ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 726/06]
16 Aπριλίου, 2008
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ
Αιτητές
v.
AΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ’ ων η αίτηση
Α. Χαβιαράς με Γ. Βαλιαντή για τoυς αιτητές.
Α. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με αποφάσεις της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (η Αρχή) διαπιστώθηκε πως οι αιτητές, κατά παράβαση του άρθρου 34(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε), υπερέβησαν τις αναλογίες του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών και τηλεμπορικών μηνυμάτων κατά την περίοδο 1.12.03 – 31.12.03 και τους επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους £21.500. Με την προσφυγή τους οι αιτητές προτείνουν σειρά λόγων ακυρότητας και αφού αυτοί περιλαμβάνουν ισχυρισμούς που άπτονται της νομιμότητας της διαδικασίας εξ αρχής, με την κατ’ ουσία εξέτασή τους, χωρίς άλλη εισαγωγή, θα διαφανούν και όσα στοιχεία της διοικητικής πορείας είναι σχετικά.
Η διαδικασία άρχισε με τον ορισμό Λειτουργού της Αρχής από το Διευθυντή, για διερεύνηση. Κατά τους αιτητές παρανόμως αφού δεν προηγήθηκε απόφαση της Αρχής, καταγραμμένη σε πρακτικό, για παράπονο προς την Αρχή ή αντίληψη της Αρχής για παράβαση του Νόμου ή των Κανονισμών, όπως είναι οι προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός 42(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, ΚΔΠ 10/2000 όπως τροποποιήθηκε. Είναι γεγονός πως δεν υπάρχει τέτοια απόφαση της Αρχής, αλλά είναι ορθή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως δεν χρειαζόταν. Η Αρχή, ασκώντας τη δυνατότητα που της παρέχει το άρθρο 9(7) του Νόμου, με την απόφασή της ημερομηνίας 4.7.01, με ρητή αναφορά στην εξουσία της σε σχέση με τον Κανονισμό 42, μεταβίβασε στο Διευθυντή «την εξουσία να ορίζει Λειτουργό για διερεύνηση παραπόνου ή παράβασης». Και ο Διευθυντής, στις 13.1.04, με έντυπο περιγραφόμενο ως «Διερεύνηση Παραβάσεων – Αυτεπάγγελτα» ανέθεσε σε Λειτουργό της Αρχής τη διερεύνηση όπως προκύπτει και από το υπόλοιπο κείμενο, για «αναλογία χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών και τηλεμπορικών μηνυμάτων», για την αναφερθείσα περίοδο. Όπως κρίνω, η εκχώρηση δεν αφορούσε απλώς στον προσδιορισμό του Λειτουργού αλλά εκτεινόταν στην άσκηση της καθόλου εξουσίας όπως την προβλέπει ο Κανονισμός 42(3). Ασφαλώς περιλαμβανομένης και της απόφασης για ορισμό Λειτουργού. Αφού δε στο ίδιο το έντυπο της ανάθεσης, με την αναφορά του σε παραβάσεις, η φύση των οποίων μάλιστα προσδιορίζεται, ενυπάρχει η συναφής αντίληψη του Διευθυντή, καταλήγω πως η εισήγηση των αιτητών είναι αβάσιμη. (Βλ. και την απόφαση του Αρτέμη, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή 792/06, ημερομηνίας 11.10.07).
Η Λειτουργός που ορίστηκε υπέβαλε το Πόρισμά της και η Αρχή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 16.1.04, αποφάσισε να προωθήσει την υπόθεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 42(6). Ενημερώθηκαν οι αιτητές και για το δικαίωμά τους για εξηγήσεις ή παραστάσεις. Αυτοί εγγράφως πληροφόρησαν πως θα παρίσταντο κατά την εξέταση του θέματος για να εκθέσουν τις απόψεις τους και, στο μεταξύ, διαφοροποιήθηκε η συγκρότηση της Αρχής. Οπότε, κατά την εισήγηση των αιτητών, για να ήταν νόμιμη η περαιτέρω διαδικασία, θα έπρεπε, σε νέα συνεδρία της Αρχής, να αποφασιστεί ξανά το κατά πόσο θα αναλαμβανόταν αυτεπάγγελτη έρευνα και, στη συνέχεια, αν υπήρχαν εκ πρώτης όψεως παραβάσεις, για να συνεχιστεί η διαδικασία. Είναι αβάσιμος και αυτός ο ισχυρισμός. Κατ’ αρχάς, όπως έχουμε δει, την απόφαση για την αυτεπάγγελτη έρευνα την πήρε ο Διευθυντής, αρμοδίως. Περαιτέρω, στη συνεδρία της ημερομηνίας 21.7.04 ακριβώς η Αρχή, με τη νέα της συγκρότηση, αφού μελέτησε τα δεδομένα, αποφάσισε εκ νέου την προώθηση της διαδικασίας. Για να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα, υπό τη νέα συγκρότηση της Αρχής. Είναι σαφές πως, πλέον, η απευθείας εμπλοκή της Αρχής, με τη νέα συγκρότηση, κάλυπτε όλα τα ενώπιόν της στάδια, από την απόφαση για προώθηση της διαδικασίας ως την τελική απόφαση. Δεν υπάρχει, λοιπόν, υπόβαθρο στον ισχυρισμό των αιτητών ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω αναφορά σε αυτόν.
Ούτε οι επόμενοι, κατά τη λογική τους σειρά, ισχυρισμοί των αιτητών, αφορούν στα δεδομένα που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αφορούν στη νομιμότητα της συγκρότησης ή και στη σύνθεση της Αρχής. Τα σημεία που συζητήθηκαν είναι τρία. Το πρώτο στηρίζεται στον ισχυρισμό πως ο αντιπρόεδρος της Αρχής ήταν μέλος της Επαρχιακής Επιτροπής Λεμεσού του Δημοκρατικού Κόμματος. Οπότε, κατ’ επίκληση του άρθρου 5(1) του Νόμου, υποστηρίζεται πως αυτό «ακυρώνει τη συγκρότηση του οργάνου». Οι καθ’ ων η αίτηση ως προς αυτά αλλά και ως προς τα επόμενα που αναφέρονται στη συγκρότηση του οργάνου, υποστηρίζουν πως αφού οι αιτητές συμμετέσχαν στη διαδικασία που κατέληξε στις τελικές αποφάσεις, απαραδέκτως επιδοκιμάζουν και αποδοκιμάζουν. Επ’ αυτού δεν έχουν δίκαιο. Σχετική ανάλυση επί παρόμοιου ζητήματος βρίσκουμε στην απόφαση του Νικολάου Δ, στην Hawaii Hotels Co. Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 112/05, ημερομηνίας 20.9.06. Όπου, μάλιστα, ήταν οι ίδιοι οι αιτητές που απευθύνθηκαν στο συλλογικό όργανο με ιεραρχική προσφυγή, ενώ εδώ άσκησαν το δικαίωμά τους για παραστάσεις σε σχέση με εναντίον τους καταγγελίες. Είναι ορθή, όμως, η θέση των καθ’ ων η αίτηση, επί της ουσίας του θέματος. Σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(γ)(i) του Νόμου, η θέση του προέδρου, του αντιπροέδρου ή μέλους της Αρχής κενούται, «σε περίπτωση έκπτωσης που αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο λόγω ανάληψης αξιώματος ή θέσης σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα». Aποτελεί, λοιπόν, προϋπόθεση για τη λειτουργία του άρθρου, επί τούτου απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στο οποίο, βεβαίως, και θα εναπόκειται η διαπίστωση της ανάληψης αξιώματος ή θέσης σε πολιτικό κόμμα. Δεν έχει ληφθεί τέτοια απόφαση από το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν έχει εκπέσει ο αντιπρόεδρος κατά τον τρόπο που ο Νόμος ορίζει και, επομένως, δεν μπορεί να λειτουργήσει το άρθρο (βλ. Αντέννα Λíμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ανωτέρω). Ασφαλώς δε, δεν είναι για το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει το ίδιο τους ισχυρισμούς που προβάλλονται ως προς τα γεγονότα οι οποίοι, μάλιστα, ανεπιτρέπτως, ενόψει της πάγιας νομολογίας μας, επιχειρείται να στοιχειοθετηθούν με τις αγορεύσεις, για να καταλήξει σε δικές του πρωτογενείς διαπιστώσεις. Οι αιτητές, στην κύρια αγόρευσή τους, αναφερόμενοι στο άρθρο 5(1) του Νόμου, θεωρούν πως αυτό αντικατοπτρίζει τις αρχές που καθιερώθηκαν με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 ΑΑΔ 159. Με την απαντητική αγόρευση ανεπιτρέπτως επεκτείνονται, επικαλούμενοι αυτές τις αρχές ως αυτόνομο λόγο για τον οποίο θα πρέπει να θεωρηθεί ως παράνομη η συγκρότηση της Αρχής. Αυτά, εν πάση περιπτώσει, χωρίς οποιαδήποτε ανάλυση αλλά και καν αναφορά ως προς τις εμφανείς διαφορές της περίπτωσης προς εκείνη της υπόθεσης στην οποία αναφέρονται. Ούτως ή άλλως, επαναλαμβάνω, χωρίς πραγματικό υπόβαθρο αφού οι αγορεύσεις δεν είναι παραδεκτό μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων.
Το δεύτερο αφορά στην εξ αγχιστείας συγγένεια του μέλους της Αρχής Μαίρης Κουτσελίνη με το δικηγόρο Κ. Αιμιλιανίδη, ως έχοντα μετοχές της Lumiere TV Public Co. Ltd και, συναφώς, στην Multichoice (Cyprus) (Public) Co. Ltd. Κατά την εισήγηση, βρισκόμαστε μπροστά σε παράβαση του άρθρου 7(6) του Νόμου σύμφωνα με το οποίο “μέλος που έχει προσωπικό συμφέρον σε υπό συζήτηση θέμα οφείλει να το γνωστοποιεί στην Αρχή και να απέχει της συζήτησης και της ψηφοφορίας που γίνεται γι’ αυτό”. Σε συνδυασμό και προς το άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).
Προσάχθηκε μαρτυρία και είναι, πλέον, παραδεκτό πως ο κ. Αιμιλιανίδης δεν είχε δικές του μετοχές στη Lumiere. Μεγάλος αριθμός μετοχών ήταν γραμμένος στο όνομά του ως εμπίστευμα, για λογαριασμό τρίτου, του κ. Χρ. Οικονομίδη. Για να τερματιστεί, στη συνέχεια, ακόμα και αυτός ο συσχετισμός, με την εγγραφή των μετοχών στον ίδιο τον κ. Οικονομίδη. Οι αιτητές πρόβαλαν και επιχειρήματα αναφορικά με το προσωποπαγές των αδειών που εκδίδονται σε τηλεοπτικές επιχειρήσεις αλλά δεν νομίζω ότι δικαιολογείται να επεκταθούμε. Το κρίσιμο είναι πως ο κ. Αιμιλιανίδης δεν είχε προσωπικό συμφέρον από την κατοχή αυτών των μετοχών. Επομένως, ελλείπει το υπόβαθρο στην εισήγηση πως η κα Κουτσελίνη ήταν πρόσωπο που είχε συμφέρον ώστε να προκύπτει και ανάγκη για περαιτέρω εξέταση.
Αβάσιμη είναι και η εισήγηση σε σχέση με την Multichoice. Οι καθ’ ων η αίτηση εισηγήθηκαν πως για να ήταν δυνατό να τεθεί τέτοιο θέμα, ενόψει του άρθρου 4(3) του Νόμου θα έπρεπε να στοιχειοθετηθεί πως η Μultichoice ήταν τηλεοπτική επιχείρηση, που δεν ήταν. Δεν θεωρώ αναγκαίο να επεκταθώ προς τέτοιες κατευθύνσεις. Με κοινή δήλωση οι δυο πλευρές συμφώνησαν πως ο κ. Αιμιλιανίδης ήταν κάτοχος μόνο 100 μετοχών του μετοχικού κεφαλαίου της Μultichoice, το οποίο ανερχόταν σε εξήντα οκτώ εκατομμύρια μετοχές. Επίσης ήταν κοινό έδαφος πως αυτές οι μετοχές άξιζαν μόνο 12€ και δεν θεωρώ πως αυτή η αμελητέα συμμετοχή εντάσσει την περίπτωση στα άρθρα που αναφέρθηκαν ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η κα Κουτσελίνη είχε συμφέρον, για να συζητηθεί περαιτέρω το θέμα.
Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των αιτητών αφορούν στους πράγματι χειρισμούς της Αρχής. Με παραπομπή στο σύντομο χρόνο μέσα στον οποίο η υπόθεση διεκπεραιώθηκε, επικαλούνται ελλιπή έρευνα. Ό,τι εξειδικεύθηκε συναφώς, και αυτό εν είδει παραδείγματος, είναι η άποψη πως δεν διερευνήθηκε το οικονομικό όφελος από τις επίμαχες εκπομπές και πως, όπως σε άλλο σημείο της αγόρευσής τους αναφέρουν, δεν ερευνήθηκαν τα δεδομένα για να διαπιστωθεί στοιχειοθέτηση όλων των συστατικών των παραβάσεων, όπως αυτά προέκυπταν από το άρθρο 34(2) και τους ορισμούς των όρων «διαφήμιση» και «τηλεμπορία». Αλλά και αυτά κατά παραγνώριση του γεγονότος πως δεν έθεσαν τέτοιο θέμα όταν υπέβαλαν τις παραστάσεις τους αναφορικά με τις παραβάσεις που τους αποδίδονταν. Αντίθετα, όπως σημειώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, περιορίστηκαν στο χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως οριακών, που βεβαίως παραπέμπει σε ομόλογα. Όπως και σε άλλες επιμέρους επισημάνσεις σε σχέση με εκπομπές που δεν συνιστούσαν διαφήμιση, οι οποίες αξιολογήθηκαν και, μάλιστα, οδήγησαν σε κρίση πως αναφορικά με ορισμένα θέματα, δεν στοιχειοθετούνταν παραβάσεις. Το θέμα του οικονομικού οφέλους οι αιτητές το έθιξαν με τις παραστάσεις τους μόνο σε σχέση με τις κυρώσεις που άρμοζαν αλλά και αυτό με τρόπο εντελώς γενικό και αόριστο. Με τη γενική εισήγηση πως ενόψει και τούτου δεν θα έπρεπε να επιβληθεί πρόστιμο, ως μέτρο επιείκειας. Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι στοιχειοθετείται ελλιπής έρευνα και συνεπώς κίνδυνος πλάνης. Και δεν νομίζω πως, κάτω από τις περιστάσεις, δικαιολογείται να επεκταθώ εδώ στις λεπτομέρειες που περιλαμβάνει η μακροσκελής προσβαλλόμενη απόφαση στην οποία ενυπάρχει κρίση για τη συνδρομή όλων των συστατικών των παραβάσεων σε συνδυασμό και προς το σημείωμα της Λειτουργού που πραγματοποίησε την έρευνα. Προσθέτω μόνο πως ο χρόνος διεκπεραίωσης δεν έχει αυτοτελή βαρύτητα.
Περαιτέρω οι αιτητές επιχειρηματολόγησαν κατά της ποινής. Επικαλούνται την αρχή της αναλογικότητας αλλά και το άρθρο 41(Β)(1) με την εισήγηση πως, εν προκειμένω, επιβλήθηκε ξεχωριστό πρόστιμο κατά παράβαση αντί κατά ημέρα παράβασης. Πράγματι ο Νόμος, ερμηνευόμενος σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 558, επιτρέπει την επιβολή προστίμου κατά ημέρα παράβασης. Δεν διαπιστώνω, όμως, διαφορετικό χειρισμό εν προκειμένω. Η Αρχή, όπως ρητά καταγράφεται στην απόφασή της, ημερομηνίας 15.2.06, επέβαλε την κύρωση του προστίμου ακριβώς με αναφορά στην ημερομηνία κατά παράβαση, ως συνολικής γι’ αυτή. Το γεγονός ότι ακολουθεί επεξήγηση, με αναφορά σε ύψος προστίμου κατά παράβαση, προδήλως, ως επεξηγηματική, δεν συνιστά παράβαση του Νόμου. Όπως ακριβώς κρίθηκε από το Νικολάου, Δ., στην Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο ΛΟΓΟΣ» ΟΕ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή 1629/05, ημερομηνίας 16.2.07 και στην Sigma Radio TV Ltd v. Aρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή 1996/06, ημερομηνίας 16.1.08, από το Χατζηχαμπή, Δ..
Τελικά οι αιτητές, με παραπομπή στο Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και στο άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υποστηρίζουν πως παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν κάτω από αυτή την ενότητα είναι όμοια προς εκείνα που εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν από την πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Sigma Radio TV Λτδ κ.α. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134. Επομένως, υπόκεινται και εδώ σε απόρριψη.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΜΣι.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο