ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 507/2005 και 566/2005, 20 Ιουλίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 507/2005 και 566/2005)

 

20 Ιουλίου 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 507/2005)

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,

            Αιτητής,

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

(Υπόθεση Αρ. 566/2005)

ΑΝΔΡΕΑΣ Κ. ΖΗΝΩΝΟΣ,

Αιτητής,

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 507/2005.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 566/2005.

Λ. Ουστά, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Κ. Μιχηαλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

 

---------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

            Προσβάλλεται η απόφαση, ημερ. 2 Μαρτίου 2005, με την οποία η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Γεώργιο Κούτρα, για διορισμό στη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην Ειδικότητα της Πνευμονολογίας (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής).

 

            Οι αιτητές, που ήταν και αυτοί υποψήφιοι για τη θέση και κρίθηκαν προσοντούχοι, αμφισβητούν τη νομιμότητα της διαδικασίας.  Από τα όσα τέθηκαν και συζητήθηκαν προέχει η εξέταση του ζητήματος σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. 

 

            Διαπιστώθηκε, μετά που η απόφαση επιφυλάχθηκε, ότι δεν υπήρχαν στο διοικητικό φάκελο πρακτικά των συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Ως εκ τούτου η υπόθεση επανανοίχθηκε για διευκρινίσεις σε σχέση, συγκεκριμένα, με αυτή την πτυχή και, ενδεχομένως, για την παρουσίαση των εν λόγω πρακτικών προς συμπλήρωση του διοικητικού φακέλου.  Κατόπιν διερεύνησης του θέματος, η συνήγορος της Δημοκρατίας πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι δεν τηρήθηκαν πρακτικά. Εισηγήθηκε όμως πως για τις ανάγκες δικαστικού ελέγχου ήταν αρκετή η αναφορά στις συνεδριάσεις, η οποία περιέχεται στην προβλεπόμενη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς την ΕΔΥ.  Το ίδιο εισηγήθηκε και ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου προσώπου, ο οποίος διατύπωσε καταληκτικά την άποψη του ως εξής:

«Το γεγονός ότι αντί ν΄ αναφέρονται σε πρακτικά όλα αυτά τα στοιχεία τα οποία υπάρχουν εις την έκθεσιν της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα Παραρτήματα αναφέρονται εις ένα συγκεντρωμένον κείμενον δεν σημαίνει παραβίασιν του νόμου ή των αρχών της νομολογίας.  Υπήρξε ουσιαστική συμμόρφωσις της διοικήσεως.

 

Το Δικαστήριο λοιπόν είναι σε θέσιν να ερευνήση και ν΄ αποφασίση ότι ετηρήθησαν όλοι οι αναγκαίοι τύποι και ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη σε συμπεράσματα και συστάσεις δίδοντας συγχρόνως την πλήρη αιτιολογίαν της.

 

Δι΄αυτό ευσεβάστως υποβάλλω ότι ετηρήθησαν όλοι οι αναγκαίοι τύποι διά την λήψιν της αποφάσεως.»

 

 

            Η έκθεση αρχίζει με αναφορά στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Καθώς, σημειώνεται, παρόντες ήταν η Αν. Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, ως πρόεδρος, και τρία από τα τέσσερα μέλη, με ονομαστική αναφορά σε όλους.  Διευκρινίζεται εν συνεχεία ότι στην πρώτη συνεδρία, κατά την οποία αποφασίστηκε όπως οι υποψήφιοι υποβληθούν μόνο σε προφορική εξέταση, προήδρευε ο τότε Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, κ. Κ. Μαλλής.

 

         Λέχθηκε στο Δικαστήριο ότι η περαιτέρω συμμετοχή του Διευθυντή κατέστη ανέφικτη γιατί στο μεταξύ τέθηκε σε διαθεσιμότητα.  Αλλά δεν καταγράφηκε τέτοιος λόγος. Στη διάρκεια των διευκρινίσεων η συνήγορος της Δημοκρατίας δέχθηκε ότι ο λόγος της αλλαγής προέδρου θα έπρεπε να καταγραφόταν ενώ ο συνήγορος του ενδιαφερομένου προσώπου υπέβαλε, αντιθέτως, ότι το Δικαστήριο πρέπει να γνωρίζει τον λόγο και επομένως δεν χρειαζόταν να καταγραφεί:

«Το ότι ο Κωνσταντίνος Μαλλής ήτο τότε ο Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας είναι γνωστόν τω Δικαστηρίω αφού αναφέρεται και εις αρκετές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και η υπόθεσις 250/02 Χριστόδουλος Γιασεμίδης και Κυπριακή Δημοκρατία ημερ. 25.7.2003 και 693/03 Παναγιώτης Χριστοφίδης και Κυπριακή Δημοκρατία ημερ. 24.9.2004.»

 

 

Κατά τη δεύτερη συνεδρία προήδρευε η Αν. Διευθύντρια η οποία, ενημερωθείσα για τη ληφθείσα απόφαση, την υιοθέτησε.  Οι ημερομηνίες διεξαγωγής αυτών των πρώτων  δύο συνεδρίων δεν έχουν γίνει γνωστές όπως δεν έχει γίνει γνωστό και το κατά πόσο στάληκαν προσκλήσεις.

 

Επιπλέον άγνωστο είναι και το κατά πόσο η σύνθεση μελών παρέμεινε αμετάβλητη, με τα ίδια τρία μέλη παρόντα και το ίδιο ένα μέλος απόν. 

 

Μετά την αναφορά στις πρώτες δύο συνεδρίες, η έκθεση συνεχίζει με το θέμα των προσόντων τα οποία απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας και αποτυπώνονται  οι σχετικές προς αυτό διεργασίες οι οποίες καλύπτουν χρονική έκταση πέραν της  τρίτης  συνεδρίας, ημερ. 12 Μαΐου 2004.  Οι βασικές πτυχές του θέματος συνοψίζονται ως  ακολούθως.    Διαπιστώθηκε ότι ο κ. Κούτρας και ο κ. Κωνσταντίνου κατείχαν όλα τα απαιτούμενα προσόντα.  Σε σχέση με τον κ. Δημητριάδη τέθηκε ερωτηματικό και ζητήθηκε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία.  Ομοίως  και για άλλο υποψήφιο, τον κ. Γεωργιάδη, παρόλο που στη δική του περίπτωση είχε ήδη ληφθεί απόφαση πως δεν  κατείχε τα προσόντα.  Η Νομική  Υπηρεσία  γνωμάτευσε, με επιστολή ημερ. 14 Μαΐου 2004, ότι ο κ. Γεωργιάδης δεν νομιμοποιείτο ως υποψήφιος, οπότε η Συμβουλευτική Επιτροπή τον απέκλεισε οριστικά.  Για τον κ. Δημητριάδη δόθηκε, με επιστολή ημερ. 1 Ιουλίου 2004, θετική γνωμάτευση με αποτέλεσμα να κληθεί εν τέλει και αυτός σε προφορική εξέταση. 

 

            Κατά τη διάρκεια των προαναφερθέντων διεργασιών έγινε τρίτη συνεδρία, σε σχέση με την οποία η έκθεση αναφέρει τα εξής: «Στις 12/5/2004 η Συμβουλευτική Επιτροπή κάλεσε τους Ζήνωνος Ανδρέα Κωνσταντίνου και Κούτρα Γεώργιο σε προφορική εξέταση.  Στην εξέταση προσήλθαν και οι δύο υποψήφιοι.  Στην εν λόγω συνεδρία υπήρχε απαρτία».  Η συνήγορος της Δημοκρατίας παρέπεμψε σε  προσκλήσεις, ημερ. 22 Απριλίου 2004, οι οποίες επιδόθηκαν στα μέλη για να εξηγήσει ότι η 12 Μαΐου 2004 ήταν η ημερομηνία διεξαγωγής της τρίτης συνεδρίας, όχι η ημερομηνία που κλήθηκαν οι υποψήφιοι. Παρατηρώ πάντως ότι παρά την ανωτέρω αναφορά σε «απαρτία», δεν διευκρινίζεται αν υπήρξε οποιαδήποτε απουσία και μάλιστα του ίδιου μέλους.

 

Η προφορική εξέταση του κ. Δημητριάδη έγινε κατά την τέταρτη συνεδρία, ημερ. 6 Οκτωβρίου 2004.  Σύμφωνα με την έκθεση η σύνθεση «ήταν η ίδια όπως στην εξέταση των άλλων δύο υποψηφίων».  Ως προς τα περαιτέρω, η έκθεση αναφέρεται στις αξιολογήσεις και συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς ένδειξη για άλλη, μεταγενέστερη, συνεδρία.  Ωστόσο, η συνήγορος της  Δημοκρατίας πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι στις 8 Οκτωβρίου 2004, που συμπίπτει με την ημερομηνία ετοιμασίας της έκθεσης, διεξήχθη και πέμπτη συνεδρία.  Σε τέτοια περίπτωση, δεν θα γνωρίζαμε σε ποια από τις τελευταίες συνεδρίες  έγιναν οι αξιολογήσεις και συστάσεις.  Ούτε και έχουμε ο,τιδήποτε σχετικά με τη σύγκληση των εν λόγω συνεδριών ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η σύνθεση τους ακόμα και  αν υποθέσουμε ότι απουσίαζε πάντοτε το ίδιο ένα μέλος. 

 

Τεράστιος όγκος νομολογίας υπογραμμίζει την ανάγκη τήρησης  πρακτικών σε κάθε διοικητική λειτουργία που οδηγεί σε παραγωγή εκτελεστής απόφασης.  Ιδιαίτερα τονίζεται η σημασία των πρακτικών στην περίπτωση συλλογικών οργάνων προς διακρίβωση, μεταξύ άλλων, της νομιμότητας της σύνθεσης τους.  Αυτή η πτυχή της αρχής της χρηστής διοίκησης αποτυπώνεται στο άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99):

       «24. – (1)  Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται.  Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.»

 

 

            Δεν χρειάζεται να συζητήσω το κατά πόσον, όπου δεν ετοιμάστηκαν χωριστά πρακτικά για την κάθε συνεδρία, θα ήταν αρκετή η ενσωμάτωση όλων των αναγκαίων στοιχείων σε έγγραφο το οποίο καταρτίστηκε από το όργανο για τις συνεδρίες του οποίου γίνεται λόγος.  Στην προκείμενη περίπτωση προκύπτει από τα προεκτεθέντα ότι η υπό αναφορά έκθεση δεν περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία των συνεδριών.  Το αποτέλεσμα είναι ότι απομένουν σε σχέση με αυτές ερωτηματικά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη σύνθεση τους και ότι δεν μπορεί επομένως να επιβεβαιωθεί η νομιμότητα της λειτουργίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

            Οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η  προσβαλλόμενη  απόφαση  ακυρώνεται  βάσει  του   Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.  Έξοδα £700 υπέρ του κάθε αιτητή και εναντίον της Δημοκρατίας.

                                                                                    Γ.Κ. Νικολάου,

                                                                                                    Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο