ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 408/2007)
28 Νοεμβρίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
---------------------------
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια παραπονείται ως προς την απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 2.2.07, να διορίσουν αντ΄ αυτής, το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Βοηθού Λογιστικού Λειτουργού από 22.2.07.
Η θέση της αιτήτριας είναι ότι υπερτερούσε έναντι του ενδιαφερομένου μέρους σε πείρα, πλεονέκτημα, αλλά και προσόντα, καθώς επίσης και σε αξία λόγω υπεροχής της ιδίας στη γραπτή εξέταση, που ήταν το μόνο αντικειμενικό κριτήριο που είχαν στη διάθεση τους οι καθ΄ ων για να εκτιμήσουν τους υποψήφιους. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια, μέλος του Association of Chartered Certified Accountants και μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου, έλαβε στη γραπτή εξέταση 81.63 μονάδες, έναντι 78.44 μονάδων του ενδιαφερομένου μέρους, αλλά οι καθ΄ ων ενήργησαν με πλάνη υπό τα πράγματα έχοντας δώσει 4 μονάδες στο ενδιαφερόμενο μέρος για προσόντα που θεωρούνται πλεονέκτημα, έναντι των 5 μονάδων που ήταν και το ανώτατο όριο και το οποίο έδωσαν στην αιτήτρια. Πρόσθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος αναιτίως έλαβε 17.33 μονάδες ως βαθμολογία της προφορικής εξέτασης, έναντι 13.33 της ίδιας, αλλά και περαιτέρω η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια των καθ΄ ων, (εφεξής «η Διευθύντρια») αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο μέρος με 5 μονάδες έναντι μόλις 2, που έδωσε στην αιτήτρια. Όλα τα πιο πάνω, μαζί με τη βαθμολογία που έλαβαν για τα ακαδημαϊκά τους προσόντα, που ήταν 2 μονάδες για την αιτήτρια και 1 μονάδα για το ενδιαφερόμενο μέρος, προστέθηκαν ώστε το ενδιαφερόμενο μέρος να βρεθεί τελικώς με βαθμολογία 105.77 μονάδες, έναντι 103.96 της ιδίας. Το αποτέλεσμα ήταν οι καθ΄ ων να προσφέρουν διορισμό στο ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω του ότι συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία.
Για την επίμαχη θέση τα σχέδια υπηρεσίας, όπως επισυνάπτονται στο Παράρτημα 2 της ένστασης, προνοούν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στη λογιστική ή συναφή θέματα, πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας, ακεραιότητα χαρακτήρα κλπ., ενώ πείρα σε λογιστική ή ελεγκτική εργασία θα θεωρείται πλεονέκτημα. Με βάση την προκήρυξη για τη θέση, οι υποψήφιοι θα εξετάζονταν γραπτώς, οι δε επιτυχόντες θα καλούνταν αργότερα και σε προφορική εξέταση. Όπως παρουσιάζεται από τον Πίνακα Τελικών Αποτελεσμάτων της Γραπτής Εξέτασης (μέρος και πάλι του Παραρτήματος 2 της ένστασης), από τους 30 εξετασθέντες η αιτήτρια κατετάγη 1η με σύνολο 81.63 μονάδες, το δε ενδιαφερόμενο μέρος 2ο με σύνολο 78.44 μονάδες. Στις συνεντεύξεις που έγιναν αργότερα, το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ότι δικαιούτο σε υψηλότερη βαθμολογία, ήτοι, 17.33 από 20 μονάδες έναντι της αιτήτριας που έλαβε 13.33. Εν τέλει με τις υπόλοιπες μονάδες που έλαβε το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως εξηγήθηκαν προηγουμένως, για το στοιχείο της πείρας και από την Διευθύντρια, υπερτέρησε της αιτήτριας.
Έχει λεχθεί και προηγουμένως ότι η απόφαση βάλλεται για λανθασμένη κρίση στις επιμέρους βαθμολογίες που τέθηκαν από τους καθ΄ ων στους δύο αυτούς υποψήφιους. Πρόσθετοι λόγοι που αποτέλεσαν μέρος του νομικού υπόβαθρου της αίτησης, όπως το ότι η Ειδική Τριμελής Επιτροπή έπασχε λόγω διορισμού της από αναρμόδιο όργανο και ότι υπήρχε παράνομη συγκρότηση ή σύνθεση της Επιτροπής Προσωπικού, δεν προωθήθηκαν (δέστε σελ. 17 της γραπτής αγόρευσης του αιτητή).
Επί των λόγων στους οποίους επικεντρώθηκε ο αιτητής διαπιστώνεται πρώτιστα ότι σ΄ αντίθεση με τη διαπιστωθείσα υπεροχή της αιτήτριας κατά τη γραπτή εξέταση που σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί αντικειμενική πηγή κρίσης των ικανοτήτων των υποψηφίων (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 263, Αναστασιάδου-Vantieghem ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 959 και άλλες), η προφορική εξέταση απέληξε σε διαφορετικό αποτέλεσμα χωρίς όμως οποιαδήποτε δικαιολογία προς τούτο. Όπως ορθά διαπιστώνεται στις σελ. 12-17 της γραπτής αγόρευσης για την αιτήτρια, δεν δόθηκε απολύτως καμία εξήγηση ή αιτιολογία για τις βαθμολογίες που αποτυπώθηκαν στον σχετικό Πίνακα στη σελ. 3 του Παραρτήματος 1 της ένστασης. Δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένος ο τρόπος ενέργειας των καθ΄ ων, ούτε και εξηγείται σε συνάρτηση με ερωτήσεις που τέθηκαν και απαντήσεις που δόθηκαν από τους υποψήφιους ή άλλα δεδομένα, που ενδεχόμενα είχαν υπόψη τους οι καθ΄ ων και τα οποία θα έπρεπε βέβαια να καταγράφονταν. Τι δεδομένα σταθμίστηκαν και ποιο σκεπτικό οδήγησε τους καθ΄ ων να δώσουν στην αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος τις αντίστοιχες βαθμολογίες τους, (με ακρίβεια μάλιστα δεκαδικών αριθμών), δεν έχουν καταγραφεί πουθενά.
Υποβλήθηκε εκ μέρους των καθ΄ ων (σελ. 12-18 στη γραπτή αγόρευση τους), ότι ο σχετικός εφαρμοστέος Νόμος περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία αρ. 6(Ι)/98, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 97(Ι)/06, δεν απαιτεί οποιαδήποτε αιτιολογία. Αντίθετα, παρουσιάζεται ότι το μόνο που χρειάζεται είναι η καταγραφή της βαθμολογίας αμέσως μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης. Η θέση αυτή έχει τύχει της επιδοκιμασίας της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Βαλιαντή (2007) 3 Α.Α.Δ. 446, η οποία υιοθέτησε σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στη Χαρίκλεια Χριστοδούλου ν. Ε.Δ.Υ., προσφυγή αρ. 1371/05, ημερ. 7.3.07. Το σκεπτικό είναι ότι το σχετικό άρθρο 3(1)(α)(ii) σε συνάρτηση με το εδάφιο (1)(β)(ii), αλλά και τα άρθρα 5 και 6, δεν καθιστούν αναγκαία τη δικαιολόγηση των μονάδων που δίνουν τα μέλη της Επιτροπής κατά τη διαδικασία της προφορικής εξέτασης. Θεωρήθηκε ότι είναι αρκετό να τηρούνται οι ρητές προϋποθέσεις του Νόμου, που αφορούν την καταγραφή των μονάδων από έκαστο μέλος με την παράδοση της βαθμολογίας μετά το πέρας της διαδικασίας, από την οποία και εξάγεται ο μέσος όρος. Παρόλον που το παρόν Δικαστήριο θα θεωρούσε ότι η ανάγκη για αιτιολόγηση είναι ενσωματωμένη μέσα στο ίδιο το λεκτικό και πνεύμα του άρθρου 3(1) του πιο πάνω Νόμου, (διαφορετικά είναι δυνατόν η βαθμολογία που δίνεται να είναι εντελώς αυθαίρετη και να ανατρέπει με υπερσκελισμό την αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων μέσα από τη γραπτή εξέταση), εν τούτοις η απόφαση της Ολομέλειας είναι απόλυτα σεβαστή και πρέπει να ακολουθηθεί.
Σε σχέση όμως με το πλεονέκτημα της πείρας, στην οποία δόθηκαν οι πέντε μονάδες στην αιτήτρια, αλλά και τέσσερεις μονάδες στο ενδιαφερόμενο μέρος, παρατηρείται ότι όντως η αξιολόγηση αυτή είναι πεπλανημένη, εφόσον με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης «πείρα σε λογιστική ή ελεγκτική εργασία θα αποτελεί πλεονέκτημα», για την οποία το άρθρο 3(1) του Νόμου καθορίζει ότι μπορούν να αποδοθούν από 0 έως 5 μονάδες. Στην επιφύλαξη του εδαφίου (1)(ε) του άρθρου 3, όπως τροποποιήθηκε, αναφέρεται ότι οι μονάδες αυτές «…. απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και το βάρος που η διορίζουσα αρχή …… αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό υπηρεσίας». Η πείρα της αιτήτριας ήταν πολύ μεγαλύτερη αυτής του ενδιαφερομένου μέρους, με δεδομένο ότι αυτή είχε εργαστεί από το Σεπτέμβριο του 1998, μέχρι και την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για την επίμαχη θέση στις 30.6.06, σε διάφορους λογιστικούς οίκους, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε εργασθεί στη Νέα ΣΠΕ Καϊμακλίου και μάλιστα σε γραφειακά καθήκοντα για ένα χρόνο μόνο πριν την υποβολή της αίτησης. Όπως ορθά αναφέρει ο κ. Κωνσταντίνου στη γραπτή του αγόρευση και αν ακόμη η πείρα της αιτήτριας από το Σεπτέμβριο του 1998 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1999, δεν θα μπορούσε να λογιζόταν ως πείρα που αποκτήθηκε σε σχέση με λογιστική ή ελεγκτική εργασία, εφόσον αυτή εργαζόταν σε αντίστοιχα λογιστικά γραφεία ως μέλος του λογιστηρίου, αλλά ως υπεύθυνη αλληλογραφίας ή και ιδιαίτερα γραμματέας, εν τούτοις από τον Ιανουάριο του 2000 μέχρι τις 30.6.2006, δηλαδή για έξι και πλέον χρόνια, εργαζόταν στο λογιστικό ελεγκτικό Οίκο Χριστόδουλου Παντελίδη, στον έλεγχο και ετοιμασία τελικών λογαριασμών και διευθέτηση φορολογικών θεμάτων. Ακόμη και αν το ενδιαφερόμενο μέρος μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε πείρα σε λογιστική ελεγκτική εργασία, παρά το γεγονός ότι ασκούσε γραφειακά στην ουσία καθήκοντα, (ως ο ίδιος δήλωσε στο στοιχείο «Δ» (Πείρα) στην αίτηση του ημερ. 28.2.06 για πρόσληψη στους καθ΄ ων – ερυθρό 1 στον προσωπικό φάκελο του που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Γ» κατά τις διευκρινίσεις – και δεν υπάρχει πουθενά αλλού οποιαδήποτε νενομισμένη διευκρίνιση του στοιχείου αυτού, παρά μόνο απαραδέκτως διά της αγορεύσεως του ενδιαφερομένου μέρους επιχειρείται η εισαγωγή μαρτυρίας), η απόδοση σ΄ αυτόν 4 μονάδων έναντι 5, για την κατά πολύ υπέρτερη πείρα της αιτήτριας, αποτελεί σαφή αναντιστοιχία εφόσον σχεδόν εξισώθησαν εντελώς ανόμοιες καταστάσεις.
Η υπόθεση Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών ν. Σούζης Κεφάλα (Αρ. 2) (2003) 3 Α.Α.Δ. 349, αποτελεί αυθεντία ως προς την απόδοση των ορθών μονάδων για το στοιχείο της πείρας μέσα σε λογικά αλλά και νομοθετικά πλαίσια, εφόσον, όπως λέχθηκε και προηγουμένως, η επιφύλαξη του εδαφίου (1)(ε) του άρθρου 3, καθορίζει ανάλογη κατανομή των μονάδων σε σχέση με τα χρόνια ευδόκιμης πείρας. Στην υπόθεση Κεφάλα, η αιτήτρια είχε 17 χρόνια πείρα, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη πολύ λιγότερα, αλλά παρά ταύτα δόθησαν στην κάθε μια από αυτές 5 μονάδες, εξουδετερώνοντας εντελώς την υπεροχή της αιτήτριας στον τομέα εκείνο. Όπως αναφέρθηκε:
«Οι πέντε μονάδες ήταν το ανώτατο όριο και η απόδοση μονάδων κατά περίπτωση στο πλαίσιο της διάταξης θα έπρεπε να αντανακλά την πραγματική πείρα της κάθε υποψήφιας αλλά και τη διαφορά της, έστω στο βαθμό που αυτή θα ήταν ουσιαστική, με την πείρα των άλλων. Συνεπώς στοιχειοθετείται και ως προς αυτά λόγος ακυρότητας.»
Στο σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε εδώ από τους καθ΄ ων, πέραν της καταγραφής της γενικής και αόριστης θέσης ότι πείρα σε λογιστική ή ελεγκτική εργασία θεωρείται πλεονέκτημα, δεν καταγράφεται απολύτως καμία εξήγηση για την οφθαλμοφανή αυτή ασυμβατότητα. Εφόσον η νομοθεσία καθορίζει ότι οι μονάδες απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της πείρας, είναι δυσνόητη, σε βαθμό ακυρότητας, η απόδοση 4 μονάδων για τον ένα χρόνο πείρας, έναντι των 5 μονάδων για τα 8 χρόνια της καθόλα υπέρμετρης πείρας της αιτήτριας. Δεν υπάρχει σε αυτή την απόδοση η αναγκαία αναλογικότητα και ως εκ τούτου είναι τρωτή η κρίση των καθ΄ ων. Η υπό κρίση περίπτωση δεν διαφοροποιείται στην ουσία της από το λόγο της Κεφάλα, ως εισηγήθηκε ο συνήγορος των καθ΄ ων, ούτε αυτοί ενήργησαν εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας. Δεν ευσταθεί πρόσθετα ο συλλήβδην ισχυρισμός του ενδιαφερομένου μέρους ότι η νομοθεσία ή η νομολογία για την ανάγκη αιτιολόγησης, καλύπτει όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 3(1)(α), επειδή υπάρχει σύμφωνα με την υποπαρ. (β) αυτού, αριθμητική αποτίμηση. Όπως ορθά καταδεικνύει ο κ. Κωνσταντίνου στην απαντητική του αγόρευση, η νομολογία έχει κρίνει το θέμα με αναφορά μόνο στην αιτιολόγηση της προφορικής εξέτασης.
Παρατηρείται, πρόσθετα, ότι οι καθ΄ ων πλανήθηκαν και ως προς τα προσόντα των δύο υποψηφίων. Και πάλι κατά σαφή αναντιστοιχία οι καθ΄ ων πίστωσαν την αιτήτρια με 2 μονάδες έναντι 1 του ενδιαφερομένου μέρους, παρά το ότι τα προσόντα της αιτήτριας είναι υπέρτερα. Από το Παράρτημα 2 στην ένσταση, παρουσιάζεται ότι η αιτήτρια διαθέτει προσόν ανώτερο του ενδιαφερομένου μέρους, ήτοι, κατέχει τον τίτλο του Certified Accounting Technical Certificate (“CAT”), ενώ είναι και Certified Accountant, Member of the Association of Chartered Certified Accountants, ACCA. Το τελευταίο αυτό προσόν δεν είχε τη δεδομένη στιγμή της κρίσεως το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο ισχυρισμός του συνηγόρου του ενδιαφερομένου μέρους ότι αυτός μπορούσε να είχε εξασφαλίσει το συγκεκριμένο πριστοποιητικό CAT ή το ACCA, δεν οδηγεί πουθενά εφόσον η πραγματικότητα είναι ότι δεν το είχε. Ούτε είναι νοητή η εκ των υστέρων προσπάθεια εισαγωγής σύγκρισης του CAT με το μέρος 1 του ACCA ή ότι το CAT είναι προπαρασκευαστικό πρόγραμμα του ACCA. Τέτοια στοιχεία δεν υπήρχαν, ως φαίνεται από την απόφαση, ενώπιον των καθ΄ ων.
Από το σύνολο λοιπόν των προνοούμενων 3 μονάδων για το ζήτημα (άλλα ακαδημαϊκά προσόντα) στο άρθρο 3(β)(iv), η συγκεκριμένη βαθμολόγηση 2 προς 1, δεν ήταν αντικειμενικά ορθή, ιδιαίτερα εφόσον δόθηκε χωρίς αιτιολογία ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Πρόσθετα, ορθά ο κ. Κωνσταντίνου, υποδεικνύει στην απαντητική του αγόρευση ότι το διορίζον όργανο δύναται νομίμως να λάβει υπόψη του και επιπλέον, μη εκ του σχεδίου υπηρεσίας προαπαιτούμενα, προσόντα τα οποία αποκτούνται από τον υποψήφιο μέχρι και την ημέρα λήψης της απόφασης. (Περικλέους ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 577 και Δημοκρατία ν. Αδάμου (1993) 3 Α.Α.Δ. 153). Η αιτήτρια, από την ολότητα των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων, (επισυνημμένα έγγραφα τόσο στην αγόρευση των καθ΄ ων, όσο και στην απαντητική), παρουσιάζεται να είχε καταστεί μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου μεταξύ Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2006, πριν δηλαδή τη λήψη της επίδικης απόφασης στις 2.2.07, ενώ βεβαίως αυτή είχε επισυνάψει στην αίτηση της βεβαίωση του ACCA ότι είχε γίνει μέλος του στις 31.3.06, έχοντας επιτυχώς περατώσει τις σχετικές εξετάσεις από το Φεβρουάριο του 2006.
Αλλά το ίδιο διαπιστώνεται και για την αξιολόγηση της Διευθύντριας, η οποία πίστωσε το ενδιαφερόμενο μέρος με 5 μονάδες, έναντι 2 που δόθηκαν στην αιτήτρια, χωρίς και πάλι οποιαδήποτε αιτιολογία ή αναφορά σε στοιχεία που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου και απορρέουν από το φάκελο. Η αξιολόγηση αυτή από τη Διευθύντρια εισήχθηκε στο βασικό Νόμο με τον τροποποιητικό Νόμο 97(Ι)/06, με την ένθεση του κριτηρίου της αξιολόγησης από τον οικείο προϊστάμενο του τμήματος και την απόδοση από αυτόν βαθμολογίας από 0-5 μονάδες. Είναι άξιον απορίας πώς αποδόθηκε το ανώτατο όριο στο ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο υστέρησε έναντι της αιτήτριας στη γραπτή εξέταση, είχε λιγότερη βαθμολογία στο στοιχείο της πείρας σε λογιστικό ή ελεγκτικό γραφείο, αλλά και λιγότερη βαθμολογία στα πρόσθετα προσόντα. Όλα αυτά ήταν στοιχεία εξαγόμενα αντικειμενικά από το φάκελο και την αποτίμηση της όλης εικόνας της αιτήτριας και η κατά τον ανωτέρω τρόπο βαθμολόγηση από τη Διευθύντρια, ήταν σαφώς ασύμβατη με τα στοιχεία αυτά και σε σύγκρουση με ό,τι αντικειμενικά μπορούσε να προσμετρήσει για να κριθεί το εύλογο της βαθμολογίας. Ορθά ο κ. Κωνσταντίνου αναφέρει στη σελ. 10 της γραπτής του αγόρευσης, ότι το μοναδικό στοιχείο στο οποίο η αιτήτρια υστερούσε, δηλαδή, η βαθμολογία της στην προφορική εξέταση, (που δόθηκε - καθώς λέχθηκε πριν - χωρίς την ανάγκη αιτιολόγησης), ήταν στοιχείο το οποίο στο σύνολο των κριτηρίων που καθορίζει το άρθρο 3(1), αποτιμάται με 20 μόνο μονάδες έναντι των 100 μονάδων με τις οποίες αποτιμάται η γραπτή εξέταση. Η βαρύτητα, επομένως, που θα έπρεπε να αποδοθεί στις δύο αυτές εξετάσεις, γραπτή και προφορική, δεν θα μπορούσε να ήταν η ίδια, εφόσον στην προφορική εξέταση δίνεται βαρύτητα ήσσονος σημασίας από ό,τι στη γραπτή εξέταση.
Τόσο ο συνήγορος των καθ΄ ων στη σελ. 11 της δικής του γραπτής αγόρευσης, όσο και ο συνήγορος του ενδιαφερομένους μέρους στις σελ. 11-14, ισχυρίζονται ότι η αξιολόγηση της Διευθύντριας, ως ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης, δεν έχει σχέση με τα υπόλοιπα κριτήρια που καθορίζει ο Νόμος αρ. 6(Ι)/98, τα οποία ως αυτοτελή δεδομένα, βαθμολογούνται ανάλογα, κατά τα εκ του Νόμου οριζόμενα. Εισηγούνται, περαιτέρω, ότι η αξιολόγηση της Διευθύντριας είναι υποκειμενική, όπως ακριβώς και το στοιχείο της προφορικής εξέτασης, εξ΄ ου και δεν απαιτείται οποιαδήποτε αιτιολογία ιδιαίτερα εφόσον δεν πρόκειται για «σύσταση» αλλά «αξιολόγηση». Η απάντηση είναι ακριβώς πως στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης, δεν επιτρέπεται, ούτε είναι νοητή η παρείσφρηση ενός υποκειμενικού στοιχείου κρίσης εντελώς ανέλεγκτο, διότι διαφορετικά εξουδετερώνονται οι πρόνοιες του Νόμου που έχουν καθορίσει επί μέρους βαθμολογίες με κατώτατα και ανώτατα όρια. Θα ήταν εύκολο να διαφοροποιείται κατά το δοκούν το τελικό αποτέλεσμα, αποδίδοντας μονάδες ανάλογα με την επιδιωκόμενη κατάληξη. Άλλωστε, η λέξη «αξιολόγηση» που απαντάται στο εδάφιο (1)(β)(vi) του άρθρου 3, εμπεριέχει στοιχείο κρίσης, και κατάταξης ανάλογα με την αξία κάποιου (Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας σελ. 224), κατάταξη που δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, αφού συναρτάται με την αξία. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. (2006) σελ. 142-143, οι αρχές της χρηστής διοίκησης εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και την εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης, αλλά και την προστασία του διοικούμενου. Όπως η πλάνη περί τα πράγματα, έτσι και η κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας αποδεικνύεται και συναρτάται από τα «στοιχεία των φακέλων ή από στοιχεία που υποβάλλει ο αιτών». Όπως λέχθηκε και στην απόφαση Πάτσαλου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 255/01, ημερ. 14.12.01, «Το ότι οι κανονισμοί δεν απαιτούν αιτιολογημένη σύσταση δεν αναιρεί την υποχρέωση η σύσταση να ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία των φακέλων.».
Πρόσθετα, εφόσον η αξιολόγηση της Διευθύντριας πάσχει, ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, αυτή αποκτά πλέον μηδαμινή αξία (δέστε Φιλιππίδη ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 288 και Δημοκρατία ν. Χ”Γεωργίου (2006) 3 Α.Α.Δ. 365). Ενόψει του ότι η τελική διαφορά στη βαθμολογία των δύο υποψηφίων ήταν μόλις 1.81 μονάδες, η λανθασμένη αξιολόγηση τόσο της Διευθύντρας, όσο και των καθ΄ ων στα επί μέρους στοιχεία της πείρας και των προσόντων, ήταν σημαντική και έφερε το ενδιαφερόμενο μέρος σε πιο πλεονεκτική θέση από ό,τι την αιτήτρια. Κατ΄ αναλογία προς τα όσα έχουν λεχθεί για τις αξιολογήσεις των δημοσίων υπαλλήλων (δέστε Κατερίνα Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 654/01, ημερ. 19.11.02), η οριακή διαφορά αποκτά σημασία. Αν οι επί μέρους εδώ διαφορές δεν υπήρχαν εξ αιτίας της πεπλανημένης αξιολόγησης των καθ΄ ων, η αιτήτρια θα διατηρούσε το προβάδισμα της.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει, η δε προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Έξοδα €1.500 πλέον Φ.Π.Α. επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων. Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο