ALI MAHMOUD ABDEL MENEEM ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1552/2007, 5 Νοεμβρίου 2008

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                   

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                   &nb sp;                             Υπóθεση  Αρ. 1552/2007

 

 

5 Νοεμβρίου, 2008

 

 [Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ALI MAHMOUD ABDEL MENEEM

                                    Αιτητής

- και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ

     ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

                                    Καθών  η αίτηση

.............................

Α.Ν. Παπαγεωργίου και Ρ. Χρίστη (κα),  για τον αιτητή

Γ. Χατζηχάννα (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας,  για τους καθών η αίτηση

 

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθών η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 22/8/07 και με την οποία απέρριψαν την αίτηση του αιτητή για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο αιτητής κατάγεται από το Λίβανο και αφίχθη στην Κύπρο στις 25/8/99 και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι τις 6/2/00 για να εργαστεί ως μάγειρας στο εστιατόριο ABU FAYZAL στη Λευκωσία.  Ο αιτητής δεν αποτάθηκε να διευθετήσει την παραμονή του πριν τη λήξη της άδειας του και υπέβαλε αίτηση για ανανέωση στις 11/4/00.  Η άδεια ανανεώθηκε μέχρι τις 23/3/01.  Έπειτα στις 4/5/01 υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας η οποία και του ανανεώθηκε μέχρι τις 18/4/02.  Πάλιν δεν αποτάθηκε έγκαιρα για να διευθετήσει την παραμονή του και υπέβαλε αίτηση στις 9/5/02 για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας η οποία και ανανεώθηκε μέχρι στις 29/4/03.  Στο μεταξύ στις 31/10/02 τέλεσε γάμο με την ελληνοκύπρια Ιωάννα Σάββα από τη Λευκωσία.  Με βάση τον εν λόγω γάμο, στις 7/7/03 αποτάθηκε να ανανεώσει την προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας του.  Η αίτηση του εγκρίθηκε και του παραχωρήθηκε άδεια μέχρι τις 30/11/04.  Στις 15/11/04 υπέβαλε ξανά αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής και ανανεώθηκε η άδεια μέχρι τις 30/10/06.  Εν τω μεταξύ στις 7/2/06 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του ως Κύπριος πολίτης λόγω του γάμου του με την ελληνοκύπρια.  Η αίτηση εξετάστηκε στις 29/5/07 και απορρίφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(1)/2002) λόγω προηγούμενης παράνομης παραμονής του στην Κύπρο κατά τις περιόδους 6/2/00-11/4/00, 23/3/01-4/5/01 και 29/4/03-7/7/03.  Ο αιτητής ενημερώθηκε γραπτώς για την απόφαση με επιστολή ημερ. 22/8/07.  Στις 13/1/07 υπεβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής του.  Η άδεια ανανεώθηκε μέχρι τις 31/12/07.  Εν τω μεταξύ ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 5/11/07. 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, στη γραπτή του αγόρευση, επικαλείται τους εξής λόγους ακυρώσεως:  (α) ότι η απόφαση των καθών η αίτηση λήφθηκε χωρίς την αναγκαία ή επαρκή έρευνα και χωρίς να ληφθούν υπόψη ουσιαστικά γεγονότα, (β) ενήργησαν υπό πλάνη περί τα πράγματα, (γ) η απόφαση στηρίχθηκε σε λανθασμένη ερμηνεία της 2ης επιφύλαξης του εδ. 2 του άρθρου 110 του Ν. 141(1)/02 και (δ) η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.

 

Οι καθών η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη και σύμφωνη με τις καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και της νομολογίας.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Για σκοπούς ευκολότερης αντίληψης των γεγονότων της υπόθεσης, το θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το κείμενο της επιστολής των καθών η αίτηση ημερ. 22/8/07 (προσβαλλόμενη απόφαση) που έχει ως ακολούθως:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά απορρίφθηκε δυνάμει της 2ης επιφύλαξης του εδαφίου 2 του Άρθρου 110 του Ν. 141(1)/2002 λόγω προηγούμενης παράνομης διαμονής σας στην Κύπρο.

 

2.  Συγκεκριμένα έχετε παραμείνει παράνομα τις πιο κάτω χρονικές περιόδους:  α) 06.02.2000-11.04.2000, β) 23.03.01-04.05.01 και γ) 29.04.03-07.07.03.

 

3.  Επιπρόσθετα σας πληροφορώ ότι μπορεί να υποβάλετε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, νοουμένου ότι έχετε συμπληρώσει 5 χρόνια νόμιμης παραμονής στην Κύπρο.»

 

Από μελέτη της πιο πάνω αιτιολογίας, προκύπτει ότι η «προηγούμενη παράνομη διαμονή» του αιτητή στην Κύπρο, αναφέρεται στις περιόδους μεταξύ της υποβολής αίτησης για ανανέωση/παράταση της εδώ παραμονής του και της ημερομηνίας έγκρισης της κάθε αίτησης, αφού, σύμφωνα με τα γεγονότα που παράθεσα πιο πάνω, ο αιτητής υπέβαλε πέραν της αρχικής του αίτησης (που είχε εγκριθεί), ακόμα 5 τέτοιες αιτήσεις, οι οποίες επίσης είχαν εγκριθεί, ανεξάρτητα αν αυτές υποβάλλονταν μετά τη λήξη της εκάστοτε άδειας παραμονής.  Προχωρώ να εξηγήσω την πιο πάνω ενέργεια των καθών η αίτηση με περισσότερη λεπτομέρεια, ως ακολούθως:

(α)  Στον αιτητή όταν πρωτοήλθε στην Κύπρο στις 25/8/99, του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 6/2/00 (παράρτημα 1 στην ένσταση).  Η άδεια φέρει ημερομηνία έκδοσης 3/1/00.

(β)  Αίτηση για ανανέωση υπέβαλε στις 11/4/00, δηλαδή 2 μήνες μετά τη λήξη της πρώτης άδειας.  Αυτή εγκρίθηκε για την περίοδο 11/4/00-23/3/01.  Η άδεια (Παρ. 2(α) στην Ένσταση) εκδόθηκε στις 24/5/00 και δεν αρχίζει από την 6/2/00, που είχε λήξει η πρώτη, αφήνοντας έτσι την παραμονή από 6/2/00-11/4/00 ως παράνομη.

(γ)  Αντί να αποταθεί ο αιτητής για ανανέωση της άδειας του πριν την 12/4/00 (αφού αυτή έληξε 11/4/00), αποτάθηκε για ανανέωσή της στις 4/5/01, δηλαδή κάπου 25 μέρες αργότερα.  Εγκρίθηκε η αίτηση, αλλά για την περίοδο από 4/5/01 μέχρι τις 18/4/02 και όχι από 12/4/00.  Ημερομηνία έκδοσης της άδειας είναι η 23/5/01 (Παράρτημα 3(α) στην Ένσταση).  Δηλαδή και πάλιν η περίοδος των 25 ημερών δεν καλύπτεται από την άδεια, ούτως ώστε για τις ημέρες αυτές, η εδώ παραμονή του αιτητή να ήταν παράνομη.

(δ)  Η νέα αίτηση του αιτητή για παράταση της εδώ παραμονής του, έγινε και πάλιν μετά τη λήξη της άδειας του.  Υπέβαλε δηλαδή αίτηση στις 9/5/02, κάπου 20 μέρες μετά τις 18/4/02 που έληξε η άδεια παραμονής και εργασίας του.  Η άδεια εκδόθηκε στις 2/9/02 και ισχύει μέχρι 29/4/03.  Όμως αυτή τη φορά δε φαίνεται στην άδεια [Παρ. 4(α)] από πότε αρχίζει.

(ε)  Η επόμενη αίτηση για ανανέωση ήταν στις 7/7/03, δηλαδή κάπου 70 μέρες μετά τη λήξη (29/4/03) της άδειας παραμονής του.  Εγκρίθηκε η αίτηση και του εκδόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 30/11/04.  Η άδεια εκδόθηκε στις 16/10/03 (βλ. Παρ. 6(α) στην Ένσταση) χωρίς να φαίνεται από πότε αρχίζει.

(ζ)  Η επόμενη αίτηση για ανανέωση υποβλήθηκε στις 15/11/04 (δηλαδή εμπρόθεσμα τώρα) και η άδεια ανανεώθηκε μέχρι 30/10/06 (βλ. Παρ. 7(α) στην Ένσταση).  Η άδεια εκδόθηκε στις 20/7/05, χωρίς να φαίνεται από πότε αρχίζει.

(η)  Στις 13/1/07 (δηλαδή μετά τη λήξη της άδειας παραμονής) υπέβαλε ξανά αίτηση και εγκρίθηκε στις 2/2/07 με ισχύ μέχρι την 31/12/07.

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι καθών η αίτηση θεώρησαν ως παράνομη την εδώ παραμονή του αιτητή κατά τις περιόδους που έμειναν ακάλυπτες από τις άδειες που του παραχωρήθηκαν, όπως εξηγείται με λεπτομέρεια στις παραγράφους (β), (γ) και (δ) πιο πάνω.  Δηλαδή από την πρώτη άφιξη του στην Κύπρο μέχρι και την 29/4/03 ο αιτητής ήταν νόμιμα στην Κύπρο με εξαίρεση τις 3 περιόδους από 6/2/00-11/4/00 (κάπου 64 μέρες), από 23/3/02-4/5/01 (κάπου 41 μέρες) και από 29/4/03 -7/7/03 (κάπου 69 μέρες).

 

Είναι η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του αιτητή, ότι καθόλη την περίοδο από την άφιξή του στην Κύπρο στις 25/8/99 μέχρι και την υποβολή της αίτησης του στις 14/2/06, περιλαμβανομένων των περιόδων που οι καθών ισχυρίζονται ότι ήταν εδώ παράνομα, ο αιτητής βρισκόταν στην Κύπρο και εργοδοτείτο νόμιμα από την εταιρεία ABU FAYSAL RESTAURANT LTD, καταβάλλοντας ταυτόχρονα και εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως η σχετική ΒΕΒΑΙΩΣΗ (τεκμ. 4 στην αίτηση) η οποία έχει ως ακολούθως:

 

«Βεβαιούται ότι ο ALI MAHMOUD MENEEM με αριθμό κοινωνικών ασφαλίσεων 715632 είναι ασφαλισμένος στο Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Σύμφωνα με τα αρχεία του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο πιο πάνω αναφερόμενος είναι δηλωμένος σαν μισθωτό πρόσωπο στον πιο κάτω εργοδότη:

 

ABU FAYSAL RESTAURANT LTD, A.M.E. 445110/1/5530 από 01/09/1999 μέχρι 31/07/2005.»

 

Αρχίζω από τον ισχυρισμό του αιτητή ότι οι καθών η αίτηση δεν ερμήνευσαν ορθά τη σχετική νομοθετική πρόνοια.  Η 2η επιφύλαξη του εδαφίου 2 του άρθρου 110 του προαναφερθέντος Νόμου 141(1)/02 διαλαμβάνει ως ακολούθως:

 

«Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στην Κύπρο.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

 

Εξέτασα με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις.   Με απασχόλησε το κατά πόσο η φράση «παραμένει παράνομα στην Κύπρο» αναφέρεται στο χρόνο που υποβάλλεται η αίτηση για πολιτογράφηση ή μπορεί να αναφέρεται και σε παράνομη παραμονή που έλαβε χώρα στο παρελθόν κατά την περίοδο της εδώ παραμονής του αιτητή.  Παρά το γεγονός ότι η λέξη «παραμένει» είναι στον ενεστώτα, εντούτοις αυτή έχει ερμηνευθεί, σε τρεις τουλάχιστο περιπτώσεις, ότι καλύπτει και παράνομη παραμονή, που έλαβε χώρα προηγουμένως.  Αναφέρομαι στις εξής υποθέσεις που επικαλέστηκε η πλευρά των καθών η αίτηση: Yousife Mohamad v. Δημοκρατίας υποθ. Αρ. 261/06 ημερ. 19/3/07 (Χατζηχαμπής, Δ.), Malika Khamsaeva v. Δημοκρατίας κα, υποθ. Αρ. 727/06 (Φρ. Νικολαϊδης, Δ.) και Νατάσα Χρυσοστόμου ν. Δημοκρατίας κα, υποθ. Αρ. 1794/06 ημερ. 17/12/07 (Γ. Κ. Νικολάου, Δ).

 

Στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση (1794/06) ο Νικολάου Δ., υιοθετώντας την προαναφερθείσα άποψη του Χατζηχαμπή Δ, ανάφερε τα εξής:

 

«Η Δημοκρατία αντιτείνει ότι η επιφύλαξη ορθά ερμηνεύτηκε ως καλύπτουσα και παράνομη παραμονή στο παρελθόν.  Παρέπεμψε, προς υποστήριξη, στη Yousife Mohamad v. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 261/06, ημερ. 19 Μαρτίου 2007, όπου ο Χατζηχαμπής, Δ, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 110(2) φαίνεται αρκετά ευρεία ώστε να καλύπτει περιπτώσεις παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω και αν ο αλλοδαπός έχει νόμιμη παραμονή κατά το χρόνο της αίτησής του για πολιτογράφηση.»

 

 

Συμμερίζομαι αυτή την άποψη.  Είναι νομίζω προφανές ότι το ρήμα «παραμένει», στον ενεστώτα, καλύπτει ως γενική έννοια όλο το διάστημα από το παρελθόν μέχρι το παρόν, το ίδιο ακριβώς όπως και το ρήμα «εισέρχεται» του οποίου η αναφορά, στο πλαίσιο του άρθρου 110(1), θα έπαυε να έχει νόημα αν περιοριζόταν μόνο στο παρόν.  Ακολουθεί ότι από τη στιγμή που διαπιστώνεται η οποτεδήποτε παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία, η εν λόγω επιφύλαξη αποκλείει, κατά τρόπο απόλυτο, την εφαρμογή του άρθρου 110(2), όπως άλλωστε δέχονται και οι συνήγοροι της αιτήτριας, οι οποίοι προβάλλουν αυτό το αποτέλεσμα ως λόγο για την αναζήτηση άλλης επιεικέστερης ερμηνείας.  Το θέμα όμως τελειώνει με τη διαπίστωση της νομοθετικής βούλησης.»

 

Με απασχόλησε επίσης και το κατά πόσο, οι μεταγενέστερες ανανεώσεις της άδειας του αιτητή, παρά την εδώ παράνομη παραμονή του, καθιστούν και την περίοδο που ήταν εδώ παράνομα, νόμιμη.  Τελικά όμως κατάληξα, ιδιαίτερα ενόψει των μεγάλων περιόδων της παράνομης παραμονής (64 μέρες, 41 ημέρες και 69 αντίστοιχα), ότι δεν νομιμοποιείται η παράνομη περίοδος, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η ανανέωση δεν άρχιζε από τη λήξη της προηγούμενης άδειας.  Αυτή η άποψη υποστηρίζεται και από την προαναφερθείσα υπόθεση Malika Khamsaeva v. Δημοκρατίας.

 

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η απόφαση στηρίχθηκε σε λανθασμένη ερμηνεία της 2ης επιφύλαξης του εδαφίου 2 του άρθρου 110 του Ν. 141(1)/2002.. 

 

Πέραν όμως του πιο πάνω λόγου υπάρχει και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.  Βασίζεται η πλευρά του αιτητή στην υπόθεση Ahmad Ahmad v. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 965/06, ημερ. 30/6/07 όπου ο αδελφός δικαστής Ηλιάδης δέχθηκε την προσφυγή για το λόγο ότι έκρινε πως η διοίκηση είχε καταστρατηγήσει τις αρχές της χρηστής διοίκησης αφού, με την αποδοχή της καταβολής των κοινωνικών ασφαλίσεων από τον εργοδότη του αιτητή, κωλυόταν να εγείρει θέμα παράνομης παραμονής για σκοπούς απόφασης κατά πόσο ο αιτητής δικαιούταν να επικαλεσθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντα.

 

Στη δική μας περίπτωση, ήδη ανάφερα ότι οι καθών η αίτηση δεν αντέκρουσαν τον ισχυρισμό του αιτητή ότι από την άφιξη του στην Κύπρο μέχρι και την υποβολή της αίτησης του εργοδοτείτο νόμιμα στην Κύπρο και η Δημοκρατία εισέπραττε για το σκοπό αυτό κοινωνικές ασφαλίσεις ακόμα και για την περίοδο που ισχυρίζονται οι καθών η αίτηση ότι αυτός διέμενε στην Κύπρο παράνομα.  Από το ερ. 198 του διοικητικού φακέλου (τεκμ. 1) προκύπτει ότι στον αιτητή έχει δοθεί ξανά άδεια προσωρινής παραμονής για σκοπούς εργασίας ως μάγειρας (chef) στην εταιρεία Belco Ltd. Λευκωσία μέχρι τις 13/6/09.  Η αίτηση του για πολιτογράφηση είχε συστηθεί από την Αστυνομία. 

 

Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα είμαι της άποψης ότι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε η διοίκηση καταστρατηγεί την αρχή της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης αφού για σκοπούς εργοδότησης του αιτητή ουδέποτε τέθηκε θέμα παράνομης παραμονής ενώ για το θέμα της πολιτογράφησης του θεωρήθηκε ο αιτητής ως παράνομος για τις προαναφερθείσες περιόδους.  Ούτε φαίνεται από το σχετικό φάκελο να ερεύνησαν και εξέτασαν την υπόθεση οι καθών η αίτηση κάτω από το φως των προαναφερθέντων γεγονότων ότι δηλαδή ο αιτητής εργοδοτείτο συνέχεια και καταβάλλονταν γιαυτόν κοινωνικές ασφαλίσεις ακόμα και για τις περιόδους που η εδώ παραμονή του θεωρήθηκε παράνομη.

 

Το θεωρώ σκοπιμο να παραθέσω εδώ το ακόλουθο απόσπασμα από την προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση 965/06, σελ. 3, όπου με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η αρχή της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης στοχεύει στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από την καθημερινή λειτουργία της διοίκησης (βλ. Τamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60) που δεν μπορεί με τη συμπεριφορά της να δημιουργεί καταστάσεις πλάνης ή απάτης.  Η διοίκηση διατηρεί την ευχέρεια να επιδιώκει την επίτευξη των σκοπών της μέσα στα πλαίσια του δημόσιου συμφέροντος, χωρίς όμως η συμπεριφορά της να αγγίζει τα όρια της ασυνέπειας και αυθαιρεσίας (βλ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 1977, Α΄Τόμος, σελ. 107).

 

Η αρχή της καλής πίστης έχει ιδιάζουσα σημασία στο διοικητικό δίκαιο γιατί καθιερώνει τον ορθό τρόπο άσκησης των εξουσιών που παρέχονται στη Διοίκηση.  Όπως σημειώνεται από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Μακρίδης ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς κ.α. (1989) 3 Α.Α.Δ. 502,

 

«Η αρχή αυτή ομοιάζει αλλά δεν είναι ταυτόσημη στην έκταση και εφαρμογή της με τις αρχές της επιείκειας που διέπουν στο αγγλικό δίκαιο την περιστολή επονείδιστης συμπεριφοράς γνωστής ως το δόγμα Equitable Estoppel.  Στο διοικητικό δίκαιο η αρχή της καλής πίστης μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

 

Η διοίκηση δεσμεύεται να εφαρμόζει κατά τρόπο ομοιόμορφο και ισομερή την πρακτική την οποία έχει υιοθετήσει για την άσκηση διοικητικών λειτουργιών υπό τον όρο ότι η υιοθέτηση της πρακτικής αυτής είναι επιτρεπτή από το νομικό καθεστώς που διέπει την άσκηση των εξουσιών της.»

 

Στην παρούσα περίπτωση μια προσεκτική εξέταση των διαφόρων γεγονότων που έχουν παρουσιαστεί, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διοίκηση έχει καταστρατηγήσει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αφού με την αποδοχή της καταβολής των κοινωνικών ασφαλίσεων από τον εργοδότη του αιτητή μέχρι και τον Ιούνιο του 2007, κωλύεται να εγείρει θέμα παράνομης παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία.»

 

Από μελέτη των προαναφερθεισών αποφάσεων έχω προσέξει ότι στην υπόθεση Yousife Mohammad v. Δημοκρατίας, του αδελφού δικαστή Χατζηχαμπή που ακολουθήθηκε και από τον αδελφό δικαστή Γ. Κ. Νικολάου στην υπόθεση Νατάσα Χρυσοστόμου ν. Δημοκρατίας, δεν είχε τεθεί θέμα από πλευράς των αιτητών ότι αυτοί βρίσκονταν συνέχεια στην Κύπρο, ότι εργοδοτούνταν νόμιμα και ότι καταβάλλονταν για την εργοδότηση τους κοινωνικές ασφαλίσεις για όλη την περίοδο της εδώ παραμονής και εργασίας τους.  Επομένως κρίνω ότι οι υποθέσεις αυτές διαφοροποιούνται από την παρούσα.

 

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα όλων των σχετικών γεγονότων και κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθών η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο