ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΙΑΚΑΛΛΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 2357/2006, 9 Δεκεμβρίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 2357/2006)

 

9 Δεκεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΙΑΚΑΛΛΗ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Ι. Νικολάου, για την Αιτήτρια.

Ρ. Παπαέτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Μετά από επανεξέταση οι καθ΄ ων προήξαν και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση του Επιμελητή Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην ειδικότητα της Δερματολογίας, θέση που είχε παραμείνει κενή μετά την ακυρωτική από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφαση ημερ. 11.5.06 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3585, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη κρίση ακυρωτική της απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 7.8.01, στη βάση της οποίας είχε προαχθεί το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

        Με τη νέα απόφαση τους, η οποία και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, οι καθ΄ ων επανεξέτασαν την πλήρωση της πιο πάνω θέσης υπό το φως των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σημειώνοντας ιδιαίτερα ότι η Ολομέλεια είχε κρίνει ρητά ότι η σύσταση του διευθυντή κατά την πρώτη προαγωγή ήταν καθόλα νόμιμη και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν να παρασχεθεί κατά την επανεξέταση νέα σύσταση.  Περαιτέρω, οι καθ΄ ων θεωρώντας ότι δεν είχε κριθεί από το Δικαστήριο ότι έπασχε η υπό την προηγούμενη σύνθεση κρίση τους κατά την τότε διεξαχθείσα προφορική εξέταση, αποφάσισαν, παρά την αλλαγή στη σύνθεση τους, ότι δεν χρειαζόταν νέα προφορική εξέταση. Λαμβάνοντας επομένως υπόψη το πραγματικό καθεστώς που υπήρχε κατά την πρώτη απόφαση ως μέρος των δεδομένων της επανεξέτασης και θεωρώντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, το επέλεξε για προαγωγή στη θέση με αναδρομική ισχύ από 1.9.01. 

 

        Η αιτήτρια παραπονείται για σειρά λόγων.  Θέτει πρωταρχικά ζήτημα παραβίασης του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με την απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση εφόσον οι καθ΄ ων με την ίδια αιτιολογία, επέλεξαν το ενδιαφερόμενο μέρος καταχρώμενοι έτσι τη διακριτική τους ευχέρεια.  Περαιτέρω, προωθήθηκε το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να εξεταστούν στο παρόν στάδιο και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που είχαν εγερθεί με την αρχική προσφυγή που αφορούν την παράνομη και άκυρη σύνθεση και ή συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, της οποίας η έκθεση ήταν εν πάση περιπτώσει αναιτιολόγητη.  Και τούτο διότι, μεταξύ άλλων, λανθασμένα η αιτήτρια αξιολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλή», κατά πλειοψηφία, έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, ο οποίος αξιολογήθηκε ως «εξαίρετος». Πρόσθετα, οι καθ΄ ων επανέλαβαν την ίδια αιτιολογία κάνοντας κακή χρήση και υπερβαίνοντας τα ακραία όρια της διακριτικής τους ευχέρειας χωρίς ουσιαστικά να επανασταθμιστούν, ως έπρεπε, τα ενώπιον τους δεδομένα και στοιχεία σε σχέση με την προφορική εξέταση, την αρχαιότητα, τα προσόντα και την αξία των δύο ατόμων.  Εν κατακλείδι, η εισήγηση της αιτήτριας ήταν ότι οι καθ΄ ων παραγνώρισαν τις γενικές νομολογιακές αρχές, υποβαθμίζοντας τη σημασία και τη δυναμική του στοιχείου της αρχαιότητας, ιδιαίτερα σε συσχέτιση με την οριακή διαφορά που είχαν τα δύο μέρη μετά την προφορική συνέντευξη από τους καθ΄ ων. 

 

        Αντίθετα, η θέση των καθ΄ ων είναι ότι αυτοί ενήργησαν επί τη βάσει των ενώπιον τους στοιχείων και δεν μπορεί η αιτήτρια να εγείρει σε αυτή την προσφυγή ζητήματα τα οποία είχαν τεθεί στην προηγούμενη αίτηση στην προσφυγή αρ. 978/01 η οποία και επικυρώθηκε από την Ολομέλεια.  Περαιτέρω, η επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ΄ όλης της ύλης.  Όσον αφορά την αιτιολογία αυτή δεν αποτελούσε απλή επανάληψη της προηγούμενης αιτιολογίας που είχε οδηγήσει στην προηγούμενη προσφυγή, αλλά οι καθ΄ ων στάθμισαν ουσιαστικά και αιτιολόγησαν κατά ικανοποιητικό τρόπο την προτίμηση τους προς το ενδιαφερόμενο μέρος.  Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι η νομολογία αναφέρει ότι η αρχαιότητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής έχει περιορισμένη σημασία, η απόφαση των καθ΄ ων είχε ευλόγως ληφθεί, εφόσον κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε της αιτήτριας στην απόδοση κατά την προφορική συνέντευξη, ήταν ισόβαθμο σε αξία και προσόντα και υστερούσε έναντι αυτής μόνο σε αρχαιότητα.  Η προφορική εξέταση με βάση τη νομολογία αποκτά τη δική της ουσιαστική βαρύτητα όταν η προς πλήρωση θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία.  Η βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική συνέντευξη λειτούργησε απλά ως ένας οδηγός για την εν τέλει επιλογή των καθ΄ ων, χωρίς να της δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα, αλλά αντίθετα ήταν ένα στοιχείο κρίσης που προσέθεσε στην αξία των διαφόρων υποψηφίων. 

 

        Παρόμοια, το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του γραπτή αγόρευση εισηγήθηκε ότι αυτό υπερείχε σε αξία τόσο κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και στην τελική αξιολόγηση αυτής, αλλά υπερείχε και στην προφορική εξέταση ενώπιον των ίδιων των καθ΄ ων.  Πρόσθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε και τη σύσταση του διευθυντή υπέρ του.  Εν τέλει, το μόνο στο οποίο υπερείχε η αιτήτρια έναντι του ενδιαφερομένου μέρους ήταν η αρχαιότητα, η οποία όμως περιορισμένη και μόνο σημασία έχει σε θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία και είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. 

 

Να σημειωθεί ότι εναντίον της ίδιας προσβαλλόμενης πράξης ηγέρθηκε και η προσφυγή υπ΄ αρ. 2416/06, για την οποία εκδόθηκε στις 29.5.07 διάταγμα συνεκδίκασης της με την παρούσα, πλην όμως απεσύρθη και απερρίφθη στη συνέχεια στις 10.9.07 χωρίς έξοδα.

 

Έχει εγερθεί, όπως προαναφέρθηκε, ζήτημα δεδικασμένου διότι κατά τη θέση των καθ΄ ων, δεν μπορεί η αιτήτρια να επαναφέρει προς εξέταση ζητήματα που θα μπορούσε να είχε θέσει στην αρχική της προσφυγή ή τα οποία αποφασίστηκαν ήδη εναντίον της.  Όπως έχει εντελώς πρόσφατα επαναβεβαιωθεί στην υπόθεση Δώρα Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 58/06, ημερ. 27.10.08, η σαφής νομολογία στο θέμα είναι ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να εγείρουν θέματα κατά το δοκούν τα οποία θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί σε προγενέστερη διαδικασία, μεταξύ βεβαίως, των ιδίων διαδίκων.   (δέστε επίσης Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου κ.α.  (2004)  3 Α.Α.Δ. 703).  Η θέση αυτή είναι ορθή όσον αφορά το ζήτημα της σύνθεσης και νόμιμης συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, θέση που είχε τεθεί και κατά την πρώτη προσφυγή και από την απόφαση στην Α.Ε. 3585, δημοσιευμένη τώρα ως Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 265, θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα με την όλη διαδικασία και τη σύνθεση των οργάνων και άρα δεν μπορεί να εγείρεται εκ των υστέρων ζήτημα νομιμότητας των όσων προηγήθηκαν της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ.  Ορθά διατείνεται στη γραπτή του αγόρευση το ενδιαφερόμενο μέρος ότι δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί εκ νέου ζήτημα που προηγείτο της πλημμέλειας που διαπίστωσε η Ολομέλεια.

 

Σύμφωνα, όμως, με την όλη νομολογία και όπως επίσης διατυπώνεται στο άρθρο 34Α(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 96(Ι)/06, όταν η Ε.Δ.Υ. επανεξετάζει ζητήματα πρώτου διορισμού ή πρώτου διορισμού και προαγωγής μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τότε αυτά εξετάζονται στη βάση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο λήψεως της ακυρωθείσας απόφασης, λαμβανομένων υπόψη βεβαίως και των όσων έχουν λεχθεί από το ακυρωτικό Δικαστήριο.  Ο έλεγχος που γίνεται μιας διοικητικής απόφασης που εκδίδεται κατόπιν επανεξέτασης αφορά μόνο τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Δεν γίνεται δηλαδή επανεξέταση εφ΄ όλης της ύλης, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται η αρχή ότι το διοικητικό όργανο δύναται να διερευνά εκ νέου τα αφορώντα στην υπόθεση στοιχεία όταν διαπιστώνεται προς τούτο λόγος.  (δέστε Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38). 

 

Στη βάση των πιο πάνω, παρατηρείται ότι προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα και την εκ νέου απόφαση που έλαβαν οι καθ΄ ων, ότι αυτοί κατά φαινομενική και μόνο συμμόρφωση με την απόφαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου θεώρησαν ότι η τότε σύσταση του διευθυντή ήταν νόμιμη και περαιτέρω, ότι τα αποτελέσματα της τότε προφορικής εξέτασης δεν έπασχαν και επομένως κατά την επανεξέταση δεν κρίθηκε αναγκαίο να ληφθεί είτε νέα σύσταση, είτε να διεξαχθεί νέα προφορική εξέταση.  Οι καθ΄ ων προχώρησαν με αυτά τα δεδομένα να επαναδιορίσουν το ενδιαφερόμενο μέρος κατά την επανεξέταση του θέματος στις 28.9.06 (Παράρτημα 3 στην ένσταση), έχοντας υπόψη και επαναφέροντας αυτούσια την προηγούμενη αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και τη σύσταση του διευθυντή.  Παρατηρείται, όμως, όπως ορθά υποδεικνύει ο δικηγόρος της αιτήτριας στη γραπτή του αγόρευση στην παρ. 2.1, αλλά και στην απαντητική του στην παρ. 3, ότι τα δεδομένα που απετέλεσαν την κρίση της Ολομέλειας, δεν λήφθηκαν υπόψη στην ουσία από τους καθ΄ ων κατά την επανεξέταση, με αποτέλεσμα η κρίση τους να πάσχει κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο.  Χρησιμοποιήθηκε, όπως είναι πρόδηλο από το σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε, ότι οι καθ΄ ων χρησιμοποίησαν την ίδια αιτιολογία όπως και κατά την αρχική απόφαση.  Η παράθεση των δύο αποσπασμάτων στην παρ. 2.1 σελ. 8 της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας, δείχνει ακριβώς ότι δεν έγινε ουσιαστική επανεξέταση. Χρησιμοποιήθηκε η προηγούμενη προφορική εξέταση ενώπιον των καθ΄ ων στην οποία το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως «εξαίρετος», ενώ η αιτήτρια ως «σχεδόν πάρα πολύ καλή» κατά πλειοψηφία.  Με τον τρόπο αυτό δόθηκε η αιτιολογία παράκαμψης της αιτήτριας η οποία υπερτερούσε κατά πολύ, (πέντε ολόκληρα χρόνια), του ενδιαφερομένου μέρους. 

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κατσιαμπίρτας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 394/03, ημερ. 22.6.05, η ουσιαστική ομοιότητα των δύο αιτιολογιών, έστω και με φραστική διαφοροποίηση, δεν αναιρεί τα προβλήματα στην αρχική αιτιολόγηση.  Απλά εδώ το τι διαφοροποίησαν στην ουσία οι καθ΄ ων ήταν να αφαιρέσουν από την αιτιολογία την αναφορά στη σύσταση του διευθυντή, ακριβώς διότι η Ολομέλεια είχε διατυπώσει την άποψη ότι η σύσταση εκείνη υπό τις περιστάσεις και κατά τον τρόπο που δόθηκε ήταν τόσο μικρής αξίας που δεν θα μπορούσε να ήταν βοηθητική για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Συνάγεται ότι η απλή επανάληψη της ίδιας αιτιολογίας, έστω με διαφορετικό λεκτικό, δεν αιτιολογεί την απόφαση των καθ΄ ων, ιδιαιτέρως ενόψει του γεγονότος ότι δεν υπήρξε ουσιαστική στάθμιση στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον των καθ΄ ων, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά τους ημερ. 7.8.01, που να εξηγούσε την προτίμηση του ενδιαφερομένου μέρους, και αυτό δεν αποτελεί μέρος του δεδικασμένου.  Ρητά, αναφέρθηκε από την Ολομέλεια κατά την κατάληξη της, ότι:

 

«Απομένει βέβαια η διαφορά στην απόδοση των υποψηφίων όσον αφορά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, αλλά δεν υπήρξε ουσιαστική στάθμιση ώστε να εξηγείται ικανοποιητικά η εν τέλει προτίμηση της ΕΔΥ.»

 

 

Η Ολομέλεια στο σκεπτικό της επίσης δεν έκαμε αναφορά ώστε να αποτελεί μέρος του δεδικασμένου στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.   Η αναφορά στο σκεπτικό περί ισοδυναμίας των υποψηφίων σε αξία και προσόντα, ήταν σε συνάρτηση με τη σύσταση του Διευθυντή.  Έτσι τα στοιχεία που είχε υπόψη της η Συμβουλευτική Επιτροπή και της οποίας η αξιολόγηση επαναλήφθηκε και λήφθηκε υπόψη από τους καθ΄ ων παρέμειναν αυτούσια.  Λήφθηκε, λοιπόν, υπόψη η τελική κρίση όπως υποβλήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία  αποκαλύπτει ότι το μεν ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως «εξαίρετος» και από τα τέσσερα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η δε αιτήτρια «εξαίρετη» από το ένα μέλος και «πάρα πολύ καλή» από τα υπόλοιπα τρία.  Με την επανάληψη της αιτιολογίας και την αποδοχή της θέσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, παρέμειναν αστάθμιτοι οι διάφοροι παράγοντες στους οποίους διέφεραν η αιτήτρια με το ενδιαφερόμενο μέρος. Ορθά αναφέρει ο κ. Νικολάου στη γραπτή του αγόρευση, ότι ενώ η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων στην παρ. 4.1 του σκεπτικού της ημερ. 25.9.00, σειρά δεδομένων για την επιστημονική του εργασία και επιστημονικές του ανακοινώσεις σε περιοδικά και συνέδρια, καθώς και τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου μέρους σε διάφορα συνέδρια και σεμινάρια, αντίθετα δεν έγινε συγκεκριμένη καταγραφή για την αιτήτρια και δεν δόθηκαν λεπτομέρειες ως προς ανακοινώσεις και επιστημονικές εργασίες, αλλά και συμμετοχές της σε συνέδρια, όπως καταγράφονται αναλυτικά στη σελ. 7 της γραπτής αγόρευσης, ενώ φαίνεται ότι η αιτήτρια μέχρι και την ημερομηνία καταχώρησης της προσφυγής της, εξακολουθούσε να συμμετάσχει στην εκπαίδευση των ιατρών Ειδικής Γενικής Ιατρικής και των ασκουμένων ιατρών.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή χρησιμοποίησε τον αόριστο χρόνο σε αυτό το ζήτημα.  Όλα τα πιο πάνω αναφέρονται με τη σχετική λεπτομέρεια τους  και στους δύο προσωπικούς φακέλους της αιτήτριας, που κατατέθηκαν ως  Τεκμ. Α(i) και Α(ii), κατά τις διευκρινίσεις. 

 

Το ίδιο λάθος έπραξαν όμως και οι καθ΄ ων στη δική τους εκτίμηση κατά την προφορική εξέταση.  Έλαβαν, ως αναφέρεται, υπόψη τα αναφερόμενα στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά δεν τοποθετήθηκαν ούτε αξιολόγησαν τα επί μέρους στοιχεία των επιστημονικών παρουσιάσεων. Πρόσθετα, σε διάσταση με την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η αιτήτρια χαρακτηρίστηκε ως «Σχεδόν πάρα πολύ καλή», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «εξαίρετος» και μάλιστα κατά πλειοψηφία.

 

Η κατά πολύ μεγαλύτερη αρχαιότητα της αιτήτριας, έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, δεν θα μπορούσε να παραγνωριστεί κατά τον τρόπο που έπραξαν οι καθ΄ ων, διότι η πρόσδοση περιορισμένης σημασίας στην αρχαιότητα με βάση τη νομολογία είναι δυνατή μόνο όταν ο αιτητής υστερεί σε αξία έναντι των συνυποψηφίων του.  Η αρχαιότητα λαμβάνεται υπόψη όταν οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι ή περίπου ισοδύναμοι, διαφορετικά θα πρέπει να καταδειχθεί έκδηλη υπεροχή του ενός από τον άλλο.  Ήδη κρίθηκε από την απόφαση της Ολομέλειας ότι «…. υπήρχε ισοδυναμία των υποψηφίων, τόσο σε αξία όσο και σε προσόντα ….» και αυτή η τοποθέτηση αποτελεί επίσης δεδικασμένο που λειτουργεί όμως υπέρ της αιτήτριας, μη δυνάμενο να αμφισβητηθεί από το ενδιαφερόμενο μέρος κατά τον τρόπο που επιχειρείται στη γραπτή του αγόρευση.

 

 Επομένως οι καθ΄ ων λειτούργησαν εμφανώς υπό πλάνη με το να υιοθετήσουν εκ νέου και χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, από τη μια και την απόδοση των υποψηφίων στη δική τους προφορική τους εξέταση, από την άλλη.  Η υπόθεση Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, αποτελεί αυθεντία στο ότι ο χαρακτηρισμός «εξαίρετος» έχει μόνο οριακή διαφορά από τον χαρακτηρισμό «πολύ καλός» όπως είχαν κριθεί στην υπόθεση εκείνη οι δύο συνυποψήφιοι κατά την προφορική τους συνέντευξη.  Αυτή η οριακή διαφορά, παρατήρησε η Ολομέλεια, δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση της προϊσταμένης και δεν αποτελούσε ειδική αιτιολογία για να αποκλίνει η Ε.Δ.Υ. από αυτήν έχοντας υπόψη, κατά τα άλλα, την αξία, την πείρα και την αρχαιότητα μεταξύ τους.  Στην προκείμενη περίπτωση η διαφορά μεταξύ της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους με βάση την προφορική συνέντευξη, αλλά και την τελική αξιολόγηση αυτών από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ήταν ακόμη πιο μικρή με δεδομένο ότι η αιτήτρια αξιολογήθηκε όχι απλώς ως «πολύ καλή», αλλά ως «πάρα πολύ καλή».  Και αυτό κατά πλειοψηφία, εφόσον το ένα μέλος της Επιτροπής, την αξιολόγησε ως «εξαίρετη».  Και βεβαίως και η αξιολόγηση τους ενώπιον των ιδίων των καθ΄ ων δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε ουσιώδη διαφορά ενόψει των όσων έχουν λεχθεί στην Σπανός – ανωτέρω –.  Συνάγεται ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός περί υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους με βάση τα δεδομένα στοιχεία.

 

Όπως έχει κατά επανάληψη αποφασιστεί από τη νομολογία δεν μπορεί να απομονωθεί ένα μόνο κριτήριο από την αρχαιότητα, προσόντα και αξία για να αποδοθεί σε αυτό ιδιαίτερη έμφαση, αλλά πρέπει να συνυπολογιστούν ώστε να βρεθεί το καταλληλότερο άτομο για να πληρώσει την εκάστοτε θέση στη δημόσια υπηρεσία. (δέστε Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77, Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161).  Έχει βεβαίως επίσης αναγνωριστεί ότι η πείρα, προερχόμενη εκ της αρχαιότητας, προσδίδει και επαυξάνει την αξία του υποψηφίου (δέστε Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915 και Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468).  Επομένως, η αρχαιότητα, εκεί  όπου υπάρχει κατά τα λοιπά, ισοδυναμία των υποψηφίων, αποτελεί σοβαρό στοιχείο που δεν μπορεί να παραγνωριστεί.

 

Απορρέει από όλα τα πιο πάνω, ότι δεν υπήρχε εδώ τέτοια εμφανής και καταλυτική διαφορά κατά τις προφορικές συνεντεύξεις ώστε να παραγνωρισεί η καταφανής αρχαιότητα της αιτήτριας.

 

Ενόψει  όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων.  Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο