IMRAN ASHRAF ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 571/2007, 8 Μαΐου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 571/2007)

 

8 Μαΐου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

IMRAN ASHRAF, ARC 543394,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Ρ. Σχίζας, για τον Αιτητή.

Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Στις 15.2.07 κοινοποιήθηκε στον αιτητή η απορριπτική απόφαση των καθ΄ ων ως προς τη διοικητική προσφυγή που υπέβαλε ο αιτητής εναντίον της απόρριψης του αιτήματος του για την παροχή πολιτικού ασύλου.  Το αίτημα μαζί με το έντυπο προσωπικών στοιχείων είχε υποβληθεί στην Υπηρεσία Ασύλου στις 7.3.03, η δε Υπηρεσία Ασύλου μετά από δύο συνεντεύξεις που έλαβε από τον αιτητή στις 11.3.04 και στις 21.6.05, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος στις 11.7.05, απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 15.7.05. Ακολούθησε η καταχώρηση διοικητικής προσφυγής στις 29.8.05 ενώ ο αιτητής υπέβαλε και δεύτερη διοικητική προσφυγή στις 26.9.05. 

 

            Ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν, εισήλθε δε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 15.7.02 ως φοιτητής.  Υπέβαλε αίτημα για άσυλο στις 7.3.03.  Ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων του, ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα του ήταν διάφορες περιουσιακές διαφορές, λόγω των οποίων μια αντίθετη ομάδα αφού απήγαγε, σκότωσε στη συνέχεια τον πατέρα και τη μητέρα του, καθώς και τους δύο αδελφούς και τις δύο αδελφές του, οι μόνοι δε που κατάφεραν να διαφύγουν ήταν ο παππούς του και ο ίδιος.  Όπως ανέφερε, κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία αλλά τα μέλη της αντίθετης ομάδας δεν είχαν εντοπιστεί αλλά αντίθετα τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν.  Ήρθε στην Κύπρο μετά από προτροπή του δικηγόρου του στο Πακιστάν. 

 

            Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ασάφειες και αντιφάσεις στους ισχυρισμούς του αιτητή κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων οι οποίες και καταγράφηκαν στη σχετική έκθεση.  Οι αντιφάσεις αυτές εντοπίζονταν κυρίως σε σχέση με την ιδιοκτησία της γης ως προς την οποία υπήρχε διαφορά μεταξύ της οικογένειας του και της αντίθετης ομάδας, συγγενικής του παππού του, διότι ενώ αρχικά ανέφερε ότι η γη ανήκε στον παππού του και στον πατέρα του, στη συνέχεια είπε ότι δεν γνώριζε ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης.  Επίσης, ενώ αρχικά ο αιτητής ανέφερε ότι ο αδελφός και ο πατέρας του είχαν απαχθεί από την αντίθετη ομάδα στις 26.3.98 και δολοφονήθηκαν μετά από περίπου 8-9 μέρες, μετέπειτα δήλωσε ότι είχε καταγγείλει στην αστυνομία τις δολοφονίες αυτές, μια μέρα μετά τη διάπραξη τους που είχαν γίνει στις 15.4.99.  Επίσης, ενώ αρχικά ανέφερε ότι είχε δεχθεί απειλές ο ίδιος και ο πατέρας του, μετέπειτα ανέφερε ότι οι απειλές αφορούσαν τον παππού του, αφού όμως του επισημάνθηκε από το λειτουργό, ότι ο πατέρας του είχε ήδη δολοφονηθεί.  Δεν γνώριζε επίσης γιατί η αντίθετη ομάδα δεν σκότωσε και τον παππού του εφόσον με αυτόν υπήρχαν οι ουσιώδεις διαφορές, ενώ δεν γνώριζε και πόσες φορές και πότε απειλήθηκε από την αντίθετη αυτή ομάδα.  Πρόσθετα, εντοπίστηκε ότι η υποβολή  της αίτησης για πολιτικό άσυλο έγινε οκτώ μήνες μετά την άφιξη του αιτητή νόμιμα  στην Κύπρο ως φοιτητή, (στοιχείο εύλογα λαμβανόμενο υπόψη – δέστε και Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.08), ενώ εάν υπήρχαν πραγματικοί φόβοι δίωξης στη χώρα του, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, θα αναμενόταν να υποβαλόταν η αίτηση στο σημείο εισόδου στη Δημοκρατία ή σε οποιοδήποτε αστυνομικό σταθμό μετά την άφιξη του σύμφωνα με το άρθρο 11(2) του περί Προσφύγων Νόμου.  Αυτά συνεξετάστηκαν και με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο παππούς του διαμένει ακόμη στο χωριό του, χωρίς να αντιμετωπίσει πρόβλημα, ενώ κατά το διάστημα που ο ίδιος ο αιτητής διέμενε τόσο στο Karachi όσο και στη Lahore, δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα ή απειλή. 

 

            Η προσβαλλόμενη πράξη, κατά τον αιτητή, είναι άκυρη ως ληφθείσα καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, ως αποτέλεσμα πραγματικής και νομικής πλάνης, ως αναιτιολόγητη και ως έχοντας ακολουθήσει διαδικασία που αποστέρησε τον αιτητή του δικαιώματος να δηλώσει τους λόγους που ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Παρά τη γενικότητα των λόγων που  καταγράφηκαν  στην αίτηση, στη γραπτή του αγόρευση, ο κ. Σχίζας ουσιαστικά προώθησε μόνο τη θέση ότι η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή βασίστηκε στις κατ΄ ισχυρισμόν εντοπισθείσες από τους καθ΄ ων αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων του, οι οποίες όμως ήταν πλασματικές προερχόμενες εκ του γεγονότος ότι τα όσα προφορικά ανέφερε στη μητρική του γλώσσα, δεν καταγράφηκαν αυτούσια οπουδήποτε, παρά μόνο καταγράφηκε η μετάφραση στην Αγγλική γλώσσα, που γινόταν από τον μεταφραστή.  Λόγω του ότι η γνώση του αιτητή τόσο της Αγγλικής γλώσσας, όσο και της Ελληνικής, είναι περιορισμένη δεν μπορεί να αποδείξει ότι η συνέντευξη που έδωσε στη μητρική του γλώσσα δεν συμφωνούσε με την καταγραφείσα μετάφραση στην Αγγλική.  Εν πάση περιπτώσει, το αίτημα του αιτητή να θεωρηθεί πολιτικός πρόσφυγας έπρεπε να γίνει αποδεκτό, ενόψει του ότι τα τεκμήρια που παρουσίασε έδειχναν το πραγματικό γεγονός της δολοφονίας όλων των μελών της οικογένειας του με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος σε περίπτωση επαναπατρισμού του για τη ζωή του. 

 

            Εξέταση όλων των θέσεων που προβάλλει ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή αποκαλύπτει ότι αυτές στερούνται ερείσματος.  Κατ΄ αρχάς, στην ίδια την προσφυγή δεν τίθεται καθαρά σε οποιοδήποτε σημείο θέμα λανθασμένης διαδικασίας ως προς τη μετάφραση που έγινε ή ότι θα έπρεπε να ακολουθείτο άλλη διαδικασία, όπως αυτή που θίγεται στην αγόρευση και που επέβαλλε την καταγραφή των δηλώσεων του αιτητή στη μητρική του γλώσσα και τη μετάφραση τους στη συνέχεια από τον μεταφραστή στην Αγγλική και/ή Ελληνική γλώσσα.  Κατά δεύτερο λόγο, στην ασκηθείσα ιεραρχική προσφυγή δεν έγινε λόγος οπουδήποτε για λανθασμένη μετάφραση ή για ανυπαρξία του πρωτοτύπου εγγράφου των δηλώσεων του αιτητή στη μητρική του γλώσσα.  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τις συνεντεύξεις του αιτητή τόσο στις 11.3.04 (Παράρτημα 4 στην ένσταση), όσο και στις 21.6.05 (Παράρτημα 7 στην ένσταση), παρουσιάζεται να είναι απόλυτα ορθή με δεδομένο ότι κατά τις συνεντεύξεις ήταν παρών μεταφραστής ο οποίος υπέγραψε δήλωση ότι τα όσα αναφέρθηκαν από τον αιτητή μεταφράστηκαν ορθά από αυτόν και δεν είναι νοητό να καταλογίζεται αβίαστα εναντίον των καθ΄ ων, ο ισχυρισμός ότι ο μεταφραστής δεν ήταν ανεξάρτητο άτομο επειδή είχε οριστεί από τους ίδιους τους καθ΄ ων.  Στο Παράρτημα 4 στην ένσταση, που είναι η πρώτη συνέντευξη του αιτητή, καταγράφεται επίσης διαβεβαίωση του αιτητή ότι όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονταν εκεί ήταν ορθές, ότι είχε λάβει γνώση του ερωτηματολογίου και των απαντήσεων που έδωσε βεβαιώνοντας ότι ό,τι είχε καταγραφεί αντικατόπτριζε επαρκώς τις δηλώσεις του, ενώ, πρόσθετα, στο Παράρτημα 7 της ένστασης, υπάρχει δήλωση και πάλι του αιτητή ότι αισθάνεται καλά στην υγεία του ώστε να είναι σε θέση να δώσει τη συνέντευξη, ότι καταλάμβαινε τον μεταφραστή και ότι αντιλήφθηκε και την όλη διαδικασία που θα ακολουθείτο.  Τέλος, υπέγραψε ως ορθή, την όλη συνέντευξη. 

 

            Οι πιο πάνω συνεντεύξεις έλαβαν χώραν με  βάση τη διαδικασία που προβλέπεται από τον σχετικό περί Προσφύγων Νόμο αρ. 6(Ι)/00, όπως τροποποιήθηκε, και ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 18(1), που καθιστά επιβεβλημένη την παρουσία διερμηνέα.

 

            Περαιτέρω όλα τα έγγραφα τα οποία παρουσιάστηκαν από τον αιτητή και που ήταν στη μητρική του γλώσσα, δηλαδή στα Urdu, μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, όπως φαίνεται στο Παράρτημα 10 της ένστασης. 

 

            Ο αιτητής μέσω του συνηγόρου του πέραν της γενικής παρατήρησης ότι θα έπρεπε να καταγραφόταν η συνέντευξη του στη μητρική του γλώσσα, δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε σχετική αυθεντία περί τούτου ώστε να καταδείξει το προβληματικό ή το λανθασμένο της ακολουθητέας από την Υπηρεσία Ασύλου, διαδικασίας.  Και πράγματι δεν φαίνεται να εντοπίζεται οποιοδήποτε ουσιώδες πρόβλημα με τον τρόπο που λήφθηκε η συνέντευξη, εφόσον στον αιτητή παρασχέθηκαν υπηρεσίες μεταφραστή και ήταν σε θέση να τον αντιληφθεί, να δηλώσει οτιδήποτε ήθελε ιδία βουλήσει και να υπογράψει στο τέλος ότι τα λεχθέντα από αυτόν ήταν ορθά.  Δεν επιβάλλεται ούτε αναφέρεται πουθενά η αναγκαιότητα να λαμβάνεται αυτούσια η κατάθεση στη μητρική γλώσσα του αιτητή, η οποία να μεταφράζεται αργότερα στα Ελληνικά.  Άλλωστε, η όλη διαδικασία αφορά διερευνητική συνέντευξη και όχι ανακριτικό έργο στα πλαίσια αστυνομικής ανάκρισης με σκοπό την ποινική δίωξη. Να σημειωθεί, περαιτέρω, ότι στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις, εμπεριέχεται στα ερυθρά 68-69 χειρόγραφη επιστολή με ημερ. 29.8.05, προφανώς γραμμένη από τον ίδιο τον αιτητή στην Αγγλική γλώσσα, με την οποία, απευθυνόμενος στην Υπηρεσία Ασύλου, ζητούσε το επανάνοιγμα  της υπόθεσης του.  Από το περιεχόμενο της επιστολής φαίνεται ότι ο αιτητής γνωρίζει με επάρκεια την Αγγλική γλώσσα και επομένως, όταν υπέγραφε στο τέλος των συνεντεύξεων του ότι όσα λέχθηκαν από τον ίδιο και μεταφράστηκαν ήταν ορθά, μπορούσαν να ελεγχθούν και από αυτόν ως προς την ορθότητα της μετάφρασης. 

 

            Αλλά και επί της ουσίας της προσφυγής είναι φανερό ότι και αν ακόμη τα όσα ανέφερε ο αιτητής ήταν απόλυτα ορθά, η διαφορά που προέκυψε στη χώρα του αφορά περιουσιακές διαφορές και επομένως προσωπικής υφής και δεν εμπίπτουν σε ένα από τους πέντε λόγους με βάση τους οποίους σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ως τροποποιήθηκε, θα μπορούσε να καταταχθεί και να αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας.  Πέραν τούτου, οι ασάφειες και αντιφάσεις, όπως καταγράφηκαν πριν, έριχναν εύλογη σκιά στην αξιοπιστία του αιτητή ώστε αυτός να μην μπορεί να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας με βάση την παρ. 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και Κριτήρια για τον Προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα, το οποίο εκδίδεται από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίνεται μόνο όταν ο εξεταστής της αίτησης ασύλου ικανοποιείται γενικά ως προς την αξιοπιστία του αιτητή και με την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί του παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια.  Περαιτέρω, το άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει ότι ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου μπορεί να δώσει το ευεργέτημα της αμφιβολίας με την προϋπόθεση όμως ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ικανοποιείται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

 

            Εύλογα, εδώ, δεν παρεχόταν έρεισμα στους καθ΄ ων για να θεωρήσουν ως αξιόπιστη την όλη εκδοχή του αιτητή.  Από τους καθ΄ ων διερευνήθηκε κάθε δυνατή πτυχή που προώθησε ο ίδιος και δεν θα ήταν δυνατό να γίνει περαιτέρω έρευνα από τις Κυπριακές Αρχές.  Όταν ο αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (δέστε και Obaidul Haque v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08).  Σύμφωνα με σταθερή νομολογία, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά τη δική του κρίση για αυτήν της διοίκησης, αλλά περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. (δέστε Latif  v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

            Η προσφυγή επομένως απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

            Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται βάσει του           Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                            Στ. Ναθαναήλ,

                                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο