Παπαϊωάννου Στάλω ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 32

(2007) 4 ΑΑΔ 32

[*32]31 Ιανουαρίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΑΛΩ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1259/2005)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορική εξέταση ― Υπό ποιες προϋποθέσεις δύναται να αποτελέσει μέσο διαπίστωσης απαιτουμένων προσόντων των υποψηφίων ― Περιστάσεις πλημμέλειας της διεξαγωγής και κατάληξης της προφορικής εξέτασης στην κριθείσα περίπτωση.

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Πτυχές της νομιμότητας της επανεξέτασης πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Κατά πόσο επιβάλλεται να δοθεί νέα σύσταση μετά από επανάληψη, της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, κατά την επανεξέταση.

Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, σε διαδικασία επανεξέτασης, που ακολούθησε την ακύρωση της αρχικής επιλογής της αιτήτριας για την ίδια θέση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Στην προκείμενη περίπτωση θα μπορούσε κανείς να μην επιμείνει σε εξηγήσεις αναφορικά με ορισμένα από τα απαιτούμενα προσό[*33]ντα – ικανοποιητική υπηρεσία στη θέση Βοηθού, διάφορες ιδιότητες και ικανότητες – δεδομένου ότι αποτελούν μέρος της εξαίρετης υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων. Όμως, για τα απαιτούμενα προσόντα πλήρους γνώσης της σχετικής νομοθεσίας και επαρκούς γνώσης εμπορικής λογιστικής, τα προδήλως εξειδικευμένα, χρειάζονταν εξηγήσεις αναφορικά τόσο με την αυτοτελή δυνατότητα της ΕΔΥ να τα διαπιστώσει μέσω της προφορικής εξέτασης όσο και με το αποτέλεσμα. Ενώ η ΕΔΥ δεν κατέγραψε στα πρακτικά παρά μόνο τη δήλωση ότι διαπίστωσε αυτά τα προσόντα. Παραμένει λοιπόν κενό σε ό,τι αφορά τα προσόντα.

2.  Η εκ νέου προφορική εξέταση δεν μπορούσε να διεξαχθεί παρά μόνο με ένα τρόπο, τον συνηθισμένο, τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη και την προηγούμενη φορά. Ορθά διεξήχθη νέα προφορική εξέταση και ορθά κλήθηκε να συμμετάσχει ο Γενικός Διευθυντής.  Σε σχέση με την αξιολόγηση στην οποία προέβη ο Γενικός Διευθυντής, αυτή δεν αποτελεί στοιχείο κρίσης, αλλά μόνο βοήθημα προς την ΕΔΥ ώστε να μπορέσει καλύτερα η ΕΔΥ να σχηματίσει ιδίαν άποψη. Δεν μπορεί λοιπόν να γίνεται λόγος για διατήρηση της «αξιολόγησης» την οποία ο τέως Γενικός Διευθυντής προέβη στην πρώτη προφορική εξέταση.

3.  Η αιτήτρια παραπονείται τέλος, ότι κατά την επανεξέταση εσφαλμένα έγινε δεκτή νέα σύσταση από τον Γενικό Διευθυντή, εφόσον η προηγούμενη σύσταση ήταν, όπως είχε διαπιστώσει η Ολομέλεια, νόμιμη και επομένως αποκρυσταλλώθηκε ως στοιχείο κρίσης. Το παράπονο είναι δικαιολογημένο.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κόκκινος v. Ε.Δ.Υ., Υπόθ. Αρ. 166/2002, ημερ. 11.7.2002,

Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. v. Κόκκινου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 199,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329,

Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 234,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921,

Καρακόκκινου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αρ. 956/2001 κ.ά., ημερ. 5.12.2002,

[*34]Χατζηχάννας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 279,

Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 293,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 785,

Κολιός ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 420,

Μιτσίδου κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 4 Α.Α.Δ. 918,

Μαυράκη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 681/2000, ημερ. 11.3.2002.

Προσφυγή.

Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης και Κ. Χατζηϊωάννου, για το Ε/Μ.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAOY, Δ.: Με απόφαση, ημερ. 2 Ιανουαρίου 2002, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας επέλεξε την αιτήτρια Στάλω Παπαϊωάννου για τη θέση Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη. Προσοντούχοι υποψήφιοι ήταν μόνο η επιλεγείσα και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Σπύρος Κόκκινος. Υπηρετούσαν και οι δύο στο Τμήμα, κατέχοντας θέση Βοηθού Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη 1ης Τάξης. Επομένως διεκδικούσαν την προκηρυχθείσα θέση ως θέση προαγωγής. Αυτό είχε τη σημασία του όχι μόνο σε σχέση με τη συγκριτική μεταξύ τους θεώρηση αλλά και με τα απαιτούμενα προσόντα τα οποία διέφεραν, ανάλογα με το κατά πόσο επρόκειτο για διορισμό ή προαγωγή:

«Προσόντα:-

 

(α) Διά Πρώτον Διορισμόν:-

Δικηγόρος εγγεγραμμένος δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου, έχων πενταετή τουλάχιστον άσκησιν του επαγγέλματος μετά πλήρους γνώσεως και πείρας της σχετικής νομοθεσίας.  [*35]Άπταιστος γνώσις της Ελληνικής και Αγγλικής ή της Τουρκικής και Αγγλικής και επαρκής γνώσις εμπορικής λογιστικής.

(β) Διά Προαγωγήν:-

Ικανοποιητική υπηρεσία εις την θέσιν του Βοηθού Επισήμου Παραλήπτου και Έφορου μετά πλήρους γνώσεως της σχετικής νομοθεσίας και επαρκούς γνώσεως εμπορικής λογιστικής.

Πρωτοβουλία και ικανότης να διευθύνη τμήμα και να φέρεται μετ’ ευγενείας αλλά σταθερότητος προς μέλη του κοινού και να ελέγχη κατώτερον προσωπικόν.»

Η ΕΔΥ, σε συνεδρία ημερ. 27 Νοεμβρίου 2001, σημείωσε ότι:

«….. αναφορικά με τους υποψήφιους ΚΟΚΚΙΝΟ Σπύρο και ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Στάλω, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτοί είναι προσοντούχοι, με βάση τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας για διεκδίκηση της θέσης ως θέση προαγωγής.»

Σε βαθμολογημένη αξία, οι δύο υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι με την ίδια εξαίρετη εικόνα. Σε προσόντα, ο κ. Κόκκινος κατείχε πτυχίο νομικής, ελληνικού Πανεπιστημίου και πιστοποιητικό από αγγλικό Πανεπιστήμιο ότι παρακολούθησε τα μαθήματα μεταπτυχιακού κλάδου LL.M. Η κα Παπαϊωάννου κατείχε πτυχίο νομικής, αγγλικού Πανεπιστημίου, και τίτλο Barrister. Ήταν και οι δύο εγγεγραμμένοι ως δικηγόροι, ο κ. Κόκκινος από το 1982 και η κα Παπαϊωάννου από το 1985. Σε αρχαιότητα, ο κ. Κόκκινος είχε προβάδισμα. Διορίστηκε στη θέση Βοηθού Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη 2ης  Τάξης την 1 Σεπτεμβρίου 1986 και 1ης Τάξης την 1 Σεπτεμβρίου 1989 ενώ για την περίπτωση της κας Παπαϊωάννου, η οποία ακολούθησε την ίδια σταδιοδρομία, οι αντίστοιχες ημερομηνίες ήταν η 2 Ιουλίου 1990 και 1 Οκτωβρίου 1992.

Η ΕΔΥ διεξήγαγε προφορική εξέταση στην οποία αξιολόγησε τον  κ. Κόκκινο ως σχεδόν πολύ καλό και την κα Παπαϊωάννου ως σχεδόν εξαίρετη. Αυτές οι εντυπώσεις αιτιολογήθηκαν ως εξής:

«1. ΚΟΚΚΙΝΟΣ Σπύρος: Σχεδόν πολύ καλός. Στο γνωστικό αντικείμενο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα με το επίπεδο της θέσης που διεκδικεί. Στις απαντήσεις του απέφευγε να επικεντρωθεί στην ουσία των θεμάτων και εξέφρασε απόψεις που σε αρκετές των περιπτώσεων έδειχναν έλλειψη κρίσης. Υστέρησε [*36]στην ιεράρχιση προτεραιοτήτων, στη σφαιρική θεώρηση προβλημάτων και στην υποβολή ολοκληρωμένων εισηγήσεων για επίλυσή τους.

ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Στάλω: Σχεδόν εξαίρετη. Έχει ολοκληρωμένη θεώρηση των προβλημάτων που υφίστανται στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη και των προτεραιοτήτων που πρέπει να προωθηθούν. Προσεγγίζει τα θέματα σφαιρικά, αναλύει με επιστημονικότητα καταστάσεις, διεισδύει στην ουσία τους και εισηγείται αποτελεσματικούς τρόπους επίλυσης τους. Διαθέτει ευελιξία σκέψεως, πολύ καλή κρίση και πειστικότητα.»

Εξάλλου ο Γενικός Διευθυντής, ως Προϊστάμενος του Τμήματος, σύστησε την κα Παπαϊωάννου. Το Άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) δεν απαιτεί αιτιολόγηση της σύστασης και ο Γενικός Διευθυντής προτίμησε να μη δώσει.

Η ΕΔΥ επέλεξε την κα Παπαϊωάννου διότι, καθώς εξήγησε, αυτή (α) χαρακτηρίστηκε «σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο» στην προφορική εξέταση· (β) διέθετε τη σύσταση του Διευθυντή· (γ) είναι κάτοχος του τίτλου barrister «ο οποίος αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις έχει σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και προσδίδει στην επιλεγείσα ευχέρεια για εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης με μεγαλύτερη επιτυχία»· και (δ) με δεδομένο ότι επρόκειτο για διευθυντική θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, η αρχαιότητα του κ. Κόκκινου είχε μόνο περιορισμένη σημασία και δεν μπορούσε να ανατρέψει «τη γενική υπεροχή» της κας Παπαϊωάννου.

Ο κ. Κόκκινος προσέβαλε την απόφαση της ΕΔΥ με την Κόκκινος v. Ε.Δ.Υ., Υπόθ. Αρ. 166/2002, ημερ. 11.7.2002 και το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε πρωτοδίκως ακυρωτική απόφαση. Κρίθηκε (α) ότι εσφαλμένα η ΕΔΥ θεώρησε τον τίτλο barrister της κας Παπαϊωάννου ως πρόσθετο προσόν αφού, όπως και το πτυχίο νομικής του κ. Κόκκινου, δεν αποτελούσε παρά μόνο εναλλακτικό απαιτούμενο προσόν για να εγγραφεί κανείς ως δικηγόρος αλλά φαίνεται πως το Δικαστήριο τελούσε με την εσφαλμένη εντύπωση ότι για προαγωγή, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απαιτείτο να είναι κανείς εγγεγραμμένος δικηγόρος ενώ αυτό ήταν απαιτούμενο προσόν μόνο για διορισμό· (β) ότι ο κ. Κόκκινος δεν υστερούσε σε προσόντα αφού είχε ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα για [*37]μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και επομένως, όπως είχε λεχθεί στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, αυτό επαύξανε τις νομικές του γνώσεις και  αντιστάθμιζε τα περισσότερα ακαδημαϊκά προσόντα της κας Παπαϊωάννου· (γ) ότι η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης αφού, όσο και αν η νομολογία επιτρέπει τέτοια βαρύτητα για υψηλόβαθμες θέσεις (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 234), η νομολογία επίσης δείχνει (Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921) ότι αυτό δεν ισχύει σε περιπτώσεις όπου υποψήφιος, με λιγότερο καλό αποτέλεσμα, υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, στη δε προκείμενη περίπτωση ο κ. Κόκκινος δεν υστερούσε ούτε σε προσόντα.

Ασκήθηκαν εφέσεις: η Α.Ε. 3487 από τη Δημοκρατία, με αντέφεση από τον κ. Κόκκινο, και η Α.Ε. 3488 από την κα Παπαϊωάννου (Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. v. Κόκκινου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 199). Δεν χρειάζεται να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Περιορίζομαι σε ό,τι η Ολομέλεια με την απόφαση της προσδιόρισε ως το πλαίσιο επανεξέτασης. Κρίθηκε εν πρώτοις ότι δεν θα έπρεπε να γινόταν σύγκριση ακαδημαϊκών προσόντων και νομικής γνώσης των υποψηφίων διότι αυτά «ήταν στοιχεία που προφανώς λήφθηκαν υπόψη κατά τον πρώτο τους διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία στη θέση Βοηθού Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου και αποτέλεσαν κριτήριο που οδήγησε στο διορισμό τους» ενώ με βάση τα προσόντα τα οποία σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούντο για προαγωγή, η ΕΔΥ όφειλε να εξέταζε «την ικανοποιητική υπηρεσία, την πλήρη γνώση της σχετικής νομοθεσίας, την επάρκεια γνώσης εμπορικής λογιστικής, την πρωτοβουλία και ικανότητα στη διεύθυνση Τμήματος, τη συμπεριφορά και σταθερότητα προς το κοινό και τον έλεγχο κατώτερου προσωπικού». Έπειτα υποδείχθηκε ότι με δεδομένη την ισοδυναμία των υποψηφίων σε βαθμολογημένη αξία η ΕΔΥ θα έπρεπε να λάμβανε υπόψη, από την μια μεριά το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης στην οποία η κα Παπαϊωάννου έκαμε καλύτερη εντύπωση όπως και την υπέρ της σύσταση του Προϊσταμένου, και από την άλλη μεριά την αρχαιότητα του κ. Κόκκινου όπως και «το γεγονός της κατά πολύ μεγαλύτερης πείρας του ….. στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, κάτι που …. επαυξάνει τις γνώσεις του υποψηφίου στα νομικά». Τέλος, επί της αντέφεσης η Ολομέλεια θεώρησε ότι δεν υπήρχε πλημμέλεια είτε σε σχέση με την προφορική εξέταση είτε σε σχέση με τη σύσταση του Προϊσταμένου. Απορρίφθηκαν λοιπόν, τόσο οι εφέσεις όσο και η αντέφεση.

Μέχρι την επανεξέταση στις 7 Σεπτεμβρίου 2005, η σύνθεση της [*38]ΕΔΥ άλλαξε. Επομένως δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη η εντύπωση την οποία η προηγούμενη σύνθεση είχε σχηματίσει αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Στο ίδιο διάστημα, ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2005 (Ν. 105(Ι)/05) κατέστησε υποχρεωτική την προφορική εξέταση σε διαδικασία με βάση το Άρθρο 34 του Νόμου, το εδάφιο (8) του οποίου αντικαταστάθηκε με το ακόλουθο νέο:

«(8) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους οι οποίοι συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο που, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, έπρεπε να ήταν στον κατάλογο αυτών που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή:

Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες πλήρωσης θέσεων που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου (Αρ. 3) του 2005 βρίσκονται σε εξέλιξη, καθώς και για τις διαδικασίες επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»

Η ΕΔΥ διεξήγαγε λοιπόν νέα προφορική εξέταση με τη βοήθεια, αυτή τη φορά του νέου Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Σε σχέση με τη νέα εξέταση σημειώθηκε στα πρακτικά της συνεδρίας ότι:

«Κατά την προφορική εξέταση τόσο ο Γενικός Διευθυντής όσο και η Επιτροπή υπέβαλαν στους υποψηφίους ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας, της πρωτοβουλίας, της διοικητικής και διευθυντικής ικανότητας των υποψηφίων, της ικανότητάς τους για επικοινωνία, περιλαμβανομένης της έκφρασης ολοκλήρωσης σκέψης, σαφήνειας, πειστικότητας, και γενικά της ικανότητάς τους να ανταποκριθούν  στα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της θέσης.

Επίσης, κατά την προφορική εξέταση διαπιστώθηκε και η κατοχή από μέρους των υποψηφίων της απαίτησης του Σχεδίου Υπηρεσίας για πλήρη γνώση της σχετικής με τις αρμοδιότητες του Τμήματος νομοθεσίας και για επαρκή γνώση εμπορικής λογιστικής.»

[*39]Μετά την εξέταση ο Γενικός Διευθυντής, προτού αποχωρήσει, εξέφρασε άποψη για την απόδοση των υποψηφίων και σύστησε  για προαγωγή τον κ. Κόκκινο. Φαίνεται να θεωρήθηκε ότι ένεκα της νέας προφορικής εξέτασης, με τη συμμετοχή νέου Γενικού Διευθυντή, χρειαζόταν και νέα σύσταση η οποία να λάμβανε υπόψη και τη δική του άποψη για το αποτέλεσμα. Η ΕΔΥ κατέγραψε τη γενική της εντύπωση αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ως εξής:

«1. ΚΟΚΚΙΝΟΣ Σπύρος: Εξαίρετος. Κατέχει εξαίρετη γνώση του αντικειμένου. Πειστικός στις απόψεις του, τις τεκμηριώνει με επιχειρήματα. Με θετικότητα, σαφήνεια και με άριστη χρήση της σχετικής ορολογίας και της Ελληνικής γλώσσας έδωσε ολοκληρωμένες απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. Εντοπίζει και προτείνει λύσεις στα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Τμήμα. Εμβαθύνει και αναλύει κατά τρόπο εντυπωσιακό τα υπό συζήτηση θέματα και πάντοτε επί της ουσίας. Διαθέτει όραμα. Είναι σοβαρός με ευχάριστη προσωπικότητα και αυτοπεποίθηση.

2. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Στάλω: Πάρα πολύ καλή. Είναι πάρα πολύ καλά ενημερωμένη για όλα τα θέματα και προβλήματα του Τμήματος. Επικοινωνεί με άνεση και υποστηρίζει τις θέσεις της με επιχειρήματα. Σε κάποιες, όμως, περιπτώσεις πλατειάζει και προσεγγίζει τα θέματα κατά τρόπο θεωρητικό. Σοβαρή προσωπικότητα.»

Ανατράπηκαν λοιπόν θεαματικά τα προηγούμενα δεδομένα σ’ αυτό τον τομέα. Ο κ. Κόκκινος είχε πια υπέρ του και καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση, με αντίστοιχη υποβάθμιση για την κα Παπαϊωάννου. Είχε επιπλέον και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Η ΕΔΥ επέλεξε τον κ. Κόκκινο ως γενικά υπερέχοντα. Αιτιολόγησε την απόφαση της ως εξής:

«Επιλέγοντας τον Κόκκινο Σπύρο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από την ίδια, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και σε υψηλότερο επίπεδο από την ανθυποψήφιά του, η οποία έχει αξιολογηθεί ως Πάρα πολύ καλή, δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων πέντε, προ του ουσιώδους χρόνου, ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος, υπερέ[*40]χει σημαντικά σε αρχαιότητα, κατά τρία χρόνια στην παρούσα θέση, και, επιπλέον, δεν υστερεί σε προσόντα, και διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή.»

Τα δεδομένα, όπως τα ανέφερε η ΕΔΥ, καθιστούσαν την επιλογή του κ. Κόκκινου αναπόφευκτη. Όμως η κα Παπαϊωάννου με την προσφυγή της προβάλλει ότι υπήρξαν πλημμέλειες σε διάφορες πτυχές της διαδικασίας.

Διακρίβωση των απαιτούμενων προσόντων.

Η κα Παπαϊωάννου αμφισβητεί ότι η προφορική εξέταση κάλυψε όλα τα προβλεπόμενα ως απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή και εισηγείται πως ούτως ή άλλως η κατάληξη της ΕΔΥ, η λακωνικά διατυπωμένη χωρίς εξηγήσεις, ότι οι υποψήφιοι κατείχαν τα προσόντα είναι ανεπαρκής και καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. Επικαλείται την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (ανωτέρω) – την οποία εξέδωσε ο Κωνσταντινίδης Δ. – και την πρωτόδικη απόφαση του Κωνσταντινίδη Δ στην Καρακόκκινου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υποθ. αρ. 956/01 κ.ά. ημερ. 5 Δεκεμβρίου 2002. Στην πρώτη έγινε δεκτό ότι η προφορική εξέταση μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να αποτελέσει μέθοδο για τη διαπίστωση της κατοχής απαιτούμενου προσόντος αλλά υποδείχθηκε ότι, όπου πρόκειται περί εξειδικευμένου θέματος, το διοικητικό όργανο οφείλει να παράσχει εξηγήσεις αναφορικά με τις δυνατότητες του, μέσω της προφορικής εξέτασης, βάσιμα να καταλήξει:

«Εφόσον απαιτείται έρευνα για διαπίστωση της κατοχής προσόντος, το είδος της συναρτάται προς το κατά περίπτωση θέμα.  Το επιλέγει η διοίκηση αλλά ελέγχεται η επιλογή με γνώμονα το κατά πόσο εύλογα αυτή προσφέρεται ως μέθοδος διαπίστωσης του ζητουμένου.

Διαπιστώνουμε αιτία ακυρότητας αφού, ενόψει της εντελώς γενικής διατύπωσης στο πρακτικό της ΕΔΥ, με δοσμένο το γεγονός ότι ο τομέας της πολιτικής αεροπορίας είναι εξόχως εξειδικευμένος, ελλείπει οποιαδήποτε εξήγηση αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο η ΕΔΥ, διά μέσου της προφορικής εξέτασης, κατέληξε σε δικά της συμπεράσματα αναφορικά με την απαιτούμενη γνώση. Θεωρούμε ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, εγείρεται βασίμως ζήτημα ως προς την έρευνα που διεξάχθηκε και, συναφώς, ενδεχόμενο πλάνης.»

Στην Καρακόκκινου (ανωτέρω) ο Κωνσταντινίδης Δ., επεξήγη[*41]σε ότι:

«…. αφού αναφερόμαστε όχι στις υποκειμενικές εκτιμήσεις των μελών του συλλογικού οργάνου σε σχέση με την απόδοση κάποιου υποψηφίου στην προφορική συνέντευξη αλλά σε συγκεκριμένες ουσιώδεις διαπιστώσεις στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας, αυτές πρέπει να συνοδεύονται απαραίτητα με εξήγηση που να επιτρέπει δικαστικό έλεγχο.»

Ακολούθησα αυτές τις αποφάσεις στη Χατζηχάννας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 279, αποδεχόμενος ότι η προφορική εξέταση προσφέρεται κατ’ αρχήν ως τρόπος διερεύνησης των απαιτουμένων προσόντων εφόσον το όργανο που τη διεξάγει διαθέτει τις κατά περίπτωση εξειδικευμένες γνώσεις και εφόσον οι όποιες διαπιστώσεις εξηγούνται με τρόπο που να καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο.

Στην προκείμενη περίπτωση θα μπορούσε κανείς να μην επιμείνει σε εξηγήσεις αναφορικά με ορισμένα από τα απαιτούμενα προσόντα – ικανοποιητική υπηρεσία στη θέση Βοηθού, διάφορες ιδιότητες και ικανότητες – δεδομένου ότι αποτελούν μέρος της εξαίρετης υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων. Όμως, για τα απαιτούμενα προσόντα πλήρους γνώσης της σχετικής νομοθεσίας και επαρκούς γνώσης εμπορικής λογιστικής, τα προδήλως εξειδικευμένα, χρειάζονταν εξηγήσεις αναφορικά τόσο με την αυτοτελή δυνατότητα της ΕΔΥ να τα διαπιστώσει μέσω της προφορικής εξέτασης όσο και με το αποτέλεσμα. Ενώ η ΕΔΥ δεν κατέγραψε στα πρακτικά παρά μόνο τη δήλωση ότι διαπίστωσε αυτά τα προσόντα. Παραμένει λοιπόν κενό σε ό,τι αφορά τα προσόντα του κ.  Κόκκινου, το ίδιο  βέβαια όπως και για εκείνα της κας Παπαϊωάννου. Η προσβαλλόμενη απόφαση οδηγείται εξ αυτού του λόγου σε ακύρωση. Θεωρώ ωστόσο χρήσιμο να προχωρήσω και στην εξέταση των ζητημάτων που τέθηκαν σε σχέση με ορισμένα από τα στοιχεία κρίσης.

Η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή κατά τη νέα προφορική εξέταση.

Η αιτήτρια εισηγείται ότι ο Γενικός Διευθυντής αναρμόδια και παράνομα συμμετείχε στη νέα προφορική εξέταση και ότι επομένως η αξιολόγηση στην οποία αυτός προέβη θεωρώντας ως καλύτερο τον κ. Κόκκινο, είναι άκυρη και ότι η προηγούμενη αξιολόγηση του τέως Γενικού Διευθυντή παρέμενε «νόμιμο στοιχείο του ουσιώδους χρόνου». Εισηγείται ωσαύτως ότι το ίδιο άκυρη είναι [*42]και η αξιολόγηση στην οποία προέβη η ΕΔΥ,  επηρεαζόμενη από το νέο Γενικό Διευθυντή και ότι επιπλέον, η παρουσία του Γενικού Διευθυντή καθιστούσε παράνομη τη σύνθεση της ΕΔΥ στην υπό αναφορά συνεδρία. Παραπέμπει σχετικά στην Πετρώνδα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 293.

Πρόκειται, κατά την άποψη μου, για εισηγήσεις εντελώς αβάσιμες και αδικαιολόγητες. Η εκ νέου προφορική εξέταση δεν μπορούσε να διεξαχθεί παρά μόνο με ένα τρόπο, τον συνηθισμένο, τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη και την προηγούμενη φορά. Σημειώνω, παρενθετικά, και ότι στην απαντητική του αγόρευση ο συνήγορος της κας Παπαϊωάννου λαμβάνοντας αφορμή από κάποια  επιχειρηματολογία του συνηγόρου της Δημοκρατίας και του συνηγόρου του κ. Κόκκινου, εισηγήθηκε και ότι δεν ήταν νόμιμη η εκ νέου διεξαγωγή προφορικής εξέτασης. Τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε με την προσφυγή και επομένως δεν εξετάζεται. Θεωρώ λοιπόν ως δεδομένο ότι ορθά διεξήχθη νέα προφορική εξέταση και ορθά κλήθηκε να συμμετάσχει ο Γενικός Διευθυντής: βλ. την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Δημοκρατία κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 785. Προσθέτω, σε σχέση με την αξιολόγηση στην οποία προέβη ο Γενικός Διευθυντής, ότι χρειάζεται ακόμα να συνεχίσουμε να υπενθυμίζουμε ότι αυτή δεν αποτελεί στοιχείο κρίσης αλλά μόνο βοήθημα προς την ΕΔΥ ώστε να μπορέσει καλύτερα η ΕΔΥ να σχηματίσει ιδίαν άποψη: βλ. Κολιός ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 420. Δεν μπορεί λοιπόν να γίνεται λόγος για διατήρηση της «αξιολόγησης» την οποία ο τέως Γενικός Διευθυντής προέβη στην πρώτη προφορική εξέταση. Η Πετρώνδα (ανωτέρω) σαφώς αφορούσε σε διαφορετικό ζήτημα και δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Διαπιστώνω πως δεν υπήρξε στην προφορική εξέταση οποιαδήποτε πλημμέλεια.

Η νέα σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Η κα Παπαϊωάννου παραπονείται ότι κατά την επανεξέταση εσφαλμένα έγινε δεκτή νέα σύσταση από τον Γενικό Διευθυντή εφόσον η προηγούμενη σύσταση ήταν, όπως είχε διαπιστώσει η Ολομέλεια, νόμιμη και επομένως αποκρυσταλλώθηκε ως στοιχείο κρίσης. Το παράπονο είναι δικαιολογημένο. Με απασχόλησε τέτοιο ζήτημα στη Μιτσίδου κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 4 Α.Α.Δ. 918 και στη Μαυράκη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 681/2000, ημερ. 11 Μαρτίου 2002, στις οποίες με παρέπεμψε ο συνήγορος της κας Παπαϊωάννου. Το ακόλουθο απόσπασμα, από τη δεύτερη, ισχύει κατ’ αναλογίαν και στην παρούσα περίπτωση:

«Κατά την επανεξέταση, επειδή η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. είχε [*43]στο μεταξύ αλλάξει, δεν λήφθηκαν υπόψη – και ορθά βέβαια – τα αποτελέσματα της προηγουμένως διεξαχθείσας προφορικής εξέτασης ενώ νέα δεν διεξήχθη ενόψει της άποψης που επικρατούσε προ της απόφασης της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, αλλά δεν έχει τεθεί ζήτημα σε σχέση με αυτή την πτυχή. Η Ε.Δ.Υ. επιπλέον κατ’ αναλογίαν θεώρησε πως επειδή ο Διευθυντής έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων την προφορική εξέταση όταν κατά την πρώτη εξέταση προέβη σε σύσταση, εκείνη η σύσταση δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιηθεί. Κλήθηκε λοιπόν ο νέος Διευθυντής και έκαμε νέα σύσταση. Με την προηγούμενη είχε συστηθεί τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενώ με τη νέα συστήθηκε μόνο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Η αιτήτρια προβάλλει πως η πρώτη σύσταση, η οποία εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις προηγούμενες προσφυγές και κρίθηκε νόμιμη, θα έπρεπε κατά την επανεξέταση να αποτελούσε στοιχείο κρίσης και να μην αντικαθίστατο από άλλη.

Το ζήτημα αυτό της σύστασης, ένα από τα όσα τίθενται προς εξέταση και ορθολογικά το πρώτο στη σειρά, αποβαίνει καθοριστικό στην έκβαση της υπόθεσης. Θεωρώ επί του προκείμενου ορθή την άποψη της αιτήτριας. Ο λόγος για τον οποίο η Ε.Δ.Υ. με άλλη σύνθεση δεν μπορούσε να λάμβανε υπόψη την προηγουμένως διεξαχθείσα προφορική εξέταση δεν ίσχυε στην περίπτωση της σύστασης του Διευθυντή, η οποία είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί ως σταθερό στοιχείο κρίσης που δεν επηρεαζόταν από ο,τιδήποτε το μεταγενέστερο εφόσον δεν διεξήχθη νέα προφορική εξέταση. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από την πρωτόδικη Σκορδή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4(Β) Α.Α.Δ. 1390 (Πική, Δ., όπως ήταν τότε) η οποία εξηγήθηκε από την Ολομέλεια με απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στη Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 (στις σελ. 165-7).»

Τέθηκαν και ζητήματα τα οποία αφορούν στην τελική στάθμιση δεδομένων. Χωρίς όμως αποκρυσταλλωμένη εικόνα, απαλλαγμένη από πλημμέλειες, η εξέταση τους θα είχε μόνο θεωρητική αξία.

Για τους λόγους που ανέφερα η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο