ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 609/07)
15 Μαΐου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 23.2.07 με την οποία του γνωστοποίησαν τη θέση ότι θα πρέπει να εκκενώσει εντός ενός μηνός την κρατική οικία υπ΄ αρ. 14 στην οδό Μιχαήλ Κάσσιαλου στον οικισμό Αγίου Αθανασίου στη Λεμεσό.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα έχουν ως εξής: Η εν λόγω κατοικία είχε παραχωρηθεί κατόπιν αδείας στη Μαρούλλα Ζαχαρίου, μητέρα του αιτητή, δυνάμει συμφωνίας ημερ. 1.12.1980 μεταξύ του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και αυτής. Η Ζαχαρίου απεβίωσε την 1.2.05. Ο αιτητής στη συνέχεια με επιστολή του ημερ. 11.11.05 υπέβαλε αίτημα μεταβίβασης στο δικό του όνομα της άδειας χρήσης της οικίας. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από την Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας κατόπιν εξέτασης όλων των σχετικών στοιχείων και αφού κάλεσε τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη. Η Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας πρότεινε την παραχώρηση ολόκληρης της οικονομικής βοήθειας για το ιδιόκτητο σπίτι της οικογένειας του αιτητή στην Πάφο, πρόταση όμως που απορρίφθηκε από τον αιτητή, ο οποίος και προσέβαλε τη νομιμότητα της απόρριψης της μεταβίβασης της αδείας χρήσης με την υπ΄ αρ. 1418/06 προσφυγή. Στη συνέχεια, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως απέστειλε την προαναφερθείσα επιστολή ημερ. 23.2.07, καλώντας τον αιτητή να παραδώσει την οικία, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Ο αιτητής είναι, παραδεκτά, κάτοχος της υπ΄ αρ. 141905 προσφυγικής ταυτότητας, εκτοπισμένος από τη Μόρφου, νυμφεύθηκε δε το 1998 με μη εκτοπισμένη γυναίκα από την Πάφο, η οποία και διαθέτει δύο ιδιόκτητες κατοικίες.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας, είναι αντίθετη με τη χρηστή διοίκηση, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο ή όργανο που πάσχει στη σύνθεση του, επιδιώκει αλλότριο σκοπό και παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα του αιτητή. Σύμφωνα με τον αιτητή αυτός εργάζεται στη Λεμεσό, η δε σύζυγος του προσπαθεί επίσης να εξεύρει εργασία στη Λεμεσό, διαμένουν δε στην εν λόγω κατοικία κατά καιρούς μαζί με τη θυγατέρα που έχουν αποκτήσει από το γάμο τους. Κατά το συνήγορο του αιτητή, οι καθ΄ ων παρά την εκκρεμοδικία της προσφυγής αρ. 1418/06, με την οποία αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της μη παραχώρησης και μεταβίβασης της αδείας χρήσης της κατοικίας στο όνομα του, έλαβαν χωρίς ειδική αιτιολογία και χωρίς προηγουμένως να κληθεί σ΄ ακρόαση, την ακόμη δυσμενέστερη για τον ίδιο απόφαση με την οποία καλείται να εκκενώσει την οικία, επιδιώκοντας έτσι να καταστήσουν την εν λόγω προσφυγή άνευ αντικειμένου. Περαιτέρω, δεν παρουσιάστηκε πρακτικό συνεδρίας του αρμοδίου οργάνου που έλαβε την απόφαση για την εκκένωση της οικίας και δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένη η αιτιολογία της λήψης αυτής της απόφασης. Πρόσθετα, η απαίτηση να εκκενωθεί και παραδοθεί η οικία αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, εφόσον σε άλλες περιπτώσεις είχε παραχωρηθεί η οικία για συναισθηματικούς και άλλους ουσιώδεις λόγους. Αντίθετα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και παρά το γεγονός ότι η οικία αποτελούσε πάντοτε τη μόνιμη στέγη του αιτητή, η διοίκηση επέλεξε την έξωση του, ενώ αναγνωρίζει ταυτόχρονα, αντιφατικά, την εκεί διαμονή του.
Αποτελεί αντίθετα τη θέση των καθ΄ ων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί καθόλα νόμιμα χωρίς να έχει παραβιαστεί οποιοδήποτε Άρθρο του Συντάγματος και χωρίς να έχουν παραβιαστεί οι αρχές της χρηστής διοίκησης. Με δεδομένο ότι οι καθ΄ ων δεν αποτελούν συλλογικό όργανο δεν χρειάζεται να υπάρχει λεπτομερές πρακτικό, η δε απόφαση λήφθηκε αρμοδίως από το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ως εκπροσώπου και διαχειριστή της περιουσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος και είχε υπογράψει τη σύμβαση που παρείχε την άδεια χρήσης της οικίας με τη μητέρα του αιτητή. Ούτε και προκύπτει από τη νομολογία ή το νόμο δικαίωμα ακρόασης σε περιπτώσεις όπως στην παρούσα, διότι δεν πρόκειται για έκδοση διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει άλλως πως το χαρακτήρα της κύρωσης.
Οι καθ΄ ων εγείρουν και προδικαστική ένσταση ότι με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη. Ο λόγος γι΄ αυτό είναι ότι το αντικείμενο της απόφασης ανάγεται στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου και ξεφεύγει επομένως από το πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο αιτητής αντιτάσσει ότι έχει έννομο συμφέρον να εγείρει την προσφυγή γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση έχει παράξει άμεσες συνέπειες σε βάρος του, εφόσον ζητείται από αυτό να εκκενώσει την οικία, αίτημα το οποίο προσβάλλει τόσο το ηθικό, όσο και το οικονομικό του συμφέρον.
Η εξέταση της προδικαστικής ένστασης αποκαλύπτει ότι όντως η παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλει πράξη εκτελεστή στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου. Η ειδοποίηση που στάληκε στον αιτητή στις 23.2.07, έλκει την ύπαρξη της από περιουσιακά δικαιώματα του δημοσίου και προέρχεται από συμβατική σχέση του δημοσίου με την αποβιώσασα μητέρα του αιτητή. Προς επίρρωση της θέσης αυτής, είναι αρκετή η παραπομπή στην υπογραφείσα μεταξύ των μερών συμφωνίας αδείας ημερ. 1.12.80 (κυανούν 7-9) του κατατεθέντος κατά τις διευκρινίσεις διοικητικού φακέλου, ως Τεκμ. «Α». Η συμφωνία αυτή προνοεί στον όρο 2(α), ότι η οικία θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ιδιωτική κατοικία από την αδειούχο και την οικογένεια της μόνο, η οικογένεια δε αποτελείτο, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο σχετικό Πίνακα, από τους δύο γιους της Μαρούλλας Ζαχαρίου, ήτοι, τον Μιχαλάκη Ζαχαρίου που γεννήθηκε το 1961 και τον Σταυράκη Ζαχαρίου (παρόντα αιτητή), που γεννήθηκε το 1964. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο 2(η), η αδειούχος δεν θα δικαιούτο να εκχωρήσει ή υπομισθώσει οπουδήποτε την οικία, ενώ με βάση και την υποπαρ. (θ), με τη λήξη της ισχύος της άδειας η οικία θα έπρεπε να αποδοθεί πίσω στον ιδιοκτήτη, δηλαδή, την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο όρος 6 της συμφωνίας καταγράφει ότι η αδειούχος αναγνωρίζει ότι η ενέργεια της Κυπριακής Δημοκρατίας να επιτρέψει σ΄ αυτήν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της, όπως φαίνονται στον Πίνακα, να κατοικήσει στην οικία «…. ουδόλως δημιουργεί σχέσεις Ιδιοκτήτου και Ενοικιαστού μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και οιονδήποτε δικαίωμα κατοχής ή αποζημιώσεως προς όφελος αυτού.». Τέλος, ο όρος 7 της συμφωνίας προνοεί ότι η ισχύς της άδειας θα διαρκέσει για όσο χρονικό διάστημα η αδειούχος θα είχε, στην απόλυτη κρίση του ιδιοκτήτη, «….. ανάγκη χρήσεως της κρατικής οικίας για σκοπούς διαμονής».
Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι η σχέση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και της αποβιωσάσης μητέρας του αιτητή ήταν καθαρά σχέση αναγόμενη στο ιδιωτικό δίκαιο. Με το θάνατο της μητέρας έπαυσε να υπάρχει η ανάγκη χρήσεως της οικίας, η οποία και θα έπρεπε να επιστραφεί πίσω στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στην παρόμοια απόφαση Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 160, είχε γίνει δεκτή η προδικαστική ένσταση ότι η ειδοποίηση που είχε σταλεί στον εκεί εφεσείοντα για την εγκατάλειψη της οικίας στην οποία διέμενε ο πατέρας του πριν το θάνατο του και η οποία του είχε παραχωρηθεί στα πλαίσια του σχεδίου αποκατάστασης των εκτοπισθέντων, ενέπιπτε στο ιδιωτικό δίκαιο και δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής.
Όπως λέχθηκε στην απόφαση:
«Αποτελεί αξίωμα ότι μόνο πράξεις εξουσίας που επενεργούν στο πεδίο του δημόσιου δικαίου υπόκεινται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου……… Η ειδοποίηση αφευαυτής, όπως επίσης ορθά διαπίστωσε το Δικαστήριο, δεν ήταν γενεσιουργός δικαιωμάτων, ούτε καθοριστική των υποχρεώσεων του εφεσείοντα και εμφανώς εστερείτο εκτελεστού χαρακτήρα. Δε σκοπούσε στο μονομερή καθορισμό των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε οποιοδήποτε τομέα.»
Στο σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ενημέρωσις», Νοέμβριος 1978, στις σελ. 387-388, αναφέρεται ότι δεν περιλαμβάνονται στις διοικητικές πράξεις και δεν υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης εκείνες οι πράξεις των οργάνων της διοίκησης που εκδίδονται στα πλαίσια συμβατικών σχέσεων, οι οποίες ρυθμίζουν δικαιοπραξίες στο ιδιωτικό δίκαιο και δεν διέπονται άλλως από ειδικές ρυθμίσεις ή κανόνες του διοικητικού δικαίου. Τέτοιες πράξεις θεωρούνται κατ΄ εξοχήν οι λεγόμενες πράξεις διαχείρισης, δηλαδή, πράξεις που αναφέρονται στη διαχείριση της περιουσίας του κράτους ή των δημοσίων νομικών προσώπων, κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Η εκμίσθωση ακινήτων του δημοσίου, όπως αναφέρεται στη σημείωση 2 στη σελ. 388, με αναφορά και σε απόφαση στην Συμβουλίου της Επικρατείας υπ΄ αρ. 3267/1970, δεν εμπίπτει στο δημόσιο δίκαιο. Στη σελ. 391, περαιτέρω, αναφέρεται ότι η πράξη που έχει προκαλέσει τη διαφορά για να έχει εφαρμογή στο δημόσιο δίκαιο, πρέπει να έχει εκδοθεί στο πλαίσιο ειδικής έννομης σχέσης του δημοσίου νομικού προσώπου και του διοικούμενου που ρυθμίζεται από κανόνες του διοικητικού δικαίου.
Έτσι και εδώ, η αποστολή της σχετικής ειδοποίησης στον αιτητή δεν στόχευε σε μονομερή καθορισμό δικαιωμάτων, αλλά ήταν πράξη επακόλουθη των περιουσιακών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, πράξη που είχε στόχο να τον προειδοποιήσει για τις συνέπειες της παραμονής του στην οικία, εάν τυχόν δεν ήθελε συμμορφωθεί με την ειδοποίηση. Ορθά η κα Θεοκλήτου, κατά το Δικαστήριο, αναφέρει στην αγόρευση της ότι η πράξη η οποία είχε δημιουργήσει δικαιώματα και έννομα αποτελέσματα στον αιτητή ήταν η προηγούμενη πράξη ημερ. 22.5.06, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για μεταβίβαση στον αιτητή της άδειας χρήσης της οικίας, η νομιμότητα της οποίας έχει ήδη αμφισβητηθεί από τον αιτητή με την προαναφερθείσα προσφυγή.
Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα φανερώνεται και από το γεγονός ότι οι καθ΄ ων θα πρέπει να καταχωρήσουν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για έξωση του αιτητή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του, εξ ου και στην υπό κρίση επιστολή ημερ. 23.2.07, γίνεται επίκληση της παράνομης κατακράτησης της οικίας, έννοια που παραπέμπει ευθέως στο ιδιωτικό δίκαιο. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η σχετική συμφωνία αδείας προς τη μητέρα του αιτητή ημερ. 1.12.1980, έχει όλα τα στοιχεία που διέπουν μια σύμβαση ενοικίασης ή σύμβαση αδείας χρήσης, όπως είναι το δικαίωμα των καθ΄ ων να εισέρχονται οποτεδήποτε στο ακίνητο για σκοπούς επιθεώρησης και εξέτασης της κατάστασης αυτού, η απαγόρευση εκχώρησης ή υπομίσθωσης, η απόδοση στους καθ΄ ων στη λήξη της ισχύος της άδειας της οικίας με όλες τις βελτιώσεις που τυχόν είχαν γίνει από τον αδειούχο, καθώς και το δικαίωμα των καθ΄ ων να εισέλθουν στην οικία και να αποκτήσουν ελεύθερη κατοχή, αν η αδειούχος παρέλειπε να χρησιμοποιεί την οικία για περίοδο πέραν των τριών μηνών.
Εγείρεται και δεύτερη, κατ΄ ουσίαν, προδικαστική ένσταση η οποία επίσης κρίνεται ορθή και αυτή σχετίζεται με το λανθασμένο του τίτλου της αίτησης από την άποψη ότι στρέφεται εναντίον του Προέδρου της Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας, ο οποίος όμως δεν αυτός που έλαβε την προσβαλλόμενη πράξη. Η επίδικη επιστολή ημερ. 23.2.07 απεστάλη από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως και όχι από την Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας.
Ανεξάρτητα από την επιτυχία της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης η οποία και προδιαγράφει την απόρριψη της προσφυγής, κρίνεται ότι ο αιτητής δεν έχει έρεισμα ούτε στις υπόλοιπες θέσεις που προβάλλει. Κατ΄ αρχάς, ορθά η κα Θεοκλήτου αναφέρει ότι δεν χρειαζόταν η παρουσίαση οποιουδήποτε λεπτομερούς πρακτικού εφόσον το διοικητικό όργανο που έλαβε την επίδικη πράξη δεν είναι συλλογικό. Μόνο όπου η απόφαση λαμβάνεται από συλλογικό όργανο χρειάζεται για λήψη αποτελεσματικής απόφασης, η κατά νόμο σύγκληση αυτού και η ύπαρξη σχετικού πρακτικού, ενσωματώνουσα την ίδια την απόφαση. (δέστε Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433 και Μαρία Λόη Χ»Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 674/05, ημερ. 11.4.08). Η απόφαση εδώ ήταν επιβεβλημένη, απορρέουσα από την αλλαγή στη συμβατική σχέση που επήλθε με το θάνατο της μητέρας του αιτητή. Ο αιτητής, όπως ορθά υποδεικνύεται, δεν κατονομάζει στην αγόρευση του ποιο είναι το συλλογικό όργανο που κατά την κρίση του, έλαβε και την επίδικη πράξη.
Ούτε και ήταν επάναγκες να ακουστεί ο αιτητής πριν την έκδοση της απόφασης και δεν σημειώνεται παράβαση του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, με δεδομένο ότι η υπό κρίση απόφαση δεν αφορά διοικητικό μέτρο πειθαρχικής φύσης ή μέτρο που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Σκυροποιΐα Συμεών Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 1226, η υποχρέωση της διοίκησης ως προς την παροχή της ευκαιρίας ακρόασης προς τον πολίτη σχετίζεται με την υποχρέωση για διεξαγωγή επαρκούς έρευνας. Εδώ, δεν υπήρχε οτιδήποτε περαιτέρω να διερευνηθεί αφού τα γεγονότα ήσαν απλά και ήταν εύλογο για τους καθ΄ ων να εκδώσουν την προσβαλλόμενη πράξη εφόσον διαπιστώθηκε η κατ΄ εξακολούθηση παραμονή του αιτητή στην οικία, παρά το θάνατο της μητέρας του και παρά την αρνητική από τη διοίκηση απάντηση σε αυτόν να τύχει της μεταβίβασης της αδείας που προηγουμένως είχε η μητέρα του.
Συναφώς, η προσβαλλόμενη πράξη είναι δεόντως αιτιολογημένη με δεδομένο ότι ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής καλείται να εγκαταλείψει την οικία εκπηγάζει όχι μόνο από την πρώτη παράγραφο της επίδικης επιστολής, στην οποία γίνεται αναφορά στην αποβιώσασα μητέρα του αιτητή, αλλά και δύναται να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο με βάση το άρθρο 29 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, (δέστε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Άλλωστε, ο ίδιος ο αιτητής πολύ καλά γνωρίζει το λόγο εφόσον ο ίδιος είχε υποβάλει αίτημα για παραμονή του στην οικία μετά το θάνατο της μητέρας του, καταχώρησε δε και την προσφυγή υπ΄ αρ. 1418/06, για την άρνηση της διοίκησης να του παραχωρήσει την άδεια αυτή. Δικαίως, πρόσθετα, σημειώνεται από τη συνήγορο ότι διά της αγορεύσεως του δικηγόρου του, ο αιτητής επιχειρεί να εισαγάγει στοιχεία και δεδομένα μη εξαγόμενα από το διοικητικό φάκελο.
Ορθά η κα Θεοκλήτου αναφέρει επίσης ότι σε περίπτωση επιτυχίας της προαναφερθείσας προσφυγής, ο αιτητής θα δικαιούται σε αποζημιώσεις με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος και ουδαμώς σχετίζεται η εν λόγω προσφυγή, με το δικαίωμα της διοίκησης να λάβει την προσβαλλόμενη πράξη, εφόσον διαπιστώνεται παρανομία στην όλη συμπεριφορά του αιτητή. Μάλιστα, αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης να προχωρήσει να διορθώσει την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία στην ουσία καθιστά τον αιτητή παράνομο επεμβασία στην οικία.
Τέλος, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος και δεν έχουν τεθεί τα δεδομένα εκείνα που θα καθιστούσαν εύλογα επιτρεπτή την, κατ΄ ισχυρισμόν, επιλεκτική ή δυσμενή μεταχείριση του αιτητή. Η υπόθεση Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 924/04, ημερ. 21.12.2005, την οποία αναφέρει ο κ. Αγγελίδης στην αγόρευση του, ως ενδεικτική της ανισότητας στη μεταχείριση παρομοίων υποθέσεων από τη διοίκηση, εύλογα διακρίνεται από την υπό κρίση υπόθεση, όπως ορθά υπέδειξε η συνήγορος των καθ΄ ων στη δική της αγόρευση, με δεδομένο ότι εκεί δεν υπήρξε επαρκής διερεύνηση όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων και γι΄ αυτό είχε ακυρωθεί η διοικητική πράξη.
Ούτε υπάρχει κατάχρηση εξουσίας, ούτε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης ή παραβίαση της αρχής της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου, εφόσον η απόφαση της διοίκησης εδώ για την απομάκρυνση του αιτητή από την οικία ήταν για όλους τους λόγους που έχουν προαναφερθεί, όχι μόνο εύλογα επιτρεπτή, αλλά και επιβεβλημένη. Οι υποθέσεις που αναφέρθηκαν από τον κ. Αγγελίδη στην αγόρευση του και για τους λόγους που εξηγεί η κα Θεοκλήτου στη δική της γραπτή αγόρευση, εύλογα διακρίνονται και από πλευράς γεγονότων και από πλευράς νομικής ουσίας από την παρούσα υπόθεση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο