ΚΡΥΣΤΑΛΛΩ ΖΩΜΕΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ. 108/2006, 26 Ιουλίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ          

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

Υπόθεση αρ. 108/2006

 

26 Ιουλίου, 2007

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΚΡΥΣΤΑΛΛΩ ΖΩΜΕΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ

Αιτήτρια,

 

- ν. -

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθής η αίτηση.

 

------------------

 

Αλ. Μαρκίδης, για την αιτήτρια

Κ. Στιβαρου (κα),  για την καθής η αίτηση

 

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης της καθής η αίτηση ημερ. 26/10/05 (που λήφθηκε μετά από επανεξέταση του θέματος ως αποτέλεσμα ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου) σύμφωνα με την οποία κανένας από τους υποψηφίους για τη θέση Γραμματέα/Δειυθυντή Νομικών Υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και η αιτήτρια, πληροί τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας και ότι η επίδικη θέση θα παραμείνει κενή.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Παραθέτω τα γεγονότα όπως τα επικαλείται η αιτήτρια στην αίτηση της. 

«1.  Η αιτήτρια ήταν υποψήφια για τη θέση Γραμματέα/Διευθυντή Νομικών Υπηρεσίων της καθής η αίτηση Αρχής.

 

2.  Η αιτήτρια επιλέγηκε και διορίστηκε στην εν λόγω θέση, αλλά η σχετική απόφαση διορισμού της ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνεπεία προσφυγής ενδιαφερομένου προσώπου.

 

3.  Συνεπεία τούτου η καθής η αίτηση επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της εν λόγω θέσης.

 

4.  Παρά το ότι η αιτήτρια ικανοποιούσε όλα τα προαπαιτούμενα του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας, εντούτοις η καθής η αίτηση αποφάσισε ότι ουδείς των υποψηφίων και κατ’ επέκταση και η αιτήτρια, κατείχε τα εν λόγω προαπαιτούμενα.  Ως αποτέλεσμα η θέση παρέμεινε κενή.

 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ενόψει του γεγονότος ότι από πλευράς της καθής η αίτηση γίνεται (με τη γραπτή της αγόρευση), ισχυρισμός ότι οι λόγοι ακύρωσης, όπως εκτίθενται στην αίτηση, είναι τέτοιοι που δεν μπορούν να προωθηθούν, προτιμώ να παραθέσω αυτούσιους τους λόγους όπως φαίνονται σ΄αυτή (την προσφυγή).  Αυτοί έχουν ως εξής:

 

«1)  Δεν είναι δεόντως ή καθόλου αιτιολογημένη.

2)  Δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα.

3)  Η καθ’ ης η Αίτηση περί τα πράγματα πλανήθηκε και/ή έλαβε υπόψη γεγονότα, που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη και/ή δεν έλαβε υπόψη γεγονότα, που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη και/ή δεν απέδωσε την δέουσα βαρύτητα σε όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα.

4)  Λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

5)  Είναι προϊόν νομικής.

6)  Η επίδικη απόφαση στερείται οποιασδήποτε επαρκούς και/ή νομικής και/ή ειδικής αιτιολογίας.

7)  Η Αιτήτρια επιφυλάσσει τα δικαιώματά της να προσθέσει νέους λόγους ακύρωσης και/ή να τροποποιήσει και/ή να διευκρινίσει και/ή να εξειδικεύσει οποιονδήποτε από και/ή όλους τους ήδη αναφερθέντες λόγους ακύρωσης όταν λάβει γνώση όλων των ουσιωδών στοιχείων του κρίσιμου διοικητικού φακέλου.»

 

Με τη γραπτή της αγόρευση η αιτήτρια ανάπτυξε τους ακόλουθους λόγους:

«1.  Δεν είναι δεόντως ή καθόλου αιτιολογημένη ή η παρεχόμενη αιτιολογία είναι τόσο γενική και/ή αόριστη, ώστε δεν είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.

 

2.  Δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα ή οποιαδήποτε έρευνα και επιπλέον η καθής η αίτηση δεν έλαβε υπόψη γεγονότα, τα οποία έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη και/ή έλαβε υπόψη γεγονότα, τα οποία δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να πάσχει και ευλόγως να μπορεί να θεωρηθεί και ως καταχρηστική.

 

3.  Η καθής η αίτηση πλανήθηκε περί τα πράγματα και ή έλαβε υπόψη γεγονότα, που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη και ή δεν έλαβε υπόψη γεγονότα, που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη και ή δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα. 

 

4.  Η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση των αρχών της χρηστης διοίκησης, της καλής πίστης, της αναλογικότητας και της εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση και ως τέτοια πρέπει να ακυρωθεί.

 

5.  Η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί κατά παράβαση των άρθρων 57, 58 και 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(1)/99.

 

6.  Η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί κατά παράβαση του άρθρου 41 του προαναφερθέντος Ν. 158(1)/99. 

 

7.  Η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 44(1) του ιδίου πιο πάνω νόμου.

 

 

Σχετικά με το θέμα του περιεχομένου μιας προσφυγής, της διατύπωσης δηλαδή των νομικών λογων και γεγονότων, υπάρχει αρκετή νομολογία.  Στην υπόθεση Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 (Γ) Α.Α.Δ. 627, απόφαση Πική, Π., αποφασίστηκε ότι με την αγόρευση του ο αιτητής δεν μπορεί να επεκτείνεται σε γεγονότα άλλα από αυτά που διατυπώνονται στην αίτηση, εκτός βέβαια αν είναι λόγοι δημόσιας τάξης  που μπορούν να εγερθούν και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο.  Η αρχή αυτή διατυπώθηκε και σε αποφάσεις της Ολομέλειας.  (βλ. μεταξύ άλλων Κυπριακή Δημοκρατία ν. C. Κassinos Construction Ltd. (1990) 3 (E) A.A.Δ. 3835, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 672, Φλωρεντία Πετρίδου ν. Ε.Δ.Υ. Α.Ε. 3315 ημερ. 10/1/05 και Ιάσων Γιασουμής  ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3399, ημερ. 14/2/05)Παραπέμπω επίσης και στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος ΙΙ του Επαμ. Σπηλιωτόπουλου, 6η έκδοση, σελ. 480.

 

Σχετικός με το θέμα αυτό είναι ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 αναφορικά με τον οποίο στην προαναφερθείσα υπόθεση Latomia Estate Ltd. κα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 685-686 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.  Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

 

«7.  Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.  Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.  Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης.  (Ίδε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).»

 

Στρεφόμενος στη δική μας περίπτωση, θεωρώ τους τέταρτο και πέμπτο λόγους εντελώς ασαφείς, αφού όσον αφορά τον τέταρτο λόγο δεν εξηγείται γιατί υπάρχει υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, ο δε πέμπτος λόγος μάλλον είναι ατελής και χωρίς νόημα.  Έτσι αυτοί δεν πρέπει να εξεταστούν.  Αναφορικά όμως με τους πρώτο και έκτο λόγους που αφορούν στον ισχυρισμό ότι δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη η απόφαση, είμαι της άποψης ότι αυτοί μπορούν να εξεταστούν.

 

Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω την προσφυγή αρχίζοντας από το θέμα της αιτιολογίας στο οποίο μάλιστα αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αφιέρωσαν πολύ μεγάλο μέρος της αγόρευσης τους.  Το θεωρώ δε σκόπιμο να παραθέσω περισσότερες λεπτομέρειες της διαδικασίας που προηγήθηκε της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Με δημοσίευση που έγινε στον τύπο στις 10/2/02 προκηρύχθηκε η θέση του Γραμματέα/Διευθυντή Νομικών Υπηρεσιών της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (καθής η αίτηση).  Υποβλήθηκαν διάφορες αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή της αιτήτριας, και η καθής η αίτηση επέλεξε και διόρισε την αιτήτρια.  Το διορισμό της προσέβαλαν με προσφυγή οι Κλέος Κλεάνθους και η Μαρίκα Καλλιγέρου (προσφ. 779/02 και 995/02 αντίστοιχα) στις οποίες εκδόθηκε απόφαση στις 5/1/05 με την οποία ο διορισμός της αιτήτριας (τότε ενδιαφερόμενο μέρος) ακυρώθηκε.  Ο βασικός λόγος ακύρωσης ήταν διότι κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης ενεπλάκη και ιδιωτική εταιρεία η οποία υπερέβη τα όρια εντολής της.  Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Από τα πιο πάνω διαφαίνεται καθαρά ότι η εμπλοκή της ιδιωτικής εταιρείας υπερέβη τα όρια εντολής της, αφού επεκτάθηκε στην ερμηνεία των προνοιών του σχεδίου υπηρεσίας και στα θέματα του καθορισμού του περιεχομένου των συνεντεύξεων, της διαβάθμισης και αξιολόγησης των προσόντων των υποψηφίων και της διατύπωσης κρίσεων αναφορικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων πάνω στη βάση των Προσωπικών Περιγραμμάτων.  Τα συγκεκριμένα σχόλια λήφθηκαν σοβαρά υπόψη από την ΑΗΚ, προσφέροντας ένα αναμφισβήτητο πλεονέκτημα στο ενδιαφερόμενο μέρος.  Οι δυσμενείς κρίσεις για τους αιτητές που βασίστηκαν στο ερωτηματολόγιο των Συμβούλων ήταν ένας εξωγενής παράγων που επηρέασε τη λήψη της τελικής απόφασης.  Αυτά τα συμπεράσματα έπρεπε να εξαχθούν από τα αρμόδια όργανα της ΑΗΚ.  Αντίθετα φαίνεται ότι η επίδικη απόφαση βασίστηκε πάνω στις διαπιστώσεις των Συμβούλων για τη ψυχολογική κατάσταση των υποψηφίων σε συνάρτηση με «συγχύσεις, προβλήματα και πιέσεις» που εντοπίστηκαν στην προσωπική τους ανάλυση.  Στην παρούσα περίπτωση αποδόθηκε βαρύτητα σε εξωγενή και άσχετα στοιχεία, γεγονός που συνιστά πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της ΑΗΚ και καθιστά την απόφασή της αντίθετη προς το Νόμο.  (βλ. Soteriou v. Republic (1966) 3 CLR 83, Konnaris and Another v. Republic (1974) 3 CLR 377, Nicolaou v. Republic (1967) 3 CLR 308, Tzavelas v. Republic (1975) 3 CLR 490 και Kleanthous v. Republic (1978) 3 CLR 303).

 

Επιπρόσθετα θα πρέπει να λεχθεί ότι η μελέτη των Συμβούλων η οποία άσκησε ουσιώδη επιρροή στη διαδικασία και την τελική επιλογή, παραβιάζει καθιερωμένες νομολογιακές αρχές του Διοικητικού Δικαίου.  Δεν ήταν έργο της ιδιωτικής εταιρείας να αξιολογήσει πρωτογενώς τα απαιτούμενα προσόντα ή να καθορίσει τη βαρύτητα τους, είτε ακόμα να προβεί σε διαπιστώσεις και ερμηνεία των καθηκόντων του σχεδίου υπηρεσίας προσδιορίζοντας τη φύση τους (Διοικητική ή Νομική) και αποφασίζοντας ποια έννοια θα έπρεπε να προσδίδετο στον όρο «μεγάλος οργανισμός».  Αυτό αποτελεί έργο του διορίζοντος οργάνου, στην προκείμενη περίπτωση της ΑΗΚ, ή των επιτροπών στις οποίες η τελευταία, δυνάμει του άρθρου 8Α του Κεφ. 171, έχει τη δυνατότητα να μεταβιβάζει οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητες ή τις διοικητικές της εξουσίες, που ήταν τα μόνα σώματα που ήταν επιφορτισμένα με την ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας.  (βλ. Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 543

 

Ακολούθησε η επανεξέταση της υπόθεσης σύμφωνα με την οποία η καθής η αίτηση κατάληξε ότι κανένας από τους υποψήφιους (μεταξύ των οποίων και η αιτήτρια) ικανοποιεί τα προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας και έτσι αποφάσισε να μην πληρώσει τη θέση η οποία και παρέμεινε κενή. 

 

Προτού αποφανθώ αν είναι ή όχι δεόντως αιτιολογημένη η απόφαση παραθέτω αυτούσια την επιστολή της καθής η αίτηση ημερ. 26/10/05 (προσβαλλόμενη απόφαση) που αποστάληκε προς την αιτήτρια.  Αυτή έχει ως ακολούθως:

«Επανεξέταση πλήρωσης της θέσης Γραμματέα/Διευθυντή Νομικών Υπηρεσιών (Γνωστοποίηση Κενής Θέσης Αρ. Ρ1/2-2002 με ημερομηνία 10/2/2002)

 

Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και θα ήθελα να σας πληροφορήσω τα εξής:

 

Η Αρχή μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 5/1/2005 στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές αρ. 779/02 Κλέου Κλεάνθους –V- ΑΗΚ και αρ. 995/02 Μαρίκας Καλλιγέρου –V- ΑΗΚ προχώρησε σε επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης του Γραμματέα/Διευθυντή Νομικών Υπηρεσιών, αφού προηγουμένως ζήτησε από τους υποψήφιους που είχαν υποβάλει αίτηση για διορισμό κατά τον ουσιώδη χρόνο, να επιβεβαιώσουν το ενδιαφέρον τους για τη θέση και να προσκομίσουν όλα τα έγγραφα/στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την κατοχή από αυτούς των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, κατά τον ουσιώδη χρόνο (εφόσον δεν είχαν υποβάλει με την αρχική τους αίτηση τα εν λόγω στοιχεία).

 

Η Αρχή κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης μελέτησε όλα τα στοιχεία των αιτητών και όλα τα επιπρόσθετα στοιχεία που προέκυψαν και ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο μέσα στα πλαίσια της δέουσας έρευνας για την ερμηνεία και εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας, σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.

 

Αφού η Αρχή έλαβε υπόψιν της όλα τα ενώπιον της στοιχεία, μετά από λεπτομερή συζήτηση και ενδελεχή εξέταση του εν λόγω θέματος, κατά την συνεδρία της αποφάσισε ομόφωνα ότι κανένας από τους υποψηφίους πληροί τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας και ως εκ τούτου, η εν λόγω θέση παραμένει κενή.

 

Επειδή τυγχάνετε μία από τους υποψήφιους για την πιο πάνω θέση, η Αρχή σας κοινοποιεί την πιο πάνω απόφαση, ενημερώνοντας σας ταυτόχρονα ότι αν αμφισβητείτε την πιο πάνω απόφαση της Αρχής, έχετε δικαίωμα να την προσβάλετε με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου, δυνάμει του Άρθρου 196 του Συντάγματος μέσα σε 75 μέρες από τη λήψη της παρούσας ειδοποίησης.»

 

 

Ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας, όπως αναπτύσσεται στη γραπτή του αγόρευση, είναι ότι «η καθής η αίτηση δε δικαιολόγησε επαρκώς και/ή καθόλου την απόφασή της ότι η αιτήτρια δεν πληροί το Σχέδιο Υπηρεσίας σε σχέση με την επταετή διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση σε Κεντρική ή Τοπική Αρχή ή σε μεγάλο οργανισμό.»  Εξετάζοντας το κείμενο της πιο πάνω επιστολής (προσβαλλόμενης απόφασης) μπορώ να πώ, χωρίς καμιά απολύτως δυσκολία, ότι αυτή στερείται αιτιολογίας γιατί η αιτήτρια δεν ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας. 

 

Σε σχέση με το θέμα της αιτιολογίας των Διοικητικών πράξεων σχετική είναι η απόφαση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 σελ. 273, όπου αναφέρονται τα εξής:

 

«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια.  Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου.  Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν.  Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

 

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

 

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

 

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου.  Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία.  «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»

 

Βέβαια υπάρχει νομολογία και συγγράμματα που υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων της διοίκησης.  Όμως αυτό τότε μόνο πρέπει να γίνεται «εφόσον ευθέως και αμέσως προκύπτει η αιτιολογία από το φάκελο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και στάθμιση των στοιχείων του φακέλου».  Αυτά υποστηρίζονται, μεταξύ άλλων υποθέσεων και από την απόφαση του Καλλή Δ. στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ. 4/6/04 με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες μεταξύ των οποίων και στην προαναφερθείσα υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας.  Σχετικές με το ίδιο θέμα, ότι δηλαδή η αιτιολογία τότε μόνο συμπληρώνεται από το φάκελο όταν αυτή προκύπτει κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο, είναι και οι υποθέσεις Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342 και Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438Αποφασίστηκε εκεί ότι δεν είναι έργο του δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου, ήταν παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία, λογικά εφικτή.  Στις περιπτώσεις δε που η διοίκηση έχει ενεργήσει κατά τρόπο αντιφατικό με προηγούμενη επί του θέματος απόφασή της, η αιτιολογία πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένη.  (βλ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 216 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 527).  Στη δική μας περίπτωση σε πρώτο στάδιο η καθής η αίτηση έκρινε προσοντούχα την αιτήτρια γιαυτό και την είχε διορίσει στην επίδικη θέση, o οποίος όμως διορισμός στη συνέχεια ακυρώθηκε για τους λόγους που ήδη ανέφερα πιο πάνω. 

 

Εξέτασα το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου όπου φαίνονται περισσότερες λεπτομέρειες της απόφασης γιατί η αιτήτρια δεν ικανοποιούσε τα απαραίτητα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και ιδιαίτερα αυτό «της επταετούς διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση σε Κεντρική ή Τοπική Αρχή ή σε μεγάλο οργανισμό» με σκοπό να φανεί κατά πόσο προκύπτει η αιτιολογία από το φάκελο.  Άλλωστε αυτή είναι η θέση και της ευπαιδεύτου συνηγόρου της καθής η αίτηση, η οποία επικαλείται και σχετική γνωμάτευση των νομικών συμβούλων της καθής ημερ. 28/4/05 που συνοδεύεται από αρκετά παραρτήματα τα οποία, λόγω του όγκου τους όπως αναφέρει,  δεν έχει επισυνάψει στην ένσταση.  Μελέτησα με προσοχή τα σχετικά πρακτικά  της καθής η αίτηση που αφορούν τη διαδικασία επανεξέτασης του θέματος στην οποία κατέληξε ότι κανένας από τους υποψηφίους κατέχει τα σχετικά προσόντα με ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωση της αιτήτριας (βλ,. παράρτημα 13 της Ένστασης).  Γίνεται εκεί μια μακροσκελής συζήτηση του θέματος κατά την οποία απασχόλησε την καθής η αίτηση περισσότερο το θέμα ερμηνείας του προσόντος που τίθεται σε διαζευκτική βάση, δηλαδή των προαναφερθέντων 7 χρόνων διοικητικής πείρας σε υπεύθυνη θέση σε Κεντρική ή Τοπική Αρχή ή μεγάλο οργανισμό.  Καταλήγει ότι η λογική ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην πιο πάνω φράση είναι ως εξής:

 (α) στον ευρύτερο κρατικό τομέα, δηλαδή στη δημόσια υπηρεσία και σε ότι χαρακτηρίζεται από το νόμο ότι υπάγεται στη δημόσια υπηρεσία ή αποτελεί κεντρική αρχή,

(β) Σε δήμους συμπεριλαμβανομένων των Συμβουλίων Αποχετεύσεως που αποτελούν συναφή νομικά πρόσωπα του δημοσίου δικαίου και/ή τοπικές αρχές.

Με την παράγραφο (γ) ασχολείται ειδικότερα με τον όρο «μεγάλος Οργανισμός» και μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:

«Ειδικότερα στον όρο μεγάλος οργανισμός, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάγονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τα οποία διαδραματίζουν σοβαρό και ενεργό ρόλο στο γενικότερο διοικητικό έργο του τόπου, ασκώντας αφενός και τα ίδια διοικητικό έργο και αφετέρου εμπλέκονται στη γενικότερη διοικητική δομή του κράτους.  Τέτοιοι οργανισμοί, είναι η ίδια η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, η Αρχή Λιμένων (ως ενδεικτική αναφορά) και αυτό σε αντίθεση με οργανισμούς που είναι μεν δημοσίου δικαίου, πλην όμως δεν είναι μεγάλοι ούτε από άποψη απασχόλησης πολυάριθμου προσωπικού και διοικητικής οργάνωσης, αλλά ούτε ασκούν ενεργό ρόλο στο ευρύτερο διοικητικό πεδίο, όπως για παράδειγμα ο Οργανισμός Προτύπων.

 

………………………………………………………………

 

Τα Μέλη επίσης αναφεραν ότι αφού μελέτησαν τη Νομική Γνωμάτευση ημερ. 23/4/05 σε σχέση με την καθοδήγηση για ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και τις απαντήσεις που δόθηκαν σε συγκεκριμένα ερωτήματος του Διοικητικού Συμβουλίου για το θέμα αυτό, η ερμηνεία στην οποία προβαίνουν είναι στη βάση αυτής της καθοδήγησης την οποία υιοθετούν τονίζοντας ιδιαίτερα τη θέση ότι οι υποψήφιοι που προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα, δεν αποκλείεται εκ προοιμίου λόγω μη κατοχής της απαιτούμενης διοικητικής πείρας και ότι είναι θέμα εκτίμησης κάθε φορά των καθηκόντων που έχουν ασκηθείσα από τον υποψήφιο είτε αυτός ασχολήθηκε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα για να κριθεί κατά πόσο έχει αποκτήσει την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας διοικητική πείρα.»

 

Στη σελ. 9 του τεκμ. 13 διαβάζουμε σχετικά με την αιτήτρια τα εξής:

«Σύμφωνα με τα έγγραφα ή/και στοιχεία και τις υπόλοιπες δηλώσεις της υποψήφιας στην αίτηση της, είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας και είναι κάτοχος πτυχίου Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσααλονίκης.  Είναι εγγεγραμμένη δικηγόρος, όμως δεν διαθέτει την απαιτούμενη πενταετή πείρα στην άσκηση της δικηγόρίας.

 

Η πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας προκύπτει από τις ακαδημαϊκές της σπουδές.  Η πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας προκύπτει από το γεγονός ότι στα τέσσερα χρόνια των σπουδών της έχει παρακολουθήσει μαθήματα αγγλικής γλώσσας και παρακάθησε σε σχετικές εξετάσεις με επιτυχία.  Σημειώνεται επίσης ότι η υποψήφια εργάστηκε για 14 χρόνια σε ιδιωτική εταιρεία στην Αγγλία.

 

Διαθέτει πείρα διάρκειας 14 χρόνων ως Εσωτερικός Νομικός Σύμβουλος σε πλοιοκτήτρια εταιρεία στην Αγγλία, σύμφωνα με τις επισυνημμένες συστατικές επιστολές και επίσης σύμφωνα με τις αναφορές στο βιογραφικό της σημείωμα, διετέλεσε Γραμματέας και Διευθυντής (Director) στην ίδια και/ή συνδεδεμένες εταιρείες.

 

Η πιο πάνω πείρα της υποψήφιας, που ουσιαστικά περιορίζεται σε ιδιωτική επιχείρηση και/ή εταιρεία, ανεξάρτητα από το εύρος της, δεν μπορεί σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε στον όρο της επταετούς διοικητικής πείρας, να θεωρηθεί ότι πληρεί τις απαιτήσεις της εν λόγω πρόνοιας.  Πέρα από το ότι πρόκειται για πείρα σε ιδιωτική επιχείρηση, αφορά σε υπηρεσία εκτός Κύπρου, η οποία δεν είχε άμεση σχέση, ούτε συνεπάγετο εμπλοκή στην άσκηση του καθόλα διοικητικού έργου, όπως αυτή απαιτείται από τη συγκεκριμένη πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας.  Η δε ιδιότητα του Γραμματέα και Διευθυντή σε εταιρεία, δεν αποτελεί άσκηση διοικητικών καθηκόντων που να συνεπάγεται την αποκόμιση σχετικής διοικητικής πείρας.

 

Επίσης, ως Εσωτερικός Νομικός Σύμβουλος, εργάστηκε από το 1991 σε ασφαλιστική εταιρεία στην Κύπρο.  Γι’ αυτή την υπηρεσία, δεν επισυνάπτεται οποιαδήποτε συστατική επιστολή ως βεβαίωση.  Από το βιογραφικό σημείωμα της υποψήφιας προκύπτει ότι η πείρα που έχει αποκτήσει στην τελευταία της απασχόληση, περιορίζεται σε καθαρά ασφαλιστικά θέματα και τις συνεπαγόμενες μ’ αυτά νομικές διεργασίες και/ή ενέργειες του εσωτερικού νομικού συμβούλου, χωρίς ουσιαστική άσκηση διοικητικών καθηκόντων ή αρμοδιοτήτων και εμπλοκή στο καθόλα διοικητικό έργο.

 

Συνεπώς ούτε και η πιο πάνω πείρα της υποψήφιας, μπορεί να κριθεί διοικητική πείρα σε κεντρική ή τοπική αρχή ή σε μεγάλο οργανισμό.

…………………………………………………………………….»

 

 

Εξετάζοντας όλα τα πιο πάνω είμαι της άποψης ότι η αιτιολογία όπως μετά δυσκολίας εξάγεται από τα πρακτικά της καθής η αίτηση, δεν είναι σαφής και επαρκής για σκοπούς δικαστικού ελέγχου.  Το θέμα γίνεται πιο συγκεχυμένο αφού άλλοτε γίνεται αναφορά σε δυο γνωματεύσεις ημερ. 14/1/05 και 28/4/05 και άλλοτε σε μια γνωμάτευση ημερ. 23/4/05.  Σε μερικούς μάλιστα τομείς η αιτιολογία είναι και αντιφατική με όσα θεώρησε η καθής η αίτηση ως υπόβαθρο για εξέταση του κριτηρίου της επταετούς διοικητικής πείρας.  Ενώ σε ένα σημείο η καθής η αίτηση αναφέρει ότι σύμφωνα με τη γνωμάτευση των νομικών της συμβούλων υποψηφιοι που προέρχονται από ιδιωτικό τομέα δεν αποκλείονται εκ προοιμίου αλλά είναι θέμα εξέτασης της κάθε περίπτωσης, σε άλλο σημείο, όταν δηλαδή εξέταζε το κατά πόσο η αιτήτρια κατέχει τα προσόντα, έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι η πείρα της είναι σε ιδιωτική επιχείρηση.  Περαιτέρω θεώρησε ότι πείρα που αποκτάται στο εξωτερικό δεν ικανοποιεί το κριτήριο του σχεδίου υπηρεσίας ενώ στο ίδιο το σχέδιο δε φαίνεται να υπάρχει τέτοιος περιορισμός.  Σύμφωνα με την υπόθεση Ζαχαριάδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 722, 731:

«……Η πείρα των υποψηφίων, κτηθείσα εντός ή εκτός της Δημόσιας Υπηρεσίας, αποτιμάται χωρίς διάκριση, με αναφορά στην, εξ αντικειμένου, σημασία της και τις προεκτάσεις που ενέχει για την εκπλήρωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.  Το γεγονός ότι η πείρα υποψηφίου κτήθηκε εντός της Υπηρεσίας δεν την εξουδετερώνει ως παράγοντα κρίσης των υποψηφίων, όπως και αντίστροφα, ανάλογη πείρα κτηθείσα εκτός της Υπηρεσίας αποτιμάται με το ίδιο μέτρο.  Ό,τι απαιτείται είναι η ισομερής θεώρησή της ανεξάρτητα από πού κτήθηκε.»

 

Κατ’ αναλογία τα πιο πάνω εφαρμόζονται και σε πείρα που κτήθηκε στο εξωτερικό.  Βέβαια μπορεί ένα σχέδιο υπηρεσίας να αναφέρει σε ποια πείρα μπορεί να δοθεί προτίμηση ή όχι.  (Βλ. Αιμίλιος Οικονόμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 826/99 ημερ. 19/2/01, Αρτεμίδης, Δ., όπως ήταν τότε).

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και αυτός είναι αρκετός λόγος για ακύρωση της.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

                                                                                    Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο