Golden Telemedia Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 592

(2007) 4 ΑΑΔ 592

[*592]3 Σεπτεμβρίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

GOLDEN TELEMEDIA LTD,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 519/2006)

 

Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ― Αρμοδιότητες ― Η δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων ― Ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Διαπιστώθηκε παράβαση του δικαιώματος ακρόασης της εταιρείας, που κρίθηκε από την Επίτροπο ένοχη παράβασης ― Περιστάσεις.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά επιστολής της καθ’ ης η αίτηση Επιτρόπου, που την καλούσε σε ακρόαση ενόψει επιβολής διοικητικής ποινής για παράβαση του Ν.138(Ι)/2001, την οποία παράβαση η Επίτροπος εμφανιζόταν να την είχε ήδη διαπιστώσει.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Διαδικασία για παράβαση νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων δεν χρειάζεται να διασπάται σε διακριτά στάδια, ώστε να εξετάζεται σε πρώτο στάδιο το κατά πόσο όντως υπήρξε παράβαση και σε δεύτερο στάδιο να εξετάζεται τι κύρωση να επιβληθεί, αν χρειάζεται να επιβληθεί. Εκείνο που χρειάζεται είναι να δίνεται το δικαίωμα ακρόασης και για τη μια πτυχή και για την άλλη.  Είτε από την αρχή και για τα δύο είτε για το καθένα σε διαφορετικό στάδιο, αναλόγως.

[*593]2.      Στην προκείμενη περίπτωση, είναι προφανές, ότι η Επίτροπος αποφάσισε οριστικά ότι οι αιτητές πράγματι παρέβησαν τις σχετικές διατάξεις. Η Επίτροπος επέλεξε να διασπάσει τη διαδικασία σε δύο στάδια. Της παρεχόταν η δυνατότητα. Αλλά της επιβάλλετο συνάμα η υποχρέωση, προτού αποφασίσει ότι υπήρξε παράβαση, να ακούσει τους αιτητές. Η πρώτη επί του θέματος απόφασή της, παρήγαγε εν προκειμένω έννομα αποτελέσματα. Η απόδοση ευθύνης στους αιτητές, δεν μπορεί να μη σήμαινε τίποτε. Τους επηρέαζε τουλάχιστον ηθικά και, ενδεχομένως, με άλλους τρόπους απέναντι στη διοίκηση γενικότερα. Αν η εν λόγω απόφαση δεν ήταν προσβλητέα αυτοτελώς, ο διοικούμενος θα παρέμενε με το στίγμα της παράβασης, χωρίς δυνατότητα εξάλειψης όπου η Επίτροπος επέλεγε να μην προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο. Αν προχωρήσει, η απόφαση περί παράβασης ενσωματώνεται βέβαια στην απόφαση σε σχέση με την κύρωση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Εξέλιξη Επενδυτική Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 310,

Suphire (Stockbrokers) Ltd ν. Επιτροπής  Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 3 Α.Α.Δ. 648.

Προσφυγή.

Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.

Γ. Χατζηχάννα, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Από τον Φεβρουάριο του 2004 η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα άρχισε να διερευνά το ενδεχόμενο παράβασης των υποχρεώσεων που οι αιτητές είχαν, με βάση τον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001, (Ν. 138(Ι)/2001 όπως τροποποιήθηκε). Όπως η Επίτροπος εξήγησε στους αιτητές, η διερεύνηση ήταν το αποτέλεσμα μεγάλου αριθμού παραπόνων «από αγανακτισμένους πολίτες», ότι λάμβαναν στο κινητό τους ανεπιθύμητα μηνύματα (SMS). Η Επίτροπος υπέδειξε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 15(1) του Νόμου:

[*594]«Τα προσωπικά δεδομένα δεν αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από οποιοδήποτε για λόγους προώθησης, πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών εξ αποστάσεως, εκτός αν το υποκείμενο των δεδομένων δηλώσει γραπτώς τη συγκατάθεσή του στον υπεύθυνο επεξεργασίας.»

Η Επίτροπος αναφέρθηκε συναφώς και στο Άρθρο 106(1) του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν. 112(Ι)/2004) όπου προβλέπεται, στο Άρθρο 106(1), ότι:

«Η χρήση αυτομάτων συστημάτων κλήσης χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση (συσκευών αυτομάτων κλήσεων), ή συσκευών τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μηνυμάτων SMS για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης, επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση συνδρομητών οι οποίοι έχουν δώσει εκ των προτέρων την συγκατάθεσή τους.»

Ανταλλάγηκε μεταξύ της Επιτρόπου και των αιτητών αλληλογραφία για να διευκρινιστούν διάφορες πτυχές και να επιλυθούν τα παρουσιασθέντα προβλήματα. Δεν σημειώθηκε πρόοδος.

Με επιστολή προς τους αιτητές, ημερ. 4 Ιανουαρίου 2006, η Επίτροπος εξέθεσε ό,τι θεωρούσε ως τα δεδομένα της περίπτωσης, όπως αυτά αποκρυσταλλώθηκαν κατόπιν ελέγχου, ημερ. 17 Νοεμβρίου 2005, στο χώρο εργασίας των αιτητών όπως και κατόπιν επίσκεψης στα γραφεία τους, στις 28 Δεκεμβρίου 2005, και αναφέρθηκε σε παραδοχές τους σε σχέση με κρίσιμες πτυχές.  Προχώρησε λέγοντας ότι διαπίστωσε παράβαση των υποχρεώσεων τους και τους κάλεσε να αναφέρουν, εντός δεκαπέντε ημερών, τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να τους επιβληθεί διοικητική κύρωση. Παραθέτω τις δύο καταληκτικές παραγράφους:

«8. Ενόψει όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υπήρξε παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 106(1) του υπό αναφορά Νόμου η οποία συνεχίζεται παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις και συστάσεις μας.

 9. Γι’ αυτό καλείστε όπως εντός δεκαπέντε ημερών από τη λήψη της παρούσης επιστολής, αναφέρετε τους λόγους για τους οποίους δεν θα πρέπει να σας επιβληθεί οποιαδήποτε διοικητική κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου [*595]107 του υπό αναφορά Νόμου και τις διατάξεις του Άρθρου 25 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001.»

Με επιστολή των δικηγόρων τους, ημερ. 10 Ιανουαρίου 2006, οι αιτητές διαμαρτυρήθηκαν για το ότι δεν τους δόθηκε το δικαίωμα να ακουστούν προτού η Επίτροπος αποφασίσει ότι ήταν ένοχοι παράβασης και ζήτησαν ανάκληση της απόφασης.  Το αίτημα επαναλήφθηκε με δεύτερη επιστολή, ημερ. 18 Ιανουαρίου 2006. Οι επιστολές των αιτητών δεν απαντήθηκαν. Μέχρι τις 14 Μαρτίου 2006 που καταχωρίστηκε η παρούσα προσφυγή η Επίτροπος δεν προχώρησε, ούτε έχει έκτοτε προχωρήσει.

Δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε υπευθύνους επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για παράβαση υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Ν. 138(Ι)/2001 (όπως τροποποιήθηκε) «και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία …..» παρέχεται από το Άρθρο 25 του Νόμου. Προβλέπονται με το εδάφιο (1) οι ακόλουθες κυρώσεις:

«(α) Προειδοποίηση, με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης,

  (β) χρηματική ποινή μέχρι £5.000,

  (γ) προσωρινή ανάκληση άδειας,

  (δ) οριστική ανάκληση άδειας,

  (ε) καταστροφή αρχείου ή διακοπή επεξεργασίας και καταστροφή των σχετικών δεδομένων.»

Έπειτα, σύμφωνα με το εδάφιο (2), οι κυρώσεις υπό στοιχεία (β) μέχρι (ε) «επιβάλλονται πάντοτε ύστερα από ακρόαση του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκπροσώπου του».

Με την προσφυγή τους οι αιτητές παραπονούνται ότι δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να ακουστούν προτού η Επίτροπος καταλήξει ότι υπήρξε παράβαση. Η Δημοκρατία αντιτείνει ότι η Επίτροπος θα αποφάσιζε οριστικά μόνο κατόπιν που θα έδινε την ευκαιρία στους αιτητές να ακουστούν και ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε εκτελεστή διοικητική απόφαση. Αυτή η άποψη διατυπώθηκε ως εξής, στη γραπτή αγόρευση που κατατέθηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας:

«Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η Επίτροπος δεν εξέδωσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Στο στάδιο εκείνο, το εύρημα της ήταν [*596]ότι η συμπεριφορά των αιτητών ενδεχομένως να δικαιολογούσε την επιβολή κύρωσης. Όμως δεν έλαβε τελική απόφαση επί αυτού. Αντίθετα, επιφυλάχθηκε να αποφασίσει σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού θα είχε την ευκαιρία να ακούσει και να αξιολογήσει τις θέσεις των ιδίων των αιτητών.

Κατά συνέπεια, στο στάδιο εκείνο, δεν υπήρχε διοικητική ενέργεια που παρήγε έννομα αποτελέσματα για τους αιτητές. Δεν προέκυψαν για αυτούς υποχρεώσεις οι οποίες δεν υφίσταντο προηγουμένως ούτε και υπήρξε καθορισμός οιωνδήποτε δικαιωμάτων τους.

……………………………………………………………………

Για παράδειγμα, πως μπορεί να τίθεται θέμα πλάνης προτού η Επίτροπος ακούσει τους αιτητές; Ενδεχομένως τα όσα θα προέβαλλαν να την οδηγούσε σε άλλη αντίληψη των δεδομένων. Πως, επίσης, μπορεί να τίθεται θέμα έλλειψης δέουσας έρευνας στο στάδιο που αυτή δεν είχε συμπληρωθεί; Πιθανό οι αναφορές των αιτητών να οδηγούσαν σε νέα πραγματικά δεδομένα.»

Διαδικασία για παράβαση νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων δεν χρειάζεται να διασπάται σε διακριτά στάδια, ώστε να εξετάζεται σε πρώτο στάδιο το κατά πόσο όντως υπήρξε παράβαση και σε δεύτερο στάδιο να εξετάζεται τι κύρωση να επιβληθεί, αν χρειάζεται να επιβληθεί: βλ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Εξέλιξη Επενδυτική Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 310 και Suphire (Stockbrokers) Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 3 Α.Α.Δ. 648. Εκείνο που χρειάζεται είναι να δίνεται το δικαίωμα ακρόασης και για τη μια πτυχή και για την άλλη. Είτε από την αρχή και για τα δύο είτε για το καθένα σε διαφορετικό στάδιο, αναλόγως.

Στην προκείμενη περίπτωση είναι, κατά την άποψη μου, προφανές ότι η Επίτροπος αποφάσισε οριστικά ότι οι αιτητές πράγματι παρέβησαν τις αναφερθείσες διατάξεις. Το «διαπιστώνεται ότι υπήρξε παράβαση» της Επιτρόπου δεν μπορεί να σήμαινε ο,τιδήποτε άλλο.  Η Επίτροπος επέλεξε λοιπόν να διασπάσει τη διαδικασία σε δύο στάδια. Της παρεχόταν η δυνατότητα. Αλλά της επιβάλλετο συνάμα η υποχρέωση, προτού αποφασίσει ότι υπήρξε παράβαση, να ακούσει τους αιτητές. Η πρώτη επί του θέματος απόφαση της, παρήγαγε εν προκειμένω έννομα αποτελέσματα. Η απόδοση ευθύνης στους αιτητές δεν μπορεί να μη σήμαινε τίποτε. Τους επηρέαζε τουλάχιστον ηθικά και, ενδεχομένως, με άλλους τρόπους απέναντι στη διοίκηση γενικότερα, αλ[*597]λά νομίζω πως δεν χρειάζεται να επεκταθεί κανείς προς αυτή την κατεύθυνση. Αν η εν λόγω απόφαση δεν ήταν προσβλητέα αυτοτελώς, ο διοικούμενος θα παρέμενε με το στίγμα της παράβασης χωρίς δυνατότητα εξάλειψης όπου η Επίτροπος επέλεγε να μην προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο. Αν προχωρήσει, η απόφαση περί παράβασης ενσωματώνεται βέβαια στην απόφαση σε σχέση με την κύρωση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με £700 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο