ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 227/2007)
20 Μαρτίου, 2008
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Κ. Λοϊζου, για τον Αιτητή.
Κ. Στιβαρού, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει την ακύρωση της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ημερ. 9/1/07 με την οποία προήγαγε το Σάββα Κ. Σάββα στη μόνιμη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Περιφέρειας Β΄ (Εναέρια Δίκτυα) (Κλ.Α10), Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών - Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου Λάρνακας.
Στο δικόγραφο της αίτησης προβάλλονται τα εξής νομικά σημεία:
1. «Η απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση ελήφθη κατά κατάχρησιν και/ή καθ΄ υπέρβασιν εξουσίας και/ή είναι αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης και/ή νομικής πλάνης και/ή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα.
2. Η απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση είναι αντίθετη προς τις παραδεδεγμένες αρχές του Δημόσιου Δικαίου και/ή της Νομολογίας και/ή με τις αρχές του Φυσικού Δικαίου.
3. Η απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση είναι αναιτιολόγητη.»
Το μόνο νομικό σημείο που εγείρει επαρκώς λόγο ακυρώσεως και έτσι μπορεί να εξετασθεί είναι αυτό που αναφέρεται στην αιτιολογία της απόφασης. Το πρώτο νομικό σημείο, στο βαθμό που θέτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας, καθώς και εξ ολοκλήρου το δεύτερο νομικό σημείο, δεν συμμορφώνονται με τις επιταγές του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος προνοεί:
«7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, ειπώθηκαν τα εξής,
«(1) Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει.»
Στη Σπύρου και άλλων ν. Δημοκρατίας, (1995) 4(Δ) ΑΑΔ, 2549 ο Κωνσταντινίδης, Δ., ανέφερε,
«Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.»
Εφόσον δεν εξειδικεύεται με τα πιο πάνω νομικά σημεία το συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος ούτε η αρχή του δημοσίου δικαίου που παραβιάστηκε, οι λόγοι που εισάγονται με αυτά, παραμένουν γενικοί, ασαφείς και αόριστοι ως προς τη πραγματική και νομική τους βάση. Είναι αναιτιολόγητοι και έτσι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.
Όπως παρατήρησε ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Ανθούση ν. Δημοκρατίας, (1995) 4(Γ) ΑΑΔ 1709:
«Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία π.χ. παράβαση νόμου ή κακή εφαρμογή του νόμου. Όμως αυτό δεν αρκεί. Αν η εισήγηση γινόταν δεκτή θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος. Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Η συγκεκριμενοποίηση όμως σε λογικά όρια κρίνεται απαραίτητη. Ο προτεινόμενος λόγος δεν καλύπτεται. Και εφόσον δεν λήφθηκαν τα απαραίτητα διαβήματα δεν επιτρέπεται να συζητηθεί.»
Στην υπό κρίση υπόθεση, ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση φαίνεται να προωθεί τη θέση ότι έχει υπεροχή έναντι του ενδ. μέρους στα κριτήρια αξιολόγησης των προσόντων, της αξίας και της αρχαιότητας. Τέτοιος όμως ισχυρισμός δεν τίθεται με τους νομικούς λόγους της προσφυγής. Απλώς στην έκθεση γεγονότων που υποστηρίζουν την αίτηση, παράγραφος 1 και 2 (των γεγονότων), παραθέτει τη δική του υπηρεσία και προβάλλει γενικά και αόριστα τον ισχυρισμό ότι υπερτερεί καταφανώς του ενδ. μέρους. Η γενικότητα των δυο πρώτων σημείων της αίτησης και ο τρόπος διατύπωσης τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτρέπει την προώθηση τέτοιου νομικού λόγου στη γραπτή αγόρευση. Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα λέχθηκαν στις προαναφερθείσες υποθέσεις και ιδιαίτερα στη Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) ΑΑΔ 627 και Δημοκρατία ν. Κουκουρή κ.α. (ανωτέρω), λόγος εκδηλης υπεροχής δεν μπορεί να εξεταστεί.
Με το ίδιο σκεπτικό δεν μπορεί να εξεταστεί ο ισχυρισμός του αιτητή ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ως αναιτιολόγητη, αφού προβάλλεται για πρώτη φορά με τη γραπτή του αγόρευση. Έτσι λοιπόν τα όσα αναφέρονται σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας της σύστασης, δεν μπορούν να εξεταστούν και απορρίπτονται. Παρά την έγερση του θέματος από τους καθ΄ ω η αίτηση, ο αιτητής δε ζήτησε από το δικαστήριο όπως ασκήσει τις εξουσίες του με βάση τον Καν. 7Α των προαναφερθέντων Κανονισμών του 1962 (ως έχουν τροποποιηθεί), με προοπτική να διαταχθεί ενδεχομένως η τροποποίηση ή συμπλήρωση της αίτησης. Οπως έχει η κατάσταση, καταλήγω ότι οι πιο πάνω λόγοι που αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή δεν μπορούν να εξεταστούν.
Επίσης με το πρώτο νομικό σημείο στην αίτηση ακύρωσης, ο αιτητής θέτει θέμα υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας καθώς και νομικής ή πραγματικής πλάνης, τα οποία όμως δεν αναπτύσσονται καθόλου στην γραπτή αγόρευση ούτε τίθενται καν ως λόγοι ακυρώσεως. Συνεπώς θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες.
Στη συνέχεια θα ασχοληθώ με την ισχυριζόμενη έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης που καλύπτεται από το νομικό σημείο 3 της αίτησης και είναι ο μόνος λόγος ακύρωσης που αναπτύσσεται με τις αγορεύσεις του αιτητή. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία για την επιλογή του ενδ. μέρους, ο οποίος υστερούσε σε αρχαιότητα κατά δυο χρόνια έναντι του αιτητή ενώ στο κριτήριο της αξίας ήταν ισοδύναμοι.
Στο πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Στη συνέχεια τα Μέλη έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των προσοντούχων υποψηφίων, όπως αυτές είναι καταγραμμένες στα πρακτικά της συνεδρίας της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού (στο εξής «η Επιτροπή Επιλογής»), ημερομηνίας 9 Νοεμβρίου 2006, καθώς επίσης, την Εισήγηση της Επιτροπής Επιλογής, με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 2006.
Τόσο τα πρακτικά της Επιτροπής Επιλογής, ημερομηνίας 9 Νοεμβρίου 2006 όσο και η Εισήγηση της ημερομηνίας 13 Νοεμβρίου 2006, τέθηκαν ενώπιον των Μελών, κατά την παρούσα συνεδρία τους.
Τα Μέλη ερεύνησαν όλα τα πιο πάνω με τη δέουσα προσοχή για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά. Επιπρόσθετα έλαβαν δεόντως υπόψη τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά της συνεδρίας της, με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου 2006 και τα οποία πρακτικά έχουν τεθεί ενώπιον των Μελών, κατά την παρούσα συνεδρία τους.
Τα Μέλη έλαβαν επίσης δεόντως υπόψη τους τη σύσταση του Διευθυντή, ο οποίος πρότεινε για προαγωγή στην πιο πάνω θέση τον Σάββα Κ. Σάββα, όπως καταγράφεται στα προαναφερόμενα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτά.
Στη συνέχεια τα Μέλη μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων στο σύνολό τους.
Τα Μέλη προχώρησαν στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων, όπως παρουσιάζονται στον κατάλογο χρώματος λευκού, με βάση όλα τα πιο πάνω ενώπιον τους στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους και με βάση τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολο τους, ήτοι, την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα τους, όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους και την επίδοση τους στην υπηρεσία.
Αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως επίσης τη σύσταση του Διευθυντή, με την οποία συμφωνούν και υιοθετούν, τα Μέλη αποφάσισαν ομόφωνα να προσφέρουν προαγωγή στον Σάββα Κ. Σάββα, ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, στη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Περιφέρειας Β΄ (Εναέρια Δίκτυα), Κλίμακα Α10, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών, στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου-Λάρνακας, από την 1η Φεβρουαρίου 2007.»
Η απλή αναφορά του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής στα στοιχεία που έλαβε υπόψη, όπως τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα, τα προσόντα, την επίδοσή τους στην υπηρεσία, θεωρείται ότι συνιστά επαρκή αιτιολογία μόνο όταν τα πιο πάνω, συμπληρώνονται με τα στοιχεία των φακέλων, ώστε να αποκαλύπτουν «ευθέως και άμεσα» το σκεπτικό στη βάση του οποίου προτιμήθηκε το ενδ. μέρος ως ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποκαλύπτονται από το περιεχόμενο των φακέλων οι λόγοι που έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του ενδ. μέρους, διότι:
(α) Στη βαθμολογημένη αξία, αιτητής και ενδ. μέρος είναι περίπου ισοδύναμοι (η διαφορά του 1Α υπέρ του αιτητή για τα έτη 2003-2005 δεν δημιουργεί ουσιαστική διάκριση).
(β) Στην ικανότητα και επίδοση είναι επίσης ίσοι.
(γ) Ο αιτητής είναι κάτοχος Απολυτηρίου Τεχνικής Σχολής Λευκωσίας στον κλάδο των Ηλεκτροτεχνιτών που δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί σχετικό προσόν με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης μολονότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν προνοεί καθόλου για ακαδημαϊκά προσόντα , αλλά ως βασικό προσόν τίθεται η προηγούμενη υπηρεσία. Το ενδ. μέρος έχει πιστοποιητικό τριετούς φοίτησης στο Κέντρο Ανώτερων Σπουδών Αμμοχώστου. Η Επιτροπή Επιλογής, ο Διευθυντής καθώς και το Διοικητικό Συμβούλιο περιορίστηκαν στο να θεωρήσουν τους διαδίκους εξίσου προσοντούχους λόγω της προηγούμενης υπηρεσίας τους, χωρίς να σχολιάσουν καθόλου το προσόν του αιτητή ως πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
(δ) Η πείρα και των δυο είναι ευρύτατη, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε διάκριση σύμφωνα και με τη σύσταση των άμεσα προϊσταμένων τους (βλ. παράρτημα 3 στην ένσταση).
(ε) Στο κριτήριο της αρχαιότητας, ο αιτητής υπερέχει κατά 23 μήνες. Προάχθηκε στην προηγούμενη θέση του Επιστάτη από 1.1.2000 ενώ το ενδ. μέρος την 1.12.01. Στο νομικό πλαίσιο της Αρχής και ειδικότερα σύμφωνα με τον Καν. 23(2) κανένα από τα πιο πάνω παραδεδεγμένα κριτήρια δεν ιεραρχείται σε προτεραιότητα ή έχει υπέρτερη βαρύτητα έναντι άλλου. Συνεπώς η αρχαιότητα δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής αλλά συσταθμίζεται με την αξία και τα προσόντα. Υπερισχύει όμως αν τα άλλα κριτήρια είναι ίσα (ΕΔΥ ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56).
Εφόσον υπήρχε ουσιαστική ισότητα στα πλείστα κριτήρια προαγωγής, μεταξύ των οποίων και αυτό της αξίας, η αρχαιότητα του αιτητή δεν μπορούσε να παραγνωριστεί χωρίς να δοθούν νόμιμοι λόγοι.
Καταλήγω ότι το Συμβούλιο της ΑΗΚ άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια πλημμελώς γιατί δεν αιτιολόγησε την τελική του απόφαση. Προτίμησε το ενδ. μέρος που ήταν ισάξιος του αιτητή αλλά υστερούσε σε αρχαιότητα, υιοθετώντας τη σύσταση του Διευθυντή, χωρίς να δίνει οποιοδήποτε λόγο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο