ΠΟΛΥΒΙΟΣ Χ΄΄ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 2327/2006, 15 Μαίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 2327/2006)

 

15 Μαίου, 2008

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ  146  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΟΛΥΒΙΟΣ  Χ΄΄  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Μ. Στυλιανού (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους  Καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία. Οι προαγωγές Λοχίων, Υπαστυνόμων και Ανώτερων Υπαστυνόμων ρυθμίζονται στους Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς (ΚΔΠ 214/04) όπως έχουν τροποποιηθεί.

 

Πρώτη ξεκίνησε τις εργασίες της η Επιτροπή Αξιολόγησης. Συμβουλεύθηκε τον υπεύθυνο του ουλαμού, κλάδου, γραφείου, σταθμού ή τμήματος ανάλογα με την περίπτωση όπου υπηρετούσε ο αξιολογούμενος και σε περίπτωση που ο ίδιος ο αξιολογούμενος ήταν υπεύθυνος των πιο πάνω, η Επιτροπή Αξιολόγησης συμβουλεύτηκε  τον άμεσα προϊστάμενο του και η συμβουλή  αυτών καταγράφηκε.

 

Η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπλήρωσε,  αναφορικά με κάθε υποψήφιο για προαγωγή, Έντυπο Αξιολόγησης, παραδίδοντας  αντίγραφο του Εντύπου αυτού στον Αστυνομικό Διευθυντή ή στο Διοικητή Μονάδας όπου υπηρετούσε ο αξιολογούμενος.

 

Ετοίμασε επίσης κατάλογο όλων των υποψηφίων για προαγωγή, κατά σειρά βαθμολογίας, τον οποίο υπέβαλε μαζί με τα έντυπα αξιολόγησης στον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων. Ο κατάλογος αναρτήθηκε από τον Αστυνομικό Διευθυντή ή Διοικητή Μονάδας σε όλες τις Αστυνομικές Διευθύνσεις και Μονάδες ταυτόχρονα. Ο αιτητής συγκέντρωσε συνολικά 54.85 μονάδες (είχε εξασφαλίσει τη δεύτερη υψηλότερη βαθμολογία πριν την αξιολόγηση των ενστάσεων).

 

O αιτητής υπέβαλε ένσταση για τη βαθμολογία που του δόθηκε  από την Επιτροπή Αξιολόγησης προβάλλοντας τα  πιο κάτω σημεία:

 

  «1. Όσον αφορά την παράγραφο IΙ(Α)και ΙΙ(Γ) του Μέρους II του εντύπου αξιολόγησης "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α", για τα οποία στην φετινή αξιολόγηση, αξιολoγήθηκα με 2,5 μονάδες για το καθένα, σας πληροφορώ ότι στην περσινή αξιολόγηση, αξιολογήθηκα από την επιτροπή αξιολόγησης με 2 μονάδες για τη παράγραφο ΙΙ(Α) και με 2,5 μονάδες για την παράγραφο ΙΙ(Γ). Στην ένστασή μου που ακολούθησε, η περσινή Επιτροπή Ενστάσεων διαπίστωσε προφανές αντικειμενικό σφάλμα της περσινής Επιτροπής Αξιολόγησης, στην παράγραφο ΙΙ στο στοιχείο  Α και με πίστωσε επιπρόσθετα με 1 μονάδα ώστε να συμληρώνονται οι 3 μονάδες για το στοιχείο Α γιατί είχα εργαστεί ευδόκιμα σε πέραν των τριών διαφορετικών καθηκόντων πέραν του ενός έτους το καθένα σύμφωνα με τον Καν. 7(2)(β) των περί Αστυνομίας(Προαγωγές) Κανονισμών.

 

Αντίγραφο της περσινής απόφασης Επιτροπής Ενστάσεων στην οποία δικαιώνομαι στο στοιχείο Α' της παραγράφου ΙΙ επισυνάπτεται. Ως εκ τούτου και με βάση την περσινή απόφαση/δικαίωση της Επιτροπής Ενστάσεων για το ίδιο στοιχείο και με επιπλέον ένα χρόνο ευδόκιμης υπηρεσίας στην θέση του Υπευθύνου του Τμήματος Πυροπροστασίας, παρακαλώ όπως η Επιτροπή σας με πιστώσει με το στοιχείο Α' της παραγράφου ΙΙ, το οποίο με βάση τα πιο πάνω πιστεύω ότι δικαιούμαι.

 

2. Όσον αφορά την παράγραφο ΙΙ στο στοιχείο Γ που αφορά τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες σας πληροφορώ ότι σε θέματα γνώσεων, επιδεξιοτήτων και ικανοτήτων, υπερτερώ βάσει και του Ατομικού μου Δελτίου αλλά και του Προσωπικού μου Φακέλου των πλείστων αν όχι όλων των συναδέλφων μου (στον ίδιο βαθμό) και θεωρώ άδικη την αποκοπή της 0.5 μονάδας από το στοιχείο Γ. Αρκεί να αναφέρω ότι εκτός του γεγονότος ότι είμαι Υπεύθυνος του Τμήματος Πυροπροστασίας, θέση για την οποία απαιτούνται ιδιαίτερες επιδεξιότητες, γνώσεις και ικανότητες, η Υπηρεσία χρησιμοποιεί και τις ιδιαίτερες μου γνώσεις και τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες που έχω, χρησιμοποιώντας με εκτός των άλλων και σαν βασικό εκπαιδευτή σε 2 Προκαταρκτικές σειρές ή σειρές Μονιμοποίησης ή σε σειρές Λοχίων ως επίσης και στην εκπαίδευση της Ειδικής Μονάδας Καταστροφών (ΕΜΑΚ), λόγω και των πτυχίων μου, σε θέματα Πυροπροστασίας και Διοίκησης αλλά και ως εκπαιδευτή σε θέματα Καταστροφών. Επιπλέον βάση των ιδιαίτερων μου επιδεξιοτήτων και ικανοτήτων αλλά και της πολύπλευρης επαγγελματικής μου κατάρτισης και των ιδιαίτερων μου προσόντων που κατέχω, έχω καθοριστεί ως ο Εκπρόσωπος της Κύπρου στην Ομάδα Εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Προϊόντων Δομικών Κατασκευών σε σχέση με τη φωτιά, στην οποία Επιτροπή είμαι ενεργό μέλος. Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω θεωρώ άδικο να μου αποκοπεί 0.5 μονάδα για το στοιχείο Γ'.

 

3. Όσον αφορά την παράγραφο ΙΙΙ (iv) του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος "Α" που αναφέρεται στο Eπαμειβόμεvo Κύπελλο Αστυνομίας ή σε Ισότιμη Διεθνή Διάκριση με ανώτατη συνολική βαθμολογία 1 μονάδα, σας πληροφορώ ότι είμαι κάτοχος τριών διπλωμάτων (Graduate, Associate και Μember ) του Institution of Fire  Εngineers τα οποία απόκτησα μετά από πολυετή προσπάθεια και παγκόσμιες εξετάσεις κατά τα έτη 1998, Ι999 και 2000, για τα οποία θέλω να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για «τιμητικές» διακρίσεις όπως εσφαλμένα πιστεύω δημιουργήθηκε η εντύπωση στην προηγούμενη Επιτροπή Ενστάσεων.

 

Θα πρέπει να σημειώσω ότι στην 45χρονη ιστορία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας είμαι το μοναδικό μέλος που κατάφερε να αποκτήσει και τα τρία αυτά διπλώματα παρά και τις προσπάθειες πολλών άλλων συναδέλφων. Μέχρι σήμερα έχουν αποκτήσει το Δίπλωμα του "Graduate" ο σημερινός Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και ένας Ανώτερος Αξιωματικός. Η Επιτροπή Αξιολόγησης θα μπορούσε να συμβουλευτεί ή να ζητήσει περί τούτου πληροφορίες από την Διεύθυνση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, πράγμα που δεν έπραξε.

 

4. Τέλος όσον αφορά την παράγραφο ΙV του Μέρους ΙΙ του εντύπου αξιολόγησης του Παραρτήματος "Α", που αφορά τα Ακαδημαϊκά Προσόντα και ειδικά την βαθμολόγηση του Μεταπτυχιακού μου Τίτλου, αναφέρω προφανές αντικειμενικό σφάλμα εκ μέρους της Επιτροπής Αξιολόγησης, η οποία λανθασμένα βαθμολόγησε με Ι μονάδα τον Μεταπτυχιακό μου Τίτλο αντί με 2 μονάδες όπως προβλέπει ο Κανονισμός 7(3)(iii) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2005 και όπως εξάλλου είχα βαθμολογηθεί και στην περσινή Αξιολόγηση για το ίδιο στοιχείο.  ……………..».

 

 

Στη συνέχεια η  Επιτροπή  Εξέτασης Εvστάσεων  εξέτασε τις ενστάσεις, κατάρτισε κατάλογο στον οποίο σημειώθηκε η βαθμολογία των υποψηφίων μετά την εξέταση των ενστάσεων κατά σειρά βαθμολογίας και συνέταξε έκθεση αιτιολογώντας τις αποφάσεις της επί των ενστάσεων. Απάντησε  γραπτώς σε κάθε υποψήφιο  που υπέβαλε ένσταση.

 

Στον αιτητή απάντησε ως εξής:

 

«Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, δυνάμει των εξουσιών που της παρέχει ο Κανονισμός 7(6) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004-2005 (Κ.Δ.Π 214/2004 όπως τροποποιήθηκαν), κατόπιν ενστάσεως σας, έχει εξετάσει τη βαθμολογία που σας παραχώρησε η Πενταμελής Επιτροπή Αξιολόγησης.

 

2. Η επανεξέταση της βαθμολογίας, σύμφωνα με την ένσταση που έχετε υποβάλει, αφορούσε τις Παραγράφους ΙΙ, ΙΙΙ, και IV του Μέρους ΙΙ του εντύπου αξιολόγησης «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α'». Σημειώνεται ότι η Επιτροπή περιορίστηκε στην εξέταση των θεμάτων που αναφέρονται σε προφανή αντικειμενικά σφάλματα σε σχέση με τα στοιχεία που έχετε αμφισβητήσει και που έχουν ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή Αξιολόγησης στις Παραγράφους ΙΙ , ΙΙΙ. και IV. του Μέρους ΙΙ του εντύπου αξιολόγησης Παραρτήματος Α'.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

 

Η Επιτροπή, αφού μελέτησε τον Προσωπικό Φάκελο, το Ατομικό Δελτίο, τα κριτήρια που χρησιμοποίησε η Πενταμελής Επιτροπή Αξιολόγησης όταν προέβαινε στην αξιολόγηση σας καθώς και το έντυπο αξιολόγησης σας δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε προφανή αντικειμενικά σφάλματα στην αξιολόγηση στις Παραγράφους ΙΙ, ΙΙΙ και IV από την Πενταμελή Επιτροπή Αξιολόγησης. 

 

Η αιτιολόγηση βασίζεται στο γεγονός ότι από την μελέτη όλων των προαναφερθέντων στοιχείων δεν προέκυψε οτιδήποτε το οποίο να τεκμηριώνει οποιαδήποτε προφανή αντικειμενικά σφάλματα της Επιτροπής Αξιολόγησης σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 (6) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών και ως εκ τούτου η ένσταση σας απορρίπτεται.»

 

Η  βαθμολογία του αιτητή μετά την αξιολόγηση των ενστάσεων, ήταν η τρίτη υψηλότερη (54.85).

 

Εκείνη των ενδιαφερομένων μερών ήταν η πρώτη (55.15), δεύτερη (55.00) και έκτη (52.30) υψηλότερη, για τους κ.κ. Μιλτιάδου, Λοιζίδη και  Λοίζου αντιστοίχως.  Σημειώνεται ότι ο κ. Λοιζίδης πιστώθηκε με 0.20 από την Επιτροπή Ενστάσεων και κατέλαβε τη δεύτερη θέση.

 

Τόσο ο αιτητής όσο και τα  Ε/Μ περιλήφθησαν λοιπόν στον τελικό κατάλογο των 8 υποψηφίων με την υψηλότερη βαθμολογία άνω του 50. 

 

Στη συνέχεια ο Αρχηγός Αστυνομίας, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, αποφάσισε τη διεξαγωγή γραπτών  εξετάσεων, αφού εξασφάλισε την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, με βάση τις εξουσίες που του παρέχει ο Κανονισμός 9(2) των πιο πάνω Κανονισμών.

 

Στη συνέχεια το Συμβούλιο Κρίσης ανέθεσε τη διενέργεια διεξαγωγής των Γραπτών  εξετάσεων σε ανεξάρτητη επιτροπή η οποία είχε την ευθύνη για την ετοιμασία δοκιμιών για το κάθε θέμα της εξέτασης, την επιτήρηση των εξετάσεων, τη διόρθωση και βαθμολόγηση των γραπτών και την ετοιμασία σχετικού καταλόγου όλων των υποψηφίων στον οποίο σημειώνεται  αναλυτικά η επιμέρους βαθμολογία που έλαβαν στις γραπτές ερωτήσεις, ο μέσος όρος της βαθμολογίας τους στις δύο ενότητες Ερωτήσεων στις οποίες εξετάστηκαν, ήτοι  Αστυνομικής Πρακτικής και Γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα που αφορούσαν την Κύπρο, καθώς και το συνολικό άθροισμα του μέσου όρου των βαθμολογιών τους.

 

Ο αιτητής συγκέντρωσε σύνολο 7.250 απο τους 10 βαθμούς. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα  κ. Μιλτιάδους  7.725  και οι  κκ Λοιζίδης και Λοίζου 6.900.

 

Η ανώτερη βαθμολογία που μπορούσε να δοθεί σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς ήταν 10 (10) μονάδες.

 

Ακολούθως το Συμβούλιο Κρίσης κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη και τους οκτώ (8) υποψήφιους που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο που υποβλήθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία.

 

Στα πλαίσια της προσωπικής συνέντευξης, η οποία βαθμολογήθηκε με ανώτατο όριο 7 μονάδες, αξιολογήθηκε η ικανότητα έκφρασης, η αυτοπεποίθηση/ αυτοέλεγχος, η εμφάνιση, η εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου κατά την προσωπική συνέντευξη, οι γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και γενικές γνώσεις που αφορούν στο ρόλο της Αστυνομίας. Τα  κριτήρια ικανότητας έκφρασης, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχος, εμφάνιση και η κρίση στις απαντήσεις του υποψηφίου βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 0,50 της μονάδας το καθένα, ενώ τα υπόλοιπα δύο βαθμολογούνται με ανώτατη βαθμολογία 2,50 μονάδες το καθένα. Η  βαθμολογία του υποψήφιου είναι ο μέσος όρος της βαθμολογίας των τριών μελών του Συμβουλίου Κρίσης.

 

Στον αιτητή δόθησαν 3.93 μονάδες, στον κ.Μιλτιάδου 6.50, στον κ.Λοιζίδη 6.05, στον κ.Λοίζου 6.92. 

 

Το Συμβούλιο Κρίσης, αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τους υποψηφίους και αφού συνυπολόγισε τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης όπως είχε  διαμορφωθεί μετά την εξέταση των ενστάσεων, τη βαθμολογία της Επιτροπής Γραπτών Εξετάσεων, καθώς και εκείνη που εξασφάλισαν κατά την προσωπική συνέντευξη, αξιολόγησε τον κάθε υποψήφιο σε ειδικό έντυπο και κατάρτισε Πίνακα με τα στοιχεία όλων των υποψηφίων που συστήνονταν  για προαγωγή κατά σειρά βαθμολογίας (Η βαθμολογία της γραπτής εξέτασης μαζί με αυτή της προσωπικής συνέντευξης συνυπολογίστηκαν στη Βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσης).

 

Στην τελική βαθμολογία ο κ. Μιλτιάδους είχε 69.375, ο κ. Λοιζίδης 67.950, ο κ. Λοιζου 66.120, και ο αιτητής 66.030.

 

Ο πίνακας των συστηνομένων υποψηφίων κατά σειρά για προαγωγή μαζί με τα έντυπα της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης υποβλήθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσης στον Αρχηγό.  Ο Αρχηγός αφού έλαβε υπόψη, στο σύνολό τους, όλα τα στοιχειά που αφορούσαν τον κάθε υποψήφιο σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(7) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/2004), όπως έχουν τροποποιηθεί, τις σχετικές εκθέσεις/αξιολογήσεις ενός έκαστου υποψηφίου για προαγωγή από την Επιτροπή Αξιολόγησης, την αξιολόγηση, βαθμολογία και έκθεση του Συμβoυλíoυ Κρίσης, στην οποία φαίνεται η μεθοδολογία και διαδικασία που ακολούθησε το Συμβούλιο, τα όσα  υποβλήθηκαν στον Αρχηγό, τις πρόνοιες του Άρθρου 17 του περί Αστυνομίας Νόμου 73(1)/2004 όπως έχει τροποποιηθεί και αφού συνεκτίμησε όλα αυτά στο σύνολο τους, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Κανονισμού 3 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/2004), όπως έχουν τροποποιηθεί,  ακολούθησε, καθώς ανέφερε, πιστά τη σειρά βαθμολογίας. Υπέβαλε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως πίνακα με τα μέλη τα οποία σύστηνε για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, σύμφωνα με τη σειρά βαθμολογίας.  

 

Στη συνέχεια, με επιστολή του ημερ.26.10.2006, ο Αρχηγός Αστυνομίας ενημέρωσε  τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ότι αποφάσισε να προάξει τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και ζήτησε την κατά νόμο έγκρισή του. Με επιστολή ημερ. 3.11.2006 λειτουργός που υπογράφει για Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης πληροφόρησε τον Αρχηγό ότι  ο Υπουργός έχει δώσει την έγκρισή του.

 

Ο αιτητής δεν κατέστη δυνατό να προαχθεί καθότι τα Ενδιαφερόμενα  Μέρη κατείχαν πιο ψηλή βαθμολογία  στον Πίνακα συστηνομένων υποψήφιων.

 

Το πρώτο σκέλος των εισηγήσεων του ευπαίδευτου συνήγορου για τον αιτητή αναφέρεται στην απουσία έγκρισης Υπουργού.

 

Σύμφωνα με το αρ. 17(1) του περί  Αστυνομίας Νόμου 73(1)/06 «Τα μέλη της Αστυνομίας μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου διορίζονται εγγράφονται, προάγονται  και απολύονται από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού».

 

Είναι η θέση του κ. Αγγελίδη ότι η  κατά νόμον απαιτούμενη έγκριση  της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, από τον Υπουργό, αποτελεί ουσιώδη τύπο για να καταστεί εκτελεστή. Η  έγκριση συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο που τελειώνει την πράξη και την καθιστά εκτελεστή.

Παρόλο που στην  υπό εξέταση υπόθεση δεν υπάρχει έστω και απλή αναγραφή (ιδιόχειρα) από τον Υπουργό της λέξης «εγκρίνεται», με την υπογραφή του, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, παίρνω ως δεδομένο ότι με την επιστολή ημερ. 3.11.2006 προς  τον Αρχηγό της Αστυνομίας  έχει δοθεί  η κατά νόμον απαιτούμενη έγκριση του Υπουργού για να καταστεί η επίδικη πράξη εκτελεστή. 

 

Οι επόμενες εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή αφορούν κυρίως στην αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσης .

 

Αναφορικά με την Επιτροπή Αξιολόγησης υποβάλλει ότι η αξιολόγηση του είναι αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Λέγει συναφώς ότι τα σημεία που πρόβαλε στην ένστασή του δεν εξετάστηκαν δεόντως και απορρίφθηκαν αυθαίρετα χωρίς αιτιολογία κατά παράβαση του άρθρου 26 του Ν 158(Ι) /99 και του Κανονισμού 7(7) της ΚΔΠ 214/2004 όπως τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 350/2005.

 

Ο Καν. 7(6) των προαναφερόμενων Κανονισμών προνοεί ότι:

 

«Κάθε υποψήφιος μπορεί να υποβάλει προς την  Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων που αποτελείται από ένα Βοηθό Αρχηγό, ως Πρόεδρο και δύο Ανώτερους Αξιωματικούς ως μέλη που διορίζει ο Υπουργός μετά από διαβούλευση με τον Αρχηγό, γραπτή ένσταση μέσα σε δέκα εργάσιμες μέρες από την ημερομηνία ανάρτησης του καταλόγου σε θέματα που αναφέρονται σε προφανή αντικειμενικά σφάλματα σε σχέση με τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από την  Επιτροπή Αξιολόγησης στις παραγράφους Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, και V του Μέρους ΙΙ του Παραρτήματος Α:

 

Νοείται ότι κάθε υποψήφιος  δικαιούται να αποταθεί στον Αστυνομικό Διευθυντή ή το Διοικητή Μονάδας του και να ζητήσει να του δοθεί αμέσως και εν πάση περιπτώσει πριν τη λήξη της  προθεσμίας υποβολής ένστασης, η αναλυτική βαθμολογία της  αξιoλόγησης  του από την  Επιτροπή Αξιολόγησης.  …………………………………………………………………………………….»

           

Στον Καν. 7(7)προνοούνται τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή εξέτασης Eνστάσεων μετά το πέρας των εργασιών της  καταρτίζει κατάλογο στoν οποίο σημειώνεται η βαθμολογία των υποψηφίων μετά την εξέταση των ενστάσεων κατά σειρά βαθμολογίας και συντάσσει έκθεση αιτιολογώντας τις αποφάσεις επί των ενστάσεων. Στη συνέχεια η Επιτροπή εξέτασης Evστάσεων υποχρεούται να απαντήσει γραπτώς  με αιτιολογημένη απόφασή της σε κάθε υποψήφιοι που υπέβαλε ένσταση. »

 

 

Η αναλυτική κατανομή της βαθμολογίας του Μέρους ΙΙ στην κατηγορία (ιι) Ευρύτητα Εμπειριών/Εκπαιδεύσεις βρίσκεται στο ίδιο το έντυπο το οποίο συνάδει με τον Καν. 7 των σχετικών Κανονισμών.

 

Συγκεκριμένα στο σχετικό έντυπο αξιολόγησης, από την  Επιτροπή Αξιολόγησης, αναφορικά με την  προαναφερθείσα κατηγορία αναφέρονται τα εξής:  Γνώσεις και εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων, με την απόδοση των 3 μονάδων.

 

Στον Καν. 7(2) (β) επεξηγείται πώς γίνεται η κατανομή των 3 μονάδων στον τομέα αυτό και σημαίνει την ευδόκιμη υπηρεσία σε 3 τουλάχιστον διαφορετικά είδη καθηκόντων για τουλάχιστον 1 έτος το καθένα ή τη μακρά ευδόκιμη υπηρεσία σε ένα τουλάχιστον είδος καθηκόντων.

Είναι φανερό λοιπόν ότι  η βαθμολογία στο συγκεκριμένο κριτήριο θα πρέπει να απορρέει απο γεγονότα αντικειμενικά και ακριβή και επομένως η αντίκρουση των ενστάσεων του αιτητή από την Επιτροπή Ενστάσεων δεν θα έπρεπε, κατά την κρίση μου, να ήταν γενική και αόριστη αλλά να είχε γίνει  με αναφορά σε  συγκεκριμένα στοιχεία και πραγματικά  περιστατικά.

 

Εξάλλου η κανονιστική διάταξη 7(7) που έχω παραθέσει πιο πάνω ενισχύει κατα την κρίση μου την υποχρέωση του Συμβουλίου Ενστάσεως να ειναι αντικειμενικό εφόσον, με αυτή, απαιτείται ρητά η αιτιολόγηση των αποφάσεων του, επί των ενστάσεων που  έχουν εγερθεί, ως προς την ορθότητα της βαθμολογίας απο την Επιτροπή Αξιολόγησης.

 

Ο αιτητής έλαβε 2.5 μονάδες από το σύνολο των 3 μονάδων που εδίδοντο για την υποκατηγορία αυτή, ήτοι γνώσεις κι εμπειρίες σε ένα ευρύ φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων  ενώ στην περυσινή αξιολόγηση, μετά απο ένστασή του, τού είχαν δοθεί και οι  3 μονάδες για το στοιχείο αυτό.   Είναι άγνωστο γιατί αξιολογήθηκε μόνο με 2.5 μονάδες στη φετινή αξιολόγηση, στο κριτήριο αυτό. Καμία αιτιολογία για τη μείωση της βαθμολογίας του στο συγκεκριμένο στοιχείο έχει δοθεί .

 

Ούτε έχει δοθεί η απαιτούμενη αιτιολόγηση για το ότι δόθηκαν στον αιτητή μόνο 2.5 ενώ στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα  3 μονάδες σε ότι αφορά τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες στην εκτέλεση των συνηθισμένων αστυνομικών καθηκόντων κατά την εκτέλεση των οποίων επιδεικνύεται ιδιαίτερος ζήλος και ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Δεδομένων των αντικειμενικών ενστάσεων  του αιτητή το Συμβούλιο Ενστάσεως όφειλε, κατά την κρίση μου, να δείξει  την αντικειμενικότητα της βαθμολογίας του αναφέροντας συγκεκριμένα στοιχεία από τον  προσωπικό  φάκελο του αιτητή  που να δικαιολογούν τη συγκεκριμένη βαθμολογία του. Σημειώνω και πάλι πως ο κανονισμός απαιτεί ρητά ότι οι ιδιαίτερες επιδεξιότητες και ικανότητες θα πρέπει να αιτιολογούνται δεόντως και η αιτιολογία για τη βαθμολογία στο συγκεκριμένο κριτήριο θα πρέπει να στηρίζεται στα στοιχεία των προσωπικών  φακέλων των  υποψηφίων. Επομένως η απλή γενική αριθμητική αποτίμηση των στοιχείων των   προσωπικών φακέλων των υποψηφίων  στην οποία προέβη η Επιτροπή Αξιολόγησης χωρίς ωστόσο τον προσδιορισμό των στοιχείων αυτών, δεν συνιστά στην προκείμενη περίπτωση αιτιολογημένη κρίση.  Είναι πάγια νομολογημένο ότι οι φάκελοι προσφέρονται ως αιτιολογικό έρεισμα, μόνο αν προκύπτει απο το περιεχόμενό τους, κατα τρόπο σαφή και αναντίλεκτο, τι ακριβώς οδήγησε στην ορισμένη κρίση.  Στην παρούσα υπόθεση δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, από τα  στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου.

 

Περαιτέρω ο αιτητής αμφισβητεί τη μη απόδοση σ' αυτόν δύο μονάδων αλλά μόνο μίας μονάδας για τον μεταπτυχιακό του τίτλο. Οι καθ΄ ών η αίτηση αιτιολογούν την εν λόγω βαθμολογία αναφέροντας ότι  σύμφωνα με πιστοποίηση του ΚΥΣΑΤΣ, το μεταπτυχιακό του αιτητή, στη Διεύθυνση, από το Μεσογειακό Ινστιτούτο  Διεύθυνσης (Μ.Ι.Μ.) δεν είναι μεταπτυχιακός τίτλος αλλά θεωρείται μισό μεταπτυχιακό και για αυτό το λόγο  πιστώθηκε στον αιτητή μια  μόνο μονάδα για το μεταπτυχιακό του.

 

Στον   Κανονισμό 7 (3) (α) (ιιι) γίνεται αναφορά σε μεταπτυχιακό τίτλο και όχι ειδικά σε τίτλο master. Εφόσον ο   μεταπτυχιακός τίτλος βαθμολογείται με 2 μονάδες και δεν προβλέπεται οποιαδήποτε διαβάθμιση αναφορικά με το προσόν αυτό και εφόσον ο αιτητής στη συγκεκριμένη περίπτωση κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση, με εξειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση, λανθασμένα κατά την κρίση μου η επιτροπή, έδωσε 1 μονάδα αντί 2 μονάδες αναφορικά με το ακαδημαϊκό αυτό προσόν .

 

Ως προς το Συμβούλιο Κρίσης, το παράπονο του αιτητή είναι ότι δεν αιτιολογήθηκε  επαρκώς η απόδοση των υποψηφίων και ότι η προσωπική συνέντευξη κατέστη το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. 

 

 Οι καθ΄ ων η αίτηση, απο την άλλη, αντιτείνουν ότι η κρίση των Μελών του Συμβουλίου Κρίσης δεν ελέγχεται και εκφράζεται με ανάλογη βαθμολογία στο σχετικό έντυπο σύμφωνα με τους Κανονισμούς.  Το δε αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης προστίθεται ως βαθμολογία στη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης για να δώσει την τελική βαθμολογία, και πάλι σύμφωνα με τους Κανονισμούς, ώστε να μη τίθεται θέμα «αποφασιστικού κριτηρίου». 

 

Σύμφωνα με τον Καν. 9(4)(β):

 

«Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσης, όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική συνέντευξη, καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά του Συμβουλίου Κρίσης και αιτιολογείται».  (Η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

 

Η βαθμολογία στην προσωπική συνέντευξη του Συμβουλίου στηρίχθηκε σε έξι κριτήρια:  ικανότητα έκφρασης, αυτοπεποίθηση/αυτοέλεγχο, εμφάνιση, εντύπωση ως προς την κρίση του υποψηφίου, γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής και γενικές γνώσεις που αφορούν στο ρόλο της Αστυνομίας.  Στα τέσσερα πρώτα κριτήρια προβλέπεται ανώτατο όριο μονάδων 0.5 και στα υπόλοιπα δύο, 2.5 μονάδες αντιστοίχως.

 

Το κάθε μέλος του Συμβουλίου Κρίσης έδωσε κάποιες μονάδες στον κάθε υποψήφιο και την  τελική  βαθμολογία των υποψηφίων αποτέλεσε  ο μέσος όρος της βαθμολογίας των τριών μελών του Συμβουλίου Κρίσης.

 

To γεγονός ότι είχαν καθοριστεί γενικά κριτήρια με καθορισμένο προβλεπόμενο ανώτατο όριο μονάδων, για την αξιολόγηση των υποψηφίων στη συνέντευξη, δεν συνεπάγεται πως αυτά αποτελούν την αιτιολογία για την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη.

 

Η αριθμητική βαθμολογία ή ο απλός χαρακτηρισμός κάποιου υποψηφίου ως «εξαίρετος» ή «πολύ καλός» κ.λ.π. χωρίς αιτιολογία γιατί χαρακτηρίζεται έτσι, δεν αποτελεί αιτιολογημένη κρίση.

 

Η υπόθεση  Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.α (1993) 3ΑΑΔ 325 που επικαλείται η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση  διαφοροποιείται από την παρούσα καθότι η απόφαση από το Συμβούλιο, σ΄ εκείνη την υπόθεση, είχε ληφθεί σε χρόνο που δεν ήταν σε εφαρμογή ο Καν. 9(4) (β) των  ΚΔΠ 214/2004 όπως τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 350/2005.

 

Ο εν λόγω κανονισμός απαιτεί καταγραφή της γενικής εντύπωσης και συνάμα αιτιολόγησή της.

 

Στις περιπτώσεις λοιπόν που κανονιστική διάταξη απαιτεί ρητή αιτιολόγηση της γενικής εντύπωσης,  πρέπει να δίδονται οι λόγοι γι΄ αυτή και να γίνεται συγκεκριμενοποίηση των γεγονότων εκείνων, στοιχείων και παρατηρήσεων που προέκυψαν απο την προφορική εξέταση και που εξηγούν και αιτιολογούν τη γενική εντύπωση.

 

Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασής τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι και ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.

Η έλλειψη εξηγήσεων που να δικαιολογούν, εν προκειμένω, τη βαθμολογία που δόθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης, συγκεκριμένα στο Μέρος ΙΙ (ιι) του εντύπου, η λανθασμένη ερμηνεία του σχετικού κανονισμού ως προς την αποτίμηση της αριθμητικής βαθμολογίας του μεταπτυχιακού διπλώματος του αιτητή καθώς και η έλλειψη αιτιολόγησης της βαθμολογίας των υποψηφίων κατα την προφορική συνέντευξη, αφήνει χωρίς έρεισμα τον πίνακα συστηνομένων, που καταρτίστηκε με αναφορά στο ύψος της τελικής βαθμολογίας του κάθε υποψηφίου. 

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.000 έξοδα,  περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή.

 

 

 

 

                                                                   Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                                   Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο