ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1048/2005]
16 Απριλίου, 2008
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΡΙΣΣΩ
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ων η αίτηση
Ν. Χρυσομηλά για την αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Δ. Στεφανίδης για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αφορά στην πλήρωση της θέσης Διευθυντή Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης. Αφού επρόκειτο για θέση Προϊσταμένου Τμήματος, κατά το άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος) η περίπτωση εξαιρείτο από τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής και όλα τα σχετικά συγκεντρώνονται στις διαδοχικές συνεδρίες της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ). Κατ’ αρχάς αυτά αφορούν στη διαπίστωση των προσοντούχων από τους 6 που ανταποκρίθηκαν στην προκήρυξη της θέσης, ως Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Στη συνέχεια, στην προφορική εξέταση των τεσσάρων που κρίθηκε ότι κατείχαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, στη λήψη της σύστασης του Γενικού Διευθυντή και στην τελική αιτιολόγηση της ΕΔΥ στις 7.7.05, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η επιλογή του Πόλυ Μιχαηλίδη (ο ενδιαφερόμενος) ως του καταλληλότερου. Η αιτήτρια, που κρίθηκε προσοντούχος, προσέβαλε το διορισμό/προαγωγή του ενδιαφερομένου ουσιαστικά με την εισήγηση πως τα δεδομένα επέβαλλαν να είχε επιλεγεί η ίδια.
Διευκρινίστηκαν ορισμένα σημεία, εγκαταλείφθηκαν ορισμένοι ισχυρισμοί για πλάνη ως προς την αρχαιότητα ή και ως προς τα προσόντα και η γενική εικόνα, όπως την κατέγραψε και η ΕΔΥ μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως: Η αιτήτρια και ο ενδιαφερόμενος ήδη βρίσκονταν στη δημόσια υπηρεσία και ο ενδιαφερόμενος ήταν ο αρχαιότερος των δύο. Ενόψει της κατοχής από τον ίδιο της ανώτερης θέσης του Πρώτου Γεωλογικού Λειτουργού από την 1.7.03 αλλά και ενόψει της προηγούμενης σταδιοδρομίας του μέχρι την προαγωγή τους στη θέση Ανώτερου Γεωλογικού Λειτουργού, την οποία κατείχε η αιτήτρια κατά τον ουσιώδη χρόνο. Τα προσόντα και των δυο, ιδιαίτερα αξιόλογα όπως ήσαν, δεν έθεταν τον ένα σε θέση υπεροχής έναντι του άλλου και πράγματι, η ΕΔΥ δεν ήταν με αναφορά σ’ αυτά που έκρινε πως ο ενδιαφερόμενος ήταν ο καταλληλότερος. Ως προς την αξία, έναντι της αξιολόγησης της αιτήτριας κατά τα τελευταία χρόνια, ως εξαίρετης σε όλα τα στοιχεία των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, ο ενδιαφερόμενος είχε σε ένα στοιχείο, (στην υπηρεσιακή έκθεση του 2003, σε δύο) αξιολόγηση ως πολύ ικανοποιητικός. Τα υπόλοιπα προέκυπταν από τη διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ. Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε τον ενδιαφερόμενο και η ίδια η ΕΔΥ σχημάτισε καλύτερη εικόνα γι’ αυτόν. Για τους λόγους που κατέγραψε έκρινε την απόδοσή του στην προφορική εξέταση ως εξαίρετη. Ενώ εκείνη της αιτήτριας ως πάρα πολύ καλή. Η ΕΔΥ δεν παρέβλεψε την αξιολόγηση των δυο στις υπηρεσιακές εκθέσεις, αλλά αναφέρθηκε σ’ αυτή ρητά. Θεωρούσε, όμως, πως παρά την καλύτερη βαθμολογία της αιτήτριας σε ένα σημείο, στο σύνολο, ενόψει της ουσιαστικής αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου, του γεγονότος ότι δεν υστερούσε ως προς τα προσόντα, της υπέρ του σύστασης του Γενικού Διευθυντή και της καλύτερης εντύπωσης που σχημάτισε γ’ αυτόν από την προφορική εξέταση, ιδιαίτερα αφού η θέση ήταν διευθυντική, καταλληλότερος ήταν ο ενδιαφερόμενος.
Η αιτήτρια τονίζει το γεγονός ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη αλλά ορθώς επ’ αυτού σημειώνουν οι καθ’ ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος πως αυτή, κατά το Νόμο, καθίσταται στοιχείο κρίσης χωρίς να απαιτείται αιτιολόγησή της. Υποστηρίζει περαιτέρω η αιτήτρια πως δεν ήταν αιτιολογημένη η εντύπωση της ΕΔΥ ως προς την απόδοση κατά την προφορική εξέταση, αντίθετα προς την απαίτηση για αιτιολογία όπως την επέβαλε το άρθρο 34(10) του Νόμου. Σημειώνει χαρακτηριστικά πως δεν αρκεί η απλή καταγραφή ότι ορισμένοι αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι και άλλοι ως πάρα πολύ καλοί, παραγνωρίζοντας όμως πως δεν εξαντλείται σ’ αυτά το πρακτικό που τηρήθηκε. Περιλαμβάνει και όσα οδήγησαν την ΕΔΥ σε αυτή την γενική αποτίμηση, επαρκώς ενόψει της νομολογίας μας. (Βλ. Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 374). Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα από τα πρακτικά με την επισήμανση πως αν αφαιρέσουμε την αρχική αναφορά στα προσόντα του ενδιαφερόμενου που δεν μπορεί να διασυνδεθεί προς εντυπώσεις από την προφορική εξέταση, τα υπόλοιπα δείχνουν διαφορές που εύλογα δικαιολογούν τη γενική εντύπωση:
«ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Πόλυς: Εξαίρετος. Διαθέτει υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Είναι άριστα ενημερωμένος για όλα τα προβλήματα του Τμήματος. Προσεγγίζει τα θέματα με κριτική διάθεση, τα αναλύει με σαφήνεια και τεκμηριώνει τις θέσεις του με επιστημονικό τρόπο. Για τα προβλήματα του Τμήματος εισηγείται πρακτικούς τρόπους επίλυσής τους. Από τις απαντήσεις του διεφάνη ότι διαθέτει ευελιξία σκέψης, εξαίρετη κρίση και πειστικότητα.
ΜΟΡΙΣΣΩ-ΓΕΩΡΓΙΟΥ Eλένη: Πάρα πολύ καλή. Οι απαντήσεις της στα διάφορα θέματα που της υποβλήθηκαν σχετικά με το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης μπορούν να χαρακτηριστούν ως πάρα πολύ καλές. Βλέπει τα θέματα σφαιρικά, τα αναλύει και με πειστικά επιχειρήματα τεκμηριώνει τις θέσεις της. Σε μερικές, όμως, περιπτώσεις, οι εισηγήσεις της για λύσεις προβλημάτων του Τμήματος δεν ήταν πολύ πρακτικές. Είναι ευγενής με ευχάριστη προσωπικότητα.»
Τελικά, είναι η θέση της αιτήτριας πως ήταν ανεπίτρεπτο να προσδοθεί τόσο υπερβολική σημασία στις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση όταν η ίδια υπερείχε κατά τις ετήσιες αξιολογήσεις ως προς τις οποίες, μάλιστα, η ΕΔΥ διέπραξε λάθος. Εμφάνισε και την ίδια να έχει, κατά το 2003, αξιολόγηση σε ένα σημείο ως πολύ ικανοποιητικά, ενώ στην πραγματικότητα είχε σε όλα τα στοιχεία, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, αξιολογηθεί ως εξαίρετη.
Είναι ορθή η αναφορά της ΕΔΥ στη νομολογία αναφορικά με τη μεγαλύτερη σημασία των εντυπώσεων από την προφορική εξέταση, στην περίπτωση διευθυντικών θέσεων ψηλά στην ιεραρχία. Μετά, δεν ήταν μόνο οι εντυπώσεις από την προφορική εξέταση. Ήταν και η αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου και η υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Το δε λάθος, το οποίο ας σημειωθεί αναγνωρίστηκε ενώπιόν μου, δεν μπορεί κάτω από τα δεδομένα της περίπτωσης, να προσλάβει την καταλυτική σημασία που εισηγείται η αιτήτρια. Η πλάνη επιφέρει ακυρότητα όταν είναι ουσιώδης. Όταν δηλαδή προκύπτει πως επέδρασε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν προκειμένω, η ΕΔΥ σαφώς έκρινε πως η επιμέρους υπεροχή στη βαθμολογία σε κάποιο σημείο δεν ήταν αρκετή για να διαφοροποιήσει την εκτίμησή της ως προς τον καταλληλότερο στη βάση του συνόλου των δεδομένων και δεν θεωρώ πως η προσθήκη ακόμα ενός τέτοιου σημείου, για ένα έτος από τα πολλά, διαφοροποιεί την κατάσταση.
Καταλήγω πως η ΕΔΥ δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Δεν θεμελιώνεται έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας. Η επιλογή του ενδιαφερόμενου ήταν ευλόγως επιτρεπτή και η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €800 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΜΣι.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο