(2007) 4 ΑΑΔ 513
[*513]30 Ιουλίου, 2007
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AHMAD AHMAD,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 965/2006)
Αλλοδαποί ― Άδεια παραμονής ― Αίτηση για παραχώρηση σε αλλοδαπό του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία προσώπου ― Οδηγία 2003/107/ΕΚ ― Περιεχόμενο ρύθμισης και περιστάσεις παραβίασής της, σε συνδυασμό με παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.
Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης ― Περιεχόμενο και περιστάσεις παραβίασής τους στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέβαλε την απόρριψη αίτησής του για χορήγησης σε αυτόν άδειας παραμονής, λόγω της μακράς διαμονής του στη Δημοκρατία, η οποία συνεπαγόταν και την απέλασή του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η αίτηση του αιτητή για την παροχή του δικαιώματος του επί μακρόν διαμένοντος θα μπορούσε να εξεταστεί από τους καθ’ων η αίτηση, αφού το αίτημα υποβλήθηκε στις 13/12/2006, δηλαδή μετά την πάροδο των δύο χρόνων για την ενσωμάτωση της Οδηγίας από τη δημοσίευση της στις 23/1/2004.
2. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, στην παρούσα περίπτωση διαφαί[*514]νεται έκδηλα παραβίαση εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση των αρχών της χρηστής διοίκησης με τη συμπεριφορά της διοίκησης αφενός να επιδιώκει την κράτηση και απέλαση του αιτητή και από την άλλη να εισπράττει υπό τύπο κοινωνικών ασφαλίσεων τις σχετικές εισφορές από τον εργοδότη του, ως αποτέλεσμα των ανανεώσεων των αδειών παραμονής και εργασίας του στην Κύπρο.
3. Η αρχή της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης στοχεύει στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από την καθημερινή λειτουργία της διοίκησης, που δεν μπορεί με τη συμπεριφορά της να δημιουργεί καταστάσεις πλάνης ή απάτης. Η διοίκηση διατηρεί την ευχέρεια να επιδιώκει την επίτευξη των σκοπών της μέσα στα πλαίσια του δημόσιου συμφέροντος, χωρίς όμως η συμπεριφορά της να αγγίζει τα όρια της ασυνέπειας και αυθαιρεσίας.
Η αρχή της καλής πίστης έχει ιδιάζουσα σημασία στο διοικητικό δίκαιο γιατί καθιερώνει τον ορθό τρόπο άσκησης των εξουσιών που παρέχονται στη Διοίκηση.
Στην παρούσα περίπτωση μια προσεκτική εξέταση των διαφόρων γεγονότων που έχουν παρουσιαστεί, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διοίκηση έχει καταστρατηγήσει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αφού με την αποδοχή της καταβολής των κοινωνικών ασφαλίσεων από τον εργοδότη του αιτητή μέχρι και τον Ιούνιο του 2007, κωλύεται να εγείρει θέμα παράνομης παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Vera Joudine v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500,
Case 148/98 Pubblico Ministero v. Tullio Ratti [1979] E.C.R. 1629,
C-129/96 Intern-Environment Wallone ASBL v. Region Wallone [1997] E.C.R. I-7411.
Fathila ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1263/2006, ημερ. 6.6.2007,
Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,
Μακρίδης ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 502.
[*515]Προσφυγή.
Λ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Β. Χριστοφόρου, Νομική Λειτουργός, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Ex tempore
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος είναι ηλικίας 32 χρόνων και κατάγεται από τη Συρία, ήλθε στην Κύπρο στις 13/4/1994 για να εργαστεί στην εταιρεία Νίκος Οικονομίδης και Σία Λτδ ως επιδιορθωτής οχημάτων. Αρχικά του δόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι τις 12/4/1995 και ακολούθως άλλες συνεχόμενες ανανεώσεις της πιο πάνω άδειας μέχρι τις 31/1/2004. Στις 2/3/2004 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για την απόκτηση ιθαγένειας, η οποία απορρίφθηκε στις 28/7/2005 γιατί δεν πληρούσε τα απαιτούμενα νομικά κριτήρια. Στις 13/1/2005 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση μέσω του δικηγόρου του με την οποία ζητούσε να του παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Η αίτηση απορρίφθηκε στις 16/3/2006.
Η σχετική απόφαση η οποία αποτελεί και το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας αναφέρει τα ακόλουθα:
“Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου 2005 σχετικά με το αίτημα σας για παραμονή στη Δημοκρατία του πιο πάνω αλλοδαπού υπό το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντα δυνάμει της Οδηγίας 2003/107/ΕΚ και σας πληροφορώ ότι δεν μπορεί να ικανοποιηθεί τούτο γιατί η περίπτωση του αλλοδαπού δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής καθότι η άδεια προσωρινής παραμονής του έληξε πριν την 23/01/2006, ημερομηνία κατά την οποία έληξε η προθεσμία ενσωμάτωσης της οδηγίας.
Ως εκ τούτου, παρακαλείσθε όπως συμβουλεύσετε τον αλλοδαπό να διευθετήσει την άμεση αναχώρηση του από τη Δημοκρατία καθότι η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας έληξε στις 31/01/2004 διαφορετικά θα ληφθούν μέτρα για την απομάκρυνση του.”
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί αντίκειται προς τις [*516]διατάξεις της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού ο αιτητής έχει ήδη συμπληρώσει 11 χρόνια παραμονής στην Κύπρο. Είναι η θέση του αιτητή ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ευθύνεται για τη μη ενσωμάτωση της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ και ότι η Κυπριακή Δημοκρατία εφόσον εισέπραξε εισφορές από τον εργοδότη του αιτητή ως κοινωνικές ασφαλίσεις μέχρι και τον Ιούνιο του 2007, δεσμεύεται ότι η παραμονή του αιτητή στην Κύπρο δεν ήταν παράνομη.
Είναι η θέση των καθ’ων η αίτηση ότι η άδεια παραμονής του αιτητή είχε λήξει στις 30/6/2005 και η αίτηση που υπέβαλε για πολιτογράφηση απορρίφθηκε στις 28/7/2005. Ο αιτητής, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί να εγκαταλείψει την Κύπρο από τις 30/6/2005 διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις 23/12/2005, όταν ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για εξασφάλιση του καθεστώτος του μακρόν διαμένοντος, η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν είχε ακόμα ενσωματωθεί νομοθετικά στο εθνικό δίκαιο. Η πιο πάνω Ευρωπαϊκή Οδηγία εκδόθηκε στις 25/11/2003, δημοσιεύθηκε στις 23/1/2004 και για την ενσωμάτωση της στις εθνικές νομοθεσίες δόθηκε προθεσμία δύο χρόνων. Στην Κύπρο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το Νόμο 8(Ι)/2007 που δημοσιεύθηκε στις 14/2/2007.
Η εφαρμογή των προνοιών της πιο πάνω Οδηγίας εξετάστηκε στην υπόθεση Vera Joudine v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500 στην οποία τονίστηκαν τα ακόλουθα:
“Επιπρόσθετα πρέπει να τονιστεί ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα στην Κύπρο το δικαίωμα παραμονής στη χώρα. (Βλ. Graig and de Búrca “EU Law, Text, Cases and Materials”, 2nd Edition, 190). Η παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο τοπικό νομικό πλαίσιο και την καταχώριση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό (Άρθρο 7(1) της Οδηγίας), νοουμένου ότι ικανοποιεί προς τούτο τις σχετικές προϋποθέσεις (Άρθρο 3 της Οδηγίας).”
Το χρονικό διάστημα το οποίο θέτει η Οδηγία έχει ως απώτερο σκοπό την παροχή ευχέρειας στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν τις κατάλληλες υποδομές για την ενσωμάτωση των προνοιών της Οδηγίας στο τοπικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη έχουν μέχρι τη συμπλήρωση της προθεσμίας που παρέχεται την ελευθερία να εξετάζουν τον τρόπο ενσωμάτωσης (βλ. Pubblico Minis[*517]tero v. Tullio Ratti [1979] E.C.R. 1629) και δεν είναι υπόχρεα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας να μεταφέρουν τις πρόνοιες της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. (Βλ. Intern-Environment Wallone ASBL v. Region Wallone [1997] E.C.R. I-7411).
Επιπρόσθετα πρέπει να τονιστεί ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα στην Κύπρο το δικαίωμα παραμονής στη χώρα. (Βλ. Graig and de Búrca “EU Law, Text, Cases and Materials”, 2nd Edition, 190). Η παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο τοπικό νομικό πλαίσιο και την καταχώριση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό (Άρθρο 7(1) της Οδηγίας), νοουμένου ότι ικανοποιεί προς τούτο τις σχετικές προϋποθέσεις (Άρθρο 3 της Οδηγίας).
Η αίτηση του αιτητή για την παροχή του δικαιώματος του επί μακρόν διαμένοντος θα μπορούσε να εξεταστεί από τους καθ’ων η αίτηση, αφού το αίτημα υποβλήθηκε στις 13/12/2006, δηλαδή μετά την πάροδο των δύο χρόνων για την ενσωμάτωση της Οδηγίας από τη δημοσίευση της στις 23/1/2004 (βλ. Fathila ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1263/2006 της 6/6/2007).
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω στην παρούσα περίπτωση διαφαίνεται έκδηλα παραβίαση εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση των αρχών της χρηστής διοίκησης με τη συμπεριφορά της διοίκησης αφενός να επιδιώκει την κράτηση και απέλαση του αιτητή και από την άλλη να εισπράττει υπό τύπο κοινωνικών ασφαλίσεων τις σχετικές εισφορές από τον εργοδότη του, ως αποτέλεσμα των ανανεώσεων των αδειών παραμονής και εργασίας του στην Κύπρο.
Η αρχή της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης στοχεύει στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από την καθημερινή λειτουργία της διοίκησης (βλ. Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60) που δεν μπορεί με τη συμπεριφορά της να δημιουργεί καταστάσεις πλάνης ή απάτης. Η διοίκηση διατηρεί την ευχέρεια να επιδιώκει την επίτευξη των σκοπών της μέσα στα πλαίσια του δημόσιου συμφέροντος, χωρίς όμως η συμπεριφορά της να αγγίζει τα όρια της ασυνέπειας και αυθαιρεσίας (βλ. Δαγτόγλου “Γενικό Διοικητικό Δίκαιο”, 1977, Α΄ Τόμος, σελ. 107).
Η αρχή της καλής πίστης έχει ιδιάζουσα σημασία στο διοικητικό δίκαιο γιατί καθιερώνει τον ορθό τρόπο άσκησης των εξουσιών που παρέχονται στη Διοίκηση. Όπως σημειώνεται από το [*518]Δικαστή Πική στην υπόθεση Μακρίδης ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 502,
“Η αρχή αυτή ομοιάζει αλλά δεν είναι ταυτόσημη στην έκταση και εφαρμογή της με τις αρχές της επιείκειας που διέπουν στο αγγλικό δίκαιο την περιστολή επονείδιστης συμπεριφοράς γνωστής ως το δόγμα Equitable Estoppel. Στο διοικητικό δίκαιο η αρχή της καλής πίστης μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
Η διοίκηση δεσμεύεται να εφαρμόζει κατά τρόπο ομοιόμορφο και ισομερή την πρακτική την οποία έχει υιοθετήσει για την άσκηση διοικητικών λειτουργιών υπό τον όρο ότι η υιοθέτηση της πρακτικής αυτής είναι επιτρεπτή από το νομικό καθεστώς που διέπει την άσκηση των εξουσιών της.”
Στην παρούσα περίπτωση μια προσεκτική εξέταση των διαφόρων γεγονότων που έχουν παρουσιαστεί, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διοίκηση έχει καταστρατηγήσει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αφού με την αποδοχή της καταβολής των κοινωνικών ασφαλίσεων από τον εργοδότη του αιτητή μέχρι και τον Ιούνιο του 2007, κωλύεται να εγείρει θέμα παράνομης παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με £500 έξοδα προς όφελος του αιτητή. Σημειώνεται ότι με τα στοιχεία που έχουν προβληθεί στην παρούσα διαδικασία ο αιτητής μπορεί να ζητήσει όπως του χορηγηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σύμφωνα με τις πρόνοιες του “Νόμου που Τροποποιεί τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο” (αρ. 8(Ι)/2007).
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο