SIGMA RADIO TV LTD ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 390/2006, 7 Αυγούστου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 390/2006)

 

7 Αυγούστου, 2007

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

SIGMA RADIO T.V. LTD.,

 

Αιτητών,

 

ν. 

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

 

Αλ. Ευαγγέλου, για την Καθ’ ης η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Sigma Radio T.V. Ltd (η αιτήτρια) ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (η καθ’ης η αίτηση) της 17/10/2005, με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο £5.000 για παραβάσεις των άρθρων 26(1)(β), 26(1)(ε) και 26(2)            του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998                         (Ν. 7(Ι)/1998), όπως τροποποιήθηκε, των Κανονισμών 21(1), 21(3), 24(1)(α), 24(1)(β), 28(1) και 28(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) και της παραγράφου 1(1) του  Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, όπως εκτίθεται στο Παράρτημα VIII των πιο πάνω Κανονισμών.

 

(α) Τα γεγονότα και οι λόγοι της προσφυγής.

Στις 10/9/2004 η βουλευτίνα Καίτη Κληρίδου υπέβαλε έγγραφο παράπονο στην καθ’ης η αίτηση, ότι η αιτήτρια επέδειξε αντιδεοντολογική συμπεριφορά κατά του προσώπου της. Πιο συγκεκριμένα η παραπονούμενη ισχυρίστηκε ότι ενώ η ίδια είχε παραχωρήσει στο σταθμό συνέντευξη διάρκειας περίπου δέκα λεπτών, ο σταθμός χρησιμοποίησε δύο αποσπάσματα δέκα περίπου δευτερολέπτων το κάθε ένα, απομονωμένα από το υπόλοιπο μέρος, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί το ακριβές νόημα των δηλώσεων της και να δοθούν εσφαλμένες εντυπώσεις σχετικά με το θέμα των εποίκων. Επιπρόσθετα η αντιδεοντολογική συμπεριφορά συνίστατο και στο γεγονός ότι αμέσως μετά την ανακριβή παρουσίαση της συνέντευξής της, παρουσιάστηκαν σχόλια των κ.κ. Κλεάνθους και Ταραμουντά, ενώ υπήρξε και παρέμβαση – σχολιασμός των λεγομένων της από την κα Αντιγόνη Παπαδοπούλου, πολύ μεγαλύτερης διάρκειας από το απόσπασμα της συνέντευξής της, χωρίς να δοθεί στην ίδια η ευκαιρία απάντησης.

 

Κατόπιν έρευνας από αρμόδια λειτουργό της καθ’ης η αίτηση ζητήθηκε από την αιτήτρια η υποβολή εξηγήσεων ή παραστάσεων. Η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε και η καθ’ης η αίτηση προχώρησε στην εξέταση του παραπόνου και αφού βρήκε την αιτήτρια ένοχη στις κατηγορίες που της είχαν προσαφθεί, της επέβαλε συνολικό πρόστιμο £5.000.

 

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης ισχυριζόμενη ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11 του Νόμου 7(Ι)/98, άνιση μεταχείριση, παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, έλλειψη αιτιολογίας και μέσα στη γραπτή της απάντηση, θέμα κακής σύνθεσης της καθ’ης η αίτηση. Το θέμα της κακής σύνθεσης αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης το οποίο μπορεί να εγερθεί και εξεταστεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. (Αναστασίου ν. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 616).

 

Η εισήγηση της αιτήτριας βασίζεται στη διαφοροποίηση που παρατηρείται αναφορικά με τα πρόσωπα που συμμετείχαν στις δύο συνεδρίες της 2/2/2005 και 17/10/2005 και πιο συγκεκριμένα την αρχική απουσία, την επανεμφάνιση και τελικά την οικειοθελή αποχώρηση του μέλους Άλεξ Ευθυβούλου, καθώς και στην ανεξήγητη απουσία του μέλους Ανδρέα Κωνσταντινίδη από τη συνεδρία της 17/10/2005.

 

Εκ μέρους της καθ’ης η αίτηση υποβλήθηκε ότι το μέλος Α. Ευθυβούλου απουσίαζε δικαιολογημένα στις 2/2/2005 “λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων”, όπως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά και ότι ορθά αποχώρησε κατά την επόμενη συνεδρία της 17/10/2005, αφού τυχόν παραμονή και συμμετοχή του με δεδομένη την απουσία του κατά την εκδίκαση της υπόθεσης θα συνιστούσε παρανομία. Αναφορικά με το μέλος           Α. Κωνσταντινίδη, που είχε λάβει μέρος στη συνεδρία της 2/2/2005, η απουσία του από την επόμενη συνεδρία της 17/10/2005 οφειλόταν στην παραίτησή του από μέλος του Συμβουλίου της καθ’ης η αίτηση και δεν επηρεάζει το κύρος της διαδικασίας.

 

Το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99 προνοεί ότι,

 

“22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.”

 

 

Από τις πιο πάνω πρόνοιες εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν παρέχεται σε ένα μέλος η δυνατότητα εσκεμμένης αποχώρησης του για να διασωθεί η νομιμότητα της διαδικασίας λήψης της απόφασης όταν αυτό απουσίαζε σε προηγούμενη συνεδρία. Το άρθρο 22 επιβάλλει την επανάληψη εξ αρχής της διαδικασίας ή την πλήρη ενημέρωση του μέλους που απουσίαζε, με όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη λήψη της απόφασης.

 

Στην παρούσα περίπτωση ο Άλεξ Ευθυβούλου ήταν παρών στη συνεδρία της 17/11/2004 όταν εξετάστηκε η έκθεση της αρμόδιας λειτουργού, στην οποία περιλαμβάνονταν τα γεγονότα της υπόθεσης, η καταγγελία της παραπονούμενης και οι ισχυριζόμενες παραβάσεις, οι σχετικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, όπως και οι διαπιστώσεις της λειτουργού. Απουσίαζε για προσωπικούς λόγους από τη συνεδρία της 2/2/2005, όπου διερευνήθηκε η καταγγελία και διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις από την καθ’ης η αίτηση. Όμως στην επόμενη συνεδρία της 17/10/2005 ο Άλεξ Ευθυβούλου αποχώρησε γιατί “ήταν αδύνατο να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης”. Η πιο πάνω εσκεμμένη αποχώρηση του Άλεξ Ευθυβούλου σφραγίζει την ακυρότητα της επίδικης απόφασης. Εφόσον ο ίδιος γνώριζε τα γεγονότα της υπόθεσης από το περιεχόμενο της έκθεσης της λειτουργού, θα μπορούσε πριν από την επιβολή της κύρωσης να ζητήσει να ενημερωθεί για όσα είχαν προηγηθεί στις 2/2/2005 όταν αυτός απουσίαζε. Ο ίδιος επέλεξε να αποχωρίσει με την αιτιολογία ότι ήταν αδύνατο να πληροφορηθεί για όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τη λήψη απόφασης. Η πιο πάνω επιλογή του δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Νόμου 158(Ι)/99 και συγκρούεται με τις πρόσφατες νομολογικές προσεγγίσεις που αποδοκιμάζουν τη σκόπιμη αποχώρηση μελών διοικητικών οργάνων, κάτω από παρόμοιες περιστάσεις. Το θέμα εξετάστηκε από την Ολομέλεια στην Κώστας Κόρτας κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε. 3834 της 13/2/2007 και υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη Μιχάλης Στυλιανού κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. κ.ά., Α.Ε. 3884 κ.ά. της 26/6/2007 στην οποία τονίστηκαν από το Δικαστή Κρονίδη τα πιο κάτω:

 

     “Η πρόσφατη αυθεντία Κόρτας επιβεβαιώνοντας την προηγούμενη νομολογία επικύρωσε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Καρακόκκινος που απαντά ευθέως και στο επίδικο θέμα της παρούσας έφεσης:-

 

«Καταλήγω, όμως, πως πάσχει και η σύνθεση των καθ’ων η αίτηση. Η ύπαρξη απαρτίας δεν σώζει την κατάσταση. Στη Mytides (ανωτέρω) υπήρχε απαρτία και κατά το βαθύτερο νόημά της, όπως το κατανοώ, κατά την εξέταση της νομιμότητας της σύνθεσης, συνυπολογίζονται οι λόγοι για τους οποίους μέλη του συλλογικού οργάνου δεν συμμετέχουν. Εκεί, όπως και στην Αντέννα Λτδ. (ανωτέρω), η μη συμμετοχή οφειλόταν σε πλάνη αναφορικά με τη δυνατότητα συμμετοχής. Στην παρούσα περίπτωση δεν λέχθηκε οτιδήποτε αλλά τα δεδομένα είναι εύγλωττα και ανατρέπουν το τεκμήριο της κανονικότητας. Όπως ήδη σημείωσα τα δύο μέλη ήταν παρόντα κατά την εξέταση των προηγούμενων θεμάτων. Αποχώρησαν όταν έφθασε η ώρα για την επανεξέταση και οι καθ’ων η αίτηση κατέγραψαν πως έλαβαν υπόψη τους τις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση ακριβώς επειδή παρέμειναν εκείνοι που την είχαν διεξαγάγει. Είναι προφανές, συνεπώς, πως η αποχώρηση ήταν σκόπιμη. Για ποιο λόγο; Επειδή θεωρούσαν πως δεν εδικαιούντο να συμμετάσχουν ή επειδή ενώ θεωρούσαν ότι μπορούσαν να συμμετάσχουν το απέφυγαν για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για χρήση των εντυπώσεων; Στην πρώτη περίπτωση η σύνθεση θα πάσχει ευθέως κατά την Mytides (ανωτέρω). Στη δεύτερη περίπτωση θα πάσχει ως διαμορφωθείσα κατά τρόπο καταχρηστικό.»

 

     Ακολουθώντας τη διαχρονική και πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του εγειρομένου θέματος έχουμε καταλήξει ότι ο λόγος έφεσης για την κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης ευσταθεί και γίνεται δεκτός. Ενόψει δε της κατάληξης μας αυτής δεν θεωρούμε αναγκαίο να ασχοληθούμε με οποιοδήποτε άλλο λόγο έφεσης.”

 

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με £700 έξοδα σε βάρος της καθ’ης η αίτηση.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους της προσφυγής.

 

 

 

 

      

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                               Δ.

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο