ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 945/2005, 15 Ιουνίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                    (Υπόθεση Αρ. 945/2005)

 

15 Ιουνίου, 2007

 

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΥ,

                                    Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                    Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Α. Παπαχαραλάμπους με Σ. Νικολάου (κα), για τον Αιτητή.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

    Καμιά εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

- - - - - -

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 6.6.05 να προάξουν το ενδιαφερόμενο μέρος (πιο κάτω ε/μ) Δημήτριο Εγγλεζάκη στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης (Μέση Τεχνική Εκπαίδευση) από τις 7.6.05 είναι παράνομη και άκυρη.

 

Γεγονότα

 

Μετά από αίτημα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 17.2.05 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (πιο κάτω ΕΕΥ) αποφάσισε την προκήρυξη για την πλήρωση μιας κενής θέσης Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Τεχνική Εκπαίδευση. Η γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11.3.05  και ως ημερομηνία συνδρομής των προσόντων ορίστηκε η 28.3.05. Τόσο ο αιτητής όσο και το ε/μ ήσαν μεταξύ των υποψηφίων. Η Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) αφού μελέτησε τους σχετικούς φακέλους των υποψηφίων έκρινε ότι ο αιτητής δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα αφού δεν πληρούσε την πρόνοια (1) του σχεδίου υπηρεσίας γιατί «δεν ήταν κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σε θέμα της ειδικότητάς του που να του δίδει δικαίωμα διορισμού/κατάταξης στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10. ΄Ετσι δεν τον κάλεσε σε προφορική συνέντευξη. Παρά την υποβληθείσα ένσταση του αιτητή, η ΕΕΥ εξέτασε τον κατάλογο της ΣΕ και κατάληξε ότι ο μοναδικός προτεινόμενος υποψήφιος που πληρούσε τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος και έτσι απέκλεισε τον αιτητή από την όλη διαδικασία.

 

Νομικοί ισχυρισμοί

 

Με τη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής προωθεί τους ακόλουθους νομικούς ισχυρισμούς: (α) Ότι είναι αναιτιολόγητη και χωρίς τη δέουσα έρευνα η σύσταση της ΣΕ η οποία λήφθηκε με πλάνη περί τα πράγματα και (β) το ίδιο αναιτιολόγητη, χωρίς τη δέουσα έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα είναι η απόφαση της ΕΕΥ να απορρίψει την ένσταση του αιτητή. Η ουσία δηλαδή των πιο πάνω νομικών λόγων είναι ότι εσφαλμένα η ΕΕΥ θεώρησε ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε την πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας με αποτέλεσμα να τον αποκλείσει από τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης.

Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο ορθά οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας.   Με το θέμα αυτό είχα ασχοληθεί σε προηγούμενες μου αποφάσεις όπως η Γιάννης Νικολάου ν. Ρ.Ι.Κ., Υποθ. αρ. 725/02 και 872/02, ημερ. 13.1.05 και Σωτήρης Σκανναβίδης ν. Ρ.Ι.Κ., Υποθ. αρ. 429/02, ημερ. 29.7.05.   Στη σελ. 5 της υπόθεσης Σκανναβίδης (πιο πάνω) διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«Στη τελευταία πιο πάνω υπόθεση Γιάννης Νικολάου ν. Ρ.Ι.Κ. σχετικά με το θέμα αυτό στη σελ. 11 είχα αναφέρει τα ακόλουθα:

 

‘Σύμφωνα με τη νομολογία η εξέταση του θέματος κατά πόσο ένας υποψήφιος κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα ανάγεται στην εξουσία του αρμοδίου για το διορισμό και/ή προαγωγή οργάνου. Το Δικαστήριο τότε μόνο δικαιολογείται να παρέμβει όταν διαπιστώνεται αυθαιρεσία ή πλάνη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Μιχαήλ Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28 Γεώργιος Ιορδάνου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 250).  Άλλη περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο μπορεί να παρέμβει είναι εκεί που η ερμηνεία που έδωσε το αρμόδιο όργανο δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ. Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Δ.Δ. 1318).’

 

Σχετικά με το ίδιο θέμα, δηλαδή την ερμηνεία σχεδίων υπηρεσίας, στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Ε.Δ.Υ. ν. Δώρας Γερμανού κ.α. Α.Ε. 3242 και 3254 ημερ. 21/3/05, στη σελ. 7 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

‘Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με την πιο πάνω κρίση της Ε.Δ.Υ. σημειώνοντας ότι οι πιο πάνω τίτλοι «δεν μπορούσαν λογικά να θεωρηθούν ότι ικανοποιούσαν την απαίτηση για θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης».  Προχώρησε δε σε κρίσεις και ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας εκφράζοντας την άποψη ότι το απαιτούμενο «ήταν προσόν κατά την απόκτηση του οποίου να είχε ασχοληθεί ο κάτοχος με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης, και όχι γενικό προσόν στην Πληροφορική .......» για να καταλήξει στο εύρημα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν προσοντούχες.’

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή.  Όπως έχει τονισθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517:

 

‘Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. (βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60).  Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (βλ. Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).’

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και υπεισήλθε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., υποκαθιστώντας την κρίση της.  Συνακόλουθα η εισήγηση της εφεσείουσας επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σε ό,τι αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Τσαγγαρίδου Α. Χατζημάρκου, των οποίων ο διορισμός επικυρώνεται.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής και να υποκαταστήσει την κρίση της.  Κατ’ αναλογία και εδώ δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου του καθού η αίτηση.  Η ερμηνεία και η εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου θέμα με το οποίο το δικαστήριο σπάνια επεμβαίνει.  (Βλ. Κ.Ο.Τ. ν. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128 και Φλωρεντία Πετρίδου ν. Ρ.Ι.Κ. Α.Ε. 3355 ημερ. 10/11/04).   Η παρούσα, δεν εμπίπτει στις εν λόγω σπάνιες περιπτώσεις.»

 

Στη δική μας περίπτωση στο σχέδιο υπηρεσίας παράγραφο 3(α) προβλέπονται τα ακόλουθα:

 

«3. Απαιτούμενα προσόντα

α)    Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ειδικότητα που να δίδει στον υποψήφιο δικαίωμα διορισμού σε θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8 – Α10.»

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο αιτητής κατείχε τη θέση του Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης (Κλ. Α13) το δε ε/μ του Επιθεωρητή Α΄ (ΤΕ) (Κλ. Α13+2 προσαυξήσεις). Η επίδικη θέση είναι στην κλίμακα Α14. Παρόλο που προσέχω μια παραδοξότητα στην πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας ότι θα πρέπει ένας να έχει δίπλωμα για θέση κατώτερη από αυτή που κατέχει (δηλαδή για την Α8 – 10 που είναι κατώτερη της Α13), θα προχωρήσω να εξετάσω τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Τόσο η ΣΕ όσο και η ΕΕΥ απλώς επανέλαβαν τη φράση ότι ο αιτητής δεν κατέχει το προσόν της παραγράφου 1 του σχεδίου υπηρεσίας δηλαδή ότι δεν έχει το προσόν που να τον καθιστά προσοντούχο για θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8 – Α10,  χωρίς να εξηγούν ακριβώς τι προσόν εννοούν. Θα πρέπει λοιπόν να δούμε τις πρόνοιες που αφορούν το διορισμό καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8 – Α10 για να φανεί κατά πόσο η αιτιολογία που έχει δώσει πρώτα η ΣΕ και στη συνέχεια η ΕΕΥ, που απλώς υιοθέτησε τη θέση της πρώτης,  είναι επαρκής.

 

Για τη θέση καθηγητή στις κλίμακες Α8 – Α10, σημείωση 3 του σχεδίου υπηρεσίας απαιτείται «τίτλος/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει» (βλ. ΣΥ 36/2000 ΕΕ Παρ. VIII ημερ. 21.7.00). Παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στην ΣΥ 20/2000 ΕΕ Παρ. VIII ημερ. 26.5.00).

 

Για τη θέση εκπαιδευτή στην κλίμακα Α8 – Α10 σύμφωνα με την παράγραφο 3 του σχεδίου υπηρεσίας απαιτείται «τίτλος/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει» (βλ. ΣΥ 19/1998 ΕΕ Παρ. VIII ημερ. 16.4.98).

 

Στη δική μας περίπτωση ο αιτητής είναι κάτοχος πτυχίου Ανωτέρας Σχολής Ηλεκτρονικών (Σιβιτανίδειος) (3 έτη). Επιπλέον έχει ο αιτητής ΜΑ In Education Management  του Luton University και πτυχίο Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Είναι ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ότι εφόσον οι Ανώτερες Τεχνολογικές Σχολές της Ελλάδας έχουν «ανωτεροποιηθεί» το 2001 με σχετική νομοθετική πρόνοια που επεκτείνεται και σε απόφοιτους των προηγούμενων χρόνων, όπως είναι ο αιτητής, έπρεπε να ΕΕΥ να εξετάσει και εγκρίνει το αίτημά του, ότι δηλαδή ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας.

 

Ενόψει του γεγονότος ότι και στις δυο περιπτώσεις (του καθηγητή και εκπαιδευτή) εκτός από την αναφορά σε τίτλο/πτυχίο πανεπιστημίου γίνεται αναφορά και σε τίτλο/πτυχίο «ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο» και ενόψει του ότι σύμφωνα με το Νόμο 2916/2001 της Ελληνικής Δημοκρατίας αναγνωρίστηκε ότι τα πτυχία ΤΕΙ που χορηγούνται μετά τη ψήφιση του νόμου καθώς και αυτά που αποκτήθηκαν πριν την ψήφισή του αποτελούν βασικούς τίτλους σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης, έχω προσέξει ότι η περίπτωση του αιτητή δεν έχει εξετασθεί και κάτω από αυτή τη πτυχή. Βέβαια από τα ενώπιόν μου γεγονότα δεν φαίνεται αν ο αιτητής ακολούθησε τη διαδικασία που αναφέρεται στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ της ΕΕΥ ημερ. 2.3.03 (παράρτημα Χ5 στην απαντητική αγόρευση του αιτητή). Εν πάση όμως περιπτώσει εφόσον καμιά αναφορά δεν έχει γίνει σ΄ αυτή τη νομοθεσία κρίνω ότι η όλη έρευνα είναι ανεπαρκής και αυτός είναι αρκετός λόγος για επιτυχία της προσφυγής. Τώρα αν ο αιτητής ακολούθησε τη διαδικασία που προβλέπει η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ (πράγμα που από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν είναι σαφές) ή αν δεν την ακολούθησε, αυτό έχει οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια για την υπόθεσή του, είναι θέματα που θα πρέπει να τύχουν εξέτασης και απόφασης σε νέα εξέταση της υπόθεσης.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω  η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή.  

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                   Μ. ΦΩΤΙΟΥ,

                                                                           Δ.

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο