ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΣΙΗΚΑΛΗΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1119/2004, 9 Φεβρουαρίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                        (Υπóθεση Αρ. 1119/2004)

 

9 Φεβρουαρίου, 2007

 

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΣΙΗΚΑΛΗΣ,

 

Αιτητής,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ης  η Αίτηση.

 

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Α. Δημητρίου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των καθ’ ων η Αίτηση, ημ. 21/9/2004, που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με Εγκύκλιο της Αρχής, ημ. 22/9/2004, με την οποία προήγαγαν το Ενδιαφερόμενο Μέρος κ. Αντώνη Κ. Χρίστου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού (Παραγωγικότητας, Επιμόρφωσης, Εκπαίδευσης & Ευημερίας), Υπηρεσία Προσωπικού, Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, αναδρομικά από 1/8/2000, αντί του Αιτητή, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Η προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν δύο διαδοχικών επανεξετάσεων που προηγήθηκαν λόγω δύο αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις 18.12.2001 και 3.3.2004, που ακύρωσαν την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους (Ε/Μ).  (Βλέπε: Γιώργου Ασιήκαλλη κ.ά. ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 1359/2000 κ.ά., ημερ. 18.12.2001 και Ιωάννης Σιεκέρσαββας κ.ά. ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 715/2002 κ.ά., ημερ. 3.3.2004).

 

Στην πρώτη πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθ. Αρ. 1359/2000) αναφέρονται τα εξής που συνιστούν το λόγο ακύρωσης:-

 

«Το μέρος της σύστασης με το οποίο ο Γενικός Διευθυντής έχει επιχειρήσει σύγκριση του αιτητή με το Ε/Μ έχει ως εξής:

 

«Έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων που ακολουθούν σε αρχαιότητα, ο συστηθείς υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί ή είναι περίπου ισοδύναμος ή υπερέχει σε αξία.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Έχω παραθέσει την βαθμολογία των δύο υποψηφίων.  Διαπιστώνω ότι το υπογραμμισμένο μέρος της σύστασης δεν συμφωνεί με τα στοιχεία των φακέλων.  Το Ε.Μ. δεν υπερέχει σε αξία ούτε είναι περίπου ισοδύναμος με τον αιτητή.  Η μεγάλη διαφορά στα σημεία «Α» κάθε άλλο παρά αναδεικνύει τους δύο υποψηφίους ισοδύναμους.  Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή αποτελούσε ένα από τους τρεις παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου καθιστά τη σύσταση τρωτή και οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.»

 

Στην δεύτερη ακυρωτική απόφαση (Υπόθ. Αρ. 735/2002) αναφέρονται τα εξής που συνιστούν το λόγο ακύρωσης:-

 

«Με τη νέα του σύσταση ο Γενικός Διευθυντής αποδίδει ιδιότητες στο ΕΜ όπως «ευρεία γνώση και κατάρτιση με σημαντικές εμπειρίες και εξειδικευμένες γνώσεις στους κύριους τομείς εργασιών της Αρχής».  Ιδιότητες που δίνουν κατά την άποψή του «σοβαρό πλεονέκτημα έναντι των άλλων υποψηφίων».

 

Η υπηρεσιακή κατάρτιση και η ποιότητα εργασίας, στα οποία αναφέρθηκε ο Γενικός Διευθυντής, είναι κριτήρια τα οποία αξιολογούνται στις υπηρεσιακές εκθέσεις.  Δεν προκύπτει απ’ αυτά «σοβαρό πλεονέκτημα» του ΕΜ έναντι των αιτητών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σύσταση.

 

Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν ένα επινόημα για να παρακαμφθεί το δεδικασμένο σχετικά με το εύρημα πως και οι δύο αιτητές υπερείχαν σε αξία, και σε αρχαιότητα ο αιτητής Σιεκκέρσαββα, χωρίς να γίνεται αναφορά στα κριτήρια προαγωγής.

 

Πλήρης παράβαση δεδικασμένου παρατηρείται και στην εξήγηση που έδωσε για τη σύστασή του όταν του ζητήθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 25.6.02.  Η άποψή του ότι το ΕΜ υπερτερούσε σε όλα τα κριτήρια προαγωγής εκτός οριακά στο κριτήριο της αξίας παραβιάζει το εύρημα του Δικαστηρίου.»

 

Η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (Αρχή) σε συνεδρία της, στις 27.4.2004, αφού έλαβε υπόψη την ακυρωτική απόφαση αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα για επανεξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής (Σ.Υ.).

 

Η Σ.Υ. κατά τη συνεδρία της στις 25.8.2004 αφού άκουσε και τη σύσταση του Διευθυντή αποφάσισε να συστήσει για προαγωγή το Ε/Μ.  Η σύσταση του Διευθυντή και το ουσιώδες μέρος της απόφασης της Σ.Υ. έχουν ως ακολούθως:-

 

«Σύσταση του Διευθυντή

Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους που έχουν αποταθεί για τη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού (Παραγωγικότητα, Επιμόρφωση, Εκπαίδευση & Ευημερία), Κλίμακα Α14½, στην Υπηρεσία Προσωπικού, Κεντρικά Γραφεία και έχω άμεση γνώση της προσφοράς κάθε υποψηφίους την Αρχή.

 

Έχω διεξάγει τη δική μου ενδελεχή έρευνα με βάση όλα τα ενώπιον μου διαθέσιμα στοιχεία, όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, μελέτησα τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις όλων των υποψηφίων και πήρα τις αναγκαίες πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων.

 

Με βάση τα στοιχεία αυτά συστήνω για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Βοηθού Διευθυντή προσωπικού (Παραγωγικότητα, Επιμόρφωση, Εκπαίδευση και Ευημερία) τον Αντώνη Χρίστου.

 

Ακολούθως ο Διευθυντής αποχώρησε από την συνεδρίαση.

 

Αφού αποχώρησε, τα Μέλη μελέτησαν εκ νέου με μεγάλη προσοχή και αξιολόγησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία, περιλαμβανομένων και των παραδεδεγμένων κριτηρίων προαγωγής στο σύνολό τους, που αφορούν τους υποψηφίους και ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης, όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους.  Αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τους τη σύσταση του Διευθυντή, επέλεξαν τον Αντώνη Χρίστου και αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να συστήσουν στην Αρχή την προαγωγή του στη θέση Ανώτερου Βοηθού Προσωπικού (Παραγωγικότητα, Επιμόρφωση, Εκπαίδευση & Ευημερία), Κλίμακα Α14½, στην Υπηρεσία Προσωπικού, Κεντρικά Γραφεία, αναδρομικά από την 1 Αυγούστου 2000.»

 

Πρωταρχικοί λόγοι ακύρωσης, μεταξύ άλλων, που προβάλλει ο αιτητής είναι το αναιτιολόγητο της σύστασης της Σ.Υ. και το αναιτιολόγητο της επίδικης απόφασης.

 

Και οι δύο πιο πάνω λόγοι ευσταθούν.

 

Όσον αφορά τον πρώτο πιο πάνω λόγο ακύρωσης οι σχετικοί κανονισμοί της Αρχής επιβάλλουν όπως η έκθεση-σύσταση της Σ.Υ. είναι αιτιολογημένη.  Σχετικός Κανονισμός είναι ο Κ. 3(2) του Μέρους ΙΙ του Δευτέρου Πίνακα της Κ.Δ.Π. 291/86.  Η υποχρέωση της Σ.Υ. για αιτιολόγηση των αποφάσεων της έχει διαπιστωθεί και επιβεβαιωθεί από τη νομολογία. (Βλέπε: Τρίαρου ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 88/2001, ημερ. 19.8.2002, Χριστοφόρου κ.ά. ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 1020/2000, ημερ. 8.8.2002 και Χρυσάνθου ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 1082/2002, ημερ. 19.3.2004).

 

Έχω ήδη παραθέσει το ουσιαστικό μέρος της σύστασης της Σ.Υ.  Από την απλή ανάγνωση του κειμένου αυτού προκύπτει ότι ουδεμία αιτιολογία παρέχεται από τη Σ.Υ. γιατί προτιμήθηκε το Ε.Μ.  Αντί της αιτούμενης αιτιολογίας η Σ.Υ. παρέθεσε γενικά και αόριστα ότι έλαβε υπόψη τα ενώπιον της στοιχεία και τα κριτήρια επιλογής που προβλέπονται από τους Κανονισμούς της Αρχής.  Τίποτε το διαφωτιστικό δεν υπάρχει γιατί επιλέγηκε το Ε/Μ, αν υπερείχε και σε ποια κριτήρια του αιτητή.  Είναι άγνωστος ο συλλογισμός όπως άγνωστο είναι τί από τους φακέλους, τις εκθέσεις την αξία ή τα προσόντα μέτρησαν στην τελική σύσταση της Σ.Υ..

 

Ο ισχυρισμός του συνηγόρου του Ε/Μ ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων, δεν ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν ο νόμος ορίζει ρητά ότι οι αποφάσεις διοικητικού οργάνου πρέπει να αιτιολογούνται τότε η αιτιολογία πρέπει να περιέχεται στο σώμα της απόφασης και δεν είναι υποχρέωση του Δικαστηρίου να αναζητήσει από τους φακέλους τους λόγους που οδήγησαν το όργανο στη συγκεκριμένη απόφαση. (Βλέπε: Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.ά., ημερ. 18.4.1997 (απόφαση Ολομέλειας) και Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).

 

Στην Ηλιόπουλος (πιο πάνω) αναφέρονται τα εξής στη σελ. 441 τα οποία απαντούν στο τεθέν από το Ε/Μ θέμα:-

 

«Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου.  Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια.  Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της.  Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185).  Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου «για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή». (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56).»

 

Αλλά και η τελική επίδικη απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη.  Έχω παραθέσει ήδη το απόσπασμα από τα πρακτικά.  Το απόσπασμα αυτό είναι παρόμοιο με το απόσπασμα που παρέθεσα από τη σύσταση της Σ.Υ..  Ισχύουν επομένως όσα έχω αναφέρει για το αναιτιολόγητο της σύστασης της Σ.Υ..  Σχετικά είναι όσα ανέφερε ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην απόφαση του στην υπόθεση Ανδρέα Αυξέντη ν. Α.Η.Κ., Προσφυγή αρ. 195/2002, ημερ. 23.12.2002 τα οποία και υιοθετώ:-

 

«Είναι ορθή η εισήγηση του αιτητή πως δεν προκύπτει οτιδήποτε από τα πρακτικά που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως αιτιολογία της απόφασης που λήφθηκε.  Ό,τι υπάρχει, σε όλα τα στάδια, είναι μια γενική παραπομπή στα κριτήρια που συνυπολογίστηκαν.  Τα πιο κάτω από την τελική απόφαση είναι χαρακτηριστικά της καθόλου προσέγγισης.  Σημειώνεται πως η επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου έγινε αφού μελέτησε και αξιολόγησε «όλα τα ενώπιον του στοιχεία, και δεδομένα, που αφορούσαν στους υπό κρίση υποψηφίους, όπως παρουσιάζονται στις αιτήσεις και στα επισυνημμένα σ’ αυτές έγγραφα, στις υπηρεσιακές εκθέσεις τους και στους προσωπικούς τους φακέλους, δηλαδή την πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα, προσόντα και επίδοση.»  Αυτά όμως δεν ανταποκρίνονται στην απαίτηση για συγκεκριμένη αιτιολόγηση που να επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.  Είναι δε αρκετό να σημειώσω από τη νομολογία που επικαλέστηκε ο αιτητής την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 πως η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη δεν παρέχει καμιά πληροφόρηση για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης.  Σε τελική ανάλυση δεν έχουμε οτιδήποτε που να προσδιορίζει τί από τα εξειδικευθέντα και πώς επενέργησαν ως αιτιολογικό στήριγμα της απόφασης.»

 

Ενόψει της κατάληξης μου στους δύο πιο πάνω κύριους λόγους ακύρωσης, δεν θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω περαιτέρω τους άλλους λόγους ακύρωσης που επικαλείται ο αιτητής.

 

Η προσφυγή γίνεται δεκτή με £700 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της Α.Η.Κ..

 

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

                                                                                                       (Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο