SHAHAJAN UMMA MOHAMED RAWUTTAR ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 742/2006, 24 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 742/2006)

 

24 Σεπτεμβρίου, 2008

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

SHAHAJAN UMMA MOHAMED RAWUTTAR,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

Χρ. Ιωσηφίδης, για την Αιτήτρια.

Κ. Σταυρινός, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η Αιτήτρια κατάγεται από την Σρι Λάνκα και από τις 12.1.2000 μέχρι τις 12.1.2006, δηλαδή για περίοδο 6 ετών, διέμενε νόμιμα και αδιάλειπτα στην Κύπρο, όπου εργαζόταν ως οικιακή βοηθός.

 

Στις 6.12.2005, μέσω του δικηγόρου της υπέβαλε προς τον Υπουργό Εσωτερικών αίτηση με την οποία ζητούσε να της παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, με βάση την Οδηγία 2003/109/ΕΚ.

 

Στις 22.12.05 οι καθ’ων η αίτηση απάντησαν στην Αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της ότι το αίτημα της δεν μπορούσε να εξεταστεί περαιτέρω καθότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είχε μεταφέρει ακόμη τη σχετική οδηγία στην εθνική έννομη τάξη και ότι σύμφωνα με το άρθρο 26 της Οδηγίας, τα κράτη μέλη είχαν περιθώριο μέχρι τις 23.1.2006 για να εναρμονιστούν με την Οδηγία.

 

Η τελευταία άδεια παραμονής και εργασίας της Αιτήτριας ίσχυε μέχρι τις 12.1.2006 και έφερε ένδειξη «final - not renewable».  Μετά την ημερομηνία αυτή η άδεια της δεν ανανεώθηκε.  Στις 13.3.2006, η εργοδότρια της Αιτήτριας απέστειλε επιστολή προς τη Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και μετανάστευσης με την οποία επαναλάμβανε εκ μέρους της αλλοδαπής το αίτημα για να της παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.

 

Στις 5.4.2006 η Διευθύντρια με επιστολή της προς την εργοδότρια της Αιτήτριας, την πληροφορούσε ότι το αίτημα της δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί γιατί η περίπτωση της αλλοδαπής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, καθότι η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας έληξε πριν την 23.1.2006 που ήταν η προθεσμία ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας.

 

Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει ως παράνομη την πιο πάνω άρνηση να της παραχωρήσουν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος στην Κύπρο.  Ως βασικούς λόγους ακύρωσης, επικαλούνται την πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και την κατάχρηση εξουσίας.

 

Ο δικηγόρος των καθ’ων η αίτηση, με την αγόρευση του ήγειρε προδικαστική ένσταση, ότι η προσφυγή είναι απαράδεχτη καθότι προσβάλλει μη εκτελεστή διοικητική πράξη.  Σύμφωνα με τον κ. Σταυρινό, το δεύτερο αίτημα της Αιτήτριας μέσω της εργοδότριας της στις 13.3.06, έγινε με βάση τα ίδια στοιχεία με αποτέλεσμα η διοίκηση να την απορρίψει για τον ίδιο λόγο που απέρριψε και το προηγούμενο αίτημα, δηλαδή ότι η άδεια παραμονής και εργασίας της έληξε πριν την ημερομηνία που είχε οριστεί για ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας (23.1.06).  Όπως εισηγήθηκε, η μόνη εκτελεστή πράξη είναι αυτή που περιέχεται στην αρνητική επιστολή της διοίκησης ημερ. 22.12.05, η οποία όμως δεν προσβλήθηκε μέσα στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα περίοδο των 75 ημερών.  Εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 5.4.06, δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη, αλλά επιβεβαιωτική της προηγούμενης απάντησης ημερ. 22.12.05.

 

Η προδικαστική ένσταση των καθ’ων η αίτηση δεν ευσταθεί.

 

Με την επιστολή τους ημερ. 22.12.05 οι καθ’ ων η αίτηση δεν απέρριψαν το αίτημα της Αιτήτριας, αλλά την πληροφορούσαν ότι αυτό «δεν μπορεί να εξεταστεί περαιτέρω», επειδή δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί η Οδηγία 2003/109/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο.

 

Η Αιτήτρια επανέφερε το αίτημα της μετά που έληξε η προθεσμία για ενσωμάτωση της Οδηγίας.  Η εξέλιξη αυτή αποτελούσε κατά την άποψή μου, νέο στοιχείο το οποίο και οι καθ’ων η αίτηση φαίνεται να έλαβαν υπόψη, με αποτέλεσμα να απορρίψουν το αίτημα κρίνοντας ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, καθ’ ότι η άδεια παραμονής της έληξε πριν την ημερομηνία ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας.  Πρόκειται καθαρά για εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία σαφώς δηλώνει τη βούληση της διοίκησης και παράγει έννομο αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την Αιτήτρια.  Η αρνητική απάντηση των καθ’ων η αίτηση ημερ. 5.4.2006, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαιωτική πράξη, εφόσον προηγουμένως δεν υπήρξε άλλη αρνητική απάντηση την οποία να επιβεβαιώνει.  Η αίτηση, όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Ιωσηφίδης, τέθηκε σε αναμονή, εν όψει της επικείμενης ενσωμάτωσης της Οδηγίας.  Η πρώτη απάντηση στην ουσία ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα και ως εκ τούτου μη εκτελεστή.  Εν πάση περιπτώσει, και εκτελεστή να θεωρηθεί, το αιτιολογικό της ήταν εντελώς διαφορετικό από το αιτιολογικό της δεύτερης και ως εκ τούτου με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε η δεύτερη να επιβεβαίωνε την πρώτη.  Είναι φανερό ότι η εξέταση του δεύτερου αιτήματος έγινε με βάση το νέο νομικό καθεστώς που διαμορφώθηκε μετά τις 23.1.06, το οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν ουσιώδες, αφού σ’ αυτό στηρίχθηκε και η άρνηση των καθ’ων η αίτηση.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση κρίνεται ανεδαφική και η προσφυγή παραδεχτή. 

 

Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω την εισήγηση για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΚ.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για την Αιτήτρια εισηγήθηκε ότι στην παρούσα υπόθεση τίθεται καθαρά θέμα ερμηνείας του Κοινοτικού Δικαίου και το Δικαστήριο προτού κρίνει την προσφυγή θα πρέπει να θέσει Προδικαστικά Ερωτήματα[1] στο ΔΕΚ, σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 234 της Συνθήκης της ΕΚ.  Για το σκοπό αυτό με παρέπεμψε στο Ενημερωτικό Σημείωμα με αρ. C143/1 που εκδόθηκε από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 11.6.2006.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση, διαφώνησε με την εισήγηση για παραπομπή Προδικαστικού Ερωτήματος στο ΔΕΚ.  Όπως εξήγησε, η ερμηνεία της διάταξης 26 είναι σαφής και δεν χρειάζεται οποιαδήποτε ερμηνεία.  Η άδεια παραμονής της Αιτήτριας έληξε στις 12.1.06, δηλαδή πριν τις 23.1.06 που ήταν η προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας.  Ήταν η άποψη του ότι η παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό νομικό πλαίσιο και την καταχώρηση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό.

 

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεχτή. 

 

Όπως επεξηγείται στην παράγραφο 8 του Ενημερωτικού Σημειώματος C143/1, πιο πάνω, που με εφοδίασε ο κ. Ιωσηφίδης:-

«7.  Δυνάμει των άρθρων 234 της Συνθήκης ΕΚ και 150 της Συνθήκης ΑΚΑΕ, κάθε δικαστήριο κράτους μέλους, εφόσον καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, μπορεί κατ’ αρχήν να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.  Η ιδιότητα ενός οργάνου ως δικαστηρίου ερμηνεύεται από το Δικαστήριο ως αυτοτελής έννοια του κοινοτικού δικαίου.

8. Εντούτοις, ειδικώς όσον αφορά τις πράξεις που εκδίδουν τα κοινοτικά όργανα στον τομέα του τίτλου IV του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά με τις θεωρήσεις, το άσυλο, τη μετανάστευση και τις λοιπές πολιτικές που συνδέονται με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – μεταξύ άλλων την αρμοδιότητα των δικαστηρίων και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων -, δικαίωμα παραπομπής έχουν μόνον τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 68 της Συνθήκης ΕΚ.»

 

Η παρούσα προσφυγή αφορά σε Οδηγία που σχετίζεται με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, με αποτέλεσμα το παρών Δικαστήριο, οι αποφάσεις του οποίου υπόκεινται σε έφεση, να μην έχει δικαίωμα να παραπέμψει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ.  Σχετική επί του θέματος είναι και η πρόσφατη απόφαση του αδελφού Δικαστή Νικολαΐδη στην υπόθεση Balbin v. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 857/06, ημερ. 16.9.08.

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.  Στην απαντητική επιστολή τους, ημερ. 5.4.2006, η οποία αποτελεί και την επίδικη απόφαση, οι καθ’ων η αίτηση αναφέρουν ότι:-

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 13-03-2006 σχετικά με το αίτημα σας για παραμονή στη Δημοκρατία της πιο πάνω αλλοδαπής υπό το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντα δυνάμει της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ και σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί γιατί η περίπτωση της αλλοδαπής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής καθότι η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας έληξε πριν τις 23/01/2006 που ήταν η προθεσμία ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας.

 

Ενόψει των πιο πάνω παρακαλώ όπως συμβουλεύσετε την αλλοδαπή να διευθετήσει την άμεση αναχώρηση της από τη Δημοκρατία καθότι η άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας έληξε στις 12-01-2006 διαφορετικά θα ληφθούν μέτρα για την απομάκρυνση της.»

 

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας εισηγήθηκε ότι οι καθ’ ων η αίτηση υπέπεσαν σε σοβαρή πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο ως προς την ημερομηνία έναρξης της υποχρέωσής τους να εφαρμόσουν την Οδηγία.

 

Όπως εξήγησε, πράγματι η έναρξη της ισχύος της Οδηγίας για τα τότε 15 Μέλη, ήταν, σύμφωνα με το άρθρο 27 της Οδηγίας, η ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή η 23η Ιανουαρίου 2004.  Όμως, για τα υπόλοιπα Μέλη, μεταξύ των οποίων και η Κυπριακή Δημοκρατία, η έναρξη ισχύος είναι η 1η Μαΐου 2004, δηλαδή η ημερομηνία προσχώρησης τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η προθεσμία των δύο ετών μέχρι τις 23.1.2006 που δίδεται από το άρθρο 26 της Οδηγίας στα κράτη μέλη, είναι προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.  Όμως δεν αποτελεί παράταση του χρόνου έναρξης ισχύος της Οδηγίας.  Η Οδηγία, εισηγήθηκε, ακόμη και πριν τη λήξη της προθεσμίας ενσωμάτωσης της, δεν στερείται πλήρους αποτελεσματικότητας.  Σε αντίθετη περίπτωση, είπε, η καθυστέρηση στην ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου στο εθνικό δίκαιο, θα μπορούσε να απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση τους να σέβονται την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι του δικαίου των Κρατών-Μελών και να δημιουργεί συνθήκες σύγκρουσης του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο.  Οι καθ’ων η αίτηση, πρόσθεσε ο κ. Ιωσηφίδης, αγνόησαν και/ή παρερμήνευσαν την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης και της ισχύος της Οδηγίας από τη δημοσίευσή της, με αποτέλεσμα να περιπέσουν σε πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο.  Σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Ιωσηφίδη, η Οδηγία επέβαλε στους καθ’ων η αίτηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο της υποβολής τόσο της πρώτης αίτησης στις 6.12.05 όσο και της δεύτερης στις 13.3.06, την υποχρέωση να ικανοποιήσουν το αίτημα της Αιτήτριας.  Η προσπάθεια της διοίκησης να παρακάμψει την υποχρέωση της για άμεση εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας, αποτελεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και κατάχρηση εξουσίας.

 

Από την άλλη, ο κ. Σταυρινός, υποστήριξε ότι οι καθ’ων η αίτηση δεν περιέπεσαν σε οποιαδήποτε πλάνη.  Όπως εξήγησε, το άρθρο 26 της Οδηγίας προβλέπει ότι «τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να συμμορφωθούν με την παρούσα Οδηγία το αργότερο στις 23 Ιανουαρίου 2006.».  Η ερμηνεία της διάταξης, είπε, είναι σαφής και δεν μπορεί να ερμηνευθεί όπως εισηγείται ο δικηγόρος της Αιτήτριας.  Η άδεια παραμονής της έληξε στις 12.1.2006, πριν από τις 23.1.2006 που ήταν η προθεσμία ενσωμάτωσης, και επομένως σαφώς δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας.  Ήταν η θέση του ότι η παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, μπορούσε να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό νομικό πλαίσιο και την υποβολή αίτησης από το αλλοδαπό πρόσωπο.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Οι Οδηγίες, σε αντίθεση με τους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην ουσία περιλαμβάνουν υποχρεώσεις που σχετίζονται περισσότερο με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πολιτικής, παρά με την επιβολή υποχρέωσης στα κράτη μέλη για να ενεργήσουν με συγκεκριμένη μέθοδο.  Τα κράτη μέλη διατηρούν διακριτική ευχέρεια για τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμόσουν την Οδηγία. 

 

Όμως, η πλατειά διακριτική ευχέρεια που δίδεται στα μέλη, για να επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δεν μειώνει την υποχρέωση τους να εφαρμόσουν αποτελεσματικά την Οδηγία, ούτε και τις εξουσίες του Δικαστηρίου για εφαρμογή της.  Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δεν επιτρέπεται σε κράτος μέλος ή άλλο όργανο να επωφελείται από τη δική του παράλειψη να εφαρμόσει μια Οδηγία (Βλ. Case 152/84, Marshall v. Southampton and Southwest Hampshire AHA (Marshall I) (1986) ECR 723).

 

Η ημερομηνία έναρξης της υποχρέωσης, προσδιορίζεται στην ίδια την Οδηγία.  Συνήθως, δίδεται συγκεκριμένη προθεσμία για ενσωμάτωση και εφαρμογή της Οδηγίας.  Το χρονικό αυτό περιθώριο  είναι κρίσιμο.  Προτού λήξει η σχετική προθεσμία, οι πρόνοιες της δεν θεωρούνται ότι δημιουργούν απόλυτη υποχρέωση συμμόρφωσης.  Από την άλλη, όμως, τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση κατά τη διάρκεια της περιόδου ενσωμάτωσης, να ενεργούν κατά τρόπο που διασφαλίζει την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται από την Οδηγία και όχι κατά τρόπο που να καθιστά το σκοπό ανέφικτο.  Σχετική είναι η υπόθεση Tullio Ratti (Reference for a preliminary ruling), Case 148/78, (1979) ECR 1629 και Micovic v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1012/05, ημερ. 18.11.05.  Στην υπόθεση Von Colson and Kamann v. Land Nordrhein Westfalen Case, 14/83, (1984) ECR 1891, το ΔΕΚ τόνισε την υποχρέωση των Κρατών-Μελών, δυνάμει του άρθρου 10 της Συνθήκης για αποτελεσματική εφαρμογή του επιδιωκόμενου αποτελέσματος από μια Οδηγία και των Εθνικών Δικαστηρίων να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο σκοπό της Οδηγίας.  Στην Marleasing SA v. La Comercial International de Alimentacion, Case 106/89, (1990) ECR 1-4135, το ΔΕΚ επιβεβαίωσε την Von Colson, ανωτέρω.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 27 της Οδηγίας ορίζει ότι: «Η παρούσα Οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσης της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.», δηλαδή στις 23.1.2004.  Όμως το άρθρο 26 παραχωρεί στα κράτη μέλη χρονικό διάστημα 2 χρόνων για να ενσωματώσουν την Οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο.    Όπως είναι γνωστό υπάρχουν διάφοροι τρόποι ενσωμάτωσης μιας Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.  Συνήθως προϋποθέτει τη θέσπιση μιας νομοθεσίας ή αλλαγή υφιστάμενης.  Όμως δεν αποκλείεται η περίπτωση να μην χρειάζεται οποιαδήποτε ενέργεια, εάν η υφιστάμενη εθνική νομοθεσία είναι επαρκής για να επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.  Όποια και να είναι η περίπτωση, το ίδιο το άρθρο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη όταν θεωρήσουν ότι η Οδηγία έχει ενσωματωθεί στο εθνικό τους δίκαιο, πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε μέχρι τις 23.1.06 για να εναρμονίσει τη νομοθεσία της με την Οδηγία.  Μέχρι τότε, δεν ετίθετο θέμα απευθείας ισχύος της Οδηγίας.  Το ζήτημα ξεκαθαρίζει επαρκώς κατά την άποψή μου, η Tullio Ratti, Case 148/78, ανωτέρω, στην οποία διευκρινίζεται ότι θέμα απευθείας ισχύος της Οδηγίας, εγείρεται μόνο μετά τη λήξη της περιόδου που ορίζεται για ενσωμάτωση και της παράλειψης του Κράτους-Μέλους να συμμορφωθεί.  

 

Ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση της Αιτήτριας η Οδηγία ίσχυε από τις 23.1.06 και όχι από 1.5.04 που εντάχθηκε η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως εισηγήθηκε ο κ. Ιωσηφίδης.  Η διοίκηση, στηριζόμενη στην Οδηγία, απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της, αφού η Αιτήτρια από 12.1.06 μέχρι 23.1.06 που άρχισε να ισχύει η Οδηγία, δηλαδή για περίοδο 11 ημερών, διέμενε παράνομα στην Κύπρο.

 

Η απόφαση της διοίκησης είναι καθόλα νόμιμη.  Το άρθρο 4(1) της Οδηγίας παρέχει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε πολίτες τα  τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν νομίμως και αδιαλείπτως τα τελευταία 5 χρόνια, πριν την υποβολή της αίτησης, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Η Αιτήτρια δεν μπορεί να επικαλείται την Οδηγία, εφόσον διέμενε στην Κύπρο παράνομα, έστω και αν το χρονικό διάστημα είναι μικρό.  Η αρχή παραμένει η ίδια.  Όπως ορθά επεσήμανε η διοίκηση, η Αιτήτρια δεν ενέπιπτε το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας επειδή δεν συμπλήρωνε 5 χρόνια νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία, αμέσως πριν την υποβολή της αίτησης της.  Σχετικές επί του θέματος είναι οι πρόσφατες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κarapetyan v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 907/06, ημερ. 1.7.08, Dmytriieva v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1494/06, ημερ. 11.6.08, Gamage v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1358/2006, ημερ. 27.3.08

 

Όμως, ακόμη και αν κατέληγα σε διαφορετικό αποτέλεσμα και διαπίστωνα ότι ευσταθούσε ο λόγος ακύρωσης που αφορούσε στην πλάνη, το Δικαστήριο προτού ακυρώσει την επίδικη απόφαση, θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι η πλάνη ήταν ουσιώδους σημασίας.  Στην προκειμένη περίπτωση, τυχόν πλάνη εκ μέρους της διοίκησης, δεν θα είχε οποιοδήποτε ουσιαστικό όφελος στην Αιτήτρια, αφού τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καλύπτονται από την απόφαση στην Motilla v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 673/06, ημερ. 21.1.08, στην οποία η Πλήρης Ολομέλεια έκρινε ότι οικιακή βοηθός, όπως είναι και η Αιτήτρια, δεν καλύπτεται από την Οδηγία, αφού η άδεια παραμονής της είχε «επίσημα περιοριστεί», όπως έγινε και στην περίπτωση της Αιτήτριας.  Επομένως, και αν ακόμα η Αιτήτρια στην υπό εκδίκαση προσφυγή, κατάφερνε να αποδείξει την ισχυριζόμενη πλάνη και πάλι δεν θα ήταν δυνατό να επωφεληθεί της Οδηγίας, ενόψει των όσων έχουν αποφασιστεί στην Motilla, πιο πάνω.

 

Παρά το γεγονός ότι είχα διαφορετική άποψη από την απόφαση της πλειοψηφίας στη Motilla, εντούτοις η απόφαση είναι δεσμευτική και γι’ αυτό η παρούσα προσφυγή ούτως ή άλλως θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €500 υπέρ των καθ’ων η αίτηση.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς



[1] Τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως τα διατύπωσε ο δικηγόρος της Αιτήτριας, έχουν ως εξής:-

«Κατά πόσο η δημοσίευση, στις 23.1.2004 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, με έναρξη ισχύος της Οδηγίας την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

 

Α) δημιουργεί, από την ημερομηνία προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 1 Μαΐου 2004 και μετά, για τους  υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι πληρούν, κατά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης τους μετά τις 23.1.2004, τα κριτήρια του άρθρου 4.1. της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες για να θεωρούνται επί μακρόν διαμένοντες σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα έννομα αποτελέσματα που αναφέρονται στην Οδηγία, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή

 

Β) δημιουργεί για την Κυπριακή Δημοκρατία νομική υποχρέωση να αναγνωρίζει, από την ημερομηνία προσχώρησης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 1 Μαΐου 2004 και μετά, το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, όπως το καθεστώς αυτό προσδιορίζεται στην Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας,

 

Γ) δημιουργεί για την αιτήτρια, στη βάση του κοινοτικού δικαίου, με ιδιαίτερη αναφορά στην αρχή της επιείκειας και στην αρχή της αναλογικότητας, δικαίωμα επίκλησης της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες για να θεωρούνται επί μακρόν διαμένοντες σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου του γεγονότος ότι η αιτήτρια είχε ήδη καλύψει αμέσως πριν την υποβολή της σχετικής αίτησης στις 6 Δεκεμβρίου 2005 έξι (6) σχεδόν χρόνια νόμιμης και αδιάλειπτης παραμονής στην Κύπρο και, στις 12 Ιανουαρίου 2006, έξι (6) ολόκληρα χρόνια νόμιμης και αδιάλειπτης παραμονής στην Κύπρο, ενώ τα κράτη μέλη είχαν υποχρέωση να συμμορφωθούν με την οδηγία «… το αργότερο στις 23 Ιανουαρίου 2006 …» (άρθρο 26 της Οδηγίας)».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο