(2007) 4 ΑΑΔ 850
[*850]17 Δεκεμβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΑΤΑΣΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ,
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1794/2006)
Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Η δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (2) του άρθρου 110 του Ν.141(Ι)/2002 ― Εφαρμόστηκε στην κριθείσα περίπτωση, με αποτέλεσμα την απόρριψη της σχετικής αίτησης για πολιτογράφηση ― Η ερμηνεία της επιφύλαξης, που υιοθέτησε ο Υπουργός Εσωτερικών, κρίθηκε ορθή.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της απόρριψης αιτήματος για πολιτογράφησής της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Με την προσβαλλόμενη απόφαση η αίτηση πολιτογράφησης της αιτήτριας απορρίφθηκε «…. δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του εδαφίου (2) άρθρου 110 του Ν. 141(1)/2002, λόγω προηγούμενης παράνομης παραμονής». Είναι προφανές, ότι στην εν λόγω επιφύλαξη, το ρήμα «παραμένει», στον ενεστώτα, καλύπτει ως γενική έννοια όλο το διάστημα από το παρελθόν μέχρι το παρόν, το ίδιο ακριβώς όπως και το ρήμα «εισέρχεται», του οποίου η αναφορά θα έπαυε να έχει νόημα αν περιοριζόταν μόνο στο παρόν. Ακολουθεί, ότι από τη στιγμή που διαπιστώνεται η οποτεδήποτε παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία, η εν λόγω επιφύλαξη αποκλείει, κατά τρόπο απόλυτο, την εφαρμογή του [*851]άρθρου 110(2).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Mohamad ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 173.
Προσφυγή.
Χ. Ιωαννίδου, για την Αιτήτρια.
Δ. Εργατούδη, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, κάτοχος Γιουγκοσλαβικού διαβατηρίου στο όνομα Natasa Markovic, αφίχθη για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 9 Ιουλίου 1994. Της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι 16 Ιουλίου 1994.
Μέσα σε εκείνο το διάστημα υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής και εργασίας ως διευθύντρια σε υπεράκτια εταιρεία. Με επιστολή του δικηγόρου της, ημερ. 5 Σεπτεμβρίου 1994, πληροφόρησε τον λειτουργό μετανάστευσης ότι η αίτηση είχε υποβληθεί στην Κεντρική Τράπεζα η οποία εισηγήθηκε να υποβληθεί σε αυτόν, όπως και έγινε. Προτού όμως συμπληρωθούν οι διατυπώσεις, η αιτήτρια με δεύτερη επιστολή του δικηγόρου της, ημερ. 6 Φεβρουαρίου 1995, πληροφορούσε τον λειτουργό μετανάστευσης ότι δεν ενδιαφερόταν πια για τη θέση για την οποία είχε ζητηθεί άδεια εργασίας και ότι της προσφέρθηκε νέα θέση για την οποία θα απευθυνόταν για τα περαιτέρω στην Κεντρική Τράπεζα. Υποβλήθηκε πράγματι νέα αίτηση η οποία αφορούσε την άλλη θέση, και πάλι υψηλόβαθμη, σε εταιρεία προφανώς του ίδιου ομίλου και εν τέλει, στις 14 Μαρτίου 1995, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια παραμονής και εργασίας στην Κύπρο μέχρι 13 Μαρτίου 1997.
Στις 5 Ιουνίου 1997 η άδεια της αιτήτριας ανανεώθηκε, για τον ίδιο σκοπό, από 22 Μαΐου 1997, ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε σχετική αίτηση, μέχρι 4 Ιουνίου 2000. Το συμβόλαιο εργοδότησης της αιτήτριας είχε όμως στο μεταξύ λήξει στις 31 Ιανουαρίου 2000 και δεν ανανεώθηκε.
Ένα χρόνο αργότερα, στις 31 Ιανουαρίου 2001, η εταιρεία B.E.I. Trading Ltd ζήτησε όπως δοθεί άδεια για εργοδότηση της αιτήτριας ως εκτελεστικού γραμματέα. Το αίτημα συνοδευόταν από τραπεζική εγγύηση η οποία δόθηκε με οδηγίες του κ. Φίλιππου Χρυσοστόμου με τον οποίο η αιτήτρια είχε, την 1 Δεκεμβρίου 2000, τελέσει γάμο. Επρόκειτο για τον πρώτο γάμο της αιτήτριας, ηλικίας σχεδόν 34 ετών, και τον τρίτο γάμο του κ. Χρυσοστόμου, πατέρα τεσσάρων τέκνων ηλικίας 37, 35, 33 και 30 ετών.
Στις 9 Φεβρουαρίου 2001 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ενός χρόνου, για να μπορεί να παραμείνει στη Δημοκρατία με το σύζυγο της και να εργάζεται. Στις 19 Μαρτίου 2001 της παραχωρήθηκε σχετική άδεια μέχρι 31 Μαρτίου 2002.
Στις 5 Απριλίου 2002 υποβλήθηκε, για τους ίδιους λόγους, αίτηση για παράταση της άδειας και, στις 23 Ιουλίου 2002, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια μέχρι 30 Μαρτίου 2003.
Στις 2 Απριλίου 2003 η αιτήτρια, ως αλλοδαπή παντρεμένη με Κύπριο πολίτη, υπέβαλε αίτηση να της παραχωρηθεί η ιδιότητα «ημεδαπής Κυπρίας», σύμφωνα με το τότε* Άρθρο 2(1)(β) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε. Κατόπιν διερεύνησης της περίπτωσης, διαπιστώθηκε ότι ο γάμος ήταν γνήσιος και ότι το ζεύγος ζούσε αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη με το παιδί τους που γεννήθηκε στις 6 Μαΐου 2001. Ως εκ τούτου, στις 10 Ιουνίου 2003, αναγνωρίστηκε στην αιτήτρια η ιδιότητα της ημεδαπής Κυπρίας. Αυτό σήμαινε την απαλλαγή της από διατυπώσεις μεταναστευτικού ελέγχου. Το αποτέλεσμα γνωστοποιήθηκε με επιστολή, ημερ. 17 Ιουνίου 2003.
Έπειτα η αιτήτρια, ως σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας, υπέβαλε στον καθορισμένο τύπο αίτηση, ημερ. 25 Νοεμβρίου 2004, για πολιτογράφηση. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 6 Ιουλίου 2006, η οποία της γνωστοποιήθηκε με επιστολή, ημερ. 13 Ιουλίου 2006, η αίτηση απορρίφθηκε «…. δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του εδαφίου (2) Άρθρου 110 του Ν. 141(1)/2002, λόγω προηγούμενης παράνομης παραμονής». Το σχετικό μέρος της διάταξης έχει ως εξής:
«110(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο [*853]Υπουργός μπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να μεριμνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι –
(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή, ήταν ο/ή σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας·
(β) διαμένει με το/τη σύζυγό του στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων·
(γ) είναι καλού χαρακτήρα· και
(δ) προτίθεται να εξακολουθήσει να διαμένει στη Δημοκρατία ή, ανάλογα με την περίπτωση, να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην Αστυνομική Δύναμη της Δημοκρατίας και μετά την εγγραφή του ως πολίτη της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι ……..
Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.»
Με την προσφυγή της η αιτήτρια προβάλλει ότι ο Υπουργός εσφαλμένα ερμήνευσε τη δεύτερη επιφύλαξη με τρόπο ώστε να περιλαμβάνει παρελθούσα παράνομη παραμονή στην Κύπρο. Εισηγείται ότι η επιφύλαξη αναφέρεται μόνο στο παρόν, καλύπτοντας μόνο περιπτώσεις όπου κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης ή κατά τον χρόνο εξέτασής της, το πρόσωπο που την υποβάλλει βρίσκεται παράνομα στην Κύπρο. Ενώ, εν προκειμένω, κατ’ αυτό το διάστημα η αιτήτρια βρισκόταν στην Κύπρο νόμιμα. Οι συνήγοροι της αιτήτριας διατύπωσαν την εισήγηση ως εξής:
«Η ερμηνεία που δίδει η Καθ’ ης η Αίτηση είναι εντελώς αυθαίρετη. Μ’ αυτήν την ερμηνεία και μια μέρα να μείνει κάποιος ακάλυπτος από άδεια παραμονής, δεν μπορεί να εγγραφεί ως Κύπριος πολίτης. Ο νόμος είναι διατυπωμένος στον ενεστώτα: “παραμένει”. Δηλαδή παραμένει κατά το χρόνο υποβολής ή εξέτασης της αίτησης. Δεν λέει “παραμένει ή παρέμεινε [*854]οποτεδήποτε πριν”. Συνεπώς δεν δόθηκε απλά ευρεία ερμηνεία στο νόμο, αλλά έγινε ανεπίτρεπτη παρέμβαση και διαστρέβλωση τόσο του λεκτικού του νόμου, όσο και του σκοπού του νομοθέτη.»
Η Δημοκρατία αντιτείνει ότι η επιφύλαξη ορθά ερμηνεύτηκε ως καλύπτουσα και παράνομη παραμονή στο παρελθόν. Παρέπεμψε, προς υποστήριξη, στη Yousife Mohamad ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 173, όπου ο Χατζηχαμπής, Δ. ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 110(2) φαίνεται αρκετά ευρεία ώστε να καλύπτει περιπτώσεις παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω και αν ο αλλοδαπός έχει νόμιμη παραμονή κατά το χρόνο της αίτησής του για πολιτογράφηση.»
Συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Είναι νομίζω προφανές ότι το ρήμα «παραμένει», στον ενεστώτα, καλύπτει ως γενική έννοια όλο το διάστημα από το παρελθόν μέχρι το παρόν, το ίδιο ακριβώς όπως και το ρήμα «εισέρχεται» του οποίου η αναφορά, στο πλαίσιο του Άρθρου 110(1), θα έπαυε να έχει νόημα αν περιοριζόταν μόνο στο παρόν. Ακολουθεί ότι από τη στιγμή που διαπιστώνεται η οποτεδήποτε παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία, η εν λόγω επιφύλαξη αποκλείει, κατά τρόπο απόλυτο, την εφαρμογή του Άρθρου 110(2), όπως άλλωστε δέχονται και οι συνήγοροι της αιτήτριας, οι οποίοι προβάλλουν αυτό το αποτέλεσμα ως λόγο για την αναζήτηση άλλης επιεικέστερης ερμηνείας. Το θέμα όμως τελειώνει με τη διαπίστωση της νομοθετικής βούλησης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £700 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο