ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΡΤΑΣΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1617/2007, 9 Δεκεμβρίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1617/2007)

 

9 Δεκεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΡΤΑΣΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου, Ελεγκτική Υπηρεσία, από 1.10.07 έφερε την αντίδραση του αιτητή, ο οποίος διατείνεται ότι υπερέχει αυτού σε αρχαιότητα, πείρα, αξία και προσόντα, ενώ παράλληλα οι καθ΄ ων ενήργησαν αντίθετα με τα στοιχεία των φακέλων, αναιτιολόγητα και στηριζόμενοι σε εσφαλμένες προπαρασκευαστικές πράξεις. 

 

        Στις 4.7.07 ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας με σχετική επιστολή του ζήτησε από τους καθ΄ ων την πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου.  Στις 19.7.07 οι καθ΄ ων αποφάσισαν να επιληφθούν του θέματος σε μεταγενέστερη ημερομηνία και με δεδομένο ότι η κενή θέση ήταν θέση προαγωγής, κλήθηκε να παραστεί στη σχετική συνεδρία και η Γενική Ελέγκτρια του κράτους. Στις 19.9.07, η Γενική Ελέγκτρια έδωσε τη σύσταση της ενώπιον των καθ΄ ων, οι οποίοι αφού αξιολόγησαν και σύγκριναν τους υποψήφιους στην απουσία της Γενικής Ελέγκτριας, αποφάσισαν να προάξουν το ενδιαφερόμενο μέρος, έχοντας υπόψη ότι αυτό υπερείχε των υπολοίπων υποψηφίων με βάση το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων, δηλαδή,  την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. 

 

        Οι κύριοι λόγοι της προσφυγής, όπως αυτοί έχουν συρρικνωθεί κατά τη γραπτή αγόρευση του αιτητή, αφορούν τη λανθασμένη σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας, η οποία, κατ΄ ισχυρισμόν, με το λεκτικό που χρησιμοποίησε ανέπλασε απλώς το περιεχόμενο των φακέλων εμφανίζοντας έλλειψη πληρότητας και ασυνέπειας στο συλλογισμό της, ενώ η θέση της ότι διαβουλεύθηκε με τους άμεσα προϊσταμένους της, έχοντας ταυτόχρονα και προσωπική γνώση για τις «ιδιότητες και προσφορά» των υποψηφίων, έδειχνε ότι στη σύσταση της παρείσφρησαν στοιχεία έξω από τα ορθά σε καταστρατήγηση της διαφάνειας και του καθαρού περιεχομένου των φακέλων.  Κατά δεύτερο λόγο, βάλλεται και η τελική κρίση των καθ΄ ων, ενόψει του ότι αυτοί δεν καθόρισαν ποια «ουσιώδη στοιχεία» από το φάκελο της πλήρωσης της θέσης λήφθηκαν υπόψη, ποια θεωρήθηκαν ως ουσιώδη, ενώ ταυτόχρονα παραγνώρισαν τα ανώτερα προσόντα του αιτητή, που είναι τόσο πανεπιστημιακά όσο και επαγγελματικά, τα οποία αν και δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εν τούτοις είναι συναφή και σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.   Ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε τέλος ότι εσφαλμένα οι καθ΄ ων παραγνώρισαν τα πρόσθετα αυτά προσόντα κατά την εκτίμηση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, με αναφορά στα δεδομένα εκείνα που θα έπρεπε να συνυπολογιστούν για την ανάδειξη και ανέλιξη του καταλληλότερου υποψήφιου.  Στα πλαίσια αυτά δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους, ενώ έλαβε υπόψη τη σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας, η οποία μόνο μηδενική αξία μπορούσε να έχει. 

 

        Το σχέδιο υπηρεσίας του Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου προαπαιτεί τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Ελέγχου Α΄ ή και στην προηγούμενη θέση Ελεγκτή.  Αυτή η πείρα επιζητείται πέραν της ακεραιότητας χαρακτήρα, της οργανωτικής και διοικητικής ικανότητας, της πρωτοβουλίας, της υπευθυνότητας και της ευθυκρισίας.  Με βάση τα αναντίλεκτα στοιχεία που προκύπτουν από τους φακέλους, ο αιτητής διορίστηκε Εξεταστής Λογαριασμών 3ης Τάξης την 1.7.83, προήχθηκε δε σε 2ας Τάξης την 1.8.88 και σε Λειτουργό Ελέγχου την 1.8.02.   Από πλευράς προσόντων αυτός κατέχει τον τίτλο του B.Sc. in Applied Economics από το North East London Polytechnic από το 1979, ενώ έχει και το προσόν του Auditing Higher, L.C.C. από το 1985, είναι δε μέλος του Association of International Accountants, ως Associate από το 1988 και ως Fellow, από το 2003.  Διατελεί επίσης μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου από το 1999. Από την άλλη,  το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε Βοηθός Γραφέας την 1.4.78, προήχθη σε Εξεταστή Λογαριασμών 3ης Τάξης στις 15.2.80 και ακολούθως σε 2ας και 1ης Τάξης στις 15.6.85 και 15.10.96 αντίστοιχα.  Από τις 15.2.01 κατέχει τη θέση του Λειτουργού Ελέγχου Α΄.  Όσον αφορά τα προσόντα, αυτός διαθέτει το Accounting  Higher, L.C.C.  από  το  1981.  Κατά  τα  τελευταία 5 χρόνια, από τη συνεξέταση των φακέλων των δύο προσώπων προκύπτει ότι τόσο ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τα χρόνια 2004, 2005, 2006, ήσαν ισοδύναμοι με 8 «εξαίρετα», το δε 2002 ήταν επίσης ισοδύναμοι με 7 «εξαίρετα» και 1 «πολύ ικανοποιητικά».  Η διαφορά έγκειται στη σύγκριση τους κατά το 2003, όταν ο αιτητής είχε 7 «εξαίρετα» και 1 «πολύ ικανοποιητικά», έναντι του ενδιαφερομένου μέρους που είχε         8 «εξαίρετα».

 

        Η Γενική Ελέγκτρια προέβηκε σε μια εκτεταμένη σύσταση όπως αυτή καταγράφεται αυτούσια στο Παράρτημα 3 της ένστασης και η οποία δεν είναι ανάγκη να επαναληφθεί. 

 

        Κρίνεται ότι η σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας δεν έπασχε με οποιοδήποτε τρόπο, ήταν δε σύμφωνη και εναρμονισμένη με τα στοιχεία των φακέλων.  Προκύπτει από τα όσα έχουν καταγραφεί προηγουμένως ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αρχαιότητα κατά 1 χρόνο και 6 μήνες στην αμέσως προηγούμενη θέση.  Ορθά επομένως η σύσταση ανέδειξε αυτή την ουσιαστική αρχαιότητα, η οποία κάθε άλλο παρά οριακή μπορεί να χαρακτηριστεί, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του αιτητή στη σελ. 11 της αγόρευσης του.  Περαιτέρω, ορθά η σύσταση κατέγραψε ότι και τα δύο άτομα βρίσκονται στο ίδιο περίπου επίπεδο σε αξία εφόσον η μόνη διαφορά, που είναι εν πάση περιπτώσει υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους,  είναι  κατά 1 «εξαίρετα» περισσότερο κατά το 2003.  Επ΄ αυτού προστίθεται ότι διαπιστώνεται η καθ΄ ολοκληρία εξαιρετική απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά τα τελευταία 4 χρόνια έναντι του αιτητή, ο οποίος παρουσίασε αυτή την εικόνα μόνο κατά τα τελευταία 3 χρόνια.  Όσον αφορά την κατοχή των πρόσθετων προσόντων αυτά, όπως έχει ορθά διαπιστώσει η Γενική Ελέγκτρια, δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και έτσι τους έδωσε την ανάλογη βαρύτητα, χωρίς αυτό το δεδομένο να ήταν δυνατόν να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του αιτητή έναντι της σαφούς αρχαιότητας του ενδιαφερομένου μέρους. 

 

        Οι θέσεις που προβάλλονται από τον κ. Αγγελίδη ότι με το λεκτικό που χρησιμοποίησε η Γενική Ελέγκτρια κατά τη σύσταση της λήφθηκαν  υπόψη εξωγενή στοιχεία ή η διαβούλευση της με τους προϊσταμένους της υπηρεσίας, θυματοποιώντας έτσι τον αιτητή, δεν ευσταθούν διότι δεν ήταν αναγκαίο να καταγράψει ρητά τα ονόματα ή τις απόψεις που έλαβε από τους προϊσταμένους ή τον τρόπο που η ίδια αξιολόγησε αυτές τις απόψεις διότι οι πληροφορίες αυτές λήφθηκαν ως συμπληρωματικό στοιχείο για την ενίσχυση εν τέλει της προσωπικής άποψης της ίδιας, η οποία και ρητά καταγράφηκε στη σύσταση της  (σχετικές είναι οι αποφάσεις Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2851 καθώς και Ηλίας Παπαδόπουλος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1253).  Πρόσθετα, ο κ. Αγγελίδης απομόνωσε λέξεις και φράσεις από τη σύσταση όπως αυτές αναφέρονται στη γραπτή του αγόρευση, εισηγούμενος ότι η Γενική Ελέγκτρια είχε ενημερωθεί από τους ίδιους τους καθ΄ ων για το ποιοι ήταν οι υπό κρίση υποψήφιοι, ότι δόθηκε επαρκής χρόνος μόνο μετέπειτα για να μελετήσει τους φακέλους, αναφέρθηκε δε σε «ιδιότητα και προσφορά» του ενδιαφερομένου μέρους έξω από το περιεχόμενο των φακέλων, ενεργώντας έτσι αυθαίρετα.  Το παράπονο  δεν  είναι αιτιολογημένο και δεν μπορεί να το εγείρει ο αιτητής εν πάση  περιπτώσει  διότι  αυτός  ήταν  μεταξύ  των   8 υποψηφίων που θεωρήθηκαν ότι κατείχαν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, ρητά δε η Γενική Ελέγκτρια αναφέρθηκε και στο όνομα του αιτητή αναφορικά με τα προσόντα τα οποία αυτός είχε.  Κατά τα άλλα, δεν μπορούν να απομονώνονται λέξεις και φράσεις για να καταδειχθεί ως πάσχουσα η σύσταση εφόσον πρέπει αυτή να ιδωθεί στο σύνολο της.  Ορθά  διατυπώνεται στην αγόρευση της δικηγόρου των καθ΄ ων, αλλά και του δικηγόρου του ενδιαφερομένου μέρους, ότι η Γενική Ελέγκτρια είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους φακέλους που τέθηκαν ενώπιον της και δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό σ΄ αυτό, ενώ ταυτόχρονα η απλή αναφορά στα καθήκοντα και στο τμήμα που υπηρετούσε το ενδιαφερόμενο μέρος δεν συνιστούσε παρά πληροφορία η οποία δεν είχε ουσιαστική επίπτωση και ήταν εν πάση περιπτώσει εντός των δεδομένων που η Γενική Ελέγκτρια είχε από προσωπική γνώση για να διαφωτίσει και να εξηγήσει τις ιδιότητες και ικανότητες του ενδιαφερομένου μέρους το οποίο εν πάση περιπτώσει σύστηνε για προαγωγή.  Παρόμοια εισήγηση περί θυματοποίησης ή ανεπίτρεπτης αναφοράς από τον προϊστάμενο απορρίφθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, εφόσον θεωρήθηκε ότι τέτοια αναφορά δεν ήταν ενστάσιμη, ενώ στη Μαυρομάτη ν. Δημοκρατίας  (2000) 3 Α.Α.Δ. 662, θεωρήθηκε ότι η αναφορά στα καθήκοντα του ενδιαφερομένου μέρους έγινε για να δοθεί το υπόβαθρο από το οποίο ατλείτο η γνώση για τα όσα μνημονεύονταν στο αιτιολογικό της εκεί σύστασης.   

 

        Όσον αφορά την ίδια την κρίση των καθ΄ ων, επίσης δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε ουσιαστικό πρόβλημα εφόσον αυτοί έλαβαν υπόψη τη σαφή αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους και την οριακή έστω υπεροχή του σε αξία έναντι του αιτητή.  Ακόμη και να θεωρούνταν ισοδύναμοι, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έπαυε να έχει ένα επιπλέον «εξαίρετα» από τον αιτητή.  Μετέπειτα, έδωσαν την ανάλογη βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα που δεν θα μπορούσαν, όμως, συνεκτιμούμενα με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, να έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του αιτητή, έναντι του ενδιαφερομένου μέρους το οποίο είχε υπέρ του και τη σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας.  Η έννοια της φράσης «ανάλογη βαρύτητα» που χρησιμοποίησαν οι καθ΄ ων στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικευθεί πέραν της μνημόνευσης ότι κρινόμενα τα προσόντα αυτά ως πρόσθετα, μη απαιτούμενα, αλλά σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, λήφθηκαν υπόψη με την αναγκαία επάρκεια.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χόπλαρου ν. Μακρή (2005) 3 Α.Α.Δ. 513, η χρήση από την Ε.Δ.Υ. της φράσης «ανάλογη βαρύτητα» έδειχνε ακριβώς ότι το προσόν στην περίπτωση εκείνη συνεκτιμήθηκε και λήφθηκε υπόψη.  Κατά παρόμοιο τρόπο η καταγραφή της φράσης αυτής θεωρήθηκε στην υπόθεση Αντούνα ν. Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων, υπόθ. αρ. 547/07, ημερ. 9.7.08, ως επαρκής για να εξαντλήσουν οι καθ΄ ων τις απορρέουσες νομικές υποχρεώσεις τους.  Θα ήταν ιδιαίτερα επιτηδευμένο και σχολαστικό να αναζητηθεί κάποιου είδους αριθμητική μέτρηση ή ποσοστιαία αναλογία για να θεωρείτο ότι η αναφορά αυτή αποκτούσε υπόσταση. Ανάλογη φρασεολογία για συνυπολογισμό πρόσθετου, μη απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος, θεωρήθηκε επαρκής στη Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275.  Όπως έχει προστεθεί στην απόφαση αυτή της Ολομέλειας, η ρητή καταγραφή μη απαιτούμενου ακαδημαϊκού προσόντος, σχετικού όμως προς τα καθήκοντα της θέσης, «…… αποκαλύπτει άνευ ετέρου την εκτίμηση του αρμόδιου, ως του υπόβαθρου της κρίσης του.».

 

        Ούτε μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι η απόφαση των καθ΄ ων προς τα πρόσθετα αυτά προσόντα ήταν αναιτιολόγητη.  Εδώ, αντίθετα με την υπόθεση Σαββίδη ν. Δημοκρατίας, υπόθ.         αρ. 860/01, ημερ. 4.9.03, που μνημονεύει ο κ. Αγγελίδης, τα προσόντα του αιτητή είχαν κριθεί σχετικά με τη θέση και άρα λήφθηκαν δεόντως υπόψη τόσο στη σύσταση όσο και στην τελική απόφαση.

 

        Όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως, η σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας δεν έπασχε με οποιοδήποτε τρόπο και επομένως μπορούσε να ληφθεί υπόψη από τους καθ΄ ων, στη βάση της νομολογημένης αρχής ότι η σύσταση αποτελεί ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης, αρκετά προσδιοριστικό της αξίας των υποψηφίων, ενόψει του δεδομένου ότι ο προϊστάμενος μιας υπηρεσίας είναι σε μοναδική θέση να εκτιμήσει τόσο τις ανάγκες της υπηρεσίας, όσο και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ο υπάλληλος να ανταποκρίνεται ορθά στις απαιτήσεις της θέσης.  (δέστε Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390 και Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).  Η σύσταση, εφόσον είναι εντός των νομολογημένων παραμέτρων, είναι αρκούντως σημαντική ώστε τυχόν απόκλιση απ΄ αυτήν, προϋποθέτει για τη νομιμότητα της, ειδική αιτιολογία από το αποφασίζον όργανο.

 

 Εν τέλει η αρχαιότητα λειτούργησε εύλογα υπό τις περιστάσεις για την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους έχοντας υπόψη ότι η νομολογία αποκαλύπτει ότι η αρχαιότητα μπορεί να αποτελέσει το καταλυτικό κριτήριο όταν, κατά τα άλλα, οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι, ενώ έχει επίσης αναγνωριστεί ότι η μεγαλύτερη υπηρεσία προσθέτει στην αξία λόγω και της μεγαλύτερης πείρας που προέρχεται ως εκ της αρχαιότητας.  Έτσι, και αν ακόμη οι δύο αυτοί υποψήφιοι θεωρούνταν ισοδύναμοι, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε κατά τεκμήριο μεγαλύτερη πείρα που επαύξανε την αξία (δέστε Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731).

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων πλέον Φ.Π.Α.  Καμία διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το            Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο