Μαντζιάρης Μιχάλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 ΑΑΔ 737

(2007) 4 ΑΑΔ 737

[*737]17 Οκτωβρίου, 2007

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΝΤΖΙΑΡΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 889/2006)

 

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Προκατάληψη διοικητικού οργάνου ― Πρέπει να εγείρεται με την πρώτη ευκαιρία, διότι διαφορετικά θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκε.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Προκατάληψη διοικητικού οργάνου ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση, εναντίον του Συμβουλίου Εφέσεων της Αστυνομίας.

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η έφεση που άσκησε στην κριθείσα περίπτωση ο Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας, κατά της ποινής που  επιβλήθηκε σε πειθαρχική διαδικασία, ήταν νομότυπη.

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση είναι εκ του νόμου η δεύτερη βαρύτερη πειθαρχική ποινή, ως ορίζεται στον Καν. 16 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης επιβολής σε βάρος του, της πειθαρχικής ποινής του εξαναγκασμού σε παραίτηση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφά[*738]σισε ότι:

1.  Ο αιτητής, ο οποίος εκπροσωπείτο από δύο δικηγόρους στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, παρέλειψε να εγείρει το θέμα της προκατάληψης ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων. Είναι γνωστή η αρχή της νομολογίας ότι το θέμα της προκατάληψης πρέπει να τίθεται με την πρώτη ευκαιρία, σε περίπτωση δε όπου, ενώ υπάρχει πλήρης γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν το ενδεχόμενο προκατάληψης, ο διάδικος αδρανεί να εγείρει το θέμα, το δικαίωμά του θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκε.

2.  Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί ο αιτητής να προβάλλει τώρα, με την προσφυγή, το θέμα της προκατάληψης, ως λόγο ακυρώσεως της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, και αν ακόμη το θέμα της προκατάληψης μπορούσε να εξεταστεί στην ουσία του, και πάλι ο συναφής λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε, να απορριφθεί, εφόσον ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) Γεώργιος Παπαγεωργίου, αν και, τεχνικά, διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, εν τούτοις, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι εξαρτούσε οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβασή της ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι, ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Μιχαλάκης Παπαγεωργίου, εστερείτο, ως αδελφός του, των εχέγγυων της αμεροληψίας στην έφεση.

3.  Η έφεση που άσκησε ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) περιείχε, με επαρκή λεπτομέρεια, τους λόγους πάνω στους οποίους εδραζόταν.

4.  Ο ίδιος ο Κανονισμός 16 κατατάσσει την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση ως τη δεύτερη σοβαρότερη και είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που το Συμβούλιο Εφέσεων την έκρινε ως τέτοια και την προτίμησε, ενόψει των μετριαστικών παραγόντων που δέχτηκε ότι συνέτρεχαν υπέρ του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τοουλιάς (1989) 1 Α.Α.Δ. 62,

Νικολαΐδης (1997) 1 Α.Α.Δ. 890,

Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Σκαμπίλα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1290.

Προσφυγή.

[*739]Χ. Πατσαλίδης, για τον Αιτητή.

Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής, Λοχίας της Αστυνομίας, διώχθηκε πειθαρχικά για ανάρμοστη και καταπιεστική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα ότι, ενώ ήταν σε υπηρεσία ως υπεύθυνος λοχίας αλλαγής στα κρατητήρια του Σταθμού Πόλης Λεμεσού, ήλθε σε συνουσία με κρατούμενη από τη Μολδαβία και, επίσης, ότι άσκησε καταπιεστική ή τυραννική συμπεριφορά προς, κατώτερό του σε βαθμό, αστυφύλακα. Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, ο Αρχηγός Αστυνομίας, μετά από έγκριση του αρμόδιου Υπουργού, αποφάσισε όπως η υπόθεση εκδικαστεί από Πειθαρχική Επιτροπή. Στις 6.7.2004 ο αιτητής, αφού κατηγορήθηκε, παραδέχθηκε τις κατηγορίες και, στις 19.7.2004, η Πειθαρχική Επιτροπή του επέβαλε την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση. Στις 29.7.2004 ο αιτητής εφεσίβαλε την απόφαση στο Συμβούλιο Εφέσεων το οποίο, με απόφασή του ημερομηνίας 12.4.2005, ακύρωσε την επιβληθείσα ποινή και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από Πειθαρχική Επιτροπή με νέα σύνθεση. Αφού ο Αρχηγός Αστυνομίας διόρισε νέα Πειθαρχική Επιτροπή για επανεκδίκαση της υπόθεσης, ο αιτητής, στις 15.6.2005, επανακατηγορήθηκε. Αφού παραδέχθηκε και πάλι ενοχή, η Πειθαρχική Επιτροπή του επέβαλε τις ποινές του υποβιβασμού και της πειθαρχικής μετάθεσης. Την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής εφεσίβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων ο αρμόδιος, σύμφωνα με τον Κανονισμό 28(2) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης). Και τούτο διότι έκρινε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον αιτητή από την Πειθαρχική Επιτροπή ήταν ανεπαρκής.

Το Συμβούλιο Εφέσεων, που απαρτιζόταν από τον Αρχηγό Αστυνομίας, ως Πρόεδρο, τον Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Μίκη Φλωρέντζο και τον Ανώτερο Αστυνόμο Μιχαλάκη Παπαγεωργίου, ως Μέλη, ύστερα από ακρόαση της έφεσης, στις 7.4.2006, αντικατέστησε τις ποινές που επιβλήθηκαν στον αιτητή από την Πειθαρχική Επιτροπή με την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων.

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η σύνθεση του Συμβου[*740]λίου Εφέσεων ήταν κακή για το λόγο ότι μέλος του Συμβουλίου Εφέσεων ήταν άτομο που συνδεόταν με συγγένεια δευτέρου βαθμού με άτομο που αφορούσε η κρινόμενη υπόθεση ή είχε συμφέρον στην έκβασή της. Συγκεκριμένα, ο Ανώτερος Αστυνόμος Μιχαλάκης Παπαγεωργίου, μέλος του Συμβουλίου Εφέσεων, ήταν αδελφός του Βοηθού Αρχηγού (Διοίκησης) Γεώργιου Παπαγεωργίου, ο οποίος, ως αρμόδιος Βοηθός Αρχηγός, εφεσίβαλε την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής. Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή, το συμφέρον του Βοηθού Αρχηγού (Διοίκησης) Γεώργιου Παπαγεωργίου, ανεξάρτητα του ότι η έφεση παρουσιάστηκε από άλλο, Εισαγγελεύοντα Αξιωματικό, αναγόταν στην επιτυχή έκβαση της έφεσης που άσκησε. “Σίγουρα...”, υποστήριξε ο δικηγόρος του αιτητή, “...η επιτυχής έκβαση της έφεσης και υιοθέτηση των θέσεων του από το Συμβούλιο Εφέσεων θα έχει θετικό αντίκτυπο στην αστυνομική καριέρα του κ. Γεώργιου Παπαγεωργίου.”

Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Και τούτο διότι ο αιτητής, ο οποίος εκπροσωπείτο από δύο δικηγόρους στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, παρέλειψε να εγείρει το θέμα της προκατάληψης ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων. Είναι γνωστή η αρχή της νομολογίας ότι το θέμα της προκατάληψης πρέπει να τίθεται με την πρώτη ευκαιρία, σε περίπτωση δε όπου, ενώ υπάρχει πλήρης γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν το ενδεχόμενο προκατάληψης, ο διάδικος αδρανεί να εγείρει το θέμα, το δικαίωμά του θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκε. (Βλ., μεταξύ άλλων, Αναφορικά με την αίτηση του Χαράλαμπου Τοουλιά (1989) 1 Α.Α.Δ. 62, Αναφορικά με την αίτηση του Γιάννου Νικολαϊδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 890 και Φίλιππος Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Ανδρέα Σκαμπίλα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1290). Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί ο αιτητής να προβάλλει τώρα, με την προσφυγή, το θέμα της προκατάληψης ως λόγο ακυρώσεως της απόφασης του Συμβουλίου Εφέσεων. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, και αν ακόμη το θέμα της προκατάληψης μπορούσε να εξεταστεί στην ουσία του, και πάλι ο συναφής λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, να απορριφθεί, εφόσον ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) Γεώργιος Παπαγεωργίου, αν και, τεχνικά, διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, εν τούτοις, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι εξαρτούσε οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβασή της ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι, ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Μιχαλάκης Παπαγεωργίου, εστερείτο, ως αδελφός του, των εχέγγυων της αμεροληψίας στην έφεση.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων πάσχει, καθότι η έφεση που άσκησε ο Βοη[*741]θός Αρχηγός (Διοίκησης) δεν πληροί τις δικονομικές προϋποθέσεις που απαιτεί ο Κανονισμός 28(3)(β) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, σύμφωνα με τον οποίο “οποιαδήποτε Έφεση ...... πρέπει να είναι γραπτή και να περιέχει με λεπτομέρεια τους λόγους πάνω στους οποίους αυτή εδράζεται ......”.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η έφεση που άσκησε ο Βοηθός Αρχηγός (Διοίκησης) περιείχε, με επαρκή λεπτομέρεια, τους λόγους πάνω στους οποίους εδραζόταν. Το Παράρτημα ΣΤ στην Ένσταση ομιλεί αφ’ εαυτού.

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι το Συμβούλιο Εφέσεων πλανήθηκε κρίνοντας ότι “η ποινή απόλυσης θεωρείται ως η σοβαρότερη πειθαρχική ποινή ενώ η ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση ως η δεύτερη σοβαρότερη”. Και τούτο διότι, βάσει του Κανονισμού 53 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, “το αποτέλεσμα και οι επιπτώσεις που επιφέρουν στον διοικούμενο τόσο η απόλυση όσο και ο εξαναγκασμός σε παραίτηση είναι ακριβώς τα ίδια”.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ο ίδιος ο Κανονισμός 16 κατατάσσει την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση ως τη δεύτερη σοβαρότερη και είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που το Συμβούλιο Εφέσεων την έκρινε ως τέτοια και την προτίμησε ενόψει των μετριαστικών παραγόντων που δέχτηκε ότι συνέτρεχαν υπέρ του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται, με £400 έξοδα εις βάρος του αιτητή.

Η επίδικη απόφαση του Συμβουλίου Εφέσεων επικυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο