Χριστοδούλου Χαρίκλεια ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 115

(2007) 4 ΑΑΔ 115

[*115]7 Μαρτίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Aιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1371/2005)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί δυνάμει του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν.6(Ι)/98) ― Όροι νομιμότητας της αιτιολογίας της τελικής απόφασης διορισμού ― Κατά πόσο απαιτείται αιτιολόγηση των εντυπώσεων από την προφορική εξέταση πέραν της αριθμοποίησής τους ― Απόκλιση από άλλη πρωτόδικη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Η απόδοση μονάδων για την προφορική εξέταση, καθώς και η αριθμητική αποτίμηση της πείρας των υποψηφίων κρίθηκαν νομότυπες στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της απόφασης διορισμού του ενδιαφερόμενου προσώπου, στη θέση Τεχνικού Εργαστηρίου Ισοτόπων, αντί της ιδίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η επίδικη περίπτωση καλυπτόταν από τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1998 (Ν. 6(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε). Ο καταληκτικός ισχυρισμός της αιτήτριας πως η απόφαση της ΕΔΥ δεν ήταν αιτιολογημένη, δεν ευσταθεί. Κατά το μηχανισμό του Νόμου, οι υποψήφιοι κατατάσσονται σε Πίνακα, με τη σειρά που καθορίζουν οι συνολικές μονάδες που εξασφάλισαν και, εν τέλει, πληρούται η θέση «με βάση τη σει[*116]ρά κατάταξης στον πίνακα…» - (βλ. άρθρο 6(7)(α) του Νόμου).  Όπως δεν ευσταθεί και η περαιτέρω εισήγηση πως προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση που διεξάχθηκε από την ΕΔΥ, ιδίως έναντι του γραπτού διαγωνισμού.

2.  Ως προς την προφορική εξέταση, άλλη εισήγηση είναι πως πάσχει ο χειρισμός αφού δεν αιτιολογήθηκαν οι μονάδες που δόθηκαν.  Αυτό, χωρίς αναφορά στο άρθρο 6(4) και (5) του Νόμου, το οποίο αναφέρεται σε βαθμολογία και καταγραφή της στα πρακτικά, όχι όμως και σε αιτιολογία που πρέπει να παρέχεται. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί, ως θέμα γενικής αρχής, ότι η υποκειμενική κρίση για την απόδοση σε συνεντεύξεις ή και σε προφορική εξέταση, απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Η ανάγκη για αιτιολόγηση και η νομολογία ως προς αυτή προέκυψε εξ αιτίας της ρητής απαίτησης νομοθετικών διατάξεων για αιτιολογία. Όπως, και στην περίπτωση των συστάσεων των προϊσταμένων που επίσης αποτελούν στοιχείο κρίσης. Ήταν και εκεί η απαίτηση του Νόμου για αιτιολογία που την κατέστησε απαραίτητη.

     Ο νομοθέτης μπορούσε, βέβαια και εδώ, να απαιτήσει ρητά αιτιολογία, όπως στις άλλες περιπτώσεις. Δεν το έχει κάμει και αυτή η επιλογή του δεν αποβαίνει χωρίς σημασία. Ο νόμος ορίζει ρητά, πως στις μονάδες που εξασφαλίστηκαν στη γραπτή εξέταση, προστίθεται «ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (β),(γ),(δ) και (ε) του εδαφίου 1 του άρθρου 3». Τηρήθηκε ο νόμος, κατατέθηκαν οι χωριστές βαθμολογίες των μελών, αποδόθηκαν ως τελικές μονάδες ο μέσος όρος τους και δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

3.  Σε σχέση με τις μονάδες για την πείρα, πράγματι δεν αρκεί η απλή απόδοση μονάδων. Θα πρέπει η απόδοση να συναρτάται προς παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο αλλά, βεβαίως, και να είναι, στο πλαίσιο των ορίων του Νόμου, εύλογα επιτρεπτή.

     Είχαν και οι δύο υποψήφιοι εν προκειμένω πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αυτή βεβαιωνόταν από σχετικά πιστοποιητικά που επισυνάφθηκαν στις αιτήσεις τους, αλλά η πείρα της ενδιαφερομένης ήταν ουσιωδώς μεγαλύτερης διάρκειας. Ήταν, υπερδιπλάσια η πείρα της ενδιαφερομένης και δεν μπορεί να λεχθεί ότι η ΕΔΥ, προφανώς στη βάση της αριθμητικής αναλογίας που προκύπτει, κινήθηκε εκτός ορίων ώστε να υπάρχει χώρος για παρέμβαση.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κεντρ. Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Κεφάλα (2003) 3 Α.Α.Δ. 349,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Αναστασιάδου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,

Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Γιαννάκη ν. Κ.Ο.Τ., Υπόθ. Αρ. 910/1998, ημερ. 7.6.2000,

Χαραλάμπους Βαλιαντή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1116/2002, ημερ. 14.7.2005,

Χατζηνεοκλέους ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου (2002) 4 Α.Α.Δ. 596,

Παπαστυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 136/1998 κ.ά., ημερ. 6.10.2000,

Γεωργιάδης ν. Ρ.Ι.Κ., Υπόθ. Αρ. 942/2003, ημερ. 15.9.2005,

Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Aιτήτρια.

Ρ. Βραχίμη-Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Χ. Τιμοθέου για Χ. Πουργουρίδη, για το Eνδιαφερόμενο Mέρος.

Cur. adv. vult.

KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Η περίπτωση καλυπτόταν από τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1998 (Ν. 6(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε)*. Επομένως, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) διόρισε την Ειρήνη Χαραλάμπους (η ενδιαφερόμενη) στη θέση Τεχνικού Εργαστηρίου [*118]Ισοτόπων επειδή εκείνη συγκέντρωσε τις περισσότερες μονάδες, στο πλαίσιο της αριθμητικής αποτίμησης που προβλέπει ο Νόμος, όπως τον εφάρμοσε. Έπεται πως ο καταληκτικός ισχυρισμός της αιτήτριας πως η απόφαση της ΕΔΥ δεν ήταν αιτιολογημένη, δεν ευσταθεί. Κατά το μηχανισμό του Νόμου, οι υποψήφιοι κατατάσσονται σε Πίνακα, με τη σειρά που καθορίζουν οι συνολικές μονάδες που εξασφάλισαν και, εν τέλει, πληρούται η θέση «με βάση τη σειρά κατάταξης στον πίνακα…» - (βλ. Άρθρο 6(7)(α) του Νόμου). Όπως δεν ευσταθεί και η περαιτέρω εισήγηση πως προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση που διεξάχθηκε από την ΕΔΥ, ιδίως έναντι του γραπτού διαγωνισμού. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ο Νόμος παρέχει εξουσία για απόδοση μονάδων για τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης (0-10 όπως ήταν τότε), δεν δόθηκαν περισσότερες μονάδες από το προβλεπόμενο ανώτατο όριο και, πλέον, η βαρύτητα των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης ήταν, ως μέρος των μονάδων για το σύνολο των στοιχείων κρίσης, προσδιορισμένο από τον ίδιο το Νόμο. Δεν νοείται, λοιπόν, θέμα βαρύτητας κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας ώστε να ήταν δικαιολογημένη η αναφορά στη νομολογία μας αναφορικά με την, κάτω από άλλο νομοθετικό καθεστώς, βαρύτητα της προφορικής εξέτασης. Παραθέτω πρώτα το σχετικό μέρος του Άρθρου 3(1):

«….

Η βαρύτητα που δίδεται στο καθένα από τα εν λόγω πέντε κριτήρια  αποτιμάται σε μονάδες ως εξής:

(α) Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης: σύνολο μονάδων, με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες·

(β) Αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί: 0 έως 10 μονάδες.

(γ) Προσόντα που, με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται ως πλεονέκτημα: 0 έως 7 μονάδες.

(δ) Άλλα ακαδημαϊκά προσόντα: 0 έως 3 μονάδες.

(ε)  πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες:

Νοείται ότι οι μονάδες της παραγράφου αυτής απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και  την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού υπηρεσίας που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 6 του παρόντος Νόμου αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό».

Η αιτήτρια, με 36 μονάδες, (90 κατά αναγωγή στην κλίμακα [*119]100), κατετάγη πρώτη στο γραπτό διαγωνισμό. Η ενδιαφερόμενη κατετάγη δεύτερη με 35 μονάδες (87.50 κατά αναγωγή στην κλίμακα 100). Στην προφορική εξέταση υπερτέρησε η ενδιαφερόμενη με 9 μονάδες έναντι των 7 της αιτήτριας. Ενώ το σχέδιο υπηρεσίας πρόβλεπε ως πλεονέκτημα τη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα, η ΕΔΥ αποφάσισε να μη δώσει μονάδες γι’ αυτό το κριτήριο, αφού, κατά το νόμο μονάδες για πλεονέκτημα αποδίδονται μόνο όταν αυτό συνίσταται σε προσόντα. (βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κεντρ. Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Κεφάλα (2003) 3 Α.Α.Δ. 349). Επίσης δεν έδωσε μονάδες στην αιτήτρια ή στην ενδιαφερόμενη για το κριτήριο «άλλα ακαδημαϊκά προσόντα» και η εικόνα τους συμπληρώθηκε με τις μονάδες για την πείρα. Δόθηκε 1.40 στην ενδιαφερόμενη και 0.63 στην αιτήτρια. Το σύνολο των μονάδων τους ήταν 97.90 για την ενδιαφερόμενη και 97.63 για την αιτήτρια.

Οι λόγοι ακυρότητας που προωθήθηκαν αφορούν στις μονάδες για την προφορική εξέταση και για την πείρα.

Ως προς την προφορική εξέταση, η εισήγηση είναι πως πάσχει ο χειρισμός αφού δεν αιτιολογήθηκαν οι μονάδες που δόθηκαν.  Αυτό, χωρίς αναφορά στο Άρθρο 6(4) και (5) του Νόμου το οποίο αναφέρεται σε βαθμολογία και καταγραφή της στα πρακτικά, όχι όμως και σε αιτιολογία που πρέπει να παρέχεται. Επειδή δε, μαζί με τα άλλα, αυτές οι πρόνοιες επιβάλλουν βαθμολόγηση από το κάθε μέλος ξεχωριστά, την οποία το μέλος οφείλει να παραδώσει και, περαιτέρω, αναφέρονται στο μέσο όρο αυτής της βαθμολογίας, θα πρέπει να συμπεράνουμε, ως προέκταση της εισήγησης της αιτήτριας, πως θα έπρεπε να δώσει τη δική του αιτιολογία το κάθε μέλος ξεχωριστά και, ενδεχομένως, υπό αυτή την αντίκρυση, πως θα ήταν νοητό μια αιτιολογία να προσβάλλεται ως ανεπαρκής και άλλη όχι, με την ανάλογη επίπτωση στο μέσο όρο. Επικαλέστηκαν ως σχετικές τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Δημοκρατία κ.ά. ν. Αναστασιάδου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 119 και Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 παραγνωρίζοντας πως και οι δυο αφορούσαν σε νομοθετική διάταξη που ρητά απαιτούσε αιτιολογία.

Παραθέτω κατ’ αρχάς το Άρθρο 6(4) και (5):

«(4) Μετά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης ή όπου δε θα διεξαχθεί τέτοια εξέταση, η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, βαθμολογεί τους υποψηφίους που έχουν παρουσιαστεί και που [*120]έχουν κριθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του Άρθρου 3:

Νοείται ότι η απόφαση της διορίζουσας αρχής ή του αρμόδιου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, αναφορικά με τις μονάδες που δίνει σε κάθε περίπτωση για την απόδοση ενός υποψηφίου στην προφορική εξέταση, αν έγινε, τα προσόντα και την πείρα του, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά. Κάθε μέλος της διορίζουσας αρχής ή του αρμόδιου οργάνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, σχετικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αν έγινε, παραδίδει αμέσως μετά το πέρας της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων τη βαθμολογία που έδωσε, η οποία θα αποτελεί μέρος του οικείου φακέλου.

(5)(α) Μετά τη συμπλήρωση της απονομής των μονάδων και αφού ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του Άρθρου 3, προστεθεί στις μονάδες που οι υποψήφιοι έλαβαν στη γραπτή εξέταση, η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2), όπου αυτό εφαρμόζεται, καταρτίζει Πίνακα (ο οποίος στη συvέχεια θα αναφέρεται ως “ο Πίνακας”), όπου αναγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά συνολικών μονάδων που ο καθένας από αυτούς συγκέντρωσε, έτσι που, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράψου (β) του παρόντος εδαφίου, πρώτος στη σειρά να είναι ο υποψήφιος με το μεγαλύτερο αριθμό συνολικών μονάδων».

Έχω υπόψη μου τρεις πρωτόδικες αποφάσεις επί του θέματος. Η πρώτη εκδόθηκε από τον Χατζηχαμπή, Δ., στη Γιαννάκη ν. Κ.Ο.Τ., Υπόθεση 910/1998 ημερομηνίας 7.6.2000. Κρίθηκε πως η μη αναφορά στο Νόμο στην αιτιολόγηση των μονάδων δεν απαλλάσσει την ΕΔΥ, ως θέμα γενικής αρχής, να δώσει αιτιολογία για τις μονάδες της προφορικής εξέτασης «κατά το μέτρο που η φύση των πραγμάτων επιτρέπει αλλά και υπαγορεύει». Με την περαιτέρω επεξήγηση πως δεν πρέπει οι μονάδες που τελικά δίδονται να είναι απλώς ο μέσος όρος των μονάδων που δίδει το κάθε μέλος.  Κατά το νόμο, όπως κρίθηκε, η βαρύτητα της προφορικής εξέτασης, αποτιμούμενη σε μονάδες, «απονέμονται από τη διορίζουσα αρχή, προφανώς ως σύνολο και όχι ως μέσος όρος αθροίσματος επιμέρους και αναιτιολόγητων βαθμολογιών από κάθε μέλος».  Οπότε, «η απονομή των μονάδων με βάση τη βαρύτητα που αποδίδεται στα καθοριζόμενα κριτήρια από τη διορίζουσα αρχή πρέ[*121]πει συνεπώς και να αιτιολογείται από αυτή». Όλα, όμως, τα πιο πάνω, ουσιαστικά με τη μορφή παρατηρήσεων, αφού είχε κριθεί πως έπασχε η σύνθεση του αρμόδιου διοικητικού συμβουλίου.

Η δεύτερη απόφαση εκδόθηκε από την Παπαδοπούλου, Δ., στην Πόλυ Χαραλάμπους Βαλιαντή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση 1116/2002 ημερομηνίας 14.7.2005 και είχε την ίδια κατάληξη. Αναφέρεται η υπόθεση Γιαννάκη (ανωτέρω), επίσης η απόφασή μου στη Σάββας Χατζηνεοκλέους ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου (2002) 4 Α.Α.Δ. 596 στην οποία, όμως, ενώ δεν χρειάστηκε να επεκταθώ στο θέμα αφού είχε δοθεί αιτιολογία, σημείωσα πως «δεν θα έλεγα πως προκύπτει εκ του νόμου τέτοια υποχρέωση». Κρίθηκε πως η μη αναφορά του Νόμου σε αιτιολογία «δεν επιδρά στην ανάγκη ύπαρξης στοιχείων για άσκηση δικαστικού ελέγχου». Με περαιτέρω παραπομπή στην απόφαση του Νικολαΐδη, Δ., στη Χριστάκη Παπαστυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις 136/1998 κ.ά., ημερομηνίας 6.10.2000, η οποία όμως δεν αφορούσε σε προφορική εξέταση αλλά στο αναιτιολόγητο της απόδοσης μονάδων σε μέλη της αστυνομικής δύναμης «για τα στοιχεία των προσωπικών τους φακέλων και των ατομικών τους δελτίων».

Η τρίτη απόφαση εκδόθηκε από το Νικολάτο, Δ., στη Σάββας Γεωργιάδης ν. Ρ.Ι.Κ., Υπόθεση 942/2003 ημερομηνίας 15.9.2005. Εξετάστηκε εκεί το θέμα, όπως και άλλα σε σχέση με τον τρόπο της εφαρμογής του Ν. 6(Ι)/98, παρά το γεγονός ότι, και σε αυτή την περίπτωση, όπως κρίθηκε, έπασχε η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης ενώ, όπως διαπιστώθηκε, δεν τηρήθηκε ο Νόμος αφού «δεν έχει γίνει καταγραφή, σε χωριστό έντυπο, από τον Πρόεδρο και κάθε μέλος του Συμβουλίου χωριστά σχετικά με την αριθμητική αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων». Κρίθηκε επί του σημείου πως «η έλλειψη εξηγήσεων που θα δικαιολογούσαν τη βαθμολογία, αφήνει χωρίς έρεισμα τον πίνακα που καταρτίστηκε» αφού θεωρήθηκε ότι «η μη ρητή αναφορά στο Άρθρο 3(1) του Νόμου σε αιτιολόγηση των μονάδων που δίδονται σε κάθε υποψήφιο όσον αφορά την προφορική εξέταση ….. δεν επηρεάζει ….. την ανάγκη ύπαρξης στοιχείων, για σκοπούς άσκησης του απαραίτητου δικαστικού ελέγχου».

Αναφέρεται σειρά υποθέσεων οι οποίες αφορούν σε διάφορα ζητήματα σε σχέση με την αξιολόγηση μελών της αστυνομικής δύναμης ενώ, ως προς το θέμα των συνεντεύξεων,  υπό τη γενική επίδραση της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, δεν διαπιστώθηκε πλημμέλεια παρά το ότι και εκεί προβλέφθηκε και [*122]εφαρμόστηκε βαθμολόγηση αντί όποιας άλλης καταγραφής.

Έκρινα απαραίτητη την αναφορά στη λεπτομέρεια του σκεπτικού των πιο πάνω υποθέσεων γιατί, με όλο το σεβασμό, άγομαι σε διαφορετική κατάληξη. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί, ως θέμα γενικής αρχής, ότι η υποκειμενική κρίση για την απόδοση σε συνεντεύξεις ή και σε προφορική εξέταση πλέον, απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Η ανάγκη για αιτιολόγηση και η νομολογία μας ως προς αυτή προέκυψε εξ αιτίας της ρητής απαίτησης νομοθετικών διατάξεων για αιτιολογία. Στην Πούρος (ανωτέρω) η Ολομέλεια, στην απόφαση που εξέδωσε ο Νικολάου, Δ., αναφέρθηκε στα προϊσχύσαντα σε σχέση με την πρακτική της προσωπικής συνέντευξης με τη σημαντική εξήγηση ότι «σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της όποιας καταγραφής, εκείνο που συνάγεται από τις εν λόγω αποφάσεις είναι μάλλον η μη απαίτηση για αιτιολογία, αφού δεν απασχόλησε παρά μόνο η καταγραφή της γενικής εντύπωσης». Όπως, θα έλεγα, και στην περίπτωση των συστάσεων των προϊσταμένων που επίσης αποτελούν στοιχείο κρίσης. Ήταν και εκεί η απαίτηση του Νόμου για αιτιολογία που την κατέστησε απαραίτητη και σημειώνω πως ο ίδιος ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτεί και σε άλλες δεν απαιτεί αιτιολογία. Είναι δε η νομολογία μας πως μόνο εκεί που απαιτείται ρητά τίθεται θέμα αναζήτησής της και κρίσης ότι πάσχει η σύσταση εφόσον δεν είναι αιτιολογημένη. Στις άλλες περιπτώσεις κρίθηκε ως νόμιμο στοιχείο κρίσης, παρά την έλλειψη αιτιολογίας, η δε συζήτηση πλέον αφορούσε στη βαρύτητά της.

Ο νομοθέτης μπορούσε, βέβαια, να απαιτήσει ρητά αιτιολογία όπως στις άλλες περιπτώσεις. Δεν το έχει κάμει και δεν νομίζω πως αυτή η επιλογή του αποβαίνει χωρίς σημασία. Σε αυτή την περίπτωση πρόβλεψε άλλες δικλείδες και αφού αρκείται στην απόδοση μονάδων και στο μηχανισμό γι’ αυτές. Δεν νομίζω ότι εξάγεται από τις πρόνοιες του νόμου πως οι τελικές μονάδες για την προφορική εξέταση προκύπτουν με τρόπο άλλο από εκείνο που διαγράφεται και ότι, κατά το νόμο, αφήνεται διακριτική εξουσία στη διορίζουσα αρχή ως σύνολο, να καθορίζει μονάδες άλλες από εκείνες που προκύπτουν, ως ο μέσος όρος των ξεχωριστών βαθμολογιών των μελών που τη συγκροτούν. Ο νόμος όπως τον έχω παραθέσει, ορίζει ρητά πως στις μονάδες που εξασφαλίστηκαν στη γραπτή εξέταση προστίθεται «ο μέσος όρος της βαθμολογίας που δόθηκε για κάθε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (β),(γ),(δ) και (ε) του εδαφίου 1 του Άρθρου 3». Τηρήθηκε ο νόμος, κατατέθηκαν οι χωριστές βαθμολογίες των μελών, [*123]αποδόθηκαν ως τελικές μονάδες ο μέσος όρος τους και δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

Σε σχέση με τις μονάδες για την πείρα, η θέση της αιτήτριας διατυπώθηκε με την υποβολή του ερωτήματος «από πού προέκυψε» η σχετική βαθμολογία. Υπέδειξαν οι καθ’ ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι τα στοιχεία που υπήρχαν στο φάκελο αλλά συνέχισε η αιτήτρια να θεωρεί πως «θα πρέπει να καταγραφόταν ποια ήταν η πείρα της κάθε μιας και για ποιο λόγο δόθηκαν αυτές οι μονάδες». Υπενθυμίζω κατ’ αρχάς την επιφύλαξη στην παράγραφο (ε) του Άρθρου 3(1) του Νόμου. Οι μονάδες για την πείρα (0-5) απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα που αποδίδεται στο σχετικό πιστοποιητικό υπηρεσίας. Πράγματι, λοιπόν, δεν αρκεί η απλή απόδοση μονάδων. Θα πρέπει η απόδοση να συναρτάται προς παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο αλλά, βεβαίως, και να είναι, στο πλαίσιο των ορίων του Νόμου, εύλογα επιτρεπτή. Σημείωσε επί του θέματος η ΕΔΥ:

«Ο Προεδρεύων και τα Μέλη της Επιτροπής ….. αφού μελέτησαν το περιεχόμενο της αίτησης της κάθε υποψήφιας αναφορικά με τα προσόντα και την πείρα της και έλαβαν υπόψη όλα τα επισυνημμένα στην αίτηση πιστοποιητικά σπουδών και πείρας, αποτίμησαν σε μονάδες όλα τα άλλα κριτήρια που προνούνται στους περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμους».

Στη συνέχεια, το κάθε μέλος έδωσε ξεχωριστά μονάδες για την πείρα, όπως εξηγήθηκε, «ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και την εγκυρότητα του σχετικού πιστοποιητικού», για να υπολογιστεί, στο τέλος, ο μέσος όρος. Είχαν και οι δυο πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, αυτή βεβαιωνόταν από σχετικά πιστοποιητικά που επισυνάφθηκαν στις αιτήσεις τους, αλλά η πείρα της ενδιαφερομένης ήταν ουσιωδώς μεγαλύτερης διάρκειας.  Ως ακολούθως: Η ενδιαφερόμενη εργάστηκε ως Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων σε ιδιωτικό χημείο από 4.8.02 μέχρι 31.3.03 και στην κυβερνητική υπηρεσία, ως Τεχνικός Εργαστηρίου Ισοτόπων από 3.2.03 μέχρι 31.12.03. Σύνολο 17 περίπου μήνες. Η αιτήτρια εργάστηκε στην κυβερνητική υπηρεσία ως Τεχνικός Εργαστηρίου Ισοτόπων από 8.5.03 μέχρι 31.12.03. Σύνολο οκτώ περίπου μήνες. Ήταν, λοιπόν, υπερδιπλάσια η πείρα της ενδιαφερομένης και δεν μπορεί να λεχθεί ότι η ΕΔΥ, προφανώς στη βάση της αριθμητικής αναλογίας που προκύπτει, κινήθηκε εκτός ορίων ώστε να υπάρχει χώρος για παρέμβαση.

[*124]Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται αλλά, κάτω από τις περιστάσεις, χωρίς διαταγή για έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο