Σχίζας Κυριάκος ν. Επιτροπής του Αρδευτικού Τμήματος Αγίου Θεόδωρου Σολέας (2007) 4 ΑΑΔ 415

(2007) 4 ΑΑΔ 415

[*415]28 Ιουνίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΧΙΖΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΑΡΔΕΥΤΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΟΛΕΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΑΜΙΑ ΑΥΤΗΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 485/2004)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 23.4 του Συντάγματος ― Ποιες Αρχές δύνανται να προβούν σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας ― Δεν περιλαμβάνονται σε αυτές τα Αρδευτικά Τμήματα ― Ο περί του αντιθέτου πρόνοιες του περί Αρδευτικών Τμημάτων (Χωρία) Νόμου, Κεφ. 342 καθώς και του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (όπως τροποποιήθηκε), δεν μπορούν να κατισχύσουν του Συντάγματος.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Ποιες αρχές και όργανα δύνανται να εκδώσουν διάταγμα απαλλοτρίωσης ― Άρθρο 23.4 του Συντάγματος ― Δεν παρέχεται τέτοια εξουσία σε Αρδευτικό Τμήμα.

Αρδευτικά Τμήματα ― Ο περί Αρδευτικών Τμημάτων (Χωρία) Νόμος, Κεφ.342 ― Άρθρο 32 ― Η ρύθμισή του δεν μπορεί να επιζεί, μετά την εισαγωγή του Συντάγματος του 1960.

Ο αιτητής αξίωσε την ακύρωση του διατάγματος απαλλοτρίωσης μέρους ακινήτου του, μετά την απόρριψη της σχετικής ένστασής του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος προνοεί ότι οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία μπορεί να απαλλοτριωθεί αναγκαστικά, από τη Δημο[*416]κρατία ή από δημοτική αρχή ή από Κοινοτική Συνέλευση για συγκεκριμένους σκοπούς. Στην προκείμενη περίπτωση η απαλλοτρίωση, είναι προφανές, ότι δεν έγινε από οποιοδήποτε από τους προαναφερομένους, αλλά από Επιτροπή αρδευτικού τμήματος χωριού. Παρόλο που με τον περί Αρδευτικών Τμημάτων (Χωριά) Νόμο, Κεφ. 342 και συγκεκριμένα με το άρθρο 32, δίδεται εξουσία σε Επιτροπείες Αρδευτικών Τμημάτων χωριών να απαλλοτριώνουν ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε σε ισχύ Νόμου περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, οι εξουσίες που δίδονται, δυνάμει της προαναφερόμενης πρόνοιας, δεν μπορούν να ισχύουν και μετά τη θέσπιση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε και το γεγονός ότι ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962 με τις τροποποιήσεις του, που είναι ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος που ισχύει μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει στον όρο «απαλλοτριούσα αρχή», εκτός από τη Δημοκρατία, τις δημοτικές αρχές και τις Κοινοτικές Συνελεύσεις και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου στα οποία εκχωρείται διά νόμου δικαίωμα αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και οργανισμούς κοινής ωφελείας στους οποίους επίσης εκχωρείται παρόμοιο δικαίωμα, τροποποιεί την προαναφερόμενη ρητή πρόνοια του Συντάγματος ή διευρύνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος. Μόνο τα τρία σώματα που αναφέρονται ρητά στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις.

Υιοθετείται συναφώς η απόφαση του Δικαστή κ. Χατζηχαμπή στην υπόθεση Ηρόδοτου Χρίστου Φάττα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 4 Α.Α.Δ. 1170.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Φάττας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 4 Α.Α.Δ. 1170.

Προσφυγή.

Α. Βρυωνίδης, για τον Αιτητή.

Σ. Δρυμιώτης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ’ ων η [*417]αίτηση που περιέχεται σε επιστολή του Επάρχου Λευκωσίας ημερ. 5.3.2004 και με την οποία απορρίπτεται η ένσταση του αιτητή αναφορικά με απαλλοτρίωση μέρους του κτήματός του υπό στοιχεία 1753, Φύλλο/Σχέδιο 28/54, Τεμάχιο 66, καθώς επίσης και αναφορικά με το διάταγμα απαλλοτρίωσης που ακολούθησε, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.

Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η αίτηση είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, είναι προϊόν αλλοτρίου σκοπού και παραβιάζει τα δικαιώματα του αιτητή και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.

Είναι αδιαμφισβήτητο από τα ενώπιόν μου στοιχεία ότι η απαλλοτριούσα αρχή, στην προκείμενη περίπτωση, είναι οι καθ’ ων η αίτηση, δηλαδή η Επιτροπή του Αρδευτικού Τμήματος Αγίου Θεοδώρου Σολέας. Το καίριο ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο οι καθ’ ων η αίτηση είχαν την εξουσία και την αρμοδιότητα να προβούν στην απαλλοτρίωση μέρους του προαναφερόμενου κτήματος του αιτητή, όπως έπραξαν.

Το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος προνοεί ότι οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία μπορεί να απαλλοτριωθεί αναγκαστικά, από τη Δημοκρατία ή από δημοτική αρχή ή από Κοινοτική Συνέλευση για συγκεκριμένους σκοπούς. Στην προκείμενη περίπτωση η απαλλοτρίωση, είναι προφανές, ότι δεν έγινε από οποιοδήποτε από τους προαναφερομένους, αλλά από Επιτροπή αρδευτικού τμήματος χωριού. Παρόλο που με τον περί Αρδευτικών Τμημάτων (Χωριά) Νόμο, Κεφ. 342 και συγκεκριμένα με το Άρθρο 32, δίδεται εξουσία σε Επιτροπείες Αρδευτικών Τμημάτων χωριών να απαλλοτριώνουν ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε σε ισχύ Νόμου περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, θεωρώ ότι οι εξουσίες που δίδονται, δυνάμει της προαναφερόμενης πρόνοιας, δεν μπορούν να ισχύουν και μετά τη θέσπιση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε και το γεγονός ότι ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962 με τις τροποποιήσεις του, που είναι ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος που ισχύει μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει στον όρο «απαλλοτριούσα αρχή», εκτός από τη Δημοκρατία, τις δημοτικές αρχές και τις Κοινοτικές Συνελεύσεις και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου στα οποία εκχωρείται διά νόμου δικαίωμα αναγκαστικής απαλλοτριώσεως και οργανισμούς κοινής ωφελείας στους οποίους επίσης εκχωρείται παρόμοιο δικαίωμα, θεωρώ ότι τροποποιεί την προα[*418]ναφερόμενη ρητή πρόνοια του Συντάγματος ή ότι διευρύνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος. Κατά την κρίση μου μόνο τα τρία σώματα που αναφέρονται ρητά στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, υπό τις συνθήκες βέβαια που ορίζει το Σύνταγμα και ο σχετικός Νόμος.  Τα σώματα αυτά είναι η Δημοκρατία, οι Δημοτικές Αρχές και οι Κοινοτικές Συνελεύσεις και δεν περιλαμβάνουν Επιτροπείες Αρδευτικών Τμημάτων χωριών, όπως είναι οι καθ’ ων η αίτηση.

Οδηγήθηκα στο προαναφερόμενο συμπέρασμα αφού έλαβα υπόψη και την απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Χατζηχαμπή στην υπόθεση Ηρόδοτου Χρίστου Φάττα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 4 Α.Α.Δ. 1170. Στην υπόθεση εκείνη ο αδελφός Δικαστής εξέτασε παρόμοιο θέμα με αυτό που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, δηλαδή το κατά πόσο Επιτροπή Αρδευτικού Τμήματος χωριού είχε την εξουσία να πάρει απόφαση για απαλλοτρίωση και να εκδώσει διάταγμα απαλλοτρίωσης ακίνητης περιουσίας, με σκοπό τη συντήρηση και διαχείριση κάποιας διάτρησης. Αφού το Δικαστήριο έκαμε αναφορά στο Άρθρο 23.4 του Συντάγματος και στο Κεφάλαιο 342, παρατήρησε ότι το Κεφάλαιο 342 ίσχυε πριν από το Σύνταγμα και η εξουσία απαλλοτρίωσης που παρέχεται με το Άρθρο 32 του Κεφαλαίου 342 σε Επιτροπές Αρδευτικών Τμημάτων χωριών, δεν μπορεί να υφίσταται μετά από τον περιορισμό που έθεσε το Σύνταγμα στην εξουσία αυτή. Είπε συγκεκριμένα ο αδελφός Δικαστής:-

«Το Άρθρο 32(1) δεν μπορεί να επιζεί μετά από το Σύνταγμα ή βεβαίως να κατισχύει αυτού. Ούτε μπορεί να περισωθεί το Άρθρο 32(1) μέσω της αναφοράς του Άρθρου 2(1) των περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμων στον όρο «απαλλοτριούσα αρχή» ως περιλαμβάνουσα «οργανισμόν κοινής ωφελείας εις ον εκχωρείται διά νόμου δικαίωμα αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ιδιοκτησίας». Το συνταγματικό κώλυμα παραμένει παρά την ύπαρξη νομοθετικής πρόνοιας αφού η εμβέλεια του Συντάγματος δεν είναι δυνατό να διευρυνθεί με νόμο».

Συμφωνώ απόλυτα με τα όσα ανέφερε ο αδελφός Δικαστής Χατζηχαμπής στην προαναφερόμενη απόφαση και τα υιοθετώ. Κατά συνέπεια, κρίνω πως οι καθ’ ων η αίτηση ήταν αναρμόδιο όργανο να λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση για απαλλοτρίωση μέρους του προαναφερόμενου κτήματος του αιτητή και να εκδώσει και το σχετικό διάταγμα απαλλοτρίωσης. Κρίνω επίσης ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καθ’ υπέρβαση των εξουσιών τους και ότι, εφό[*419]σον ο αιτητής υπέβαλε ένσταση στην απαλλοτρίωση, θα έπρεπε η ένστασή του να είχε γίνει δεκτή.

Εν όψει της κατάληξής μου αυτής δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω τα άλλα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ ότι η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει και η προσβαλλόμενη πράξη των καθ’ ων η αίτηση θα πρέπει να ακυρωθεί. Ως εκ τούτου, εκδίδεται απόφαση ως η  παράγραφος 1 του αιτητικού της προσφυγής. Υπέρ του αιτητή επιδικάζονται έξοδα τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο