ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1386/2007, 23 Δεκεμβρίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1386/2007)

 

23 Δεκεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/σής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

Ε.Δ.Υ.

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Χρ. Τιμοθέου για Χρ. Πουργουργίδη, για τον Αιτητή.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης,  για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων από 15.7.07 στη βάση απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 17.8.07, επέφερε την αντίδραση του αιτητή, ο οποίος παραπονείται για τη μη επιλογή του θεωρώντας ότι οι καθ΄ ων παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα έρευνα για την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου για την επίδικη θέση.

 

        Ο αιτητής διορίστηκε ως Λειτουργός Διεθνών Σχέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 2.1.96, προήχθηκε δε στη θέση Λειτουργού Διεθνών  Σχέσεων Α΄ στις 15.5.02, θέση που ήταν η αμέσως προηγούμενη της επίδικης.  Είναι κάτοχος του Bachelor of Laws από το Staffordshire Polytechnic University από το 1991, μετέπειτα δε απέκτησε και το Diploma in International Law από το Nottingham University.  Έχει επίσης το Diploma of Higher Education in Common Law που έλαβε το 1990 από το Holverhampton Polytechnic. Είναι, πρόσθετα, εγγεγραμμένος δικηγόρος στην Κύπρο από το 1996.  Από την άλλη, το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε επίσης στις 2.1.96 ως Λειτουργός Διεθνών Σχέσεων, προήχθη δε στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α΄ από 15.11.02.  Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές απέκτησε τους ακόλουθους τίτλους από το πανεπιστήμιο Λυών II της Γαλλίας:  (iLicence Οικονομικής και Κοινωνικής Διοίκησης (1983), (ii) Maitrice Οικονομικής και Κοινωνικής Διοίκησης (1984) και (iii)  D.E.A. Ευρωπαϊκών Διεθνών Σπουδών (1985).  Ο αιτητής γεννήθηκε στις 5.11.68 και το ενδιαφερόμενο μέρος στις 17.1.59.  Με βάση τον κατάλογο αξιολογήσεως υποψηφίων και τα δύο άτομα ήταν εξαίρετα και στα οκτώ στοιχεία κατά τα έτη 2002-2006, δηλαδή, κατά την αμέσως προηγούμενη θέση. 

 

        Το σχέδιο υπηρεσίας Ανώτερου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων, ως παρουσιάζεται στο Παράρτημα 4 της ένστασης, είναι θέση προαγωγής σε υψηλή κλίμακα, δηλαδή, Α13, και προϋποθέτει ως απαιτούμενα προσόντα τριετή τουλάχιστο υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α΄, καθώς και ισχυρή προσωπικότητα, πρωτοβουλία, αξιοπιστία, ακεραιότητα χαρακτήρα, εχεμύθεια, ευθυκρισία, αλλά και διοικητική και οργανωτική ικανότητα. Τα καθήκοντα και ευθύνες περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών και ευρύτερων σχέσεων της Δημοκρατίας σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, την προώθηση και ανάπτυξη διμερών και πολυμερών διεθνών σχέσεων με ξένα Κοινοβούλια και διεθνείς κοινοβουλευτικούς οργανισμούς και την άσκηση καθηκόντων γραμματέα κοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών.  Αποτελεί κοινό έδαφος ότι και τα δύο πρόσωπα είχαν συμπληρώσει την τριετή προϋπηρεσία στην προηγούμενη θέση και κρίθηκαν προάξιμοι. 

        Το παράπονο του αιτητή έγκειται ουσιαστικά, όπως το καθόρισε ο συνήγορος του στη γραπτή αγόρευση του, στην έλλειψη δέουσας έρευνας με βάση το γεγονός ότι πλείστα από τα καθήκοντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ήδη ο αιτητής τα ασκούσε για δωδεκαετία εφόσον από τον Ιούνιο του 1996, μέχρι και την ημερομηνία κρίσης για την προαγωγή, εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας της Κύπρου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, η οποία Αντιπροσωπεία έχει μια δύσκολη και περίπλοκη αποστολή ενόψει των εξελίξεων στο Κυπριακό πρόβλημα.  Στα πλαίσια αυτά, προετοιμάζει αποστολές Κυπρίων Βουλευτών στο εξωτερικό, μνημόνια, ομιλίες και επιστολές, ασχολείται με τη διοργάνωση συνεδρίων και επισήμων επισκέψεων ξένων Βουλευτών στην Κύπρο και συνοδεύει Κύπριους Βουλευτές στο εξωτερικό.  Εάν οι καθ΄ ων προέβαιναν σε δέουσα έρευνα, θα διαπίστωναν ότι ο αιτητής είναι σε καλύτερη θέση να εκτελέσει ορθά τα καθήκοντα που απαιτεί η επίδικη θέση, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο ουδέποτε εκτέλεσε τέτοιου είδους καθήκοντα.  Αλλά και πρόσθετα, ο αιτητής παρακολούθησε σειρά μαθημάτων, προγραμμάτων και σεμιναρίων στην Κύπρο και το εξωτερικό, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης του, βελτιώνοντας έτσι συνεχώς τις γνώσεις του.  Παρακολούθησε για το σκοπό αυτό πρόγραμμα βασικής κατάρτισης σε θέματα Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης το 1998, ενώ το 1999 και 2000, απέκτησε δίπλωμα Γαλλικής γλώσσας πέτυχε δε στις εξετάσεις GCE «O» Level στα Γαλλικά.  Το 2001 παρακολούθησε μαθήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, το 2003 συμμετείχε σε διεθνές σεμινάριο στις ΗΠΑ σε θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας, ενώ το 2006 παρακολούθησε επιπρόσθετα μαθήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών.  Περαιτέρω, οι καθ΄ ων δεν έλαβαν υπόψη την αρχαιότητα του αιτητή, που θα έπρεπε να ήταν καθοριστικής σημασίας.  Είναι γενικότερα η θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ ων παρέλειψαν να ερευνήσουν την όλη σταδιοδρομία και τα προσόντα που απέκτησε, παραγνωρίζοντας και την υπεροχή του σε αρχαιότητα, δίδοντας υπέμετρη έμφαση στο προδιδικτορικό προσόν που απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

        Τα σχετικά πρακτικά της επίδικης συνεδρίας των καθ΄ ων ημερ. 29.6.07, (Παράρτημα 2 στην ένσταση), αποκαλύπτουν ότι κατά την εκεί συνεδρία τους είχε παραστεί ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο οποίος προέβηκε σε σύσταση υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, θεωρώντας το υπέρτερο του αιτητή διότι υπερείχε σε προσόντα κατέχοντας προδιδακτορικό προσόν, το οποίο αν και δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας ήταν συναφές με τα καθήκοντα της θέσης.  Αυτό το στοιχείο μέτρησε περισσότερο στην κρίση του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος δέχθηκε ότι και οι δύο υποψήφιοι ήταν κατά τα λοιπά  εξαίρετοι λειτουργοί, όπως προέκυπτε από τις τελευταίες έξι υπηρεσιακές εκθέσεις, η δε εξάμηνη αρχαιότητα του αιτητή θεωρήθηκε ως οριακή και περιορισμένης βαρύτητας.  Με την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή, οι καθ΄ ων προχώρησαν στην επιλογή τους έχοντας εξετάσει τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετησίων υπηρεσιακών εκθέσεων, λαμβάνοντας υπόψη και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.  Συνεξετάζοντας τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, θεώρησαν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε προσόντα ως κάτοχος προδιδακτορικού (D.E.A. – Diplome d’  Etudes Approfondies), στο οποίο δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα θεωρούμενο ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά μη απαιτούμενο ή θεωρούμενο από τα σχέδια υπηρεσίας, ως πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν.  Έκρινε επίσης ότι το κριτήριο της αρχαιότητας των έξι μηνών στην τελευταία θέση δεν μπορούσε να ανατρέψει την υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο δεν υστερούσε σε αξία, είχε προσόν σχετικό με τη θέση, ενώ διέθετε υπέρ του και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. 

 

        Κρίνεται ότι ο αιτητής δεν έχει δίκαιο στις θέσεις που προβάλλει, ούτε οι καθ΄ ων υπερέβησαν τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας ή έπραξαν οτιδήποτε έξω από τα καθιερωμένα κριτήρια.  Η έρευνα των καθ΄ ων ήταν πλήρης αφού αποκαλύπτεται από το πρακτικό που τηρήθηκε ότι λήφθηκε υπόψη ό,τι ήταν δυνατό να προσμετρήσει υπέρ του ενός και του άλλου υποψηφίου.  Είναι φανερό ότι εξετάστηκαν τα δεδομένα από τους προσωπικούς φακέλους και από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, τα προσόντα, η αξία και η αρχαιότητα και όντως προσμέτρησε υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους η κρίση τόσο του Γενικού Διευθυντή, όσο και των καθ΄ ων ότι το προδιδακτορικό του ενδιαφερομένου μέρους τον καθιστούσε υπέρτερο του αιτητή.  Όπως έχει αποφασιστεί από τη νομολογία (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Δημοκρατία ν. Ανδρέου (1993) 3 Α.Α.Δ. 153), τα πρόσθετα, μη απαιτούμενα προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης.  Η αρμόδια αρχή οφείλει να τα αξιολογήσει σε λογικά πλαίσια αποφεύγοντας από τη μια να δώσει υπερβολική βαρύτητα σ΄ αυτά, αλλά και από την άλλη να τα υποβαθμίσει σε σημείο που θα θεωρούνταν ως μη σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Έχει άλλωστε παγιωθεί από τη νομολογία ότι τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα δεν μπορούν να παραγνωριστούν εφόσον αποτελούν στοιχείο εξέτασης και απόφασης επί της ικανότητας ενός υποψηφίου για την καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης.  (δέστε Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 882, Μichaeloudis ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 963 και Σοφοκλέους ν. ΑΗΚ, υπόθ. αρ. 992/97, ημερ. 14.10.98).

 

        Πρόσθετα, είναι γνωστό ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή  αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης, αποδίδεται δε σ΄ αυτή η δέουσα σημασία εφόσον το αποφασίζον όργανο λαμβάνει αναγκαστικά καθοδήγηση από τον υπεύθυνο που είναι σε μοναδική θέση να γνωρίζει την προσωπικότητα, αλλά και το έργο των υποψηφίων εκτιμώντας σφαιρικά την καταλληλότητα τους, συναρτώμενη αυτή η καταλληλότητα με τις ανάγκες και το συμφέρον της υπηρεσίας.  (Θεοκλήτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 451 και Κώστας Ιωάννου ν. ΑΗΚ  (1998) 3 Α.Α.Δ. 624).  Μάλιστα, η νομολογία έχει καθορίσει πρόσθετα ότι η σύσταση του προϊσταμένου αποτελεί πρωτογενές και ουσιώδες στοιχείο κρίσης, εφόσον ο προϊστάμενος μπορεί να επισημάνει από τα δεδομένα, ποιος υποψήφιος θα αποδώσει καλύτερα στις ανάγκες τις θέσεις.  (δέστε Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. 1156/00, ημερ. 18.1.02, Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485 και Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, σελ. 719). 

 

        Η θέση του αιτητή ότι δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν ερευνήθηκαν δεόντως τα διάφορα σεμινάρια και προγράμματα που παρακολούθησε  ή ότι ήδη ο αιτητής για πολλά χρόνια ασκούσε τα καθήκοντα του σχεδίου υπηρεσίας, δεν ευσταθεί εφόσον είναι σαφές από το σχέδιο υπηρεσίας ότι και τα δύο άτομα πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα, ενώ δεν μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε πρωτογενή κρίση δεδομένων που αφορούσαν τα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί ευκαιριακά στους υποψήφιους, ανατρέποντας έτσι την αρχή της ίσης μεταχείρισης η οποία απαιτεί αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τα καθήκοντα τα οποία ανατίθενται σε αυτούς στο πλαίσιο πάντοτε του συγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας (Ioannides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1089 και Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 249).  Τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, είναι στοιχεία έξω από το νομολογημένο μέτρο κρίσης, διότι εάν γινόταν δεκτή η θέση του, θα παρείσφρυε ανεπίτρεπτα η αποδοχή καθηκόντων υπέρτερων ή διαφορετικών των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας και τα οποία θα μπορούσαν να ανατίθενται κατά το δοκούν από τη διοίκηση σε όποιο υποψήφιο ήθελε αυτή να βοηθήσει.  Άλλωστε, όπως υποδεικνύει και ο κ. Αγγελίδης στη δική του αγόρευση για το ενδιαφερόμενο μέρος, σελ. 8-9, θα μπορούσε και το τελευταίο να αντιτάξει ότι σ΄ αυτό είχαν δοθεί καθήκοντα παρακολούθησης των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας, ιδιαιτέρως, διατελέσει γραμματέας της Κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή συνέλευση που κατήρτισε τη συνθήκη της Λισσαβώνας. 

 

        Επομένως δεν θα μπορούσε πρωτογενώς το Δικαστήριο να υπεισέλθει σε τέτοιου είδους συγκριτική έρευνα και κρίση.  Οφείλει να θεωρήσει ότι και οι δύο υποψήφιοι διεκπεραίωναν ορθά τα καθήκοντα που τους ανατίθενταν εντός των πλαισίων του σχεδίου υπηρεσίας, όπως άλλωστε υποδεικνύουν και οι τελευταίες έξι ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις, στις οποίες είχαν κριθεί και οι δύο καθόλα εξαίρετοι.

 

        Όσον αφορά το στοιχείο της αρχαιότητας, αυτό θεωρήθηκε οριακό και λήφθηκε υπόψη από τους καθ΄ ων οι οποίοι μάλιστα προέβηκαν σε κρίση επ΄ αυτού, θεωρώντας ότι δεν θα μπορούσε να υπερισχύσει της εξ αντικειμένου υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους.  Όπως έχει νομολογηθεί, άλλωστε, η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν όλα τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα (Δημοκρατία ν. Χρίστου  (1991) 3 Α.Α.Δ. 56).  Έχει αναγνωριστεί κατ΄ επανάληψη (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 97 και Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161), ότι για την ανεύρεση του καταλληλότερου ατόμου για την πλήρωση θέσης συνυπολογίζονται όλα τα κριτήρια.  Η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγων εκτός εάν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα.  (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403).

 

        Υπό το φως όλων των πιο πάνω θεωρείται ότι οι καθ΄ ων προέβηκαν σε ορθή έρευνα και αποφάσισαν με γνώμονα όλα τα σχετικά στοιχεία.   Είχαν ενώπιον τους όλους τους σχετικούς φακέλους και επομένως σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας θεωρείται ότι μελέτησαν όλα τα δεδομένα και αποφάσισαν έχοντας πλήρη εικόνα για αμφοτέρους τους υποψήφιους.  (δέστε Savva v. Republic (1985) 3 C.L.R. 695 και Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 543).

 

        Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.  Καμιά διαταγή εξόδων σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο