Α.Ο.Μ.Μ ΓΑΛΑΞΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΛΤΔ ν. ΔΗΜΟΥ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1571/2005, 16 Απριλίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1571/2005)

 

16 Απριλίου, 2008

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  6,  28  ΚΑΙ

146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Α.Ο.Μ.Μ  ΓΑΛΑΞΙΑΣ  ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ  ΛΤΔ,

Αιτητές,

ν.

 

ΔΗΜΟΥ  ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ,

Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

Αυγουστίνος Τσάρκατζης, για Χρ. Πατσαλίδη,  για τους Αιτητές.

Χαράλαμπος Προύντζος, για Ζωμενή,  για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές, οι οποίοι ασχολούνται με τη διοργάνωση διαφόρων εκδηλώσεων, αξιώνουν ακύρωση απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία η φορολογία θεάματος για συγκεκριμένη παράσταση καθορίστηκε στις Κ£2.893,50.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, οι αιτητές διοργάνωσαν το Σεπτέμβριο του 2005, στο Αμφιθέατρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, το οποίο βρίσκεται εντός των δημοτικών ορίων Στροβόλου, θεατρική παράσταση.  Πριν από την παράσταση, τα εισιτήρια - 1286 τον αριθμό - αξίας £15,00 έκαστο, είχαν σημανθεί από τους καθ’ ων η αίτηση.  Στις 6/10/2005 οι καθ’ ων η αίτηση απέστειλαν στους αιτητές το υπ’ αρ. 1044 χρεωστικό δελτίο, με το οποίο τους κοινοποιούσαν ότι η φορολογία για την εν λόγω παράσταση ανερχόταν στο ποσό των £Κ2,893.50 και τους καλούσαν να το εξοφλήσουν.

 

Οι αιτητές, με την προσφυγή τους, ισχυρίζονται ότι ο φόρος θεάματος, τον οποίο οι καθ’ ων η αίτηση τους επέβαλαν, είναι παράνομος.  Υπολογίστηκε, ισχυρίζονται, επί της συνολικής αξίας των εισιτηρίων, συμπεριλαμβανομένου και του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), γεγονός που αντιβαίνει την ισχύουσα νομοθεσία, τις Οδηγίες και τους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.  Η απόφαση, υπέβαλαν, είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης και λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και του ΄Αρθρου 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), (όπως τροποποιήθηκε).

 

Με την ένστασή τους, οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν προδικαστικά διάφορα ζητήματα, με πρώτο αυτό του εννόμου συμφέροντος των αιτητών.  Ισχυρίζονται ότι οι αιτητές εισέπραξαν το τέλος θεάματος προς όφελος και/ή για λογαριασμό τους και, ως εκ τούτου, στερούνται εννόμου συμφέροντος.  Λειτουργοί των καθ’ ων η αίτηση, κατά την ημέρα της παράστασης, παρέλαβαν τα εισιτήρια, στις εισόδους του θεάτρου, τα οποία προηγουμένως είχαν σημανθεί από αυτούς, επιβεβαιώνοντας έτσι, ότι οι αιτητές είχαν ήδη εισπράξει το αντίστοιχο τέλος θεάματος, το οποίο περιλαμβανόταν στη συνολική τιμή των £15,00.  Προς ενίσχυση της θέσης τους, παρέπεμψαν στα ΄Αρθρα 85(2)(ι)(ι)(ιι)(ιιι)(ιν) του περί Δήμων Νόμου του 1985, (Ν. 111/85), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), στον Κανονισμό 163 των περί Χωρίων (Διοίκησις και Βελτίωσις) Κανονισμών Στροβόλου 1951, (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»), σύμφωνα με τον οποίο καθορίζεται το ύψος του τέλους θεάματος και ο τρόπος είσπραξης και πληρωμής του και στην Sportsman Betting Company Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1069.  

 

Η πιο πάνω προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.  ΄Οπως προκύπτει από τα ενώπιόν μου στοιχεία, το τι αμφισβητείται από μέρους των αιτητών δεν είναι η εξουσία των καθ’ ων η αίτηση για επιβολή φόρου θεάματος, ανάλογα με τα υπό του Νόμου και των Κανονισμών προβλεπόμενα ποσά, αλλά ο τρόπος υπολογισμού του.  Δηλαδή, επί ποίου ποσού θα έπρεπε να υπολογισθεί ο προβλεπόμενος φόρος θεάματος.  Η απόφαση στη Sportsman Betting Company Ltd v. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), διαφοροποιείται της παρούσας.  Εκεί εξετάστηκε η εγκυρότητα της χρέωσης του 25% που επιβάλλεται από το Υπουργείο Οικονομικών επί των συλλογικών στοιχημάτων.  Εάν, κατέληξε το Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση:- (σελ. 1073)

 

«... η προσφυγή γινόταν αποδεκτή αυτό θα σήμαινε ότι η εφεσείουσα μπορούσε να οικειοποιηθεί τα διάφορα ποσά που είσπραξε από τους πελάτες της, που βεβαίως ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.  ΄Οπως έχουμε σημειώσει από την αρχή εκείνο που προσβάλλεται είναι η είσπραξη των ποσών από τους καθ’ ων η αίτηση, χρημάτων που είχαν ήδη εισπραχθεί από την εφεσείουσα από πελάτες της που είχαν συμμετάσχει σε στοιχήματα, και βεβαίως είναι σε συνάρτηση προς αυτή την πράξη που πρέπει να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της και όχι γενικά προς τις δυνητικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του νόμου, αφηρημένα.»

 

 

 

Στην παρούσα, δεν τίθεται ζήτημα οικειοποίησης οιουδήποτε ποσού από τους αιτητές.  Απλά, επιδιώκεται όπως ο υπολογισμός του τέλους θεάματος γίνει επί του ποσού του εισιτηρίου, χωρίς σ’ αυτό να περιλαμβάνεται το ποσό του Φ.Π.Α.

 

Εγείρουν, επίσης, οι καθ’ ων η αίτηση ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  Ισχυρίζονται ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον πράξης εκτέλεσης, η οποία δεν είναι δυνατό να προσβληθεί με προσφυγή.  Εκτελεστή πράξη, διατείνονται, είναι η προηγηθείσα πράξη της σήμανσης των εισιτηρίων.  Η βούληση των καθ’ ων η αίτηση για επιβολή του τέλους θεάματος της συγκεκριμένης παράστασης εκδηλώθηκε με τη σήμανση των εισιτηρίων.  Η αποστολή του χρεωστικού δελτίου δεν μπορεί, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες,  να θεωρηθεί εκτελεστή πράξη.  Παρέπεμψαν σχετικά στην Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου, Υπόθεση Αρ. 859/05, 7/9/06.

 

Κατά την ετοιμασία της απόφασης, περιήλθαν σε γνώση μου αποφάσεις των αδελφών Δικαστών Νικολαΐδη και Νικολάτου στις Υποθέσεις Αρ. 859/05 και 367/06, 7/9/06 και 2/10/06, (αντίστοιχα).  Αφορούν υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων - (Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου) - κατά τις οποίες εξετάστηκε πανομοιότυπη ένσταση.  Ο αδελφός Δικαστής Νικολαΐδης έκαμε δεκτή την προδικαστική ένσταση και απέρριψε την προσφυγή, σε αντίθεση με τον αδελφό Δικαστή Νικολάτο, ο οποίος απέρριψε την ένσταση.  Με το σκεπτικό της απόφασής του, σε σχέση με το προδικαστικό αυτό ζήτημα, συμφωνώ και το παραθέτω:-

 

«Στην υπόθεση εκείνη ο αδελφός Δικαστής κ. Νικολαΐδης έκρινε πως οι προσβαλλόμενες πράξεις ήταν απλά χρεωστικά δελτία και όχι αποφάσεις της Διοίκησης και ότι ουσιαστικά έτειναν στην είσπραξη ήδη οφειλόμενου ποσού και ως εκ τούτου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και ήταν εκτός του ελέγχου του ακυρωτικού δικαστηρίου.

 

Στην προκείμενη περίπτωση κρίνω ότι με όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου τίθεται θέμα απόφασης των καθ’ ων η αίτηση εφόσον εγείρεται ζήτημα τρόπου υπολογισμού του φόρου θεάματος που επιβλήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση.  Θεωρώ δηλαδή ότι με το προαναφερόμενο χρεωστικό δελτίο, που απέστειλαν οι καθ’ ων η αίτηση στους αιτητές, οι καθ’ ων η αίτηση κοινοποίησαν στους αιτητές την απόφαση τους ως προς τον υπολογισμό της αξίας των εισιτηρίων επί των οποίων επέβαλαν φορολογία θεάματος.  Εν όψει των όσων εγείρονται στην υπό εξέταση προσφυγή, δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά την κρίση μου, ότι το προαναφερόμενο χρεωστικό δελτίο δεν περιλαμβάνει και απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ως προς την αξία των εισιτηρίων και ότι με αυτό επιδιώκεται μόνον η είσπραξη ενός, δυνάμει του Νόμου, ήδη οφειλομένου ποσού.»

 

 

 

Περαιτέρω, με τη σήμανση των εισιτηρίων, απλά οι αιτητές πληροφορούνταν ότι, σε περίπτωση πώλησής τους, θα κατέβαλλαν φόρο θεάματος.

 

΄Εχει εγερθεί, επίσης, από τους καθ’ ων η αίτηση, ζήτημα εμπρόθεσμου της προσφυγής, το οποίο, όμως, ενόψει της κατάληξης σε σχέση με το ζήτημα της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αναπόφευκτα, δεν ευσταθεί. 

 

Προβάλλουν, περαιτέρω, οι καθ’ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και, συνεπώς, δεν είναι δεκτική προσβολής, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.  Ισχυρίζονται ότι, με την επίδικη απόφαση, αυτοί απλά επεδίωξαν να εισπράξουν το ποσό που είχε ήδη επιβληθεί και εισπραχθεί εκ μέρους των αιτητών προς όφελός τους.  Επεδίωξαν, ουσιαστικά, να διασφαλίσουν τα ποσά που εισπράχθηκαν για λογαριασμό τους. 

 

Είναι νομολογημένο ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο τομέων του δικαίου - του δημοσίου και του ιδιωτικού - είναι λεπτή και δεν είναι πάντοτε εύκολο να τεθεί.  Σύμφωνα με τη Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218:- (σελ. 222-223)

 

«Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο τομέων του δικαίου, του δημόσιου και του ιδιωτικού, είναι λεπτή και δεν είναι πάντοτε εύκολο να συρθεί.  Η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου, αποτελεί το βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων του δικαίου.  Αν η πράξη σκοπεί, κατά κύριο λόγο (primarily), στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και, στην αντίθετη περίπτωση, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου - (βλ. Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623· Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342, 2346).»

 

 

 

Το πεδίο του δημοσίου δικαίου διακρίνεται από το ιδιωτικό δίκαιο, ανάλογα με το σκοπό τον οποίο η νομοθεσία αποβλέπει να προαγάγει, και το ενδιαφέρον του κοινού στη συγκεκριμένη λειτουργία και αποφάσεις - (βλ. Tamasos Tobaco Supplies v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407). 

 

Στην παρούσα περίπτωση, με δεδομένο ότι δεν αμφισβητείται η εξουσία των καθ’ ων η αίτηση για επιβολή του συγκεκριμένου φόρου αλλά ο τρόπος υπολογισμού του επί της συνολικής αξίας των εισιτηρίων και, συνακόλουθα, το ύψος του, η περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη διαχείρισης της περιουσίας των καθ’ ων η αίτηση, για να εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Με την απόρριψη των προδικαστικών ενστάσεων που τέθηκαν, προχωρώ να εξετάσω την προσφυγή στην ουσία της. 

 

Δεν έχει αμφισβητηθεί από τους καθ’ ων η αίτηση ότι ο επιβληθείς φόρος θεάματος έχει υπολογισθεί επί της συνολικής αξίας των εισιτηρίων, συμπεριλαμβανομένου, δηλαδή, και του Φ.Π.Α. 

 

Εισηγούνται οι αιτητές ότι ο τρόπος υπολογισμού του επιβληθέντος φόρου αντίκειται στα ΄Αρθρα 14(1)(2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, (Ν. 95(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), («Ν. 95(Ι)/2000»), ως και στο ΄Αρθρο 11(2)(a) της ΄Εκτης Κοινοτικής Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, ημερομηνίας 17/5/1977, (η «Κοινοτική Οδηγία»).  Περαιτέρω, προς υποστήριξη της θέσης τους, παραπέμπουν στην υπόθεση Papadopoulos & Schinis Productions Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 865/01, 29/11/02, όπου εξετάστηκε κατά πόσο, για σκοπούς υπολογισμού του Φ.Π.Α., στην αξία του εισιτηρίου περιλαμβάνεται και το τέλος θεάματος. 

 

Το ίδιο ζήτημα εξετάστηκε στην Υπόθεση 367/06, πιο πάνω, από τον αδελφό Δικαστή Νικολάτο, ο οποίος, ερμηνεύοντας το ΄Αρθρο 85(2)(ι)(ι) του Νόμου,  κατέληξε:-

 

«... πως δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν την εξουσία να επιβάλουν τέλος θεάματος επί του συνολικού τιμήματος των εισιτηρίων περιλαμβανομένου και του Φ.Π.Α. και ότι είχαν υποχρέωση να επιβάλουν τέλος θεάματος μόνον επί του υπολοίπου του τιμήματος του εισιτηρίου, εξαιρουμένου του Φ.Π.Α..  Η εισήγηση ότι τέτοια ερμηνεία του άρθρου 85 (2)(ι) του Νόμου 111/85 δεν μπορεί να δοθεί επειδή ο Νόμος 111/85 είναι προγενέστερος των Νόμων 246/90 και 95(Ι)/2000, δεν με βρίσκει σύμφωνο.»

 

 

 

Θεώρησε ότι το ζήτημα επιβολής τέλους θεάματος είναι διαφορετικό από το ζήτημα καθορισμού αξίας συναλλαγής για σκοπούς επιβολής φόρου προστιθέμενης αξίας και έκρινε ότι:-

 

«Τόσο η Οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ημερ. 17.5.1977 όσο και οι προαναφερόμενες πρόνοιες του Ν 95(Ι)/2000 αλλά και του καταργηθέντος Νόμου 246/90 αφορούν στον υπολογισμό της αξίας μιας συναλλαγής για σκοπούς επιβολής φόρου προστιθέμενης αξίας και προνοούν ότι στον υπολογισμό της αξίας τέτοιας συναλλαγής θα λαμβάνονται υπόψη διάφορα στοιχεία, δεν θα λαμβάνεται όμως υπόψη ο επιβλητέος φόρος προστιθέμενης αξίας.»

 

 

 

Τα αποφασισθέντα στην Papadopoulos & Schinis Productions Ltd ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), κατέληξε ότι δεν επηρέαζαν το ζήτημα που εξέταζε. 

 

Το ΄Αρθρο 14(1) και (2) του Ν. 95(Ι)/2000 και το ΄Αρθρο 11(2)(a) της Κοινοτικής Οδηγίας προβλέπουν τα εξής:-

 

«14. - (1)  Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου η αξία οποιασδήποτε παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών καθορίζεται, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από ή με βάση τον παρόντα Νόμο, σύμφωνα με το παρόν άρθρο και το Μέρος Ι του Τέταρτου Παραρτήματος, και για εκείνους τους σκοπούς τα εδάφια (2) μέχρι (4) πιο κάτω ισχύουν τηρουμένων των διατάξεων εκείνου του Παραρτήματος.

 

(2)  Αν η συναλλαγή πραγματοποιείται έναντι χρηματικής αντιπαροχής, η αξία της λαμβάνεται ότι είναι τόσο ποσό όσο, με την πρόσθεση του επιβλητέου Φ.Π.Α., είναι ίσο προς την αντιπαροχή, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε επιδότησης που συνδέεται άμεσα με την τιμή της συναλλαγής.»

 

΄Αρθρο 11(2)(a)

2.  The taxable amount shall include:  (a) taxes, duties, levies and charges, excluding the value added tax itself;”

 

 

 

Επανερχόμενη στα γεγονότα της παρούσας, είναι φανερό ότι η επιβληθείσα φορολογία θεάματος έγινε σύμφωνα με το ΄Αρθρο 85(2)(ι)(ι) του Νόμου, ο οποίος παρέχει εξουσία στα δημοτικά συμβούλια να επιβάλλουν τέλος επί όλων των πληρωμών, οι οποίες γίνονται από οποιοδήποτε πρόσωπο και εισπράττονται για την είσοδο σε οποιοδήποτε δημόσιο θέαμα. 

 

Με κάθε εκτίμηση προς τον αδελφό Δικαστή Νικολάτο, έχω διαφορετική άποψη σε σχέση με την ερμηνεία του ΄Αρθρου 85(2)(ι)(ι) του Νόμου, λαμβανομένου υπόψη του ΄Αρθρου 14(2) του  Ν. 95(Ι)/2000, το οποίο, στην ουσία, δε διαφέρει από το ΄Αρθρο 23(2) του καταργηθέντος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, (Ν. 246/90), το οποίο εξετάστηκε στην Papadopoulos & Schinis Productions Ltd ν. Δημοκρατίας, από το νυν Πρόεδρο και τότε Δικαστή Αρτεμίδη.  Με τα αποφασισθέντα σ’ αυτή συμφωνώ και τα θεωρώ σχετικά.  Εκεί απασχόλησε κατά πόσο τα τέλη θεάματος, που πληρώνονται στα δημοτικά συμβούλια επί της αξίας εισιτηρίων για δημόσια θεάματα, αφαιρούνται προτού υπολογιστεί ο Φ.Π.Α.  Το Δικαστήριο, με αναφορά στο εδάφιο (2) του ΄Αρθρου 23 του Ν. 246/90, κατέληξε ως εξής:-

 

«Η αντιπαροχή, στην υπόθεση που εξετάζουμε, είναι το τίμημα του εισιτηρίου που πωλείται από τον διοργανωτή του δημόσιου θεάματος περιλαμβανομένου και τους τέλους που πληρώνεται στο Δήμο.  Η ερμηνεία αυτή συνάδει, όπως ορθά υποδεικνύει η δικηγόρος της Δημοκρατίας, και με το περιεχόμενο της 6ης Κοινοτικής Οδηγίας (77/388/ΕΟΚ), στο πλαίσιο της οποίας θεσπίστηκε ο Ν.246/90, και που ορίζει πως στον καθορισμό της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α. περιλαμβάνονται φόροι, δασμοί, δικαιώματα, εισφορές και τέλη, πλην του ιδίου του ΦΠΑ.»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη το λεκτικό του ΄Αρθρου 14 του Ν. 95(Ι)/2000 αλλά και το περιεχόμενο της Κοινοτικής Οδηγίας, στο πλαίσιο της οποίας θεσπίστηκε ο εν λόγω Νόμος, ο οποίος ορίζει ότι, στον καθορισμό της βάσης επιβολής του Φ.Π.Α.,  περιλαμβάνονται φόροι, δασμοί, δικαιώματα, εισφορές και τέλη, πλην του ιδίου του Φ.Π.Α., καταλήγω ότι ο φόρος προστιθέμενης αξίας, ως ο τελικός φόρος ο οποίος επιβάλλεται, δεν επιτρέπει, στη συνέχεια, στο ποσό το οποίο λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του τέλους θεάματος να περιλαμβάνεται και αυτός.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ των αιτητών.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                                          Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο