ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1154/2004, 10 Αυγούστου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1154/2004)

 

 

10 Αυγούστου, 2007

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  146  ΚΑΙ  28

ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΑΡΧΗΣ  ΛΙΜΕΝΩΝ  ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

Ν. Παρτασίδου (κα), για Γ. Τριανταφυλλίδη,  για τον Αιτητή.

Αλ. Κουντουρή (κα), για Τάσσο Παπαδόπουλο & Σία, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον απόφασης της Αρχής Λιμένων Κύπρου, (η «Αρχή»), ημερομηνίας 27/7/2004, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Δάφνη Φινοπούλου διορίστηκε, με προαγωγή, στη θέση Διευθυντή Λιμανιού, αναδρομικά από 24/10/1996.  Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, συνεπεία δύο ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Το μακρύ ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:-

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, σε συνεδρία του ημερομηνίας 24/10/1996, αποφάσισε να διορίσει σε δύο θέσεις Διευθυντή Λιμανιού -  (θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής) - τους Χρίστο Ασημένο και Δημητράκη Πέτρου.  Το διορισμό αυτό αμφισβήτησαν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην παρούσα, με τις Προσφυγές 983/96 και 984/96, αντίστοιχα, οι οποίες συνεκδικάστηκαν.  Ο διορισμός ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 12/5/1999 - (Χαράλαμπος Χαραλάμπους κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου).  Κρίθηκε ότι:-

 

(α)  Η ουσιαστική σημασία που δόθηκε, από μέρους της Αρχής, σε συγκεκριμένο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν ανεπίτρεπτη.  Το Συμβούλιο αυτής δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία να διαβαθμίσει τη σπουδαιότητα των προσόντων.  Λέχθηκε, συγκεκριμένα:-

 

«Αναπόφευκτα όμως η κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου διαμορφώθηκε από την πρόθεση του, διαφαινόμενη καθαρά από την ίδια την απόφαση, για ιεράρχηση των προσόντων και απομόνωση ενός εξ αυτών με αποτέλεσμα να διαβαθμίσει τη σπουδαιότητα τους.  Ο συντάκτης όμως του σχεδίου υπηρεσίας δεν έδωσε τέτοια εξουσία στο Συμβούλιο.  Αν ήθελε να αναβαθμίσει οποιοδήποτε από τα προσόντα θα μπορούσε να το προβλέψει ειδικά ή να το καταστήσει πλεονέκτημα.  ...»

 

 

 

(β)  Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης δεν ανταποκρινόταν στα στοιχεία των φακέλων και στην κρίση του Συμβουλίου της Αρχής για υπεροχή των διορισθέντων.

 

(γ)   Η Αρχή δεν αιτιολόγησε ειδικά γιατί παραγνώρισε την κατοχή, από μέρους της αιτήτριας - (ενδιαφερομένου προσώπου στην παρούσα) - του πρόσθετου προσόντος που προβλεπόταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως επιβάλλει η νομολογία.

 

Αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης ήταν η επανεξέταση του θέματος από την Αρχή, η οποία, με απόφασή της, ημερομηνίας 29/5/2000, κατέληξε να προάξει στην επίδικη θέση, αναδρομικά από τις 24/10/1996, το Δημητράκη Πέτρου.  Και η δεύτερη αυτή απόφαση της Αρχής προσβλήθηκε από τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην παρούσα και ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο - (βλ. Δάφνη Φινοπούλου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 1270/00, 15/9/03).  Αυτή τη φορά, οι λόγοι ακύρωσης ήταν:-

 

(α)   Το αναιτιολόγητο της επίδικης απόφασης και η αντίθεσή της με τα στοιχεία των φακέλων.

 

(β)    Το αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή· και

 

(γ)  Το  ότι  δε  δόθηκε, και πάλι, ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση, από μέρους της Αρχής, του πρόσθετου προσόντος που κατείχε η αιτήτρια - (ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην παρούσα) -  και προβλεπόταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα.

 

Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής, προκειμένου να βοηθήσει την Αρχή να συμμορφωθεί με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, ετοίμασε και υπέβαλε σ’ αυτή Σημείωμα.  Η Αρχή επανεξέτασε την υπόθεση και αποφάσισε ομόφωνα να διορίσει με προαγωγή στην επίδικη θέση, αναδρομικά, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Δάφνη Φινοπούλου, με το πιο κάτω σκεπτικό:-

 

«4.4  Στη συνέχεια το Συμβούλιο ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασής του.  Το Συμβούλιο εμελέτησε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχε ενώπιόν του, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το Σημείωμα 36/04, την απόφαση του Δικαστηρίου, τη συνολική σταδιοδρομία των υποψηφίων, καθώς και τους φακέλους με τα προσωπικά στοιχεία και την αξία των υποψηφίων όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σύνολο των εμπιστευτικών και υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων για τη θέση του Διευθυντή Λιμανιού οι οποίοι είναι υπάλληλοι της Αρχής.  Σχετικά το Συμβούλιο αποφάσισε όπως λάβει υπόψη τις εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, οι οποίοι είναι όλοι υπάλληλοι της Αρχής, στο σύνολό τους με έμφαση στα τρία τελευταία χρόνια που υπήρχαν 1993, 1994 και 1995.  Επίσης το Συμβούλιο αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού στις περιπτώσεις που όπως φαίνεται από τους σχετικούς φακέλους δεν υπήρξε συζήτηση του προσυπογράφοντα με τον αξιολογούντα λειτουργό και αιτιολογία των τροποποιήσεων του προσυπογράφοντα λειτουργού στις περιπτώσεις διαφωνίας.

 

4.5  Από την ενδελεχή εξέταση όλων των στοιχείων που είχε ενώπιόν του και έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), το Συμβούλιο κατέληξε ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι ο καταλληλότερος υποψήφιος για διορισμό με προαγωγή στην πιο πάνω θέση είναι η κα Δάφνη Φινοπούλου, η οποία υπερτερούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο έναντι όλων των υπολοίπων υποψηφίων για τους λόγους που παραθέτονται πιο κάτω:

 

(α)   Από πλευράς αξίας - με έμφαση στα τελευταία 3 χρόνια πριν από τον ουσιώδη χρόνο η κα Φινοπούλου για το 1993 υπερτερεί έναντι όλων των ανθυποψηφίων της, πλην του κ. Χ. Χαραλάμπους.  Για το 1994 η κα Φινοπούλου είναι ισάξια με τους κους Δ. Πέτρου, Π. Παναγίδη και Α. Παγιάτα και υπερτερεί έναντι των κ. Χρ. Μάτση, Π. Βασιλείου και Κ. Ευσταθιάδη.  Για το 1995 η κα Φινοπούλου είναι ισόβαθμη με τον κ. Χ. Χαραλάμπους και υπερτερεί έναντι των υπολοίπων.

 

(β)   Από πλευράς προσόντων η κα Δ. Φινοπούλου πέραν του πανεπιστημιακού διπλώματος, το οποίο είναι απαιτούμενο προσόν με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, διαθέτει και μεταπτυχιακό ΜΒΑ.  Στο πρόσθετο τούτο και μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, το Συμβούλιο αποφάσισε όπως του δώσει περιορισμένη σημασία γιατί θεωρείται βοηθητικό με τα καθήκοντα της θέσης.

 

(γ)   Από πλευράς πρόσθετου προσόντος (πλεονεκτήματος) με βάση το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, η κα Φινοπούλου το κατέχει λόγω της γνώσης της στην Γερμανική γλώσσα.  Οι υπόλοιποι υποψήφιοι, πλην του κ. Α. Παγιάτα, ο οποίος το διαθέτει, δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα.

 

(δ)   Από πλευράς αρχαιότητας η κα Δ. Φινοπούλου (Κλ. Α11) υστερεί ελαφρά έναντι των κων Δ. Πέτρου (Κλ. Α12 κορυφή), Α. Παγιάτα (Κλ. Α12) και Π. Παναγίδη (Κλ. Α12+2 προσαυξήσεις) και έχει την ίδια αρχαιότητα με τους κους Π. Βασιλείου (Κλ. Α11), Κ. Ευσταθιάδη (Κλ. Α11), Χρ. Μάτση (Κλ. Α11) και Χ. Χαραλάμπους (Κλ. Α11).  Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η οριακή έστω υπεροχή των κ.κ. Δ. Πέτρου, Α. Παγιάτα, Π. Παναγίδη σε αρχαιότητα δεν μπορεί να αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα για επιλογή τους στην εν λόγω θέση και ιδιαίτερα αφού λήφθηκε υπόψη ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και είναι ψηλά στην ιεραρχία και συνεπώς η αρχαιότητα μικρή σημασία έχει.»

 

 

 

Για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής προβάλλει ότι αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων, τα οποία του δίδουν έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου.

 

Προσεκτική εξέταση των στοιχείων των φακέλων του αιτητή και του ενδιαφερομένου προσώπου, που αφορούν στα νομοθετημένα κριτήρια, καταρρίπτει τον ισχυρισμό του αυτό.  Η κατάληξη της Αρχής για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου είναι πλήρως δικαιολογημένη.  Αιτητής και ενδιαφερόμενο πρόσωπο, από άποψης αξίας, στα τρία από τα πέντε τελευταία χρόνια - (1991-1995) - πριν από τον ουσιώδη χρόνο, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, παρουσιάζονται ισοδύναμοι.  Δηλαδή, βαθμολογήθηκαν και οι δύο, για τα έτη 1991 και 1992, με 11 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά», για δε το έτος 1995, με 8 «Εξαίρετα».  Διαφορά υπάρχει μόνο για τα έτη 1993 και 1994, στα οποία ο αιτητής βαθμολογήθηκε με 1 «Εξαίρετα» περισσότερο από ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.  Οι διαφορές αυτές δεν επιτρέπουν αξιοκρατικές διαφοροποιήσεις και ούτε προσδίδουν υπεροχή σε οποιοδήποτε.  Υπεροχή, βασισμένη σε ένα ή δύο στοιχεία βαθμολογημένα ψηλότερα, είναι εντελώς πλασματική.  Όπως λέχθηκε στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, αυτού του είδους οι διακυμάνσεις δεν έχουν ουσιαστική σημασία.

 

Ως προς τα προσόντα, αιτητής και ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρίθηκε ότι τα κατέχουν.  Περαιτέρω, υπάρχει δεδικασμένο, από την πρώτη ακυρωτική απόφαση, με το οποίο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σε αντίθεση με τον αιτητή, διαθέτει το προσόν της «Γνώσης άλλων ξένων γλωσσών», που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως επιπρόσθετο.  Συγκεκριμένα, σύμφωνα με σχετικό πιστοποιητικό του Ινστιτούτου Γκαίτε, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει γνώση της γερμανικής γλώσσας.  Η κατοχή, λοιπόν, του επιπρόσθετου αυτού προσόντος το καθιστά υπέρτερο στο κριτήριο των προσόντων.  Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455, αναφέρονται σχετικά:- (σελ. 462)

 

     «Η κατοχή του πρόσθετου προσόντος που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας είναι παράγοντας ουσιώδους σημασίας για τον καθορισμό των διεκδικήσεων των υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή σε δημόσια θέση.  Κρίνεται αντικειμενικά ως σημαντικό στοιχείο για την επιτυχή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της θέσης η οποία θα πληρωθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία, κατοχή του πρόσθετου προσόντος επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για κατάληψη της θέσης.  Ανδρέας Γεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Δ.Υ., (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1822, Ανδρέας Γεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Ε.Υ., (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1443».

 

 

 

Οι αιτιάσεις, βέβαια, του αιτητή, σε σχέση με το κριτήριο των προσόντων, είναι πολλές.  Με έρεισμα το γεγονός ότι τα πρόσθετα προσόντα, που αυτός κατέχει, δεν καταγράφηκαν από την Αρχή κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, σε αντίθεση με το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου προσώπου, υποστηρίζει πως η Αρχή τα αγνόησε και/ή τα παρασιώπησε, με αποτέλεσμα την ύπαρξη ουσιώδους πλάνης ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.  Τα συγκεκριμένα αυτά προσόντα, για μεν τον αιτητή, πέραν από την παρακολούθηση πολλών σεμιναρίων, αφορούσαν M.Sc. in Quantitative Business Methods του Πανεπιστημίου του Surrey (U.K.) και Diploma in Port Senior Management - Galillee College and Ministry of Transport (Port and Shipping Administration), Israel, για δε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Master in Business Administration (M.B.A.) - Cyprus International Institute of Management (C.I.I.M.).

 

Το παράπονο αυτό του αιτητή δεν ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο, κάθε φορά, να προβαίνει σε ρητή αναφορά στο όνομα υποψηφίου που δε θα επιλέξει - (βλ. Omeros Nissiotis v. Republic (Public Service Commission) (1977) 3 C.L.R. 388).  H ρητή καταγραφή, εδώ, των στοιχείων που αφορούσαν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έγινε στα πλαίσια της ανάγκης για αιτιολόγηση της επιλογής του.  Άλλωστε, στο πρακτικό της επίδικης απόφασης, ρητά αναφέρεται ότι η Αρχή είχε ενώπιόν της και μελέτησε όχι μόνο τους φακέλους με τα προσωπικά στοιχεία και την αξία των υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σύνολο των Εμπιστευτικών και Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, αλλά και το Σημείωμα του Γενικού Διευθυντή Αρ. 36/04, μαζί με όλα τα συνυποβληθέντα.  Από το φάκελο, προκύπτει ότι, μεταξύ αυτών, περιλαμβανόταν και το Σημείωμα με Αρ. 26/99, στο οποίο, μεταξύ άλλων επισυνημμένων, ήταν η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπου, στις σελ. 20-22 αυτής, γίνεται εκτενής και πλήρης αναφορά στον αιτητή και τα προσόντα του.  Συνεπώς, το τεκμήριο της νομιμότητας και της κανονικότητας δεν έχει ανατραπεί.

 

Με τον επόμενο ισχυρισμό του, ο αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της κρίσης της Αρχής ότι, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ο ίδιος δε διαθέτει το προσόν της «Γνώσης άλλων ξένων γλωσσών», το οποίο προβλέπεται ως επιπρόσθετο.  Υποστηρίζει πως πιστοποιητικό φοίτησης, ημερομηνίας 26/5/1988, που ο ίδιος υπέβαλε ύστερα από παρακολούθηση σειράς μαθημάτων στην τουρκική γλώσσα - Επιμορφωτικό Κέντρο του Υπουργείου Παιδείας κατά την περίοδο 1987-1988 - παραγνωρίστηκε από την Αρχή, χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα.

 

Ούτε η θέση αυτή του αιτητή ευσταθεί.  Τα όσα αναφέρονται στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής - (σελ. 22) - στην οποία έχω ήδη αναφερθεί, καταδεικνύουν την έρευνα η οποία έγινε:-

 

«Όσον αφορά στη γνώση άλλων ξένων γλωσσών (προσόν (4)(στ) - επιπρόσθετο), στην αίτησή του για τη θέση αναφέρει ότι γνωρίζει Τουρκικά (καλή ανάγνωση, μέτρια γραφή, όχι ομιλία) και υπέβαλε πιστοποιητικό φοίτησης ημερ. 26.5.1988 το οποίο απέκτησε ύστερα από παρακολούθηση σειράς μαθημάτων στην Τουρκική γλώσσα (Α΄ κύκλος) σε Επιμορφωτικό Κέντρο του Υπουργείου Παιδείας κατά την περίοδο 1987-88· καθόσο αφορά στο επίπεδο του εν λόγω πιστοποιητικού, με βάση διερεύνηση που είχε γίνει σε παλιότερη περίπτωση (για παρόμοιας φύσης πιστοποιητικό σε άλλη ξένη γλώσσα) τούτο θεωρείται ως μη ικανοποιητικό και η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορεί να το λάβει υπόψη, επιπλέον δε ο υποψήφιος δεν έχει κατοχή προφορικού λόγου και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν πείστηκε ότι ο υποψήφιος διαθέτει αυτό το επιπρόσθετο προσόν.»

 

 

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, μπορεί δε να διεξαχθεί είτε από το ίδιο το διορίζον όργανο είτε μέσω άλλου προσώπου, αρχής ή οργάνου, όπως ακριβώς συνέβη και εδώ, όπου η Αρχή εξέτασε και υιοθέτησε την κατάληξη της Συμβουλευτικής Επιτροπής - (βλ. Φιλή ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 651, σελ. 656).  Άλλωστε, η παραδοχή του αιτητή ότι δεν κατείχε τον προφορικό λόγο δικαιολογεί την κατάληξη.  Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι, για το θέμα αυτό, υπάρχει το δεδικασμένο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, όπου αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σε αντίθεση με τον αιτητή, διαθέτει το προβλεπόμενο επιπρόσθετο προσόν.

 

Με άλλη εισήγησή του, ο αιτητής υποστηρίζει ότι υπερέχει όσον αφορά το προσόν της δεκάχρονης διοικητικής και οργανωτικής πείρας, από την οποία πεντάχρονη τουλάχιστο σε υπεύθυνη θέση.  Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του, προβαίνει σε μια λεπτομερή ανασκόπηση της μέχρι τώρα επαγγελματικής σταδιοδρομίας του, η οποία δεν αφορά μόνο την περίοδο της υπηρεσίας του στην Αρχή - προσλήφθηκε  την 1/7/1987 - αλλά και προηγουμένως.

 

Ούτε αυτή η εισήγησή του ευσταθεί.  Όπως έχει ήδη λεχθεί, η Αρχή έκρινε πως και οι δύο υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα.  Από τη στιγμή δε που μεταξύ των προσόντων περιλαμβάνεται και η υπό αναφορά διοικητική και οργανωτική πείρα, δεν μπορεί να τεθεί θέμα υπεροχής ενός εξ’ αυτών ως προς αυτή.  Άλλωστε, η Αρχή δεσμευόταν από το δεδικασμένο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, σύμφωνα με το οποίο:-

 

«... κανένα από τα προσόντα για τα οποία κάμνει πρόβλεψη το σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορεί να κατισχύσει των άλλων.  Κι αυτό όχι μόνο ως θέμα ερμηνείας, αλλά και γιατί μια τέτοια ευχέρεια διαβάθμισης από το διορίζον όργανο εμπερικλείει κινδύνους για τη χρηστή διοίκηση.»

 

 

 

Πρόσθετα προς τα πιο πάνω, υποστηρίζεται από τον αιτητή, ότι, όσον αφορά το προσόν της διοικητικής και οργανωτικής πείρας, η Αρχή κατέληξε πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το κατέχει, χωρίς να προβεί στη δέουσα έρευνα.

 

Και πάλι δε συμφωνώ με τον αιτητή.  Υπάρχει το δεδικασμένο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχει την πείρα αυτή από το 1982, όταν κατέλαβε τη θέση, όπως ήταν τότε, Λειτουργού Μελετών και Ερευνών, 1ης Τάξης.  Αυτό προκύπτει από την απόφαση στη Δάφνη Φινοπούλου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 196/01 και 267/01, 10/12/02.  Επρόκειτο για πλήρωση της ίδιας θέσης - Διευθυντή Λιμανιού - στην Αρχή Λιμένων Κύπρου, από 16/1/2001.  Ετέθη τότε - (από το συνήγορο του αιτητή στην παρούσα, ο οποίος τότε ήταν συνήγορος ενός των ενδιαφερομένων προσώπων) - ως επίδικο θέμα, ότι η κα Φινοπούλου δε διέθετε την απαιτούμενη δεκαετή διοικητική και οργανωτική πείρα, από την οποία πεντάχρονη τουλάχιστο σε υπεύθυνη θέση.  Ο ισχυρισμός απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.  Πέρα από τα πιο πάνω, η Αρχή, προτού καταλήξει ποιοι από τους υποψήφιους ήταν προσοντούχοι, είχε ενώπιόν της και μελέτησε όλα τα ουσιώδη στοιχεία τους.

 

Με βάση όλα όσα έχουν αναφερθεί, θεωρώ ότι δεν προκύπτει ο,τιδήποτε, που να φανερώνει ότι η Αρχή άσκησε λανθασμένα τη διακριτική της ευχέρεια.

 

Ο επόμενος ισχυρισμός, που προβάλλεται, έχει και πάλι σχέση με το νομοθετημένο κριτήριο των προσόντων.  Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, είχε κριθεί πως η αναφορά του αιτητή ότι είχε καταστεί στον τομέα του μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ. δεν είχε ερευνηθεί, ούτε επαληθευθεί.  Με έρεισμα, λοιπόν, αυτό, υποστηρίζεται πως η Αρχή, κατά την επανεξέταση, δεσμευόταν από το δεδικασμένο και όφειλε να ερευνήσει το ζήτημα.  Δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να υπάρχει παραβίαση του δεδικασμένου της εν λόγω απόφασης.

 

Κατά την επανεξέταση και σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, τεκμαίρεται ότι η Αρχή έλαβε γνώση του περιεχομένου της πιο πάνω δικαστικής απόφασης.  Συνεπώς, γνώριζε πως ο αιτητής κατέστη μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ.  Άλλωστε, από τα ενώπιόν μου στοιχεία, δε φαίνεται η Αρχή να αγνόησε το γεγονός αυτό.  Περαιτέρω, στη δικαστική απόφαση,  ρητά αναφέρεται ότι ο αιτητής, με σχετική επιστολή του,  ενημέρωσε την Αρχή για την κατοχή, από μέρους του, του εν λόγω προσόντος. 

 

Δεδομένης της ισοδυναμίας των δύο διαδίκων στο κριτήριο της αρχαιότητας, γεγονός παραδεκτό από τον αιτητή, σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί όσον αφορά τα δύο άλλα νομοθετημένα κριτήρια της αξίας και των προσόντων, ο λόγος ακύρωσης σε σχέση με έκδηλη υπεροχή του αιτητή δεν ευσταθεί.  Επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή, μόνο όπου ο αιτητής αποδείξει ότι υπερέχει έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί, γιατί τότε θεωρείται ότι το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας - (βλ. Odysseas Georghiou v. Republic (Public Service Commission) (1976) 3 C.L.R. 74).  Το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής βαρύνει τον αιτητή - (βλ. Alexandridou v. C.T.O. (1980) 3 C.L.R. 360). 

 

Ο επόμενος λόγος, που προβάλλεται για ακύρωση, αφορά στις συστάσεις.

 

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, στην αρχική διαδικασία, κλήθηκε και υπέβαλε συστάσεις ο Διευθυντής Εκμετάλλευσης της Αρχής.  Κατά την πρώτη επανεξέταση, λήφθηκε υπόψη η ήδη δοθείσα σύσταση, η οποία, στη συνέχεια, κρίθηκε από το Δικαστήριο αναιτιολόγητη.  Κατά τη δεύτερη επανεξέταση, δεν κλήθηκε ο Διευθυντής για να προβεί σε συστάσεις και, ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δεν είχε ενώπιόν του τέτοιες συστάσεις.  Με έρεισμα, λοιπόν, το γεγονός αυτό, παραπονείται ο αιτητής πως παραβιάστηκε όχι μόνο το δεδικασμένο της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης αλλά και ο Κ. 19(3) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων), Κανονισμών του 1997, (Κ.Δ.Π. 114/97), (οι «Κανονισμοί»).

 

Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί.  Ο Κ.  19(3) των Κανονισμών, τον οποίο επικαλείται ο αιτητής, αφορά πλήρωση θέσεων προαγωγής και όχι πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως είναι η παρούσα.  Κατά συνέπεια, σύσταση του Διευθυντή απαιτείται από τους Κανονισμούς μόνο για θέσεις προαγωγής.  Ο Κ. 10 των Κανονισμών, που αφορά σε πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν απαιτεί σύσταση του Διευθυντή.  Πέραν των πιο πάνω, οι Κανονισμοί είναι νομοθέτημα μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου και δεν εφαρμόζονται.  Δημοσιεύτηκαν στις 11/4/1997, ενώ η αρχική ακυρωθείσα διαδικασία έλαβε χώρα στις 24/10/1996 - (βλ. Αγάπιος Αγαπίου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 721/01, 754/01, 755/01, 796/01 και 825/01, 12/9/03).

 

  Τέλος, υποστηρίζει ο αιτητής ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

Ούτε η εισήγηση του αυτή έχει έρεισμα.  Το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και όλα όσα έχουν προαναφερθεί όχι μόνο δεν υποστηρίζουν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, αλλά, αντίθετα, καταδεικνύουν ότι η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο