ΚΥΒΕΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1208/2006, 12 Μαρτίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1208/2006)

 

12 Μαρτίου, 2007

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΚΥΒΕΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α. Ευτυχίου, για την Αιτήτρια.

 

Ε. Γαβριήλ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η Κυβέλη Αναστασίου (αιτήτρια) εργαζόταν ως Βοηθός Ασφαλιστική Λειτουργός στο Τμήμα Υπηρεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στις 27/2/2006 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για πρόωρη οικειοθελή αφυπηρέτηση της. Στις 26/4/2006 η αιτήτρια ειδοποιήθηκε ότι το αίτημα της εγκρίθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και ακολούθως η αφυπηρέτηση της δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12/5/2006. Είκοσι μέρες μετά τη δημοσίευση της αφυπηρέτησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η αιτήτρια ειδοποίησε εγγράφως την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ότι λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε επιθυμούσε να “εξακολουθήσει να εργάζεται” και ότι ήταν “διαθέσιμη για εργασία”. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη ότι η σχέση της ως υπαλλήλου του κράτους είχε διακοπεί με την αίτηση της για πρόωρη αφυπηρέτηση με τη δημοσίευση της αφυπηρέτησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αποφάνθηκε στις 11/6/2006 ότι το αίτημα της να θεωρηθεί η αίτηση της για πρόωρη αφυπηρέτηση ως μη υποβληθείσα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό και έτσι το αίτημα της απορρίφθηκε.

 

Η προσφυγή που καταχωρήθηκε από την αιτήτρια εναντίον της εγκυρότητας της πιο πάνω απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και είχε οριστεί στις 8/2/2007 στις 9.00 π.μ., απορρίφθηκε λόγω της απουσίας της αιτήτριας και του δικηγόρου της. Παραθέτω προς τούτο το σχετικό πρακτικό της πιο πάνω ημερομηνίας:

 

8 Φεβρουαρίου 2007

 

Για την Αιτήτρια: Ουδεμία εμφάνιση.

Για τους Καθ’ων η αίτηση: κα Ελ. Γαβριήλ.

----------------------------

 

Δικαστήριο: Τόσο η αιτήτρια όσο και ο δικηγόρος της έχουν κληθεί επανειλημμένα αλλά ουδείς είναι παρών. Η ώρα είναι 9.45 π.μ.              Η προσφυγή απορρίπτεται.

 

Δικαστήριο προς κα Γαβριήλ: Ζητάτε έξοδα;

 

κα Γαβριήλ: Όχι κ. Πρόεδρε.

 

Δικαστήριο:  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.”

 

 

Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης. Οι λόγοι που προβάλλονται για την ακύρωση της επίδικης απόφασης περιέχονται στην ένορκη δήλωση της δικηγορίνας η οποία θα εμφανιζόταν στο Δικαστήριο στις 8/2/2007, στην οποία αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

“1. Είμαι δικηγόρος και διατηρώ δικηγορικό γραφείο στα Λατσιά Λευκωσίας.

 

2.    Στις 7/2/2007 ο κ. Ευτυχίου, δικηγόρος της Αιτήτριας στην πιο πάνω αίτηση, με παρακάλεσε να παρουσιαστώ στις 8/2/2007 σε ορισμένες προσφυγές του που ήταν ορισμένες ενώπιον διαφορετικών Δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο, τους φακέλους των οποίων ως μου εξήγησε θα μου παρέδιδε η υπάλληλος του γραφείου του Έρση Χρίστου για να τους μελετήσω.

 

3.    Από αβλεψία της πιο πάνω υπαλλήλου του λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας δεν μου παράδωσε την πιο πάνω προσφυγή και έτσι δεν την είχα υπόψη μου για να παρουσιαστώ σε αυτή.”

 

 

Σημειώνεται ότι η δικηγορίνα η οποία εμφανίζεται εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έφερε ένσταση στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.

 

Η αίτηση για την επαναφορά προσφυγής βασίζεται στο άρθρο 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία Διαδικαστικός Κανονισμός του 1975 και οι αρχές οι οποίες εφαρμόζονται συνδέονται άμεσα με τις αρχές οι οποίες καθορίζουν την επαναφορά απορριφθείσας έφεσης σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 35, Θεσμός 13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών.

 

Όταν εξετάζεται αίτηση για παραμερισμό μιας δικαστικής απόφασης το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη (α) το δικαίωμα ενός διαδίκου να τύχει ακρόασης και (β) αν η συμπεριφορά του διαδίκου ισοδυναμεί με έκδηλη καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας                   (βλ. Phylactou ν. Michael (1982) 1 C.L.R. 204).

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι οι παραλείψεις του δικηγόρου ή μελών του γραφείου του που έχουν ως αποτέλεσμα την απόρριψη μιας έφεσης,                δεν συνιστούν λόγο που θα δικαιολογούσε επαναφορά της έφεσης                           (βλ. Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1134).

 

Στην υπόθεση Ρουβανιάς Λτδ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191, οι εφέσεις απορρίφθηκαν λόγω παράλειψης καταχώρισης εκ μέρους της αιτήτριας εταιρείας της γραπτής της αγόρευσης. Στην αίτηση για επαναφορά της έφεσης υποβλήθηκε με την επισυναφθείσα ένορκη δήλωση ότι,

 

“Δυστυχώς λόγω κάποιου εσωτερικού λάθους και/ή ασυνεννοησίας και/ή από παραδρομή δεν σημειώθηκε η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την καταχώριση του περιγράμματος αγόρευσης της πλευράς μας και ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίφθηκε.”

 

 

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το λάθος που παρατηρήθηκε δεν μπορούσε με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση να δικαιολογήσει την επαναφορά της έφεσης, τονίζοντας ότι “μια τέτοια ερμηνεία θα κακοποιούσε το καθαρό νόημα του κανονισμού” και υποδεικνύοντας ότι η φράση “πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα” στην επιφύλαξη του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, Κανονισμού 13(ε) δεν μπορεί παρά να σημαίνει, “εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο εκτός ελέγχου”.

 

Η υποχρέωση του δικηγόρου να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο συνιστά μια σοβαρή ευθύνη που σχετίζεται άμεσα με την απονομή της δικαιοσύνης. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Δημητρίου ν. Υπουργείου Οικονομικών (Προσφυγή αρ. 979/02 της 29/11/2002),

 

“Παράλειψη εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου κατά την καθορισμένη ημερομηνία δεν είναι θέμα απλής τυπικότητας, αλλά θέμα ουσίας το οποίο αγγίζει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης.”

 

 

Στην παρούσα περίπτωση η παράλειψη εμφάνισης που οδήγησε στην απόρριψη της προσφυγής οφειλόταν στον κακό προγραμματισμό των δικαστικών υποχρεώσεων του δικηγορικού γραφείου του δικηγόρου της αιτήτριας και ο λόγος που προβλήθηκε για την παράλειψη εμφάνισης δεν δικαιολογεί την επαναφορά της προσφυγής. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Ξενοφώντος ν. Χατζηαράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221,

 

“Το σύστημα λειτουργίας ενός δικηγορικού γραφείου δεν αφορά το Δικαστήριο. Οι πιθανές ελλείψεις σ’ αυτή δεν εμπίπτουν στην έννοια “πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα” που απαντά στον Κανονισμό. Η μη συμμόρφωση με τις πιο πάνω διατάξεις πρέπει να οφείλεται σε λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στη συνήθη ανθρώπινη λειτουργία.”

 

 

Όπως έχει επίσης τονισθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698,

 

“Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει                    την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.”

 

 

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια η αίτηση απορρίπτεται. Έχοντας υπόψη ότι η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση δεν έφερε ένσταση στην επαναφορά της προσφυγής, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο