IRYNA DMYTRIEVA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 2153/2006, 18 Απριλίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 2153/2006)

 

18 Απριλίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

IRYNA DMYTRIEVA,

Αιτήτρια,

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.      ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Σ. Δράκος, για την Αιτήτρια.

Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Επιδιώκεται η ακύρωση του διατάγματος σύλληψης και απέλασης ημερ. 1.11.06 που εκδόθηκε από τους καθ΄ ων, ως άκυρο και στερουμένου οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος. 

 

            Συνοπτικά, η αιτήτρια, Ουκρανή υπήκοος, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 15.8.98 για να εργαστεί ως τουριστική αντιπρόσωπος.  Η αρχική άδεια προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι 30.3.99, ανανεώθηκε στη συνέχεια και κατά τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι τις 15.6.05 όταν η ανανέωση της, όπως και οι προηγούμενες άδειες, περιείχε την ένδειξη «Final-not renewable».  Η τελευταία αυτή άδεια παραχωρήθηκε ως αποτέλεσμα της ανάγκης να εξευρεθεί στο μεταξύ αντικαταστάτρια και αφού είχε προηγηθεί απορριπτική επιστολή από τους καθ΄ ων 2 ημερ. 8.11.04 σε αίτημα της για επέκταση του χρόνου παραμονής στη Δημοκρατία.  Ο λόγος γι΄ αυτό ήταν η συμπλήρωση έξι ετών παραμονής στη Δημοκρατία.  Στις 5.6.06, σχεδόν ένα χρόνο μετά τη λήξη της τελευταίας άδειας παραμονής της, ο δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε με σχετική επιστολή από το Υπουργείο Εσωτερικών τη χορήγηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ, αίτημα όμως που απορρίφθηκε στις 5.7.06 για το λόγο ότι η αιτήτρια δεν κατείχε στις 23.1.06, που ήταν η προθεσμία ενσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Οδηγίας στο Κυπριακό Δίκαιο, έγκυρη άδεια παραμονής στη Δημοκρατία.  Στην απορριπτική αυτή επιστολή η αιτήτρια καλείτο να αναχωρήσει από την Κύπρο ενόψει του ότι διέμενε παράνομα από τις 16.6.05, από την επομένη δηλαδή της λήξης της τελευταίας μη ανανεώσιμης προσωρινής άδειας παραμονής.  Λόγω του ότι η αιτήτρια δεν αναχώρησε οικειοθελώς από την Κύπρο παρόλον που της δόθηκε προς τούτο ικανοποιητικός χρόνος, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη την 1.11.06.  Να σημειωθεί ότι αίτημα ημερ. 7.11.06 για προσωρινό διάταγμα αναστολής του διατάγματος κράτησης και απέλασης της αιτήτριας στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, απορρίφθηκε ως  προδήλως αβάσιμο την ίδια ημέρα ενόψει και  προηγούμενης καταχώρησης από την ίδια την αιτήτρια άλλης προσφυγής στην υπ΄ αρ. 1494/06 υπόθεση.  Εν τέλει η αιτήτρια απελάθηκε για τη χώρα της στις 11.6.06.

 

            Τα πιο πάνω αποτελούν το αδιαμφισβήτητο ιστορικό της υπόθεσης όπως απορρέει  από  την  αίτηση  και  ένσταση ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Α» κατά τη διαδικασία των διευκρινίσεων.  Η αιτήτρια βασίζει τη θέση της ότι έχει παραβιαστεί το άρθρο 7 του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/00, ενώ παραβιάστηκαν και τα Άρθρα 11 και 32 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Περαιτέρω παραπονείται και για απόφαση ληφθείσα ενάντια στις αρχές της χρηστής διοίκησης, με πλάνη ως προς το νόμο και τα πράγματα, καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας και χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα.  Εν τέλει, εγείρεται ζήτημα και για παραβίαση των άρθρων 249 (πρώην άρθρο 189) και 226 (πρώην άρθρο 169) της Συνθήκης του Άμστερταμ ως προς την υποχρέωση της Κυπριακής  Δημοκρατίας  να   εφαρμόσει    και  να  εκτελέσει την ευρωπαϊκή νομοθεσία περιλαμβανομένης και της προαναφερθείσας Ευρωπαϊκής Οδηγίας. 

 

            Έχοντας με ιδιαίτερη προσοχή εξετάσει όλες τις θέσεις της αιτήτριας, κρίνεται ότι αυτές είναι ανεδαφικές.  Κατ΄ αρχάς, η αιτήτρια αδίκως παραπονείται για το εκδοθέν διάταγμα απέλασης της.  Αυτό, σύμφωνα με πάγια νομολογία, εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η αιτήτρια συνέχισε να παραμένει στη Δημοκρατία παράνομα, μετά την απόρριψη του σχετικού αιτήματος             ημερ. 10.9.04, στις 8.11.04 (Παράρτημα «11» στην ένσταση).  Τότε της ζητήθηκε να διευθετήσει την αναχώρηση της από τη Δημοκρατία άμεσα.  Ο λόγος της απόρριψης ήταν η εκ μέρους της συμπλήρωση 6 ετών στο έδαφος της Δημοκρατίας.  Βεβαίως, η αιτήτρια έλαβε κατά χάριν παράταση 6 μηνών, όταν η ίδια αιτήθηκε την επανεξέταση της υπόθεσης της.  Η παράταση των     6 μηνών δόθηκε στις 16.12.04, ως φαίνεται από την χειρόγραφη σημείωση στο αίτημα της όπως αυτό περιέχεται στο           Παράρτημα 9 της ένστασης.  Ακολούθησε επιστολή            (Παράρτημα 10), με την οποία η αιτήτρια πληροφορήθηκε την παράταση της εδώ παραμονής της με την ένδειξη «final extension», μέχρι 15.06.05.  Εκδόθηκε  στη συνέχεια η σχετική άδεια παραμονής στο έντυπο Μ62 Α, (Παράρτημα 8).  Μετά τις 15.6.05, η αιτήτρια ήταν παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας.  Η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος για παράταση του χρόνου παραμονής της δεν προσβλήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο.  Επομένως το διάταγμα απέλασης ήταν το φυσιολογικό αποτέλεσμα της παρανομίας αυτής.  Το ταυτόχρονο διάταγμα κράτησης αποτελεί ένα αναγκαίο μέτρο της διοίκησης ώστε να καταστεί αποτελεσματικό το διάταγμα απέλασης και δεν πάσχει μ΄ οποιοδήποτε τρόπο.  Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, στη σελ. 510:

 

            «Εφόσον η απόφαση για απόρριψη του αιτήματος για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του δεν προσβλήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο και σαν αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ο εφεσείων κατέστη πρόσωπο που διαμένει παράνομα στην Κύπρο, κρίνουμε ότι η προσβολή του διατάγματος απέλασης του ήταν χωρίς υπόβαθρο και έρεισμα εφόσον το διάταγμα αυτό είναι αποτέλεσμα της συνέχισης της παράνομης παραμονής του στην Κύπρο.  Ο εφεσείων είχε υποχρέωση να σεβαστεί τους νόμους  της χώρας μας και αν επιθυμούσε την περαιτέρω νόμιμη παραμονή του στην Κύπρο θα έπρεπε απαραίτητα να είχε αμφισβητήσει την απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης να απορρίψει το αίτημα του για περαιτέρω παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του.»

 

            Έτσι και εδώ, η αιτήτρια κρίθηκε ως παράνομος μετανάστης από  τη Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, η οποία και  εξέδωσε  συνακόλουθα   οδηγίες   για  την  κράτηση  και   απέλαση  της (Παράρτημα 14 και 15 στην ένσταση).  Τα διατάγματα  κράτησης  και  απέλασης,   ημερ. 1.11.06, αποτελούν την έκφραση της κυριαρχίας του κράτους και σύμφωνα με καθιερωμένη νομολογία, κανένας αλλοδαπός δεν δικαιούται να ζητήσει ή να αποκτήσει είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία, η οποία διατηρεί το κυρίαρχο δικαίωμα να ακούει μεν, αλλά να απορρίπτει οποιαδήποτε αίτηση για άδεια εισόδου, παραμονής, εργασίας, ακόμη και να ακυρώνει προσωρινή άδεια παραμονής.  Το δικαίωμα αποκλεισμού αλλοδαπού υπόκειται μεν σε αναθεωρητικό έλεγχο, αλλά ασκείται εν πάση περιπτώσει κυριαρχικά με την προϋπόθεση βεβαίως, ότι ασκείται καλόπιστα, μέσα τα πλαίσια όμως μιας ομολογουμένως ευρείας εξουσίας που παρέχεται στις αρμόδιες αρχές από το σχετικό Νόμο.  (Ananda Marga v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583 και Mahmood Hussein Alla Eddine v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 355/05, ημερ. 4.7.05).

 

            Ο συνήγορος της αιτήτριας διασύνδεσε την προσβαλλόμενη πράξη με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής          Οδηγίας 2003/109/ΕΚ.  Ατυχώς όμως, διότι αφενός, όπως ορθά υπέδειξε και η κα Χατζηχάννα στη γραπτή της αγόρευση σελ. 4, η απόρριψη του αιτήματος για την παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος αποτελούσε ξέχωρη διοικητική απόφαση, η οποία έπρεπε να προσβληθεί με ιδιαίτερη προσφυγή, ενώ αφετέρου, η αίτηση για την παραχώρηση αυτή έγινε μεταγενέστερα και αφού στο μεταξύ η αιτήτρια βρισκόταν ήδη παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

 

            Η αιτήτρια αποτάθηκε για να τύχει εξέτασης κάτω από την Οδηγία μόλις στις 5.6.06, ένα σχεδόν χρόνο μετά την εκπνοή της άδειας παραμονής της, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως.  (Το Παράρτημα 12 είναι σχετικό).  Στη σχετική επιστολή αναφέρθηκε ως υπόβαθρο γεγονότων ότι η αιτήτρια διέμενε στην Κύπρο νόμιμα και αδιάλειπτα από τις 15.8.98, ισχυρισμός που δεν ήταν όμως αληθής, ενόψει του ότι η άδεια της είχε λήξει στις 15.6.05, όπως και η ίδια η   επιστολή  καταγράφει, χωρίς να  τύχει ανανέωσης.  Η απάντηση  της  διοίκησης  με   την  επιστολή ημερ. 5.7.06 (Παράρτημα 13), ήταν λοιπόν δικαιολογημένη καταγράφοντας ακριβώς ότι η περίπτωση δεν ενέπιπτε στην Οδηγία, εφόσον η άδεια παραμονής και εργασίας της είχε ήδη λήξει.  Η άρνηση της διοίκησης σαφώς αποτελούσε ξέχωρη διοικητική πράξη εδραζόμενη επί νέου αιτήματος της αιτήτριας και επικαλούμενη μια διαφορετική νομική θέση.  Η παρούσα προσφυγή, όμως, βασίζεται στην πράξη της 1.11.06, δηλαδή στην έκδοση του διατάγματος απέλασης που είχε αναφορά όχι στην άρνηση της παραχώρησης του καθεστώτος κάτω από την Οδηγία, αλλά στο απλό γεγονός ότι η αιτήτρια παρανόμως διέμενε πλέον στη χώρα από  τις 15.6.05.

 

            Αλλά και επί της ουσίας των προνοιών της Οδηγίας, αυτή προβλέπει με το άρθρο 4(1), ότι το σχετικό καθεστώς παρέχεται σ΄ άτομα τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και αδιάλειπτα τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν την υποβολή της αίτησης.  Η αιτήτρια εφόσον κατέστη παράνομη, μη επιτυχούσα να έχει νόμιμη άδεια παραμονής στη Δημοκρατία, μετά τις 15.6.05, δεν πληρούσε την προϋπόθεση της προηγούμενης πενταετούς νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής, όταν υπέβαλε την αίτηση της στις 5.6.06.  Η απόρριψη του αιτήματος, όπως ρητά διαφαίνεται στην απορριπτική απάντηση, βασίστηκε στο γεγονός ότι η άδεια παραμονής της είχε ήδη λήξει.  Και αυτό δεν σχετιζόταν άμεσα με το γεγονός ότι η προθεσμία ενσωματώνουσα την Οδηγία, στις 23.1.06, είχε ήδη παρέλθει.  Μπορεί η Δημοκρατία να μην ενσωμάτωσε έγκαιρα την Οδηγία, αλλά αυτό δεν επηρέαζε τη θέση της αιτήτριας, εφόσον η παραμονή της εδώ ήταν μη αδειούχα, πριν τη λήξη της προθεσμίας ενσωμάτωσης.

 

            Παρά ταύτα, η διοίκηση  εξέτασε το αίτημα της αιτήτριας για ένταξη της στο καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, εξ ου και απάντησε στο σχετικό αίτημα.  Καμιά ένδειξη δεν υπάρχει ότι δεν εξετάστηκε καλόπιστα, ως η υποχρέωση της Δημοκρατίας, παρόλο που δεν είχε ακόμη μεταφέρει την Οδηγία στο εσωτερικό έννομο σύστημα της, και δεν διακρίνεται ο,τιδήποτε το αντίθετο.  Αντίθετα, η διοίκηση παραχώρησε μετά από σχετικό αίτημα της αιτήτριας και παράταση χρόνου 6 μηνών, ως αναφέρθηκε και προηγουμένως.  Αυτό καταδεικνύει ότι η αιτήτρια ακούστηκε, σ΄ αντίθεση με τον ισχυρισμό του συνηγόρου της.  Παρά το γεγονός ότι νομολογιακά έχει πλειστάκις υποδειχθεί ότι ο Λειτουργός Μετανάστευσης δεν έχει υποχρέωση να ειδοποιεί τον αλλοδαπό πριν την έκδοση απόφασης απορριπτικής αιτήματος του (Fernandos και Rodriques v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1081/05, ημερ. 17.1.07 και Kedoum – ανωτέρω -), η αιτήτρια εισακούσθηκε ως προς τις θέσεις της, τόσο με την επιστολή της, (Παράρτημα 9), όσο και με την επιστολή του συνηγόρου της ημερ. 5.6.06 (Παράρτημα 12).

 

            Είναι γεγονός ότι δεν φαίνεται να δόθηκε απάντηση στο αίτημα της αιτήτριας να ακουστεί, όπως περιέχεται στην επιστολή της  ημερ.  2.11.06  (Παράρτημα  Ε και Στ της αίτησης), και  όπως  παροντρύνθηκε από  τη Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στην επιστολή  της ημερ. 1.11.06 και δεν φαίνεται να δίνεται απάντηση σ΄ αυτό στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας.   Παρατηρείται, όμως, ότι η αιτήτρια άσκησε το δικαίωμα της παρούσας προσφυγής, αλλά και αιτήθηκε απαγορευτικού του διατάγματος απέλασης της μέτρο, το οποίο όπως λέχθηκε πριν, απορρίφθηκε.  Σ΄ αυτό το αίτημα περιλήφθηκαν και οι ως άνω ισχυρισμοί, ότι δηλαδή δεν είχε κληθεί από τους καθ΄ ων σε ακρόαση για να εκθέσει τις απόψεις της (παρ. 12 και 13 της σχετικής ένορκης δήλωσης).  Επομένως οι ισχυρισμοί της ακούσθηκαν, αλλά δεν δικαιώθηκαν.  Μετέπειτα, ως προς τον ισχυρισμό της ότι έπεσε θύμα κάποιου Γιάννου από τη Λεμεσό που παρίστανε το δικηγόρο και ο οποίος θα τη βοηθούσε ως προς την ανανέωση της άδειας παραμονής της, εμφανίζεται από το διοικητικό φάκελο ότι ο ισχυρισμός αυτός εξετάστηκε από την Αστυνομία, αλλά θεωρήθηκε ότι δεν μπορούσε να προωθηθεί ελλείψει μαρτυρίας (σημείωση        ερυθρό 20 ημερ. 7.5.07).

 

            Άλλωστε, με δεδομένη την παράνομη από τις 15.6.05 εδώ διαμονή της, δεν υπήρχε ο,τιδήποτε ουσιώδες να προβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας.  Αυτά, ως πρόσθετα της νομικά αναγνωρισμένης θέσης, ότι η απέλαση δεν αποτελεί ούτε τιμωρία, ούτε  πειθαρχική κύρωση, ώστε να προκύπτει άμεσα η ανάγκη να  ακουσθεί  η  αιτήτρια  (Khatataev v.  Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 735/04, ημερ. 22.11.05 και Islam v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1224/04 ημερ. 19.5.05).  Περαιτέρω διερεύνηση υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, θα ήταν άσκοπη.

 

            Η διοίκηση είχε με επάρκεια ερευνήσει όλες τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν από την αιτήτρια.  Έδωσε τις απορριπτικές απαντήσεις μετά από καλόπιστη εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και της καλής πίστης και εξέδωσε πλήρως αιτιολογημένες αποφάσεις.  Τα γεγονότα ήταν απλά και δεν χρειαζόταν ο,τιδήποτε άλλο ως αιτιολογία.  Η αιτιολογία εδώ είναι πλήρης, εφόσον διαπιστώνεται ότι χωρεί δικαστικός έλεγχος που απολήγει, όμως, στην επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ενόψει ακριβώς του ότι δεν υπολείπονται απ΄ αυτήν οποιαδήποτε από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ορθώς ασκηθείσας διοικητικής πράξης, με δεδομένη και την ευρεία διακριτική ευχέρεια που τη διακρίνει.

 

            Όσον αφορά τους υπόλοιπους ισχυρισμούς περί παραβιάσεων διαφόρων άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Συνθήκης του Άμστερταμ, αυτοί προτάθηκαν γενικά και αόριστα και στερούνται ερείσματος, ενόψει της νομολογίας που έχει αναφερθεί σε σχέση με την κυριαρχία του κράτους ως προς την εισδοχή και παραμονή αλλοδαπών, αλλά και την ερμηνεία που έχει δώσει το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στα θέματα αυτά.  Οι υποθέσεις που αναφέρονται στην αγόρευση των καθ΄ ων είναι χαρακτηριστικές και ενδεικτικά μεταφέρονται και εδώ οι Ablul Aziz v. U.K. (1985) 7 EHRR 471 και Cruz Varas v. Sweden (1991) 14 EHRR 1.

 

            Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.

 

            Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το          Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                            Στ. Ναθαναήλ,

                                                                          Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο