έκρυθμης κατάστασης - είναι να κατέχει και να διαχειρίζεται την περιουσία του, περιορισμός ο οποίος δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του, τα οποία, με την άρση της έκρυθμης κατάστασης, θα του αποδοθούν.

 

Ο ισχυρισμός της αντίθεσης του Νόμου με το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος, επίσης, δεν ευσταθεί.  Το Κράτος, το 1974, βρέθηκε αντιμέτωπο με μια κατάσταση καταστροφής, που δημιουργεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως προβλέπεται στο ΄Αρθρο 183 του Συντάγματος, και, συνεπώς, είχε καθήκον να λάβει μέτρα, έστω και αν αυτά περιέχουν περιορισμούς ή ακόμα και αποστέρηση θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, κατοχυρωμένων από το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος.  Η μαζική μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων και η εγκατάλειψη από αυτούς των περιουσιών τους στις περιοχές οι οποίες ελέγχονται από το Κράτος επέβαλλε την ανάγκη αυτές να προστατευθούν, προς όφελος των ιδιοκτητών τους, όπως, άλλωστε, αναφέρεται στο προοίμιο του Νόμου, το οποίο, συνήθως, δηλώνει τα γεγονότα ή την κατάσταση για την οποία ο νομοθέτης προτίθεται να θεσπίσει το νόμο ο οποίος ακολουθεί - (βλ. Δημητρίου ν. Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1153).  Η θέσπιση του Νόμου, έστω και με την καθυστέρηση η οποία παρατηρείται, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη.  Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι, κατά την ψήφισή του, εξέλιπαν οι ανάγκες που αυτός σκοπούσε να αντιμετωπίσει, αφού όλοι οι πρόσφυγες είχαν στεγασθεί, παραβλέπει εντελώς ότι σκοπός του Νόμου δεν ήταν η στέγαση και η διευκόλυνση των προσφύγων αλλά η προστασία των εγκαταλειφθεισών περιουσιών των Τουρκοκυπρίων, λόγω της μαζικής μετακίνησης των ιδιοκτητών τους στις κατεχόμενες περιοχές.  Το ίδιο ζήτημα εξετάστηκε στην Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (πιο πάνω), στην οποία το Εφετείο κατέληξε ότι το ΄Αρθρο 2 του Νόμου δεν καταστρατηγεί το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος και ότι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες δικαιολογούνται στη βάση του δικαίου της ανάγκης.  ΄Οπως αναφέρεται στην πιο πάνω απόφαση:- (σελ. 1282)

 

«Η πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης.  Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας.  Τα δε μέτρα που λήφθηκαν ήταν, κατά την άποψη μας, τα απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.»

 

 

 

Ανάλογα αποφασίστηκαν στην Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση.

 

 

      

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο