ΤΑΣΟΣ Ν. ΡΟΥΣΟΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 381/2007, 28 Νοεμβρίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 381/2007)

 

28 Νοεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΤΑΣΟΣ Ν. ΡΟΥΣΟΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Ν. Παρτασίδου (κα) με Μ. Ιεροκηπιώτη (κα)

για Α. Τριανταφυλλίδη, για τον Αιτητή.

Χρ. Κυπριανού για Ιωαννίδης & Δημητρίου,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Καμιά εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι καθ΄ ων η αίτηση προήξαν κατά την επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης του Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού στην Επιχειρησιακή Μονάδα Υποστήριξης, και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του αιτητή, ο οποίος και παραπονείται με την παρούσα προσφυγή ότι η απόφαση είναι άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.

 

        Ο αιτητής είχε προσληφθεί στη μόνιμη θέση του Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Τμήμα Λειτουργίας και Συντήρησης, από την 1.8.1978, έλαβε δε στην πορεία της υπηρεσίας του διάφορες προαγωγές, μέχρι το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους στις 30.3.04, αντ΄ αυτού, στην επίμαχη θέση του Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού.  Η απόφαση των καθ΄ ων προσεβλήθη από τον αιτητή με την υπ΄ αρ. προσφυγή 593/04, η οποία συνεκδικάστηκε με την προσφυγή υπ΄ αρ. 498/04, και στις οποίες η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ακυρώθηκε με σχετική απόφαση ημερ. 22.7.04.  Ως αποτέλεσμα οι καθ΄ ων παρέπεμψαν το ζήτημα για επανεξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής (εφεξής «η Υπεπιτροπή»), για θέματα προσωπικού, η οποία και αποφάσισε στη συνεδρίαση της ημερ. 1.11.05, μετά από επανεξέταση του θέματος, στη βάση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο της ακυρωθείσας απόφασης, να συστήσει στους καθ΄ ων την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους.  Οι καθ΄ ων κατά τη δική τους συνεδρία ημερ. 3.1.06, μετά τη μελέτη και αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων αποφάσισαν όντως την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, με αποτέλεσμα ο αιτητής να καταχωρήσει και νέα προσφυγή με αριθμό 147/06.  Οι καθ΄ ων όμως ανακάλεσαν όλες τις σχετικές αποφάσεις που είχαν σχέση με πλήρωση θέσεων κατόπιν προαγωγής, διότι στο μεταξύ είχαν εκδοθεί διάφορες ακυρωτικές αποφάσεις από το Ανώτατο Δικαστήριο, στις οποίες κρίθηκε ότι κακώς αποκλείστηκαν από αυτή τη διαδικασία οι κάτοχοι θέσεων της κλίμακας Α14.  Ως εκ τούτου η προσφυγή υπ΄ αρ. 147/06 αποσύρθηκε.  Σε νέα συνεδρία της Υπεπιτροπής ημερ. 7.12.06, συστήθηκε και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος για αναδρομική προαγωγή, οι δε καθ΄ ων στη συνεδρία τους ημερ. 9.1.07, αξιολογώντας τα ενώπιον τους στοιχεία, προήξαν εν τέλει αναδρομικά το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

        Ο αιτητής, για σειρά λόγων που καταγράφονται στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων του, ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή (εφεξής «ο Διευθυντής»), των καθ΄ ων προς τη Υπεπιτροπή ήταν πεπλανημένη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, αλλά και τα σχετικά κριτήρια για διορισμούς και προαγωγές που διέπονται από τους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86) (εφεξής «οι Κανονισμοί»).  Αλλά και η ίδια η σύσταση της Υπεπιτροπής προς τους καθ΄ ων ήταν αναιτιολόγητη και πεπλανημένη, εφόσον προτίμησε να συστήσει το ενδιαφερόμενο μέρος, παρά την υπεροχή του αιτητή, ο οποίος κατείχε μεταπτυχιακό σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Αλλά και οι ίδιοι οι καθ΄ ων αποφάσισαν εν τέλει αναιτιολόγητα και πεπλανημένα συμφωνώντας με τη σύσταση του Διευθυντή και της Υπεπιτροπής, χωρίς να είχαν προβεί σε δική τους ανεξάρτητη έρευνα, οπότε και θα διαπίστωναν ότι οι συστάσεις αυτές ήταν αντίθετες προς τα στοχεία των φακέλων, την αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους.  Από όλα τα πιο πάνω, κατά τον αιτητή, συνάγεται ότι αυτός υπερείχε έκδηλα του ενδιαφερομένου μέρους στα στοιχεία των προσόντων, της αξίας και της αρχαιότητας, κατά τρόπο μάλιστα αναντίλεκτο, όπως προκύπτει από τα ίδια τα στοιχεία των φακέλων. 

 

        Αντίθετα, οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά με βάση τη νομολογία  τη δική του κρίση ως προς τον υποψήφιο που έκρινε ως καταλληλότερο το διοικητικό όργανο, ιδιαίτερα όπου η διαφορά μεταξύ των υποψηφίων είναι οριακή, η δε θέση που καταλαμβάνεται είναι ψηλά στην ιεραρχία του συγκεκριμένου διοικητικού οργάνου.  Τα στοιχεία των φακέλων, κατά τους καθ΄ ων, δείχνουν οριακή και μόνο διαφορά, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή, που ως σημαντικό και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης, δικαιολογούσε την απόφαση τους υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους.  Κατά τη θέση τους, ο Διευθυντής είχε ορθά καταγράψει τους λόγους που κατά την άποψη του ήγειραν την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε αντίθετο με τα στοιχεία των φακέλων.  Με τα δεδομένα αυτά και η Υπεπιτροπή ενήργησε εντός των πλαισίων της νομιμότητας, με πλήρη αιτιολογία, οι δε καθ΄ ων, όπως φανερώνεται από το σχετικό πρακτικό, έλαβαν την απόφαση τους μετά από δική τους επανεξέταση όλων των σχετικών στοιχείων διενεργώντας ανεξάρτητη έτσι έρευνα.  Εν τέλει, ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. 

 

        Έχοντας με προσοχή εξετάσει τα ζητήματα που εγείρονται, όντως διαπιστώνεται ότι ο Διευθυντής κατά τη σύσταση του παραγνώρισε σειρά δεδομένων που απορρέουν από τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων.  Με βάση τον Καν. 23(2) των Κανονισμών, οι προαγωγές αποφασίζονται με βάση την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητα, τα προσόντα σε συσχετισμό με το εκάστοτε σε ισχύ σχέδιο υπηρεσίας και την επίδοση ενός εκάστου των υποψηφίων.  Τα κριτήρια αυτά, γνωστά στους Κανονισμούς, ως «τα παραδεδεγμένα κριτήρια», δεν έχουν, με σαφή και ρητή αναφορά στο ίδιο το εδάφιο αυτό, οποιαδήποτε ιεράρχηση ή αποκτούν το ένα υπέρτερη των άλλων κριτηρίων, σημασία.

Ως προς τα κριτήρια αυτά, ο Διευθυντής, με αναφορά στην αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, τοποθετήθηκε ενώπιον της Επιτροπής κατά τρόπο που έφερε το ενδιαφερόμενο μέρος να «….. έχει την ίδια αρχαιότητα με τους υποψήφιους Παναγιώτη Σάρδο και Τάσο Ν. Ρούσο.».  Η πραγματικότης όμως ήταν ότι ο αιτητής προσελήφθηκε την 1.8.78, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος την 1.9.78, οριακή βεβαίως διαφορά, αλλά ενόψει του ότι η τελευταία προαγωγή και των δύο είχε γίνει την 1.1.02, προέκυπτε ουσιώδης διαφορά ως προς την ημερομηνία της προηγούμενης προαγωγής που για μεν τον αιτητή ήταν η 1.7.92, για δε το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν η 1.6.94. Αυτή η διαφορά στην αρχαιότητα, με αναφορά στην αμέσως προηγούμενη προαγωγή, διέπεται ρητά από τον Καν. 25(2), ο οποίος προβλέπει το ζήτημα.

 

 Περαιτέρω, ο Διευθυντής συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος παραγνώρισε την υπέρτερη αξία του αιτητή, η οποία έγκειται στο γεγονός ότι κατά τα χρόνια 1998-2003, αυτός είχε συγκεντρώσει συνολικά 34 «εξαίρετα» και 26 «πολύ ικανοποιητικά»,  ενώ  το  ενδιαφερόμενο  μέρος  συγκέντρωσε 30 «εξαίρετα» και 30 «πολύ ικανοποιητικά».  Αυτή η διαφορά είναι σημαντική, διότι ο αιτητής υπερτερεί κατά 4 «εξαίρετα» του ενδιαφερομένου μέρους, σε διαβάθμιση δηλαδή ανώτερη της κρίσης του «πολύ ικανοποιητικά», όπου το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί.  Βεβαίως είναι γεγονός ότι κατά τα 3 τελευταία έτη, δηλαδή 2001-2003, και οι δύο ήσαν απόλυτα ισοδύναμοι.  Επομένως αποκτά τη δική του σημασία η συνολική εικόνα που περιλαμβάνει και τα προηγούμενα 3 χρόνια και στα οποία ο αιτητής υπερτερούσε του ενδιαφερομένου μέρους.  Διαφορά 5Α στην υπόθεση Τσιερκέζου ν. ΑΗΚ, υπόθ. αρ. 792/02, ημερ. 12.8.03, χαρακτηρίστηκε από τον Ηλιάδη, Δ. ότι έδινε ένα «σημαντικό προβάδισμα» του εκεί αιτητή, σε μια συνολική χρονική περίοδο αξιολόγησης επτά ετών.

 

        Αλλά και ως προς τα προσόντα, ο αιτητής κατείχε το πρόσθετο μεταπτυχιακό MSc Power Systems Technology και είναι μέλος του Institute of Electrical Engineering, κατέχει δε και το επαγγελματικό προσόν του Chartered Engineer.  Αυτά τα πρόσθετα προσόντα συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, έπρεπε να υπολογιστούν κατάλληλα από το Διευθυντή, με δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε οποιοδήποτε μεταπτυχιακό τίτλο. 

 

        Όλα τα πιο πάνω καθιστούν τη σύσταση του Διευθυντή πλανημένη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.  Και ναι μεν η σύσταση του Διευθυντή με βάση τους Κανονισμούς,  δεν είναι αναγκαίο να είναι αιτιολογημένη (δέστε Κωνσταντίνου ν. Α.Η.Κ. (2005) 3 Α.Α.Δ. 250 και, κατ΄ αναλογία, τα συμβαίνοντα στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο αρ. 1/90 και την απόφαση στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (2007) 3 Α.Α.Δ. 96), (παρόλο που η έννοια της «σύστασης» εμπεριέχει λογικά την ανάγκη για αιτιολογία, διαφορετικά ένας καταλήγει σε αυθαιρεσία), αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί να είναι σε διάσταση με τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα εν γένει στοιχεία από το περιεχόμενο των φακέλων Κωνσταντίνου ν. Α.Η.Κ. – πιο πάνω – και ΑΤΗΚ ν. Βαρνάβα, Α.Ε. 3907, ημερ. 15.1.2007, όπου κρίθηκε ότι η νομολογία στο ζήτημα, μετά τη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, ευθυγραμμίστηκε, έστω με την πλειοψηφική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας.  Συνάγεται ότι η σύσταση του Διευθυντή, που νομολογιακά επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου, δεν μπορεί να ακολουθείται όταν συγκρούεται με τα υπηρεσιακά στοιχεία (Δημοκρατία ν. Χ”Γεωργίου (2006) 3 Α.Α.Δ. 365).  Επομένως και η σύσταση η οποία ακολουθήθηκε από την Υπεπιτροπή, η οποία με τη σειρά της προέβηκε στην ίδια ακριβώς πλανημένη σύσταση στους ίδιους τους καθ΄ ων, καθιστά τρωτή την όλη διαδικασία. (Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234). Μάλιστα, εδώ η Υπεπιτροπή έπρεπε να παρέχει αιτιολογία με βάση τον Καν. 3(2) του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα των Κανονισμών, που τιτλοφορείται «Κανόνες ρυθμίζοντες τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής». Έχει αποφασιστεί στην Τρίαρος ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 88/01, ημερ. 19.8.02, που ακολουθήθηκε και στη Μιχαήλ Γεωργίου ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 305/07, ημερ. 14.3.08, του παρόντος Δικαστηρίου, ότι γενικόλογες επαναλήψεις των διατάξεων του Νόμου ή των Κανονισμών, ή, η απλή υιοθέτηση της σύστασης άλλου οργάνου, δεν επαρκεί (δέστε και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 186).

 

        Από το σκεπτικό της σύστασης της Υπεπιτροπής διαφαίνεται, ότι αν και αναγνωρίστηκε ότι ο αιτητής έχει καλύτερη βαθμολογία, εντούτοις αυτή περιορίστηκε να δώσει έμφαση στα τελευταία 2 χρόνια, όταν οι υποψήφιοι είχαν την ίδια βαθμολογία, ενώ λογικά θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη μια ευρύτερη εικόνα με αναφορά σε περισσότερα χρόνια.  Όσον αφορά την αρχαιότητα, ο Καν. 25(2) ρητά προνοεί ότι σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού ή προαγωγής, σε συγκεκριμένη θέση, «…. η αρχαιότης κρίνεται συμφώνως προς την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων».  Και εδώ, επομένως, η Υπεπιτροπή πέραν της σύστασης του Διευθυντή πλανήθηκε, επίσης, αγνοώντας τη σαφή αυτή κανονιστική ρύθμιση.

 

        Υπάρχει όμως και η παράμετρος που προσθέτει στην μεροληπτική σύσταση του Διευθυντή, εφόσον αυτός έλαβε υπόψη του και τη συνδικαλιστική δράση του ενδιαφερομένου μέρους, αλλά και τις ικανότητες που απέκτησε από υπηρεσία που προσέφερε σε τομείς που άπτονται βαθμολογημένων κριτηρίων.  Η απλή ανάγνωση της σύστασης του Διευθυντή, Παράρτημα 11 στην ένσταση και ιδιαίτερα το μέρος που μεταφέρεται αυτούσιο στη σελ. 10 της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων του αιτητή, δείχνει μια υπερβολική προσπάθεια εντυπωσιασμού και υπερμεγένθυσης των ικανοτήτων του ενδιαφερομένου μέρους, σε τομείς που δεν σχετίζονται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης.  Παρείσφρησαν επομένως στη σύσταση του Διευθυντή, εξωγενή στοιχεία και κριτήρια που αφενός συγκρούονταν με τα στοιχεία των φακέλων και αφετέρου υπερέβαιναν τα όρια του ρόλου της σύστασης ενός Διευθυντή. 

 

        Τα κριτήρια όπως έχουν αναφερθεί και πριν καταγράφονται διεξοδικά στον Καν. 23(2) και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο αποτελεί όντως εξωγενές κριτήριο που επηρεάζει την κρίση του Διευθυντή ο ρόλος του οποίου, κατά τη νομολογία είναι υποβοηθητικός και συμβουλευτικός προς την Επιτροπή και βέβαια τους ίδιους τους καθ΄ ων.  Η παρείσφρηση στοιχείων έξω από τις πρόνοιες του εν λόγω Κανονισμού συνιστά στοιχείο πλημμελούς άσκησης της ευχέρειας του για σύσταση του καταλληλότερου υποψηφίου, συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και ξεπερνά τα όρια του υποβοηθητικού του ρόλου (Κλεάνθους ν. Α.Η.Κ., συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 779/02 και 995/02, ημερ. 5.1.05, Μοδίτης ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –  και ΑΤΗΚ  ν. Γαλάτειας Νικολαΐδου (2007) 3 Α.Α.Δ. 85).  Είναι σαφές ότι σε μια διαδικασία πλήρωσης θέσεων ή προαγωγής, ούτε ο Γενικός Διευθυντής ενός οργανισμού, ούτε το Συμβούλιο Αξιολόγησης Προσωπικού μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει από την υπηρεσιακή εικόνα που εξάγεται αντικειμενικά από τους φακέλους που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου.

 

        Όσον αφορά την ίδια την απόφαση των καθ΄ ων εξάγεται αβίαστα ότι αυτοί δεν προχώρησαν, αντίθετα με το επιφανειακό λεκτικό της απόφασης τους, σε οποιαδήποτε δική τους ανεξάρτητη έρευνα και μελέτη του περιεχομένου των φακέλων ώστε να αποφασίσουν οι ίδιοι το καταλληλότερο πρόσωπο προς προαγωγή.  Δεν είναι νοητό να αναφέρεται στην επίδικη απόφαση ότι «…. Τα μέλη μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις ….» ή ότι «…. Τα μέλη προχώρησαν στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση όλων των υποψηφίων, …..» και ταυτόχρονα να δέχονται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος σε βαθμολογημένη αξία ελάχιστα υπολοίπεται του αιτητή ή υστερεί έναντι αυτού μόνο κατά ένα «εξαίρετα».  Όπως έχει αναφερθεί κατά κόρον ανωτέρω, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά, αλλά οι καθ΄ ων χωρίς να προσδιορίσουν τους συγκεκριμένους λόγους επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους, δεν ενδιέτριψαν στα αντικειμενικά δεδομένα, αλλά στην ουσία βασίστηκαν στην κρίση του Διευθυντή και της Υπεπιτροπής που, όπως λέχθηκε, έπασχε εν πάση περιπτώσει.  Όπως λέχθηκε και προηγουμένως απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη για την προαγωγή δεν επαρκούν εφόσον δεν παρέχουν ανεξάρτητη πληροφόρηση για τα δεδομένα που οδήγησαν στην απόφαση.  (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574). 

 

        Οι καθ΄ ων στη δική τους γραπτή αγόρευση σημειώνουν ορισμένες φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο σκεπτικό της επίδικης απόφασης που, κατά την άποψη τους, δείχνουν την ανεξάρτητη μελέτη των στοιχείων από αυτούς εφόσον προηγήθηκε  ενδελεχής αξιολόγηση των δεδομένων.  Δεν είναι όμως η εξωτερική εμφάνιση των πραγμάτων που έχει σημασία, ούτε η αναφορά ότι οι καθ΄ ων «ερεύνησαν» ή «μελέτησαν προσεκτικά» ή «επιλήφθηκαν εκ νέου των αιτήσεων» για να προσδώσει ουσία στη φαινομενική αυτή κρίση.  Εάν όντως οι καθ΄ ων δεν παρέμεναν στην απλή υιοθέτηση των συστάσεων του Διευθυντή και της Υπεπιτροπής, θα έρχονταν αντιμέτωποι με τα αντιφατικά στοιχεία τα οποία παραγνώρισαν  τόσο ο Διευθυντής όσο και η Υπεπιτροπή και όσον αφορά την αρχαιότητα και όσον αφορά τα προσόντα, αλλά και την πείρα.  Μετέπειτα, θα έπρεπε να εντοπίσουν και την πρόσδοση ευεργετήματος στο ενδιαφερόμενο μέρος λόγω της συνδικαλιστικής του ανάμειξης. 

 

        Η διακριτική ευχέρεια (η οποία αναγνωρίζεται από τη νομολογία ότι είναι ευρεία στις υψηλότερες ιεραρχικές θέσεις Δημοκρατία ν. Πανταζής (1991) 3 Α.Α.Δ. 47), ενός διοικητικού οργάνου και η απόφαση του να προσφέρει διορισμό ή προαγωγή στο θεωρούμενο απ΄ αυτό κατάλληλο άτομο, δεν υποκαθίσταται βέβαια από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.  Αυτό, όμως, μόνο εφόσον η διακριτική του ευχέρεια έχει ασκηθεί στη βάση των ορθών παραμέτρων που αναδύονται από τα προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας, τους υπηρεσιακούς φακέλους και τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία ως προς την αξία, αρχαιότητα και προσόντα.  Εδώ, έχει διαφανεί ότι υπήρξε λανθασμένη αξιολόγηση στοιχείων από το Διευθυντή και την Υπεπιτροπή που συμπαρέσυραν την κρίση των καθ΄ ων σε μια τελική απόφαση που εκφεύγει των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας. 

 

        Κρίνεται, εν τέλει, ότι υπήρξε υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. Οι καθ΄ ων ενήργησαν προσφέροντας  επαναπροαγωγή στο ενδιαφερόμενο μέρος επί τη βάσει λανθασμένων δεδομένων, τα οποία, ενώ βρίσκονταν ενώπιον τους από τους φακέλους, είτε παραγνωρίστηκαν, είτε υποβαθμίστηκαν ούτως ώστε να δοθεί προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος.  Δεν ανάγονται τα συγκριτικά αυτά στοιχεία σε μικροδιαφορές, ως εισηγούνται οι καθ΄ ων.  Πρόκειται αντίθετα για σημαντικές διαφορές.  Το σύνολο αυτών των επί μέρους δεδομένων, λανθασμένα αξιολογούμενα, επέφερε και λανθασμένη κρίση. 

 

        Η κατάληξη είναι ότι η προσφυγή επιτυγχάνει.  Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος με έξοδα €1.500 υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο