ΚΡΙΝΟΥΛΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1111/2006, 8 Νοεμβρίου 2007

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                    (Υπόθεση Αρ. 1111/2006)

 

 

8 Νοεμβρίου, 2007

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΡΙΝΟΥΛΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

                                    Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                    Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Ε. Γαβριήλ, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδ. Μέρος.

- - - - - -


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια προσβάλλει την  απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») με την οποία διόρισε στη θέση Τεχνικού Χημείου, Γενικό Χημείο του Κράτους (Κλ. Α5 (2η βαθμίδα ) Α7-Α8+1πρ.) το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντί της ιδίας. Η θέση προκηρύχθηκε στα πλαίσια  10 κενών θέσεων Τεχνικού Χημείου και  ήταν η μόνη που προϋπέθετε ως απαιτούμενο προσόν «Δίπλωμα ή Πιστοποιητικό Τεχνολόγου Μικροβιολογικού Εργαστηρίου Αναγνωρισμένης Ανώτερης Σχολής όπως ΤΕΙ, HND ή ισότιμο ή/ και υπέρτερο προσόν σε κλάδους της Μικροβιολογίας ή της Βιολογίας».

 

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης διέπεται από τις πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν.6(Ι)/98 όπως έχει τροποποιηθεί).

 

Η επιλογή μεταξύ των 113 αιτήσεων που υποβλήθηκαν, ξεκίνησε με τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή της οποίας προέδρευε ο Διευθυντής Γενικού Χημείου. Στην περίπτωση των υποψηφίων της επίδικης θέσης, η εξέταση στον κλάδο Βιολογίας ή Μικροβιολογίας, περιλάμβανε ερωτήσεις πάνω σε γενικά θέματα ποιότητας και ασφάλειας τροφίμων και νερών, περιβαλλοντικά προβλήματα καθώς και τις μεθόδους ανίχνευσης και καταμέτρησης μικροοργανισμών σε τρόφιμα, νερά και φάρμακα . Η ΕΔΥ αποφάσισε ότι και οι πέντε υποψήφιες, που είχαν πετύχει στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό για την επίδικη θέση, κατείχαν τα προσόντα και αποφάσισε να περιληφθούν στον κατάλογο των επιτυχόντων υποψηφίων.

 

Οι τέσσερις πρώτες  σε σειρά επιτυχίας, ανάμεσα στις οποίες η αιτήτρια με μέσο όρο βαθμολογίας στην γραπτή εξέταση 80.50 και το ενδ. μέρος με 77.50,  κλήθηκαν σε ομαδική προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ. Μετά το πέρας και των προφορικών συνεντεύξεων, ο προεδρεύων και τα μέλη της ΕΔΥ βαθμολόγησαν χωριστά την απόδοση του κάθε υποψηφίου στην προφορική εξέταση και, αφού μελέτησαν το περιεχόμενο της αίτησης του κάθε υποψηφίου αναφορικά με τα προσόντα και την πείρα του και έλαβαν υπόψη όλα τα επισυνημμένα στην αίτηση πιστοποιητικά σπουδών και πείρας, αποτίμησαν σε μονάδες όλα τα άλλα κριτήρια που προνοούνται στους περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμους (προφορική εξέταση, πλεονέκτημα, άλλα ακαδημαϊκά προσόντα, πείρα). Οι μονάδες αυτές, προστέθηκαν στις μονάδες που οι υποψήφιες είχαν εξασφαλίσει από τη γραπτή εξέταση και καταρτίστηκε ο Πίνακας του άρθρου 6(5)(α) του Νόμου. Στον κατάλογο πρώτη, με το μεγαλύτερο αριθμό συνολικών μονάδων ήταν η ενδιαφερόμενη (89,50) έναντι 88,50 της αιτήτριας. Η απόδοση και των δυο στην προφορική εξέταση βαθμολογήθηκε με 7 μονάδες. Η πείρα ωστόσο της ενδιαφερόμενης, βαθμολογήθηκε με 5 μονάδες έναντι μιας που έλαβε η αιτήτρια, με αποτέλεσμα να αποκτήσει προβάδισμα στον  πίνακα κατάταξης και να επιλεγεί από την ΕΔΥ με βάση της πρόνοιες του άρθρου 6(7)(α).  

 

Προβάλλεται λόγος ακύρωσης που αφορά στη σύνθεση του οργάνου.  Κατά  την πρώτη φάση των συνεντεύξεων στις 27.2.06, που εξετάστηκαν οι τρεις υποψήφιες για την επίδικη θέση, απουσίαζε ο πρόεδρος κ. Σπανός. Στο  πρακτικό καταγράφεται ότι, «τα Μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 11(1)του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (αρ.3) του 2005 εξέλεξαν τον κ. Μ. Στασόπουλο για να προεδρεύσει της συνεδρίας». Στην επίδικη αποφασιστική συνεδρία ημερ. 28/2/06 κατά την οποία συνεχίστηκαν οι συνεντεύξεις και ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, ο πρόεδρος κ. Σπανός, δεν έλαβε μέρος στο συγκεκριμένο θέμα ενώ με την διαδικασία του άρθρου 11 και πάλι  τα τέσσερα μέλη που μετείχαν στην προηγούμενη συνεδρία, εξέλεξαν τον κ. Στασόπουλο για να προεδρεύσει «επειδή ο Πρόεδρος δεν έλαβε μέρος στο εν λόγω θέμα». Η θέση της αιτήτριας είναι ότι αυτό έγινε σκόπιμα, προκειμένου να περισωθεί η προφορική εξέταση που έγινε στην απουσία του προέδρου, τακτική η οποία αποδοκιμάστηκε από τη νομολογία μας. Αναφέρθηκαν συναφώς οι αποφάσεις στις Μ. Στυλιανού κ.α. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, ΑΕ 3884 και 3890, ημερ. 26/06/07 και Κ. Κόρτας ν. ΡΙΚ, ΑΕ3834, ημερ. 13/02/07 στις οποίες υιοθετήθηκε το σκεπτικό των πρωτόδικων αποφάσεων στις Βραχίμης Χ»Χάννας κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 655/03 ημερ. 15/7/04 και Καρακόκκινος, Παπάς και Σάββα ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπόθ. αρ. 110/03, 163/2003 και 272/2003, ημερ. 15/11/04, παρότι οι τελευταίες, αφορούσαν σε επανεξέταση όπου το θέμα της διαφορετικής σύνθεσης του συλλογικού οργάνου, εξετάστηκε υπό το πρίσμα της δυνατότητας να ληφθούν ως κριτήριο οι εντυπώσεις από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Επί παρόμοιων γεγονότων με την εδώ περίπτωση, κρίθηκε ότι έπασχε η σύνθεση του συλλογικού οργάνου. Με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό, έχω την αίσθηση ότι  το ζήτημα της σύνθεσης δεν αντικρίστηκε υπό το πρίσμα της θεμελιακής πρόνοιας  του άρθρου 22  του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 Ν.158(Ι)/99. Ενόψει τούτου, θεωρώ πως οι εν λόγω αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο για σκοπούς ερμηνείας του νόμου στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης που αφορούν στη σύνθεση του οργάνου. Εχω την άποψη ότι το θέμα διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 22 του νόμου ήτοι,

 

«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»

 

 

 

 

Η πιο πάνω διάταξη καθιερώνει ως βασικό κανόνα ότι η σύνθεση του αποφασίζοντος οργάνου πρέπει να διατηρείται αμετάβλητη σε όλα τα στάδια λήψης της διοικητικής απόφασης. Προβλέπεται εξαίρεση στον κανόνα όταν πρόκειται για απουσία (μέλους) από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η απουσία του προέδρου κατά την πρώτη συνεδρία, εφόσον αυτή αφορούσε συνεντεύξεις και όχι προκαταρκτικά θέματα, δεν θα μπορούσε να καλυφθεί  «με ενημέρωση του σχετικά με τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης» ώστε να καθίστατο δυνατή η συμμετοχή του στις επόμενες. Η απουσία του προέδρου ήταν επιτρεπτή και δεν μπορούσε να προκαλέσει θέμα κακής σύνθεσης ούτε στις 26.2.06 ούτε στις 27.2.06. Αν συμμετείχε στην τελική συνεδρία δεν θα μπορούσε να ληφθεί έγκυρη απόφαση εκτός αν επαναλαμβανόταν από την αρχή η διαδικασία των προσωπικών συνεντεύξεων. Εφόσον όμως δεν συμμετείχε, και τα λοιπά τέσσερα παρόντα μέλη αποτελούσαν απαρτία και επρόκειτο για τα ίδια μέλη που έλαβαν μέρος και στην πρώτη συνεδρία, σύμφωνα  με το άρθρο 11(2) του Ν.1/90 καθώς και τις πρόνοιες του Ν.158(Ι)/99 (άρθρα 22 και 23), ορθά προχώρησαν με τις συνεντεύξεις και τη λήψη της τελικής απόφασης. Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι η σύνθεση του οργάνου ήταν νόμιμη.

 

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης αφορά στο ότι πεπλανημένα και αναιτιολόγητα η ΕΔΥ έδωσε το μέγιστο των μονάδων (5) για την πείρα του ενδ. μέρους, που σε αντιδιαστολή με την πείρα της αιτήτριας, όπως η ίδια ισχυρίζεται, δεν ήταν άμεσα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης ή τις αρμοδιότητες του γενικού Χημείου. Σε συνάρτηση με αυτό το λόγο προβλήθηκε επίσης ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία από την καθ’ ης η αίτηση για την αποτίμηση της πείρας του ενδ. μέρους με 5 μονάδες.

 

Το άρθρο 3 του Νόμου με το οποίο εισάγεται το σύστημα αριθμητικής αποτίμησης, προβλέπει,

 

  «3.1. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου που αφορά τη δημόσια υπηρεσία ......., σε οποιαδήποτε διαδικασία για διορισμό σε θέση στη δημόσια υπηρεσία, η επιλογή και ο διορισμός των υποψηφίων γίνονται με βάση τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης, τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, εφόσον αυτή κριθεί αναγκαία από τη διορίζουσα αρχή και νοουμένου ότι δεν επιβάλλει την προφορική εξέταση ο οικείος νόμος, καθώς και τα προσόντα των υποψηφίων και τη ν πείρα τους που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Η βαρύτητα που δίδεται στο καθένα από τα εν λόγω πέντε κριτήρια αποτιμάται σε μονάδες ως εξής:

 

..................................................................................................................................................

 

(ε)  Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες.

 

Νοείται ότι οι μονάδες της παραγράφου αυτής απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού υπηρεσίας που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό.»

 

 

 

 

 Πράγματι, δεν αρκεί η απλή απόδοση μονάδων. Θα πρέπει η απόδοση να συναρτάται προς παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο και να είναι εύλογα επιτρεπτή, στο πλαίσιο των κριτηρίων του Νόμου. Παρατηρώ εξαρχής ότι όλα τα μέλη  έδωσαν ξεχωριστά αλλά τις ίδιες μονάδες για την πείρα τόσο στην αιτήτρια όσο και στο ενδ. μέρος, έτσι ώστε να μην τίθεται θέμα διαφωνιών και ανομοιομορφίας που θα επέτεινε τα ερωτηματικά αιτιολογίας. Το σχέδιο υπηρεσίας προνοούσε τα εξής καθήκοντα:

 

«(α)        Βοηθά στη διεξαγωγή χημικών ή μικροβιολογικών ή βιολογικών εξετάσεων και αναλύσεων ή/και διεξάγει χημικές ή μικροβιολογικές εξετάσεις και αναλύσεις.

 

(β)          Προετοιμάζει, συναρμολογεί και συντηρεί όργανα και συσκευές για τη διεξαγωγή χημικών ή μικροβιολογικών εξετάσεων και αναλύσεων.»

 

 

 

   Δεν αναφέρεται πουθενά στο σχέδιο υπηρεσίας ότι η πείρα για να είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης θα πρέπει να έχει αποκτηθεί στο Τμήμα του Γενικού Χημείου ή ότι αφορά αποκλειστικά αναλύσεις και δραστηριότητες του Χημείου του Κράτους, όπως εισηγείται η αιτήτρια. Τέτοια διάκριση θα αναιρούσε την κατάταξη της θέσης ως πρώτου διορισμού και θα έθετε σε δυσμενέστερη θέση τους υποψηφίους που δεν υπηρετούσαν στο Γενικό Χημείο του Κράτους αφού η πείρα τους δεν θα μπορούσε να αξιολογηθεί ως σχετική. Είναι καθαρό ότι η αναφορά σε «πείρα» καλύπτει γενικά την πείρα που αποκτά κάποιος κατά την ενασχόληση του ως Τεχνολόγος Μικροβιολογικού Εργαστηρίου.

 

Με αυτές τις επισημάνσεις, η ΕΔΥ εύλογα έκρινε στη βάση των σχετικών πιστοποιητικών που επισυνάφθηκαν στις αιτήσεις τους, ότι η πείρα της ενδιαφερομένης ήταν σχετική και ουσιωδώς μεγαλύτερης διάρκειας από αυτή της αιτήτριας,  γι’ αυτό και την αποτίμησε με το σύνολο των μονάδων που προνοεί ο νόμος. Το ενδ. μέρος εργάστηκε σε μικροβιολογικό εργαστήριο για την περίοδο από Φεβρουάριο  1995 μέχρι Ιανουάριο 1997 και από τότε μέχρι τον επίδικο διορισμό της ως συμβασιούχος με ειδικότητα τεχνολόγου ιατρικών εργαστηρίων στο μικροβιολογικό τμήμα του Στρατιωτικού Νοσοκομείου, ενώ η αιτήτρια εργάστηκε ως έκτακτος Τεχνικός Χημείου στο Εργαστήριο Μικροβιολογικού Ελέγχου Τροφίμων του Γενικού Κρατικού Χημείου από 6/10/03-28/4/04 και από 17/8/04 έως τον ουσιώδη χρόνο. Δεν μπορεί λοιπόν να λεχθεί ότι η ΕΔΥ, προφανώς στη βάση της αριθμητικής αναλογίας που προκύπτει, κινήθηκε εκτός ορίων ή υπό πλάνη ώστε να υπάρχει χώρος για παρέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Αναφορικά με την εισήγηση ότι ελλείπει η αιτιολογία η οποία είναι αναγκαία για την απόδοση  μονάδων από το διορίζον όργανο και ότι καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος, θεωρώ ότι κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται από το άρθρο 6(4) και (5) του Νόμου: 

 

«(4) Μετά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης ή όπου δε θα διεξαχθεί τέτοια εξέταση, η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, βαθμολογεί τους υποψηφίους που έχουν παρουσιαστεί και που έχουν κριθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 3:

 

Νοείται ότι η απόφαση της διορίζουσας αρχής ή του αρμόδιου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, αναφορικά με τις μονάδες που δίνει σε κάθε περίπτωση για την απόδοση ενός υποψηφίου στην προφορική εξέταση, αν έγινε, τα προσόντα και την πείρα του, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά. Κάθε μέλος της διορίζουσας αρχής ή του αρμόδιου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδει αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων τη βαθμολογία που έδωσε, η οποία θα αποτελεί μέρος του οικείου φακέλου.

 

(5)(α) Μετά τη συμπλήρωση της απονομής των μονάδων και αφού ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, προστεθεί στις μονάδες που οι υποψήφιοι έλαβαν στη γραπτή εξέταση, η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, καταρτίζει Πίνακα (ο οποίος στη συvέχεια θα αναφέρεται ως "ο Πίνακας"), όπου αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών μονάδων που ο καθένας από αυτούς συγκέντρωσε, έτσι που, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράψου (β) του παρόντος εδαφίου, πρώτος στη σειρά να είναι ο υποψήφιος με το μεγαλύτερο αριθμό συνολικών μονάδων»

 

 

Το θέμα της αιτιολογίας διέπεται εδώ από τις πιο πάνω ειδικές νομοθετικές πρόνοιες, οπότε η νομιμότητα της πράξης θα εξεταστεί με βάση αυτές και  υποχωρεί η επιταγή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου για αιτιολογία, αφού αυτές έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα. (Βλ. ΣτΕ 2786/1989).

 

Συμφωνώ με το σκεπτικό της πρόσφατης απόφασης στη Χαρίκλεια Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ, υπόθ. 1371/05, ημερ.7/03/07, την οποία υιοθετώ. Ο νομοθέτης ενώ μπορούσε να απαιτήσει ρητά αιτιολογία όπως σε άλλες περιπτώσεις, δεν το έχει κάμει και δεν νομίζω πως αυτή η επιλογή του αποβαίνει χωρίς σημασία. Σε αυτή την περίπτωση πρόβλεψε άλλες ασφαλιστικές δικλείδες και αρκείται στην απόδοση μονάδων και στην καταγραφή της βαθμολογίας όλων των μελών για τα επιμέρους κριτήρια, που αποτελεί μέρος του φακέλου. Διαπιστώνω ότι η ΕΔΥ συμμορφώθηκε πλήρως με τις πιο πάνω πρόνοιες, κατατέθηκαν οι χωριστές βαθμολογίες των μελών, αποδόθηκαν ως τελικές μονάδες ο μέσος όρος τους και δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

 

Η αριθμητική αξιολόγηση, χωρίς αιτιολογία, κατ’ εφαρμογή του Ν.6(Ι)/98 έχει υιοθετηθεί και στην Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Σ. Κεφάλα (2003) ΑΑΔ, 59.  Κατά τα άλλα τα γεγονότα στην εν λόγω υπόθεση, όπως και στη Σάββας Γεωργιάδης ν. ΡΙΚ, υπόθ. αρ. 942/03, ημερ.15.9.05, που επικαλέστηκε ο συνήγορος της αιτήτριας, διαφοροποιούνται από αυτά  της παρούσας υπόθεσης.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται με £700 έξοδα εναντίον  της αιτήτριας.

 

 

 

                                                                                           Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο