ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΕΛΛΑΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 547/2005, 22 Μαίου 2007
print
Τίτλος:
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΕΛΛΑΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 547/2005, 22 Μαίου 2007
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΕΛΛΑΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 547/2005, 22 Μαίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 547/2005)

 

22 Μαίου, 2007

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΕΛΛΑΣ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ

ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

 

Μ. Σπανού, για την Καθ’ ης η αίτηση.

 

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή ο Δημήτρης Φελλάς (ο αιτητής) ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (η καθ’ ης η αίτηση), με την οποία διορίστηκε κατόπιν επανεξέτασης στη θέση του Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών ο Σπύρος Σπύρου (το ενδιαφερόμενο μέρος).

 

(α) Τα γεγονότα.

Στις 22/10/2004 το Ανώτατο Δικαστήριο με σχετική απόφαση του στην προσφυγή του αιτητή Δημήτρης Φελλάς ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (Προσφυγή Αρ. 603/2002 της 22/10/2004), ακύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ης η αίτηση Αρχής με την οποία είχε διοριστεί το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών, αφού έκρινε ότι η παράγραφος 6 των απαιτούμενων προσόντων της θέσης, σύμφωνα με την οποία “πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε στην Αρχή θα αποτελεί πλεονέκτημα”, δεν συνιστούσε νόμιμο στοιχείο κρίσης γιατί παραβίαζε την αρχή της ισότητας σε ό,τι αφορά τους “εσωτερικούς” και “εξωτερικούς” υποψήφιους για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ’ης η αίτηση κατά την επανεξέταση για την πλήρωση της θέσης, αφού αποφάσισε να μην λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση στην οποία είχαν υποβληθεί (αφού στο μεταξύ υπήρξε διαφοροποίηση στη σύνθεσή του) και αφού αποφάσισε επίσης να μην λάβει υπόψη την πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας για το πλεονέκτημα, διαπίστωσε ότι τέσσερις υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν οι επικρατέστεροι. Η συμπερίληψη του ενδιαφερόμενου μέρους βασίστηκε στα υπέρτερα ακαδημαϊκά του προσόντα και του αιτητή στη μεγαλύτερη πείρα του σε θέματα του σχεδίου υπηρεσίας. Το Διοικητικό Συμβούλιο αφού διαπίστωσε ότι και οι δύο ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, επέλεξε ομόφωνα το ενδιαφερόμενο μέρος αφού βασίστηκε στα υπέρτερα ακαδημαϊκά του προσόντα.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη γιατί:

 

(i)                 Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ης η αίτηση ήταν παράνομη,

 

(ii)               Η διαδικασία επανεξέτασης έπρεπε να διεξαχθεί εξ’ υπαρχής με νέα προκήρυξη της θέσης,

 

(iii)             Δεν διενεργήθηκε νέα προφορική εξέταση,

 

(iv)              Υποβαθμίστηκε η πείρα του αιτητή και υπερεκτιμήθηκαν τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

 

 

 

 

 

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

 

(i) Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ης η αίτηση ήταν παράνομη.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ης η αίτηση ήταν αντικανονική γιατί υπήρξαν απουσίες μελών στις διάφορες συνεδρίες, χωρίς να αποδεικνύεται ότι τα εν λόγω πρόσωπα είχαν προσκληθεί κανονικά και επιπρόσθετα, δύο μέλη τα οποία απουσίαζαν από τη συνεδρία της 31/1/2005 εμφανίσθηκαν στην αποφασιστική συνεδρία της 7/3/2005 χωρίς να προκύπτει ότι επαναλήφθηκε από την αρχή η διαδικασία ή ότι ενημερώθηκαν σχετικά με όλα τα αναγκαία για τη λήψη απόφασης στοιχεία.

 

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

 

Όπως φαίνεται από τα πρακτικά των συνεδριάσεων, τα απόντα μέλη λάμβαναν γνώση των συνεδριάσεων και κοινοποιούσαν στο Συμβούλιο τις απολογίες τους για την αδυναμία τους να συμμετάσχουν. Ειδικότερα για την περίπτωση του μέλους Α. Πίττα έχουν παρουσιαστεί από την πλευρά της καθ’ης η αίτηση φωτοαντίγραφα πέντε προσκλήσεων σε αντίστοιχες συνεδρίες του Συμβουλίου μαζί με τη σχετική απόδειξη μεταφοράς, ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι όλες οι συνεδρίες λάμβαναν χώρα σε τακτές ημέρες και ώρες (Δευτέρα στις 16.30, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 21(3) του Νόμου 158(Ι)/99), εκτός από τη συνεδρία της 29/12/2004 που έγινε Τετάρτη, αλλά τα μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Α. Πίττα, έλαβαν γνώση της πιο πάνω ημερομηνίας κατά την αμέσως προηγούμενη τακτική συνεδρία που είχε γίνει στις 20/12/2004. Αναφορικά με τη διαφοροποίηση που εντοπίζεται στην τελευταία κρίσιμη συνεδρία της 7/3/2005 με τη συμμετοχή των μελών Λοϊζίδη και Πήλικου, οι οποίοι απουσίαζαν στην προηγούμενη συνεδρία της 31/1/2005, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του αιτητή ότι δημιουργήθηκε παρατυπία στη σύνθεση, καθότι στα πρακτικά της 7/3/2005 αναφέρεται ότι στην αρχή της συνεδρίας αναγνώστηκαν τα πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίας και ότι τα δύο συγκεκριμένα μέλη “αφού διάβασαν τα πρακτικά και εξέτασαν όλα τα σχετικά με το εν λόγω θέμα στοιχεία, τα οποία ήταν ενώπιον του Συμβουλίου κατά την 384η και κατά τη σημερινή συνεδρία, δήλωσαν ότι συμφωνούν με την όλη διαδικασία και με όλες τις αποφάσεις που λήφθηκαν”. Επομένως τα πιο πάνω μέλη ήταν πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη λήψη απόφασης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99. Το πιο πάνω άρθρο καθορίζει ότι όταν μια διαδικασία για τη λήψη μιας διοικητικής απόφασης παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, η διαδικασία θα πρέπει να επαναληφθεί από την αρχή εκτός αν “τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης”.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ο ισχυρισμός του αιτητή για παράνομη σύνθεση απορρίπτεται.

 

(ii) Η επανεξέταση έπρεπε να διεξαχθεί εξ’ υπαρχής με νέα προκήρυξη της θέσης.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι μετά την ακυρωτική απόφαση της 22/10/2004 η επίδικη θέση έπρεπε να επαναπροκηρυχθεί με νέα δημοσίευση του σχεδίου υπηρεσίας και σχετική διαβούλευση της καθ’ης η αίτηση με το Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο θα μπορούσε να τροποποιήσει το μέρος εκείνο του σχεδίου που είχε κριθεί αντισυνταγματικό.

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το μέρος εκείνο της ακυρωτικής απόφασης που έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης αναφέρει τα ακόλουθα:

 

     “Δεν παραγνωρίζω πως το σχέδιο υπηρεσίας δεν αναφέρεται σε σύγχρονη, δηλαδή κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρεσία στους καθ’ων η αίτηση. Αναφέρεται σε πείρα που μπορεί να κτήθηκε στο παρελθόν χωρίς απαραίτητα να βρίσκεται ο κάτοχός της και στην υπηρεσία των καθ’ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξακολουθεί όμως να αντιμετωπίζεται αυτή η πείρα ως μεγαλύτερης σημασίας και, ούτως ή άλλως, ο ενδιαφερόμενος την πείρα – πλεονέκτημα την είχε ως εκ της θέσης που κατείχε μέχρι και τον ουσιώδη χρόνο. Η πραγματικότητα είναι πως το σχέδιο υπηρεσίας του αναγνώρισε προβάδισμα εξ αιτίας της υπηρεσίας του στους καθ’ων η αίτηση, δια της οποίας και μόνο θα μπορούσε να κτηθεί η πείρα - πλεονέκτημα· ανεξάρτητα από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της πείρας και την κατά το περιεχόμενο ομοιότητά της προς την πείρα που αποκτήθηκε κατά άλλο τρόπο. Στην προκείμενη περίπτωση, από τον αιτητή ο οποίος, εκτός των άλλων, επί μεγάλη σειρά ετών υπήρξε Ανώτερος Λειτουργός στην Αρχή Λιμένων Κύπρου, επίσης Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου. Δεν μπορώ να διακρίνω το αντικειμενικό έρεισμα που θα καθιστούσε εύλογη αυτή τη διαφοροποίηση. Αυτή απολήγει, αντίθετα προς το θεμελιώδες πως δεν επιτρέπεται διάκριση ανάλογα με το αν οι υποψήφιοι είναι “εσωτερικοί” ή όχι, σε δημιουργία ιδιαίτερης κατηγορίας υποψηφίων, κατά την κρίση μου αυθαιρέτως, οι οποίοι, κατά τις καθιερωμένες αρχές, θα ήταν δυνατό να παρακαμφθούν μόνο για ειδικά προσδιορισμένο λόγο.

 

     Καταλήγω πως η επίμαχη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας, ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας, όπως αυτή ισχύει σε ό,τι αφορά τους “εσωτερικούς” και “εξωτερικούς” υποψήφιους για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν συνιστούσε νόμιμο στοιχείο κρίσης. Αφού επέδρασε δε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή υπόκειται σε ακύρωση.”

 

 

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ’ης η αίτηση αποφάσισε ορθά κατά την επανεξέταση να αγνοήσει την παράγραφο 6 του σχεδίου υπηρεσίας που αναφερόταν στο πλεονέκτημα της πείρας, αφού παραβίαζε την αρχή της ισότητας και ορθά προχώρησε στην επανεξέταση βασιζόμενο στα υπόλοιπα νόμιμα κριτήρια, χωρίς νέα προκήρυξη της θέσης.

 

(iii) Η διενέργεια νέας προφορικής εξέτασης.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι επειδή η σύνθεση του Συμβουλίου της καθ’ης η αίτηση κατά την επανεξέταση ήταν διαφορετική από αυτή που είχε κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης, ήταν αναγκαία η πραγματοποίηση νέων συνεντεύξεων για να διαπιστωθεί η καταλληλότητα των υποψηφίων και η κατοχή των απαιτούμενων στο σχέδιο υπηρεσίας ιδιοτήτων και ικανοτήτων.

 

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Ούτε ο περί Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμος,                        Ν. 125(Ι)/99, ούτε οι σχετικοί Κανονισμοί της Κ.Δ.Π. 266/77 επιβάλλουν ως υποχρεωτική την προφορική εξέταση, αλλά αντίθετα ως δυνητικό στοιχείο, θέτουν τη διεξαγωγή της μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της καθ’ης η αίτηση. Εφόσον καμιά νομοθετική ή κανονιστική διάταξη που διέπει τους διορισμούς στην υπηρεσία της καθ’ης η αίτηση δεν καθιστούν υποχρεωτική την προφορική εξέταση, εφαρμόζονται οι καθιερωμένες νομολογιακές αρχές ότι η διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων κατά την επανεξέταση εισάγει νέα στοιχεία που είναι απαράδεκτα γιατί παραβιάζουν το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου. (Βλ. Δρουσιώτης ν. Δήμου Λατσιών (1992) 3 Α.Α.Δ. 437, Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, κλπ.) Έπεται ότι η απόφαση του Συμβουλίου της καθ’ης η αίτηση να μην προχωρήσει σε νέες συνεντεύξεις κατά την επανεξέταση ήταν ορθή και σύμφωνη με τη νομολογία.

 

(iv) Υποβάθμιση της πείρας του αιτητή και υπερεκτίμηση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στα ακαδημαϊκά προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους παρά στη μεγαλύτερη πείρα του αιτητή, ξεφεύγοντας από τους όρους του σχεδίου υπηρεσίας το οποίο δεν καθορίζει ως πλεονέκτημα την κατοχή επιπρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος, ενώ αντίθετα, καθιστά απαραίτητη την πείρα σε θέματα οικονομικής διαχείρισης στα οποία υπερτερεί ο αιτητής.

 

Από τα πρακτικά της κρίσιμης συνεδρίας της 7/3/2005 φαίνεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ’ης η αίτηση εξέτασε διεξοδικά όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τους υποψήφιους, συμπεριλαμβανομένων των προσόντων και της πείρας. Ως προς τα προσόντα η διαπίστωση του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν ότι τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχοι δύο Πανεπιστημιακών τίτλων. Η διαφορά στην οποία κατέληξε το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν ότι και οι δύο τίτλοι του ενδιαφερόμενου μέρους (Bachelor of Arts in Accounting and Management Science (with Honours) University of Kent at Canterbury και Master of Business Administration, University of Warwick), αφορούσαν θέματα που καθορίζονταν ως σχετικά στο σχέδιο υπηρεσίας, σε αντίθεση με τον αιτητή, του οποίου μόνο ο ένας τίτλος κρίθηκε ότι ήταν σε θέμα συναφές με τα προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας (Master of Science in Technological and Economic Studies, University of Birmingham). Το άλλο προσόν του αιτητή, ο τίτλος Bachelor of Science in Mechanical Engineering θεωρήθηκε ότι δεν ήταν σχετικό. Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις το Συμβούλιο κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε ακαδημαϊκά προσόντα και αφού επεσήμανε τη μακρύτερη πείρα του αιτητή σε θέματα οικονομικής διαχείρισης επέλεξε να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στα προσόντα. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη στη διερεύνηση των πιο πάνω στοιχείων και η απόφαση της καθ’ης η αίτηση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με £500 έξοδα προς όφελος της καθ’ης η αίτηση και £400 έξοδα προς όφελος του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο