IOANNIS GEORGIOU PIGGERY LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1589/05, 18 Σεπτεμβρίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Υπόθεση Αρ. 1589/05]

 

18 Σεπτεμβρίου, 2007

 

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

IOANNIS GEORGIOU PIGGERY LTD

Aιτητές

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.      ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α. Κουντουρή και Γ. Κασάπης για τους αιτητές.

Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές, στις 18.9.00, υπέβαλαν αίτηση για πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση και, αφού διεξάχθηκε και η προβλεπόμενη από τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμούς του 1999 (ΚΔΠ 309/99)  Δημόσια Ακρόαση, στις 28.2.05, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, εισηγήθηκε προς το Υπουργικό Συμβούλιο την απόρριψή της.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο, την 1.8.05, αποφάσισε πράγματι την απόρριψή της και οι αιτητές ενημερώθηκαν συναφώς με την επιστολή ημερομηνίας 29.9.05.  Οι αιτητές αμφισβήτησαν τη νομιμότητα αυτής της απόφασης και οι καθ’ ων η αίτηση θέτουν θέμα ως προς το εμπρόθεσμο της προσφυγής.  Αυτή καταχωρίστηκε στις 12.12.05, πριν παρέλθουν δηλαδή 75 μέρες από τη λήψη της επιστολής αλλά, όπως υποστηρίζεται, αυτό είναι αδιάφορο.  Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 26(4) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας  Νόμου του 972 (Ν. 90/72, όπως τροποποιήθηκε) αλλά και του Κανονισμού 18(2), δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 26.8.05.  Και, ενόψει του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος, ήταν από τότε που άρχισε να μετρά η ανατρεπτική προθεσμία.

 

Οι αιτητές θέτουν θέμα επάρκειας της γνώσης που θα μπορούσε να κτηθεί μέσα από τη δημοσίευση, παρά το γεγονός ότι αυτή περιλάμβανε  ονομαστική αναφορά στην αίτηση που υπέβαλαν.  Ιδίως ενόψει της απουσίας από αυτή του σκεπτικού της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που μόνο στη μεταγενέστερη επιστολή επεξηγείτο.  Είναι όμως η βασική τους εισήγηση πως, ούτως ή άλλως, κάτω από τις περιστάσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί η δημοσίευση ως το εναρκτήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας.  Όπως προτείνουν, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, τέτοιο εναρκτήριο σημείο δεν μπορεί παρά να είναι η λήψη της οφειλόμενης απάντησης στην αίτηση που υπέβαλαν.

 

Ασχολήθηκε με όμοιο ζήτημα ο Χατζηχαμπής, Δ., στη Μαρία Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1302/00, ημερομηνίας 19.10.01, την οποία και επικαλούνται οι αιτητές.  Ανέτρεξε στη νομολογία, αρχικά στην Pissas ν. ΕΑC (No. 1) (1966) 3 CLR 634 σε σχέση με την επάρκεια της γνώσης που παρέχει η δημοσίευση στην περίπτωση που αυτή  δεν είναι ονομαστική.  (Βλ. συναφώς και την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Ολυμπία Πιερίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 3762, ημερομηνίας 4.4.07) για να επισημάνει όμως τη διεύρυνση που επέφερε η απόφαση της Ολομέλειας στην Bakkaliaou v. Municipality of Famagusta (1969) 3 CLR 19Όπως εξηγήθηκε, «η υπόθεση Βakkaliaou παίρνει την αρχή της υπόθεσης Pissas πιο πέρα αφού δείχνει ότι η επάρκεια της δημοσίευσης δεν κρίνεται μόνο ως προς το περιεχόμενό της αλλά και ως προς την ίδια την προσδοκία της δημοσίευσης».  Πράγματι, στην υπόθεση Βakkaliaou, αντί απάντησης στην πρόταση διευθέτησης που υποβλήθηκε αφού έγινε γνωστή η πρόθεση απαλλοτρίωσης, δημοσιεύθηκε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και, όπως κρίθηκε, αφού ήταν συνταγματικό δικαίωμα του πολίτη να ανέμενε απάντηση, η δημοσίευση δεν συνιστούσε ορθή εφαρμογή του Άρθρου 146.3, από την άποψη του ενός από τους δυο σκοπούς της.  Ειδικά εκείνου της σηματοδότησης της έναρξης της προθεσμίας για την οποία, πλέον, ουσιώδης ήταν η επιστολή που ακολούθησε.  Σ' αυτή τη βάση, λοιπόν, και στη Μαρία Ιωάννου αποφασίστηκε πως εύλογα η αιτήτρια θα μπορούσε να αναμένει ότι η διοίκηση θα την πληροφορούσε για την τύχη της ένστασης που είχε υποβάλει και δεν θα περιοριζόταν στη δημοσίευση της οριστικοποίησης του Τοπικού Σχεδίου.  Όπως και έκαμε τελικά, με επί τούτου επιστολή.  Οπότε, η προθεσμία των 75 ημερών θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι άρχισε από αυτή την ειδική πληροφόρηση.  Το γεγονός δε ότι η δημοσίευση δεν ήταν καν ονομαστική, θεωρήθηκε ως δεύτερος λόγος ανεπάρκειας.

 

Συμφωνώ με αυτή την προσέγγιση και η παρούσα περίπτωση καλύπτεται από την αρχή όπως την έθεσε η ΒakkaliaouΟι αιτητές εύλογα ανέμεναν πληροφόρηση για την τύχη της αίτησης που υπέβαλαν και, κάτω από τις περιστάσεις, επαρκής κάτω από την άποψη της προσδοκίας ήταν εκείνη και όχι η δημοσίευση που έγινε, μάλιστα σχεδόν πέντε χρόνια μετά την υποβολή της αίτησης και έξι μήνες από τη διεξαγωγή της Δημόσιας Ακρόασης.  Σημειώνω πως οι καθ’ ων η αίτηση, χωρίς και να αντιτάσσουν οτιδήποτε ως προς τις προεκτάσεις της νομολογίας, επικαλέστηκαν την απόφαση του Νικολαΐδη, Δ., στη Γεώργιος Αλεξάνδρου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου, Προσφυγή  Αρ. 1691/05,  ημερομηνίας 12.3.07.  Εκεί, όμως, δεν συζητήθηκε το θέμα από την πιο πάνω άποψη, σε σχέση με την οποία, όπως προκύπτει, δεν τέθηκε η σχετική νομολογία ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Οι αιτητές επιδίωκαν επέκταση των χοιροτροφικών υποστατικών τα οποία είχαν ανεγείρει στη βάση αδειών που εκδόθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίο δεν υπήρχαν καθορισμένες Πολεοδομικές Ζώνες στην περιοχή.  Σημειώνεται πως έσπευσαν και στην πραγματοποίηση των επεκτάσεων, παρανόμως βέβαια, αλλά όπως το άρθρο 26(2) του  Νόμου διευκρινίζει, αυτό δεν επιδρά στη δυνατότητα εκ των υστέρων έγκρισης.  Χρειάστηκε αίτηση για πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση, αφού προηγήθηκε απόρριψη αίτησης για συνήθη πολεοδομική άδεια, για τους λόγους που καταγράφονται στην αιτιολογημένη εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων (ΣΥΜΕΠΑ) προς το Υπουργικό Συμβούλιο.  Τους μεταφέρω:

 

«1.3       Αντικείμενο παρέκκλισης

1.3.1           Η αίτηση εξετάζεται κατά παρέκκλιση γιατί η αιτούμενη ανάπτυξη δεν είναι σύμφωνη με τις ακόλουθες πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής:

(α)  Τις πρόνοιες της παραγράφου 5(α) της Πολιτικής 9(Δ) καθ' όσον αφορά τη χωροθέτηση των αιτούμενων προσθηκών σε Γεωργική Ζώνη, ενώ στη διοικητική περιοχή του χωριού υπάρχει καθορισμένη Κτηνοτροφική Ζώνη, στην οποία επιτρέπεται η ανέγερση χοιροτροφικών υποστατικών.

(β)  Τις πρόνοιες της παραγράφου 5(γ) της Πολιτικής 9(Δ) γιατί οι αιτούμενες επεκτάσεις βρίσκονται σε απόσταση 260 μ. περίπου από την Οικιστική Ζώνη του χωριού και 600-700 μ. από τον κύριο δρόμο Ορούντας-Κάτω Μονής αντί να απέχουν τουλάχιστον 2000 μ. από αυτά.

(γ)   Τις πρόνοιες της παραγράφου 5(ε) της Πολιτικής 9(Δ) γιατί η ανάπτυξη παρουσιάζει υπέρβαση στο συντελεστή δόμησης (0,24:1 αντί όχι πέραν από 0,10:1).

(δ)  Τις πρόνοιες της παραγράφου 7(γ) της Πολιτικής 3(Α) γιατί η κυβική χωρητικότητα των αιτούμενων προσθηκών ανέρχεται σε 69%, αντί όχι πέραν του 10% της κυβικής χωρητικότητας των αδειούχων υποστατικών.

(ε)   Τις πρόνοιες της παραγράφου 3.2 της Πολιτικής 3(Α) γιατί δεν προνοείται η παραχώρηση γης από την προς ανάπτυξη ιδιοκτησία ποσοστού 10%, για τη δημιουργία δημόσιου χώρου πρασίνου».

 

Eπίσης μεταφέρω την απόφαση στην οποία  άχθηκε το ΣΥΜΕΠΑ, στη βάση της οποίας το Υπουργικό Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση:

 

«3.  ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ:

 

3.1 Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, κατά τη συνεδρία του με αρ. 4/2005 ημερομ. 28.2.2005, αφού μελέτησε ενδελεχώς και με τη δέουσα προσοχή όλες τις παραμέτρους που αφορούσαν την αίτηση, έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:

 

(α)          Η αιτούμενη ανάπτυξη χωροθετείται σε μικρή απόσταση από την Οικιστική Ζώνη (απέχει μόνο 260 μ.), αντί να απέχει τουλάχιστον 2000 μ. από αυτή (όπως καθορίζεται στη Δήλωση Πολιτικής), που είναι η ελάχιστη απαιτούμενη απόσταση για τη διασφάλιση των βέλτιστων συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων στις καθορισμένες Οικιστικές Ζώνες, από χοιροτροφικές αναπτύξεις, με συνεπακόλουθο να επηρεάζονται οι ανέσεις των κατοίκων της οικιστικής περιοχής.  Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις ενστάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Μονής για την προτεινόμενη ανάπτυξη, σύμφωνα με τις οποίες φαίνεται ότι από τη λειτουργία του χοιροστασίου επηρεάζονται δυσμενώς οι ανέσεις των κατοίκων του χωριού, όπως επίσης και η ανάπτυξή του.

 

(β)          Η ανάπτυξη προτείνεται να χωροθετηθεί σε περιοχή όπου από το 1979 δεν επιτρέπεται η κτηνοτροφική ανάπτυξη.  Επιπρόσθετα, στο χωριό Κάτω Μονή υπάρχει καθορισμένη κτηνοτροφική ζώνη, στην οποία  επιτρέπεται η μαζική εκτροφή χοίρων, όπου η ανάπτυξη θα μπορούσε να χωροθετηθεί.

 

(γ)          Με τις αιτούμενες επεκτάσεις (οι οποίες έχουν ήδη υλοποιηθεί αυθαίρετα), οι οποίες ανέρχονται σε 5833 τ.μ. και αντιστοιχούν με αύξηση 63% του εγκεκριμένου εμβαδού της υφιστάμενης ανάπτυξης (9230 τ.μ.), δημιουργείται μεγάλου μεγέθους χοιροτροφική μονάδα (15063 τ.μ.), με συνεπακόλουθο να δημιουργείται σημαντική εντατικοποίηση της συγκεκριμένης χρήσης σε περιοχή όπου αυτή δεν επιτρέπεται.

 

(δ)          Όπως αναφέρθηκε από την Πολεοδομική αρχή στη Δημόσια Ακρόαση, η αιτούμενη ανάπτυξη βρίσκεται σε απόσταση 600 – 700 μ. από τον κύριο δρόμο Ορούντας – Κάτω Μονής, αντί να απέχει τουλάχιστον 2000 μ. από αυτόν.  Ως αποτέλεσμα της μη τήρησης της ελάχιστης απαιτούμενης απόστασης από τον κύριο αυτό δρόμο, θα επηρεάζονται δυσμενώς (λόγω δυσοσμίας) οι ανέσεις των διερχομένων από το δρόμο αυτό.

 

(ε)          Ο συντελεστής δόμησης της ανάπτυξης, όπως προκύπτει με τις αιτούμενες προσθήκες, είναι υπερδιπλάσιος (0,24:1) του επιτρεπόμενου (0,10:1) και η κυβική χωρητικότητα των αιτούμενων προσθηκών ανέρχεται σε 69% της κυβικής χωρητικότητας των εξουσιοδοτηθέντων με άδεια υποστατικών, αντί να μην υπερβαίνει το 10% αυτών, παράμετροι που καταδεικνύουν την σημαντική εντατικοποίηση της ανάπτυξης σε περιοχή όπου αυτή δεν είναι επιτρεπτή/επιθυμητή.

 

(στ)        Τυχόν έγκριση της αίτησης θα επηρεάσει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Δήλωση Πολιτικής) (Κανονισμός 19(2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π.309/99)).

 

3.2 Με βάση τα πιο πάνω αναφερόμενα, το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, όπως αυτό, με βάση τις εξουσίες που διαθέτει από το Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, απορρίψει την αίτηση θεωρώντας ότι αυτή δεν εμπίπτει σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α)(ιβ) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/99) και επειδή η ανάπτυξη επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Δήλωση Πολιτικής) [Κανονισμός 19(2), Κ.Δ.Π. 309/99]».

 

Δυο από τους λόγους ακυρότητας που αναπτύσσουν οι αιτητές αφορούν στη νομιμότητα της διαδικασίας.  Κατ' αρχάς, με αναφορά στη σύνθεση του ΣΥΜΕΠΑ κατά την ημερομηνία διαμόρφωσης της εισήγησής του.  Θεωρούν πως, ενόψει του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) δεν θα έπρεπε να είχε συμμετάσχει το μέλος της Τ. Πεττεμερίδης αφού δεν είχε συμμετάσχει και στη Δημόσια Ακρόαση.  Η Δημόσια Ακρόαση, όπως προτείνουν, είναι αντίστοιχη προς συνέντευξη που διεξήχθη ή ακόμα και οιονεί δικαστική διαδικασία οπότε δεν πρέπει να είναι επιτρεπτό να συμμετέχουν εκ των υστέρων μέλη αφού η μελέτη των πρακτικών της Δημόσιας Ακρόασης δεν μπορεί να είναι πλήρες υποκατάστατο.  Συμφωνώ με την αντίθετη άποψη των καθ’ ων η αίτηση.  Το άρθρο 22 ακριβώς αναφέρεται στη δυνατότητα, ήδη παγίως αναγνωρισμένη νομολογιακά, συμμετοχής μελών μη παρόντων αρχικώς χωρίς  να είναι αναγκαία η επανάληψη της διαδικασίας και της συζήτησης, «όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης».  Κατά την έναρξη της συνεδρίας της 28.2.05 ο Τ. Πεττεμερίδης δήλωσε ότι είχε μελετήσει τα πρακτικά της Δημόσιας Ακρόασης, την αίτηση και όλα τα σχετικά έγγραφα και πως ήταν πλήρως ενημερωμένος για το θέμα και σε θέση να συμμετάσχει στη λήψη απόφασης.  Κρίνω πως αυτό ήταν αρκετό και πως δεν ευσταθούν οι εισηγήσεις των αιτητών και οι αναλογίες που επιχείρησαν.

 

Η δεύτερη εισήγηση των αιτητών αφορά στη συμμετοχή των μελών του ΣΥΜΕΠΑ κατά τη λήψη της απόφασης που οδήγησε στην εισήγησή της.  Υποστηρίζουν πως παραβιάστηκε ο Κανονισμός 6(4) της ΚΔΠ 309/99  που επιβάλλει  «να καταγράφονται στα πρακτικά οι απόψεις ενός εκάστου των μελών του Συμβουλίου», εντελώς αδικαιολόγητα, όμως, όπως κρίνω.  Στα πρακτικά περιλαμβάνονται οι απόψεις του καθενός από τα μέλη.

 

Ο πυρήνας των επιχειρημάτων ως προς την ουσία περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι οι αιτητές έχουν ήδη εν λειτουργία κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις που ανεγέρθηκαν νόμιμα.  Επομένως, το στοιχείο της όποιας οχληρίας ήταν ήδη δεδομένο και, πλέον, θα έπρεπε να συνυπολογιστούν και να μην αγνοηθούν οι οικονομικές συνέπειες που θα υφίσταντο αφού, με την απόρριψη της αίτησής τους, θα παρέμεναν ανικανοποίητες οι ανάγκες που επέβαλλαν την επέκταση.  Αντ' αυτού, η διοίκηση περιορίστηκε στην εξέταση του θέματος μόνο από τη σκοπιά του δημόσιου συμφέροντος μάλιστα τονίζοντας αδυναμίες και παραβάσεις που ήταν οι λόγοι για τους οποίους χρειαζόταν παρέκκλιση και, επομένως, όχι οι λόγοι για τους οποίους  δεν θα έπρεπε αυτή να εγκριθεί.  Αυτά δε χωρίς και να συνυπολογιστεί πως, με την εφαρμογή των νέων ζωνών, δεν προβλέφθηκε και οτιδήποτε σε σχέση με τις υφιστάμενες αδειούχες εγκαταστάσεις.  Συναφώς, η προβλεφθείσα  νέα κτηνοτροφική περιοχή δεν είχε ακόμα την αναγκαία υποδομή.  Σ' αυτό το πλαίσιο συζήτησαν την επάρκεια της αιτιολογίας που δόθηκε, γενικώς αλλά και ειδικά σε σχέση με την εκτίμηση πως η έγκριση της αίτησης θα επηρέαζε ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Δήλωση Πολιτικής).  Όπως και επί μέρους πτυχές με αναφορά σε απόψεις που εκφράστηκαν από τον Έπαρχο, στην αρχή θετικές και μετά αρνητικές και από το ΕΤΕΚ που θεώρησε, με αναφορά σε δυο σχετικά κριτήρια ότι η αίτηση θα μπορούσε να εγκριθεί.  Επί των αρνητικών, αυτών καθ' εαυτών, όπως τα συγκεκριμενοποίησε το ΣΥΜΕΠΑ δεν επεκτάθηκαν πέρα από την υπόδειξη πως μόνο ένα μέρος των επεκτάσεων θα απείχε 260 μέτρα από την υφιστάμενη οικιστική ζώνη.

 

Οι αιτητές, όπως ορθά παρατήρησαν οι καθ’ ων η αίτηση, παραγνωρίζουν πως εναρκτήριο σημείο είναι, ακριβώς, το ίδιο το άρθρο 26 του Ν. 90/72 (όπως τροποποιήθηκε).  Η δυνατότητα που παρέχει για πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση τελεί υπό σαφείς προϋποθέσεις:  Τέτοια άδεια εγκρίνεται, κατ' αρχάς «σε έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις».  Μετά, σε «άλλες ειδικές περιπτώσεις, που θα καθοριστούν με Κανονισμούς τους οποίους  εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων».  Δεν τίθεται εδώ θέμα ένταξης της περίπτωσης των αιτητών σε τέτοιους Κανονισμούς και, συνεπώς, λανθασμένα αποδίδουν σε λάθος την προσέγγιση του ζητήματος από τη διοίκηση, με αναφορά στο δημόσιο συμφέρον.  Ο Κανονισμός 19(1) θέτει αρχές και κριτήρια στη βάση των οποίων τεκμηριώνονται και αιτιολογούνται οι σχετικές αποφάσεις.  Οι καθ’ ων η αίτηση επικαλέστηκαν συναφώς την απόφασή μου στην  Ανδρέας Σ. Σιμιλλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 571/96, ημερομηνίας 6.2.88.  Είχα θεωρήσει εκεί πως ετίθετο και ζήτημα ακόμα και νομιμοποίησης ως προς τη διεκδίκηση παρέκκλισης κατ' επίκληση, από τον ιδιώτη, του δημοσίου συμφέροντος.  Είναι όμως γεγονός πως το νομοθετικό καθεστώς έχει αλλάξει.  Τόσο με την τροποποποίηση του άρθρου 26 όσο και με τη συνακόλουθη θέσπιση της ΚΔΠ 309/99 που θεσμοθετούν πλέον την υποβολή αίτησης για πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση.  Δεν διαφοροποιείται όμως και η ουσία του πράγματος πως χωρίς διαπίστωση ότι η περίπτωση  είναι έκτακτη και δικαιολογημένη προς το δημόσιο συμφέρον, δεν μπορεί να τίθεται θέμα πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, στη βάση του πρώτου σκέλους του άρθρου 26.  Αυτή η αρνητικού περιεχομένου διαπίστωση, δεν αναμένεται να αιτιολογείται με ειδική αναφορά στην κάθε αρχή και στο κάθε κριτήριο ξεχωριστά, όταν είναι η συνολική άποψη πως τίποτε από αυτά δεν συνηγορεί υπέρ της έγκρισης της αίτησης.  Οπότε, είναι θέμα του αιτητή να τεκμηριώσει σφάλμα σ' αυτή την εκτίμηση και εδώ δεν υπάρχει τέτοια τεκμηρίωση.  Όσα επισήμανε ο αιτητής ήταν γνωστά και ασφαλώς συνυπολογίστηκαν.  Οι αδυναμίες και οι υπερβάσεις που συγκεκριμενοποιήθηκαν ήταν αναμφισβητήτως υπαρκτές και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η τελική απόφαση δεν μπορούσε να συνδεθεί και προς τη φύση τους και τη σοβαρότητα των επιπτώσεών τους.

 

Ο Κανονισμός 19(2) ευθέως εισάγει απαγορευτικό όρο.  Αυτός, βεβαίως, θα είχε σημασία αν η κατά τα πιο πάνω κρίση εθεωρείτο, για κάποιο λόγο, λανθασμένη.  Θα προχωρήσω όμως στην εξέτασή του.  Παραθέτω πρώτα τον Κανονισμό:

 

«Δεν χορηγείται πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση για ανάπτυξη, η οποία επηρεάζει ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης».

 

Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται πως δεν χρειάζεται αιτιολογία η θετική διαπίστωση πως με την έγκριση της αίτησης θα επερχόταν τέτοιος ουσιώδης επηρεασμός.  Δεν μπορώ να συμφωνήσω.  Ασφαλώς χρειάζεται αιτιολογία.  Μάλιστα, ενόψει της ειδικής σημασίας του συγκεκριμένου παράγοντα και της εξάρτησης ουσιαστικά της απόφασης από την ύπαρξή του ή μη, στην Χαράλαμπος Μακρίδης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 324/04 ημερομηνίας 7.11.05  έκρινα πως ήταν απαραίτητο να διαμορφώνεται η όποια επ' αυτού κρίση και να αιτιολογείται.  Όμως δεν συμμερίζομαι την εισήγηση των αιτητών πως λείπει εν προκειμένω η αιτιολογία.  Η σχετική εκτίμηση ακολουθεί όσα προηγουμένως συγκεκριμενοποιήθηκαν και, όπως την κατανοώ, είναι στη βάση τους που διαμορφώθηκε.

 

Ενόψει των στοιχείων και αφού, όπως προκύπτει, η κρίση της διοίκησης ήταν ευλόγως επιτρεπτή, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.  Η προσφυγή απορρίπτεται, με £600 έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

ΜΣι.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο