ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 305/2007, 14 Μαρτίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 305/2007)

 

14 Μαρτίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΙΧΑΗΛ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.

Ρ. Πασιουρτίδου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

       ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Επιζητείται η ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους Στέλιου Ορφανίδη στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Τεχνικού Βάρδιας Σταθμού, Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Βασιλικού που λειτουργούν οι καθ΄ ων και την οποία πράξη έλαβαν στις 6.2.07  κοινοποιηθείσα στον αιτητή με εγκύκλιο την επομένη μέρα.  Η προαγωγή άρχιζε από την 1.3.07. 

 

Σειρά λόγων αποτελούν το θεμέλιο της αίτησης με ιδιαίτερη έμφαση στο ότι οι καθ΄ ων βασίστηκαν λανθασμένα στη σύσταση του άμεσα προϊσταμένου ή του Γενικού Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους,  ενώ εσφαλμένα και αναιτιολόγητα τόσο η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής (εφεξής «η Επιτροπή Επιλογής»), όσο και η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή (εφεξής «η Υπεπιτροπή»), δεν συνέστησαν τον αιτητή χωρίς αιτιολογία παρόλο που αυτός υπερείχε σε αξία, πείρα, επίδοση, απόδοση αλλά και αρχαιότητα έναντι τόσο του ενδιαφερομένου μέρους όσο και τεσσάρων άλλων υποψηφίων που είχαν συστηθεί.

 

 Όλοι οι λόγοι αναπτύχθηκαν κατά την διαδικασία των αγορεύσεων τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς από τον δικηγόρο του αιτητή, ενώ αντίθετα οι καθ΄ ων τόσο στην ένσταση όσο και στη γραπτή και προφορική αγόρευση τους θεώρησαν ότι όλα είχαν γίνει νομότυπα, ο δε αιτητής απέτυχε να δείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους έχοντας υπόψη τα εν γένει προσόντα τους όπως απορρέουν από τους προσωπικούς τους φακέλους που κατατέθηκαν και σημειώθηκαν ως Τεκμ. «Α» και «Β».  Ταυτόχρονα, ακόμη και αν το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει ότι τόσο η αιτιολογία της Επιτροπής Επιλογής, όσο και της Υπεπιτροπής αλλά και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή ήσαν ελλιπείς για οποιονδήποτε λόγο, τότε η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Η διαδικασία πλήρωσης αφορούσε δύο κενές θέσεις Ανώτερου Τεχνικού Βάρδιας Σταθμού Κλίμακα Α9+1 και είχαν προκηρυχθεί στις 6.11.06, αποτάθηκαν δε για αυτές 23 άτομα που πληρούσαν τα σχέδια υπηρεσίας (δέστε Παράρτημα 1 στην ένσταση).  Στη συνέχεια η Επιτροπή Επιλογής συνεδρίασε στις 8.12.06 επιλέγοντας πέντε υποψήφιους για σύσταση μεταξύ των οποίων και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Κρατήθηκαν πρακτικά ίδιας ημερομηνίας, στη συνέχεια δε έγινε η εισήγηση της Επιτροπής Επιλογής στις 11.12.06 προς την Υπεπιτροπή (Παράρτημα 2Α και 2Β στην ένσταση).  Με τη σειρά της η Υπεπιτροπή απεφάσισε στη συνεδρία της 11.1.07 να συστήσει την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους προς τους καθ΄ ων σύμφωνα με τα πρακτικά που τηρήθηκαν (Παράρτημα 3 στην ένσταση).  Τέλος, οι καθ΄ ων στη συνεδρία τους ημερ. 6.2.07 πρόσφεραν ομόφωνα προαγωγή στο ενδιαφερόμενο μέρος σύμφωνα με τα πρακτικά επισυνημμένα ως Παράρτημα 4 στην ένσταση. 

 

Προκύπτει από τη σύνοψη των γεγονότων ότι υπήρχαν τρία στάδια επιλογής των καταλλήλων προσώπων μέχρι την τελική απόφαση.  Η θέση του κ. Κωνσταντίνου είναι ότι σε κάθε ένα από αυτά τα στάδια δεν λαμβανόταν αιτιολογημένη απόφαση ως προς τη σύσταση, μεταξύ άλλων, και του ενδιαφερομένου μέρους κατά παράβαση της απαιτούμενης αιτιολογίας που προνοείται από την Κ.Δ.Π. 291/86 και γενικά τη νομολογία επί του θέματος.  Είναι ορθό επομένως να εξεταστεί το κάθε στάδιο επιλογής για να αποφασιστεί κατά πόσο οι αιτιάσεις του αιτητή είναι δικαιολογημένες. 

 

Ο Κανόνας 14 του Μέρους Ι του Δεύτερου Πίνακα των περί  Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, Κ.Δ.Π. 291/86, προνοεί ότι η Επιτροπή Επιλογής συντάσσει αιτιολογημένη συμβουλευτική έκθεση προς τους καθ΄ ων.  Σύμφωνα με τα πρακτικά που τηρήθηκαν (σημειώνεται ότι δεν προωθήθηκε η θέση του αιτητή περί κακής σύνθεσης ή έλλειψης πρακτικών), όπως αυτά εμφανίζονται στο Παράρτημα 2Α της ένστασης, κατά τη συνεδρία είχαν παραστεί οι αντίστοιχοι προϊστάμενοι των διαφόρων υποψηφίων και συγκεκριμένα ο Ανδρέας Πολυδωρίδης Βοηθός Διευθυντής (Σταθμού) Δεκέλειας που έδωσε τις απόψεις του για εννέα υποψηφίους, ο Αντώνης Ιωάννου Διευθυντής του Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Βασιλικού που έδωσε τις απόψεις του για ένα υποψήφιο και τέλος ο Μιχάλης Βοσκός Διευθυντής Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού Μονής που κατέγραψε τις συστάσεις του για τους υπόλοιπους υποψήφιους.  Υπό την ευθύνη του Μιχάλη Βοσκού ήταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Και για τους δύο ο Μ. Βοσκός ανέφερε ότι αυτοί έχουν ευρύτατη πείρα στο Τμήμα Λειτουργίας του Σταθμού, εξαιρετικές οργανωτικές και πολύ καλές εποπτικές ικανότητες, η απόδοση τους ήταν εξαιρετική, κρίνονταν δε κατάλληλοι για προαγωγή.  Επομένως, η σύσταση του άμεσα Διευθυντή ήταν πανομοιότυπη, χρησιμοποιήθηκε δε ταυτόσημο λεκτικό για να καταγραφεί η κρίση του. Σημειώνεται περαιτέρω ότι το ίδιο ακριβώς λεκτικό χρησιμοποιήθηκε για σχεδόν όλους τους υπόλοιπους υποψήφιους στο Σταθμό Μονής δηλαδή για δέκα από τους δεκατρείς υποψήφιους υπό τη διεύθυνση του Μ. Βοσκού, ενώ για τους υπόλοιπους τρεις η διαφοροποίηση ήταν ότι αυτοί αντί εξαιρετικών οργανωτικών ικανοτήτων είχαν πολύ καλές ικανότητες. 

 

Στη συνέχεια η Επιτροπή Επιλογής, όπως αναφέρεται, αφού μελέτησε με μεγάλη προσοχή και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της «….. δηλαδή, τα υπηρεσιακά τους στοιχεία, τους προσωπικούς τους φακέλους, την πείρα, την αξία, την ικανότητα τους, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, την επίδοση τους στην υπηρεσία όπως αυτά αναφέρονται εκτενέστερα στον Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, καθώς επίσης τις αξιολογήσεις τους», και, αφού ακολούθησε συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων και έλαβαν υπόψη «τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής» και τις συστάσεις και απόψεις των Πολυδωρίδη, Ιωάννου και Βοσκού, «…. προέβησαν στην επιλογή των επικρατέστερων υποψηφίων σε σύγκριση με τους υπόλοιπους υποψηφίους και επέλεξαν ομόφωνα τους πέντε πιο κάτω που αναφέρονται με αλφαβητική σειρά για προαγωγή ….».  Στους προτεινόμενους ήταν και το ενδιαφερόμενο μέρος αλλά όχι ο αιτητής. 

 

Ο Δεύτερος Πίνακας της Κ.Δ.Π. 291/86 τιτλοφορείται «Κανόνες Επιτροπών Επιλογής και Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής», και ρυθμίζει  τη  διαδικασία τους.  Οι Επιτροπές  έχουν  συσταθεί με βάση τον Καν. 18(1) της Κ.Δ.Π. 291/86. Η Επιτροπή Επιλογής σύμφωνα με τον Καν. 12 επιλαμβάνεται των αιτήσεων για προαγωγή και αφού αξιολογήσει κατά την κρίση εκάστου μέλους της τους υποψήφιους, επιλέγει τον ή τους επικρατέστερους λαμβάνοντας υπόψη τα παραδεδεγμένα κριτήρια, αφού δε συμπληρωθεί η κρίση των υποψηφίων, με βάση τον Κανόνα 14, «….. συντάσσει ητιολογημένη την Συμβουλευτική αυτής Έκθεση προς την Αρχή ήτις Έκθεσις υποβάλλεται μέσω του Διευθυντού ως εισήγησίς της …..».   

 

Η εξέταση των προσόντων του αιτητή σε σύγκριση με αυτά του ενδιαφερομένου μέρους όπως συνάγονται από τα στοιχεία που κατατέθηκαν στην ένσταση και που αποτελούνται από την καταγραφή της ανέλιξης εκάστου, τα ακαδημαϊκά προσόντα και τα φύλλα αξιολόγησης, αποκαλύπτει ότι ο αιτητής είχε διοριστεί το πρώτο με τους καθ΄ ων στις 14.2.79 στη θέση του Εκπαιδευόμενου Χειριστή Μηχανών, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στην ίδια θέση στις 20.4.81.  Ο αιτητής γεννήθηκε στις 4.1.52 και το ενδιαφερόμενο μέρος στις 16.5.59.  Πήραν και οι δύο προαγωγή στη θέση του Χειριστή Μηχανών 1ης Τάξης την 1.3.92, κατέχουν δε παρόμοια ακαδημαϊκά προσόντα.  Από τα φύλλα αξιολόγησης προσωπικού για τα έτη 1999-2005, ο αιτητής εμφανίζεται να υπερτερεί του ενδιαφερομένου μέρους στην αξιολόγηση των ετών 2000-2003,  έχοντας  βαθμολογηθεί με 5 περισσότερα Α, ήτοι, με 2 περισσότερα για το 2000 και από 1 περισσότερο για τα έτη 2001-2003.  Για την περίοδο 2004-2005 και οι δύο είχαν αξιολογηθεί κατά τον ίδιο τρόπο. Παρατηρείται όμως ότι για το έτος 2004, ο τότε Διευθυντής του Σταθμού Μονής έγραψε στις παρατηρήσεις του Μέρους ΙΙΙ ότι κατά την άποψη του ο αιτητής είχε αδικηθεί κατά την αξιολόγηση διότι έπρεπε να είχε 6 Α.  Όπως προαναφέρθηκε, η σύσταση του Μ. Βοσκού ήταν πανομοιότυπη και για τους δύο.

 

 Παρά τις πιο πάνω διαφορές η Επιτροπή Επιλογής προτίμησε το ενδιαφερόμενο μέρος χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική αιτιολογία από την οποία να δύναται το Δικαστήριο να ελέγξει την κρίση της.  Ορθά ο κ. Κωνσταντίνου ανέφερε με αναφορά στη νομολογία ότι η Επιτροπή Επιλογής απλώς επανέλαβε τα κριτήρια της νομοθεσίας και των κανονισμών χωρίς πουθενά να αναφέρεται η  τυχόν ειδοποιός διαφορά που οδήγησε στην προτίμηση του ενός από τον άλλο. 

 

Όπου απαιτείται αιτιολογία, όπως στην περίπτωση του Κανόνα 14, η διοίκηση οφείλει να μην προβαίνει σε γενικές και αόριστες εισηγήσεις ούτε να ικανοποιείται με την  επανάληψη των θεσμοθετημένων κριτηρίων, άλλως η κρίση της υπόκειται σε ακύρωση.  Όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 στη σελ. 186, δεν αρκούν οι γενικοί χαρακτηρισμοί ή η επανάληψη των διατάξεων του νόμου για να εκπληρωθεί η απαίτηση νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης για αιτιολογία, αλλά αντίθετα πρέπει να φαίνονται τα πραγματικά στοιχεία πάνω στα οποία βασίστηκε η κρίση του οργάνου.  Παρόμοια διατύπωση με την επίδικη υπόθεση είχε  γίνει  από τους καθ΄ ων και στην Τρίαρου ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 88/01, ημερ. 19.8.02, η οποία και έτυχε ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο για έλλειψη αιτιολογίας. 

 

Έχοντας υπόψη ότι ο Μ. Βοσκός ως άμεσα υπεύθυνος των εμπλεκομένων είχε διατυπώσει την ίδια ευνοϊκή κρίση και για τους δύο χωρίς οποιαδήποτε προτίμηση υπέρ του ενός ή του άλλου και έχοντας περαιτέρω υπόψη το ότι από τα όσα καταγράφηκαν πριν, φαίνεται μια κατά τι υπεροχή του αιτητή ως προς το ευδόκιμο της υπηρεσίας του αλλά και την αρχαιότητα του, η Επιτροπή Επιλογής είχε πλέον επιβεβλημένο καθήκον να προβεί σε συγκεκριμένη κρίση δικαιολογώντας την προτίμηση της για το ενδιαφερόμενο μέρος έναντι του αιτητή.  Η γενικόλογη αναφορά στα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής, τα οποία απλώς επαναλαμβάνει όπως αυτά καταγράφονται στον Καν. 23(2) της Κ.Δ.Π. 291/86, καθώς και η απλή και χωρίς εξειδίκευση αναφορά στην πείρα, αξία, ικανότητα, αρχαιότητα κλπ., δεν επαρκεί.  Είναι αδύνατο για το Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσο η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής Επιλογής ασκήθηκε ή όχι ορθά εφόσον δεν καταγράφονται συγκεκριμένοι λόγοι παράκαμψης του αιτητή.  Σχετική είναι και η παρόμοια απόφαση στη Γεώργιος Σολωμού ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 179/05, ημερ. 7.8.07.

 

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη διαδικασία που έγινε ενώπιον της Υπεπιτροπής όπου και πάλι στα σχετικά πρακτικά ημερ. 11.1.07, παρόλον που αναφέρεται ότι τα μέλη της Υπεπιτροπής μελέτησαν προσεκτικά και εξέτασαν όλα τα στοιχεία και σύγκριναν τους υποψήφιους  που είχαν προταθεί από την Επιτροπή Επιλογής, απέτυχαν να καταγράψουν οποιαδήποτε συγκεκριμένη διαφοροποίηση που να καθιστούσε την κρίση της για μη σύσταση του αιτητή υποκείμενη σε έλεγχο.  Να σημειωθεί ότι στην Υπεπιτροπή είχε καταθέσει τη σύσταση του ο Μωϋσής Σταύρου, Γενικός Διευθυντής των καθ΄ ων, ο οποίος είχε συστήσει δύο άλλα άτομα.   Δεχόμενη η Υπεπιτροπή την εισήγηση του όσον αφορά τον ένα εξ αυτών, ήτοι, τον Γεώργιο Δημητρίου (που ήταν ένα από τα άτομα που σύστησε και η Επιτροπή Επιλογής), παρέκκλινε ως προς τη σύσταση του για τον Βασίλειο Λυσάνδρου (που ήταν επίσης ένα από τα άτομα που συστήθηκαν από την Επιτροπή Επιλογής), υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, χωρίς να δοθεί καμιά ουσιαστική δικαιολογία.  Μάλιστα, στην καταληκτική παράγραφο των πρακτικών η μόνη δικαιολογία που παρουσιάζεται είναι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αρχαιότητα των υπολοίπων ανθυποψηφίων του, πλην του αιτητή.  Προδήλως λοιπόν παρά το γεγονός ότι σημειώθηκε η αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους η μη σύσταση του αιτητή δεν δικαιολογήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. 

 

Τέλος, και τα πρακτικά των ίδιων των καθ΄ ων ημερ. 6.2.07 έχουν ουσιαστικά αντιγράψει τα πρακτικά της Υπεπιτροπής όσον αφορά την κατ΄ επίφαση εκ νέου αξιολόγηση που έγινε για τους υποψήφιους σε σχέση με την προαγωγή τους.  Και πάλι εκεί είχε παραστεί και είχε δώσει τις συστάσεις του ο Γενικός Διευθυντής των καθ΄ ων που ήσαν οι ίδιες που είχε προτείνει ενώπιον της Υπεπιτροπής. Κατά παρέκκλιση και πάλι των συστάσεων, προσφέρθηκε  προαγωγή στο ενδιαφερόμενο μέρος σημειώνοντας ταυτόχρονα την αρχαιότητα του αιτητή έναντι του, χωρίς όμως και να αιτιολογείται η προτίμηση.

Ορθά η κα Πασιουρτίδου τόνισε ότι τόσο η Επιτροπή Επιλογής όσο και η Υπεπιτροπή έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα (Καν. 18(2) και 19(3) της Κ.Δ.Π. 291/86), οι δε καθ΄ ων δεν δεσμεύονται από τις συστάσεις, έχοντας την «αποκλειστικήν αρμοδιότητα και εξουσίαν» της λήψης της τελικής και δεσμευτικής απόφασης.  Όμως, η πλημμελής αιτιολογία της Επιτροπής Επιλογής και της Υπεπιτροπής συμπαρασύρουν την τελική κρίση και απόφαση των καθ΄ ων, εφόσον αυτοί δεν άσκησαν ουσιαστική ανεξάρτητη κρίση ούτε επανεξέτασαν εξ υπαρχής τους υποψήφιους ώστε να διαλέξουν προς προαγωγή τους «πιο κατάλληλους», όπως οι ίδιοι αναφέρουν στην προτελευταία παράγραφο της τρίτης σελίδας των πρακτικών τους.  Υπενθυμίζεται  άλλωστε  ότι  σύμφωνα  με  τις  πρόνοιες  του Καν. 23(4), οι καθ΄ ων κατά την προαγωγή σε θέσεις άλλες από κλίμακα Α15, λαμβάνουν «δεόντως υπ΄ όψιν» τις συστάσεις και απόψεις της Επιτροπής Επιλογής, της Υπεπιτροπής, του Διευθυντή και τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων.  Οι συστάσεις αυτές λαμβάνονται μεν υπόψη και δεν είναι ανάγκη να ακολουθούνται, αλλά  αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να καταγραφεί η αυτόνομη άποψη των ιδίων των καθ΄ ων η οποία πρέπει να προσφέρει και την αναγκαία αιτιολόγηση.

 

Αυτό οι καθ΄ ων δεν το έπραξαν.  Και όχι μόνο αυτό, αλλά και προχώρησαν να διαπράξουν και έτερο σοβαρό λάθος (όπως ακριβώς έπραξε και η Υπεπιτροπή), θεωρώντας ότι αφού ορισμένοι υποψήφιοι, όπως οι Νίκος Χρ. Ρούσος, Χαράλαμπος Χρ. Ιωάννου και Βασίλειος Λυσάνδρου, είχαν ήδη κριθεί κατάλληλοι για προαγωγή σε ομόβαθμες θέσεις κατά την ίδια συνεδρία, αυτοί εξαιρέθηκαν στην ουσία από περαιτέρω αξιολόγηση για την επίδικη θέση προαγωγής.  Το αυτό έγινε και με τον αιτητή σ΄ ό,τι αφορά τη σύσταση του Γενικού Διευθυντού ενώπιον της Υπεπιτροπής.  Φανερώνεται από τη σελ. 2 των πρακτικών ημερ. 11.1.07, ότι «απέκλεισε» στην ουσία τον αιτητή, επειδή τον είχε συστήσει για προαγωγή σ΄ άλλη ομόβαθμη θέση.  Το ίδιο επαναλήφθηκε και ενώπιον των καθ΄ ων (δέστε τη δεύτερη παράγραφο της σελ. 2 των αντίστοιχων πρακτικών ημερ. 6.2.07).

 

Προκύπτει επομένως ότι ο Αιτητής δεν είχε τύχει ορθής και αντικειμενικής αξιολόγησης.  Με τον τρόπο που είχε ενεργήσει ο Διευθυντής και η Υπεπιτροπή, το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρήθηκε ότι «… υπερείχε σε αρχαιότητα και κατά συνέπεια σε πείρα έναντι όλων των υπολοίπων ανθυποψηφίων του ….».  (καταληκτική παράγραφος των πρακτικών των καθ΄ ων).  Όλα τα πιο πάνω δείχνουν έλλειψη αντικειμενικά ορθής αιτιολόγησης γενικότερα.  Αλλά και συγκεκριμένα όσον αφορά την προτίμηση του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή, που είχε αρχαιότητα έναντι του, ουδέν απολύτως αναφέρεται.  Καμιά συγκριτική αξιολόγηση δεν έγινε μεταξύ των δύο.  Η όλη «αιτιολογία» παρέμεινε κενό γράμμα.

 

Αποτελεί θεμελιωμένη αρχή ότι όπου απαιτείται αιτιολογία, αυτή καθίσταται ουσιώδης τύπος της πράξης (Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298 και Τουραπή ν. Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., Αναθ. Έφ. Αρ. 106/05, ημερ. 18.12.07).  Πρέπει απαρεκλήτως η αιτιολογία να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της ληφθείσας απόφασης και δεν μπορούν κενά να συμπληρώνονται από το φάκελο.  (Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 και Σωτήρης Λουκά ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 725/05, ημερ. 2.4.07).  Στη Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385, υιοθετήθηκε ακριβώς η αρχή ότι η αιτιολογία δεν μπορεί να αναπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.  Ο λόγος είναι προφανής.  Το Δικαστήριο δεν αξιολογεί πρωτογενώς τα στοιχεία που είχε η διοίκηση.  Δεν αποτελεί δικό του έργο. Όπως σημειώθηκε στην   Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – σελ. 142:

 

«Σε καμιά περίπτωση δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής μόρφωση δικής του γνώμης.  Ανατρέχουμε, όποτε είναι επιτρεπτό, στους φακέλους στην προσπάθεια αναζήτησης του συλλογισμού της διοίκησης.»

 

  Ό,τι το Δικαστήριο κρίνει, είναι αν η διοίκηση ενήργησε ορθά έχοντας υπόψη όλες τις νομολογημένες παραμέτρους για τη λήψη της απόφασης εντός της διακριτικής της ευχέρειας.  Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται η καταγραφή της απαραίτητης αιτιολογίας. Σημειώνεται ότι δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοσδήποτε ιδιαίτερος διοικητικός φάκελος από τον οποίο να αντλούνταν ενδεχομένως άλλα στοιχεία.  Κατατέθηκαν μόνο οι δύο προσωπικοί φάκελοι οι οποίοι περιέχουν μόνο τα προσωπικά στοιχεία και δεδομένα των δύο ατόμων.   Δεν τίθεται επομένως θέμα συζήτησης περί έκδηλης υπεροχής του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, όπως έγινε εισήγηση από τους καθ΄ ων.  Αυτό θα συζητείτο αν υπήρχε επαρκής αιτιολογία για να εξέταζε πλέον το Δικαστήριο τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.

 

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                Στ. Ναθαναήλ,

                                                               Δ.

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο