Π. Γ. ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΛΤΔ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, Υπόθεση Αρ. 699/2006, 21 Aυγούστου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                      &n bsp;                          Υπóθεση  Αρ. 699/2006

 

 

21 Aυγούστου,  2007

 

 

[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Π. & Γ.  ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΛΤΔ,

                                    Αιτητές

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

                                    Καθ΄ού η αίτηση.

................................

 

Α. Σ. Αγγελίδης με Χρ. Χριστάκη,  για τους αιτητές

Λ. Ουστά,  Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το καθού η αίτηση

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια εταιρεία (πιο κάτω αιτητές) ζητά από το δικαστήριο την εξής θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ ή απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 2.2.2006 και με την οποία απέρριψε την αίτηση τους για παραχώρηση άδειας κατά παρέκκλιση των Προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής για ανέγερση πτηνοσφαγείου στο τεμάχιο 93 Φ/Σχ. 32/48ΕΙ στο Αυγόρου, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου απαοτελέσματος.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Οι αιτητές στις 22.11.2002 υπέβαλαν αίτηση, βάσει των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, (Κ.Δ.Π 309/99), για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής για ανέγερση πτηνοσφαγείου στο τεμάχιο 93 Φ/Σχ. 32/48ΕΙ, στο Αυγόρου. Η ανέγερση του θα ήταν προς αντικατάσταση υφιστάμενου πτηνοσφαγείου των αιτητών, το οποίο λειτουργεί χωρίς άδεια στην κτηνοτροφική περιοχή Δερύνειας.

 

Της πιο πάνω αίτησης προηγήθηκε, στις 29.4.2002, αίτηση για· προκαταρτικές απόψεις αναφορικά με την δυνατότητα ανέγερσης πτηνοσφαγείου. Η Πολεοδομική Αρχή, αν και διαπίστωσε ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν τηρούσε τις πρόνοιες της παραγράφου 9(Δ)(8)  της Δήλωσης Πολιτικής που αφορούν την απόσταση της ανάπτυξης από τον κύριο δρόμο, με επιστολή της ημερ.26.7.2002 είχε ενημερώσει τους αιτητές ότι, σε περίπτωση υποβολής αίτησης κατά παρέκκλιση, θα συνέστηνε τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας υπό προϋποθέσεις, περιλαμβανομένης και της εξασφάλισης κατάλληλης και συνεχούς υδατοπρομήθειας.

 

Η προτεινόμενη ανάπτυξη προσέκρουε στις πιο κάτω πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής:

(α)       Τις πρόνοιες της παραγράφου 8(στ) της Πολιτικής 9(Δ) διότι η αιτούμενη ανάπτυξη προτείνετο να χωροθετηθεί σε απόσταση 120μ. από τον κύριο δρόμο Λάρνακας-Αμμοχώστου και 180μ. περίπου από τον κύριο δρόμο που ενώνει το χωριό Αυγόρου με τον κύριο δρόμο Λάρνακας-Αμμοχώστου, αντί να απέχει τουλάχιστον 1000μ. από αυτούς, ως προϋποθέτει η παράγραφος 5(γ) της 9(Δ) της Δήλωσης Πολιτικής.

              

(β)       Τις πρόνοιες της παραγράφου 1(δ) της Πολιτικής 3(Α) διότι η προτεινόμενη ανάπτυξη  δεν διέθετε επαρκή, κατάλληλη και συνεχή δημόσια υδατοπρομήθεια.

 

Στην συνέχεια η Πολεοδομική Αρχή, και αφού προηγουμένως ζήτησε τις απόψεις όλων των εμπλεκομένων αρχών,  ετοίμασε και υπέβαλε, στις 11.2.2004, σχετική έκθεση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων. Με την  έκθεση της, η Πολεοδομική Αρχή εισηγείτο της έγκριση της επίδικης αίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι πριν την χορήγηση της σχετικής άδειας, θα επιλυόταν το ζήτημα της υδροδότησης της ανάπτυξης με ικανοποιητικό τρόπο.  Σχετικό σημείωμα επί της αίτησης ετοίμασε και το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο με την σειρά του το υπέβαλε στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων.  Έπειτα της αίτησης επιλήφθηκε το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, το οποίο σε συνεδρία του στις 3.5.004, διαπίστωσε ότι η αιτούμενη ανάπτυξη εμπίπτει στις πρόνοιες του Καν. 16(1) της Κ.Δ.Π. 309/99 για τις οποίες απαιτείται η διεξαγωγή Δημόσιας Ακρόασης. Έτσι σε επόμενη συνεδρία της όρισε την διεξαγωγή της Δημόσιας Ακρόασης στις 20.1.2005.

 

Για την δημόσια ακρόαση το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, εκτός των  αιτητών, κάλεσε όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες και φορείς καθώς και ιδιοκτήτες γης της περιοχής που ενίσταντο στην σκοπούμενη ανάπτυξη. Εναντίον της ανέγερσης του πτηνοσφαγείου ήταν και η Κίνηση Κατοίκων του Χωρίου Αυγόρου.

 

Αφού διεξήχθει η δημόσια ακρόαση της αίτησης, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων  σε συνεδρία του στις 4.7.2004, κατά πλειοψηφία, αποφάσισε την απόρριψη της επίδικης αίτησης με το αιτιολογικό ότι αυτή δεν εμπίπτει σε οποιοδήποτε από τα κριτήρια του Καν. 19(1) της Κ.Δ.Π. 309/99.  Έτσι το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων ετοίμασε σχετική εισήγηση την οποία διαβίβασε στον Υπουργό Εσωτερικών ο οποίος στην συνέχεια την υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο.

 

Το Υπουργικό συμβούλιο αφού εξέτασε την αίτηση και την σχετική πρόταση, που υποβλήθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, αποφάσισε στις 25.01.2006 να την απορρίψει υιοθετώντας το αιτιολογικό ότι αυτή δεν εμπίπτει σε οποιοδήποτε από τα κριτήρια του Καν. 19(1) της Κ.Δ.Π. 309/99.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο συνήγορος των αιτητών καταρχήν προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω κακής σύνθεσης του Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων.  Τέτοιος λόγος εγείρεται και με την προσφυγή (9ος λόγος) αλλά είναι και τέτοιας φύσης που μπορούσε να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμα και αυτεπάγγελτα.  Επίσης ισχυρίζεται ότι η εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων πάσχει λόγω έλλειψης ειδικής αιτιολογίας αφού, όπως ισχυρίζεται, ενώ το Συμβούλιο εισηγείται την έγκριση της αίτησης, έρχεται εκ των υστέρων να θέσει προϋποθέσεις έγκρισης της.  Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω μη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης και/ή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Από πλευράς των καθών η αίτηση υποστηρίζεται η νομιμότητα και ορθότητα της επίδικης απόφασης.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Αρχίζοντας τον ισχυρισμό του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω κακής σύνθεσης του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, είναι η άποψη μου ότι αυτός ο λόγος  ακύρωσης δεν ευσταθεί. Οι περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμοί του 1999 (Κ.Δ.Π.309/99) και συγκεκριμένα ο Καν.6(2) αναφέρει ότι το Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, εφόσον είναι παρόντα τρία μέλη εκ των οποίων πρέπει να περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος ή σε περίπτωση απουσίας του ο Αντιπρόεδρος. Με βάση τα πρακτικά των συνεδριάσεων, αυτό ικανοποιείτο.  Επίσης δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι τα μέλη τα οποία απουσίαζαν είχαν προηγουμένως προσκληθεί με βάση τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.  Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι από την αρχή μέχρι την λήψη της εισήγησης του, το Συμβούλιο, παρά τις απουσίες, είχε την ίδια απαρτία.  Από τα πρακτικά της δημόσιας ακρόασης (Παράρτημα VI στην ένσταση) και τα πρακτικά στης συνεδρίας στην οποία λήφθηκε η σχετική απόφαση (Παράρτημα ΧΙΙΙ στην ένσταση) προκύπτει ότι συμμετείχαν τα ίδια μέλη, εκτός του Τάκη Πεττεμερίδη, ο οποίος όμως από 18/4/05 είχε αντικατασταθεί από το Βάσο Χρίστου.  Έτσι δεν υπάρχει νομικό πρόβλημα που δεν ήταν παρών στη συνεδρία της 4/7/05 (Παράρτημα ΧΙΙΙ στην ένσταση).

 

Το ίδιο, αβάσιμός είναι και ο ισχυρισμός της παρουσίας της Ευαγγελίας Αγρότου ως Γραμματέα του Συμβουλίου, αφού το άρθρο 21(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99), ανάμεσα σε άλλα,  προνοεί ότι,

 

«……Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρία του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στην ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών.

(η υπογράμμιση είναι δική μου)

 

Η παρουσία της Ευαγγελίας Αγρότου ήταν γιαυτό το σκοπό.  (βλ. Πρακτικό Παράρτημα ΧΙΙΙ).   Απορρίπτεται λοιπόν ότι αυτός ο λόγος.  Επίσης ισχυρίζεται η πλευρά των αιτητών  ότι η εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων πάσχει λόγω έλλειψης ειδικής αιτιολογίας αφού, όπως προβάλλει, ενώ το Συμβούλιο εισηγείται την έγκριση της αίτησης, έρχεται εκ των υστέρων να θέσει προϋποθέσεις έγκρισης της.  Η άποψη μου (και σε συμφωνία με τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση), είναι ότι επειδή η χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση (βλ. Καν. 26(3) των πιο πάνω Κανονισμών) πρόκειται για ένα εξαιρετικό μέτρο και παρέχεται κατ’ εξαίρεση και κατά παρέκκλιση από την πάγια πολιτική, η αρμόδια αρχή, εφόσον έχει αποφασίσει ότι δεν  θα χορηγήσει την άδεια, δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφαση της.   (Βλ. Βέρα Κωνσταντίνου Νεοφύτου ν. Δημιοκρατίας υποθ. Αρ. 164/98 ημερ. 26/2/99)Πολύ περισσότερο δεν έχει υποχρέωση ειδικής αιτιολόγησης. Έτσι η άποψη μου είναι ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι αβάσιμος.

 

Άλλος ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι η απόφαση του Υπουργικού θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω μη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης.  Κρίνω ότι ούτε και ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί.  Το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ενώπιον του όλο το υλικό και έκρινε ότι περίπτωση των αιτητών δεν εμπίπτει σε οποιοδήποτε από τα κριτήρια του Καν. 19(1) της Κ.Δ.Π. 309/99. Στην προκείμενη περίπτωση επειδή πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο και παρέκκλιση από την πάγια πολιτική, το Υπουργικό Συμβούλιο ενεργεί με δέσμια αρμοδιότητα. Εφόσον από τα ενώπιον του στοιχεία κρίνει ότι η περίπτωση δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της νομοθεσίας, έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τον νόμο. Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί αναιτιολόγητου της απόφασης του, η άποψη μου είναι ότι αυτή αιτιολογείται πλήρως από την διαπίστωση ότι βάσει του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του, η περίπτωση τους δεν δικαιολογεί την κατά παρέκκλιση έγκριση της αίτησης.

 

 Τέλος οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Είναι και εδώ η άποψη μου ότι στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα εφαρμογής των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης αφού δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση από την νομιμότητα. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαφώτη, (1997) 3 Α.Α.Δ. 191 σελ. 196:

 

«Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992)3 A.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης, δεν μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται. (Βλ. επίσης Vasiliou v. Republic (1982)3 C.L.R. 220. Papadopoulou v. Republic (1984)3 C.L.R. 332. Droussiotis v. C.B.C., (1984)3 C.L.R. 546. Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας υπόθεση αρ. 573/94 - 8.3.1996.)»

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                        Μ. Φωτίου, Δ.

 

 

/ΚΑΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο