ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1263/2006, 6 Ιουνίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ   

 

                                                (6 Ιουνίου, 2007)

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1263/2006.)

 

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΥ, Δ.

 

Αναφορικά με τα άρθρα 29 και 146 του Συντάγματος.

 

Μεταξύ:

 

SITHY FATHILA από τη Σρ-Λάνκα,

       Αιτήτρια,

-ν-

              ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

 ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ

                        Καθ΄ ου η αίτηση.

 

_ _ _

 

Για την αιτήτρια:  Αλ. Ιωαννίδης.

Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Γ. Χ΄΄ Χάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 4.5.2006, και με την οποία την πληροφορούσε ότι το αίτημα της για παραμονή στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντα υπηκόου τρίτης χώρας,  δυνάμει της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί επειδή η περίπτωση της αιτήτριας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής, καθότι η διάρκεια παραμονής της είναι επίσημα χρονικά περιορισμένη, είναι άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα.

 

Η αιτήτρια διαμένει νόμιμα στην Κύπρο από τον Σεπτέμβριο του 2000, και στις 26 Ιουνίου, 2006, συμπλήρωσε έξι χρόνια διαμονής.  Από το Σεπτέμβριο του 2000 μέχρι τον Ιούλιο του 2004, διέμενε στην Κύπρο με νόμιμη προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας.  Αργότερα η προσωρινή άδεια παραμονής της ανανεώθηκε μέχρι τις 25.6.2006.  Στις 27.2.2006 η αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της υπέβαλε αίτηση για να αναγνωριστεί ως επί μακρόν διαμένουσα στην Κύπρο, δυνάμει της προαναφερόμενης Οδηγίας.  Ο καθ΄ ου η αίτηση με επιστολή του ημερομηνίας 4.5.2006 πληροφόρησε το δικηγόρο της αιτήτριας ότι το αίτημα της για παραμονή στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντα υπηκόου τρίτης χώρας, δυνάμει της προαναφερόμενης Οδηγίας, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί επειδή η περίπτωση της αιτήτριας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εκείνης καθότι η διάρκεια παραμονής της (αιτήτριας) είναι επίσημα χρονικά περιορισμένη με βάση απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής.  Είναι εναντίον εκείνης της απόφασης  που καταχωρίστηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Η Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου, 2003, τέθηκε σε ισχύ την 23η Ιανουαρίου 2004, και οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν προθεσμία δύο ετών, δηλαδή μέχρι 23.1.2006, για ενσωμάτωση της οδηγίας.   Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ενσωμάτωσε την προαναφερόμενη οδηγία μέσα στην προαναφερόμενη καθορισμένη χρονική περίοδο εφόσον ο σχετικός Νόμος 8(1)/2007 (Νόμος που τροποποιεί τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο), δημοσιεύθηκε στις 14 Φεβρουαρίου, 2007.  Ο προαναφερόμενος νόμος είχε σκοπό να ενσωματώσει την προαναφερόμενη Οδηγία του Συμβουλίου στο ημεδαπό δίκαιο.   Επομένως κατά τον ουσιώδη χρόνο της υποβολής της αίτησης εκ μέρους της αιτήτριας  (27.2.2006) και της προσβαλλόμενης απόφασης (4.5.2006), η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε ουσιαστικά εκπληρώσει την υποχρέωση της για ενσωμάτωση της προαναφερόμενης Οδηγίας.   Στην υπόθεση 148/78 Pubblico Ministero v. Tullio Ratti (1979) ECR 1629, (1980),  το Δ.Ε.Κ. διευκρίνισε ότι μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία δεν έχει υιοθετήσει τα αναγκαία μέτρα προς υλοποίηση μιας Οδηγίας μέσα στην προκαθορισμένη περίοδο, δεν δικαιούται να στηρίζεται στη δική της αποτυχία να εκτελέσει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της Οδηγίας, έναντι ατόμων που επιθυμούν να επωφεληθούν από την Οδηγία. 

 

Είναι σαφές, κατά την κρίση μου, ότι εφόσον μετά την 23η Ιανουαρίου 2006, είχε παρέλθει η προθεσμία ενσωμάτωσης της προαναφερόμενης Οδηγίας και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν την είχε ενσωματώσει, η αιτήτρια δικαιούτο σε όλα τα ωφελήματα που πηγάζουν από την Οδηγία και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε δικαίωμα να βασιστεί στη δική της αποτυχία να ενσωματώσει την Οδηγία εμπρόθεσμα.  Κατά συνέπεια το αίτημα της αιτήτριας και η απόρριψή του θα πρέπει να κριθούν με βάση την προαναφερόμενη Οδηγία του Συμβουλίου παρά τη μη ύπαρξη σχετικής Κυπριακής Νομοθεσίας, κατά τον ουσιώδη χρόνο. 

 

Σύμφωνα με την προαναφερόμενη Οδηγία υπήκοοι τρίτων χωρών, όπως η αιτήτρια (που είναι υπήκοος της Σρι-Λάνκα) που διαμένουν νόμιμα και αδιάλειπτα στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, όπως είναι η Κύπρος, για πέντε χρόνια, δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για να αποκτήσουν την ιδιότητα του επί μακρόν διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας.  Σύμφωνα με το άρθρο 3(2)(ε) της προαναφερόμενης Οδηγίας, η Οδηγία δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι, μεταξύ άλλων, διαμένουν αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιοριστεί.  Στην προκείμενη περίπτωση ο καθ΄ ου η αίτηση απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας ακριβώς για τους προαναφερόμενους λόγους δηλαδή για το ότι η αιτήτρια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καθότι η διάρκεια παραμονής της είναι επίσημα χρονικά περιορισμένη με βάση απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής. 

 

Το ερώτημα που τίθεται στην προκείμενη περίπτωση είναι κατά πόσο η αιτήτρια διέμενε στην Κύπρο κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα του 2000–2006, αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα ή αν η περίπτωση της είναι περίπτωση κατά την οποία η άδεια διαμονής της έχει επίσημα περιοριστεί.  Κατά την κρίση μου η διαμονή της αιτήτριας στην Κύπρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαμονή αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα εφόσον αυτή βρισκόταν και εργαζόταν νόμιμα στη Δημοκρατία αρχικά με άδεια παραμονής και εργασίας τεσσάρων ετών και στη συνέχεια άλλων δύο ετών.  Περαιτέρω δεν θεωρώ την περίπτωση της αιτήτριας ως περίπτωση κατά την οποία η άδεια διαμονής της έχει επίσημα περιοριστεί.  Δεν μου διαφεύγει το ότι η άδεια διαμονής της ήταν χρονικά περιορισμένη αρχικά για τέσσερα χρόνια και στη συνέχεια για άλλα δύο.  Όμως δεν θεωρώ ότι η πρόνοια της Οδηγίας που εξαιρεί υπηκόους τρίτων χωρών με άδειες διαμονής επίσημα περιορισθείσες αφορά σε χρονικό περιορισμό της αδείας διαμονής.  Αν έτσι ερμηνευόταν η Οδηγία και δεδομένου ότι όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν χρονικούς περιορισμούς στην άδεια διαμονής τους τότε, κατά την εκτίμηση μου, η Οδηγία θα ήταν ουσιαστικά άνευ αντικειμένου και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.  Συναφώς παρατηρώ ότι ενώ στην προαναφερόμενη οδηγία δεν υπάρχει  αναφορά σε περιορισμό χρονικής διάρκειας, ο καθ΄ ου η αίτηση στην απορριπτική του απόφαση αναφέρει πως η οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της αιτήτριας, επειδή η διάρκεια παραμονής της είναι επίσημα χρονικά περιορισμένη.   Κατά την κρίση μου η ερμηνεία του όρου άδεια διαμονής που έχει επίσημα περιοριστεί, στην Οδηγία, ως άδεια διαμονής που έχει επίσημα χρονικά περιοριστεί είναι αυθαίρετη και δεν βασίζεται στο λεκτικό ή τη φιλοσοφία της Οδηγίας του Συμβουλίου. 

 

Η προσθήκη του περιορισμού χρονικής διάρκειας στην έννοια της άδειας διαμονής που έχει επίσημα περιοριστεί, έγινε και στο Νόμο 8(1)(2007, και συγκεκριμένα στο άρθρο 18Ζ(2)(γ), όπου αναγράφεται ότι οι διατάξεις του εδαφίου 1 των άρθρων 18Η μέχρι 18 Ι Η, του Νόμου δεν εφαρμόζονται σε υπηκόους τρίτων χωρών σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιοριστεί «σε ό,τι αφορά τη χρονική της διάρκεια».

 

Παρά το ότι με το Νόμο 8(1) του 2007 ενσωματώνεται η προαναφερόμενη Οδηγία του Συμβουλίου, εν τούτοις είναι προφανές ότι στο ζήτημα της εξαίρεσης υπηκόων τρίτων χωρών των οποίων η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιοριστεί, η Κυπριακή Δημοκρατία πρόσθεσε και την έννοια της χρονικής διάρκειας του περιορισμού της άδειας διαμονής, η οποία όμως δεν υπάρχει στην Οδηγία του Συμβουλίου. 

 

Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρώ ότι ο καθ΄ ου η αίτηση αυθαίρετα και λανθασμένα θεώρησε ότι η περίπτωση της αιτήτριας δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις των υπηκόων τρίτων χωρών που δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για να αποκτήσουν την ιδιότητα του επί μακρόν διαμένοντος, σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπηκόου τρίτης χώρας, επειδή η άδεια διαμονής της στην Κύπρο ήταν χρονικά περιορισμένη.  Κατά την εκτίμηση μου ο χρονικός περιορισμός της αδείας διαμονής της αιτήτριας δεν θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη και η αίτησή της θα έπρεπε να είχε εξεταστεί ως προς το κατά πόσο εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της προαναφερόμενης οδηγίας. 

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο καθ΄ ου η αίτηση ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και πλάνης περί το νόμο, εφάρμοσε λανθασμένες νομικές αρχές και κατέληξε σε απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας για λανθασμένο λόγο.  Ως εκ τούτου η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται δήλωση του δικαστηρίου ως η παράγραφος (α) του αιτητικού της αίτησης.

 

Έξοδα υπέρ της αιτήτριας, να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

 

                                                            (Μ. Μ. Νικολάτος)

                                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο