AYOTUNDE A EDU κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1493/2006, 7 Οκτωβρίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1493/2006)

 

7 Οκτωβρίου, 2008

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

1.      AYOTUNDE A. EDU,

                                              2.  JOSEFINA L. EDU,

 

Αιτητές,

 

ν. 

 

                                ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                            1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

                                ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Σ. Δράκος, για τους Αιτητές.

 

Ε. Γαβριήλ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

 

(α) Τα γεγονότα.

Ο Ayotunde A. Edu (αιτητής) γεννήθηκε το 1968 στη Νιγηρία. Αφίχθη στην Κύπρο στις 10/9/96 και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι τις 30/8/97 με την ιδιότητα του φοιτητή στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Ακολούθως του παρεχωρείτο παράταση της άδειας παραμονής του μέχρι τις 30/6/2003 ως Καθηγητή στο Logos School of English Education στη Λεμεσό. Η Josefina A. Edu (αιτήτρια) γεννήθηκε το 1971 στις Φιλιππίνες. Αφίχθη στην Κύπρο στις 31/3/96 και της δόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως οικιακής βοηθού μέχρι την 31/3/2000.

 

Οι αιτητές τέλεσαν το γάμο τους στις 22/1/99 στο Δημαρχείο Λευκωσίας και απέκτησαν τρία παιδιά.

 

Οι αιτητές προέβηκαν σε διαβήματα για την παράταση της παραμονής τους στην Κύπρο και για την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας. Η αίτηση για την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας απορρίφθηκε στις 27/7/2005 και ο αιτητής ειδοποιήθηκε προς τούτο με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας. Η άδεια προσωρινής παραμονής τους εξέπνευσε στις 30/7/2004 αλλά οι αιτητές δεν ζήτησαν την ανανέωση της και έτσι διέμεναν παράνομα στην Κύπρο από την πιο πάνω ημερομηνία. Ένα περίπου χρόνο αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 27/6/2005 υπέβαλαν νέα αίτηση για την παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής, η οποία απορρίφθηκε στις 29/7/2005 και προς τούτο ενημερώθηκαν καταλλήλως οι αιτητές.

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αμφισβητούν για διάφορους λόγους την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης. Θα εξετάσω ξεχωριστά τους λόγους που προβλήθηκαν.

 

(i)     Έλλειψη δέουσας έρευνας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση που κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 29/7/2005 στους αιτητές πάσχει από παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης οι αιτητές σημειώνουν μεταξύ άλλων τα πιο κάτω, που κατά την εισήγηση τους οδηγούν στο συμπέρασμα της έλλειψης δέουσας έρευνας:

 

      (α) Ότι η σωστή διεύθυνση των αιτητών είναι η κατοικία με αριθμό 109 και όχι 107 στην οδό Αθανασίου Σακελλαρίου στη Λεμεσό.

 

      (β)   Ότι η μακρά περίοδος παραμονής τους και η κοινωνική τους θέση στο νησί, όπως και η γέννηση δύο από τα τρία παιδιά τους στην Κύπρο, δεν εκτιμήθηκε ορθά.

 

      (γ)   Ότι ο αιτητής δεν χρειάστηκε να μάθει την ελληνική γλώσσα γιατί διδάσκει σε ένα αγγλικό ιδιωτικό σχολείο.

 

      (δ)   Ότι δεν λήφθηκε υπόψη ο καλός τους χαρακτήρας.

 

      (ε)   Ότι κατείχαν τα τυπικά προσόντα παραμονής τους και είχαν λευκό ποινικό μητρώο.

 

 

Αντίθετη είναι η άποψη των καθ’ων η αίτηση, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα διεξαγωγής επαρκούς και/ή δέουσας έρευνας.

 

Η εισήγηση των αιτητών είναι ανεδαφική. Αναφορικά με τη λανθασμένη διεύθυνση σημειώνεται, όπως υποδεικνύεται και από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ’ων η αίτηση, ότι η επιστολή στάληκε στη διεύθυνση που είχαν δηλώσει οι αιτητές, οι οποίοι τοιουτοτρόπως δεν μπορούν να παραπονούνται.

 

Αναφορικά με τους δεσμούς που απέκτησαν οι αιτητές στην Κύπρο, όπως αναφέρεται εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση, το στοιχείο αυτό δεν συνιστά κριτήριο που υποδεικνύει την έλλειψη δέουσας έρευνας. Αντίθετα λήφθηκαν υπόψη οι απόψεις του Επάρχου Λεμεσού και του Αρχηγού Αστυνομίας, που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Η δέουσα έρευνα είχε επίσης διεξαχθεί και από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τους αιτητές. Ενδεικτικά η πιο πάνω σημείωσε ότι η σχέση των αιτητών με την Κύπρο ήταν εργασιακής φύσης και ότι οι αιτητές παρέμεναν παράνομα στην Κύπρο από τις 30/7/2004, με αποτέλεσμα τα προσωπικά τους στοιχεία να καταχωρηθούν στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ως αναζητούμενα πρόσωπα.

 

(ii)   Έλλειψη αιτιολογίας.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών ότι ελλείπει η αναγκαία αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης και τα γεγονότα τα οποία παρουσιάστηκαν από τους καθ’ων η αίτηση στην ένσταση τους αποτελούν απλώς ισχυρισμούς, χωρίς να συμπληρώνουν το κενό της έλλειψης αιτιολογίας. Αντίθετα, όπως σημειώνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ’ων η αίτηση, τα αντίγραφα των εγγράφων της ένστασης “είναι απλώς βοηθητικά για την ετοιμασία της αγόρευσης των αιτητών και τίποτε άλλο”.

 

Η εισήγηση των αιτητών είναι ανεδαφική και απορρίπτεται. Τα στοιχεία που αναφέρονται στην ένσταση προέρχονται από τους διοικητικούς φακέλους και οι λόγοι της απόρριψης είναι σαφείς και λεπτομερείς, αφού η αιτιολογία της επίδικης απόφασης συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων, σε βαθμό που επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.

 

(iii) Πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους των αιτητών ότι η απόρριψη της πολιτογράφησης τους στηρίχθηκε στην παράγραφο 1(γ) του Τρίτου Πίνακα των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2003 που καθορίζει τον καλό χαρακτήρα ως ένα από τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού, σημειώνοντας ότι η αναφορά της διοίκησης ότι δεν είναι καλού χαρακτήρα συγκρούεται με το περιεχόμενο της ένστασης και/ή των διοικητικών φακέλων, όπου οι αιτητές φαίνεται ότι “είναι καλού χαρακτήρα με ευγενικούς τρόπους συμπεριφοράς”. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι οι αιτητές κατείχαν όλα τα τυπικά προσόντα τα οποία απαιτούνται για την πολιτογράφηση τους.

 

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002 (όπως έχει τροποποιηθεί) αφήνει το θέμα της έγκρισης πολιτογράφησης στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού. Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της πολιτογράφησης. Στην παρούσα περίπτωση οι αιτητές δεν μιλούν καθόλου την ελληνική γλώσσα και κρίθηκαν ως άτομα που δεν έχουν ενταχθεί στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο. Η αίτηση τους απορρίφθηκε γιατί οι δεσμοί τους με την Κυπριακή Δημοκρατία περιορίστηκαν σε εργασιακές σχέσεις.

 

Η ύπαρξη διαφορετικών εκτιμήσεων αναφορικά με το χαρακτήρα των αιτητών σε έγγραφα του διοικητικού φακέλου, δεν συνιστά πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο. Οι αιτητές παρέμεναν παράνομα στην Κύπρο από τις 30/7/2004 και ο προηγούμενος έντιμος βίος τους στη Δημοκρατία δεν τους κατατάσσει μόνιμα στον κατάλογο προσώπων καλού χαρακτήρα. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, η διαφορά που παρουσιάζεται είναι μη ουσιώδης και δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα πλάνης. (Βλ. Vera Joudina v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 708/2005 της 20/7/2006, όπου σε παρόμοια αίτηση για πολιτογράφηση η παράνομη παραμονή της αιτήτριας θεωρήθηκε ότι δημιουργούσε εύλογη αμφιβολία στις αρμόδιες αρχές για το χαρακτήρα και κατ’ επέκταση την καταλληλότητα της να αποκτήσει την κυπριακή ιθαγένεια).

 

(iv) Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, του δικαιώματος ακρόασης των αιτητών και καλής πίστης.

 

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι καθ’ων η αίτηση “ενήργησαν κατά τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό και/ή κακόπιστο ώστε να εξαπατηθούν ή να ταλαιπωρηθούν οι αιτητές χωρίς λόγο”. Πιο συγκεκριμένα είναι η θέση των αιτητών  ότι απέρριψαν την αίτηση για πολιτογράφηση γιατί οι αιτητές δεν ήταν καλού χαρακτήρα, ενώ σε ένα έγγραφο του διοικητικού φακέλου αναφέρεται ότι ήταν καλού χαρακτήρα. Η πιο πάνω εισήγηση έχει ήδη απαντηθεί.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν τους δόθηκε το δικαίωμα να ακουστούν, σημειώνεται ότι το δικαίωμα ακρόασης εγείρεται στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες προβλέπεται η επιβολή τιμωρίας ή πειθαρχικής ποινής από τη διοίκηση και ο περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος δεν επιβάλλει υποχρέωση στη διοίκηση να καλεί προς ακρόαση τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για πολιτογράφηση. Στην παρούσα περίπτωση οι αιτητές είχαν ήδη προβάλει τις θέσεις τους ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών μέσω των σχετικών αιτήσεων που υπέβαλαν και λόγω της μη προβολής νέων εισηγήσεων εκ μέρους τους, η απόφαση για τη μη κλήση τους για να προβάλουν τις απόψεις τους ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. (Βλ. Joudine κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510 κ.λ.π.)

 

 

 

 

(v)     Παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος.

Οι αιτητές υπέβαλαν ότι η αίτηση τους απορρίφθηκε γιατί κατάγονται από τη Νιγηρία και είναι χρώματος μαύρου.

 

Η εισήγηση κρίνεται ως επιεικώς ατυχής. Δεν έχει προβληθεί οποιαδήποτε αναφορά στα πρακτικά ούτε και οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο θα συνηγορούσε στην υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.400 έξοδα σε βάρος των αιτητών.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                   Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                          Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο