ΕΛΕΝΗ ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΠΙΕΡΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 640/2006, 23 Δεκεμβρίου 2008

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 640/2006)

 

23 Δεκεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΠΙΕΡΗ,

Αιτήτρια,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ρ. Βραχίμη-Πετρίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια επιζητεί την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 31.1.06 με την  οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική της προσφυγή σε σχέση με τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για μετατροπές και προσθήκη στο δεύτερο όροφο οικοδομής σε τεμάχιο της στο Τσέρι. 

 

        Η αιτήτρια είχε εξασφαλίσει στις 3.10.02 άδεια οικοδομής στο πιο πάνω τεμάχιο της, η οποία περιελάμβανε την ανέγερση δέκα καταστημάτων με μεσοπάτωμα στο ισόγειο, δύο διαμερισμάτων στον πρώτο όροφο καθώς και υπόγειο χώρο στάθμευσης οχημάτων. Η πολεοδομική άδεια και η συνακόλουθη άδεια οικοδομής, δόθηκε στη βάση συγκεκριμένων όρων τους οποίους η αιτήτρια αποδέχθηκε (συνημμένα έγγραφα 1 και 2 στο Παράρτημα Β της ένστασης).  Στη συνέχεια, η Πολεοδομική Αρχή διαπίστωσε ότι  κατά την ανοικοδόμηση των κτιρίων είχε αρχίσει και η ανέγερση δεύτερου ορόφου, ενώ έγιναν και διάφορες άλλες μετατροπές σε παράβαση των όρων και των εγκεκριμένων σχεδίων, γι΄ αυτό και η αιτήτρια κλήθηκε, με βάση το άρθρο 46 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, με σχετική επίδοση ειδοποίησης επιβολής  ημερ. 21.1.04 (συνημμένο 7 στο Παράρτημα Β στην ένσταση), να τερματίσει εντός τριών ημερών τις οικοδομικές εργασίες και να υποβάλει αίτηση ζητώντας τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας για τις μετατροπές.  Τέτοια αίτηση υποβλήθηκε στις 2.4.04 στην Πολεοδομική Αρχή, η οποία όμως απορρίφθηκε για τους λόγους που καταγράφονται ρητά στη σχετική γνωστοποίηση άρνησης ημερ. 7.4.05 (Παράρτημα Α στην ένσταση).  Οι υπερβάσεις από πλευράς της αιτήτριας των όρων αδείας, οδήγησαν και στη λήψη ποινικών μέτρων εναντίον της από τον Έπαρχο Λευκωσίας, ο οποίος καταχώρησε την ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 20533/04 ημερ. 5.11.04 (συνημμένο έγγραφο 9 στο Παράρτημα Β της ένστασης). Υπεβλήθη στη συνέχεια ιεραρχική προσφυγή με ημερομηνία 11.5.05, (Παράρτημα Β), η οποία όμως απορρίφθηκε από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή στις συνεδριάσεις της ημερ. 22.12.05 και 3.1.06 (Παράρτημα Ζ), αφού ζητήθηκαν οι απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής, του διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Επάρχου Λευκωσίας.  Η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε για τους ίδιους ουσιαστικά λόγους για τους οποίους είχε απορριφθεί και η αίτηση της αιτήτριας προς την Πολεοδομική Αρχή για κάλυψη των μετατροπών.  Εν τέλει η αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόρριψη και τους λόγους απόρριψης με επιστολή των καθ΄ ων προς τη δικηγόρο που είχε ασκήσει την ιεραρχική προσφυγή, ημερ. 31.1.06 (Παράρτημα Η).

 

        Παραπονείται κατά συνέπεια η αιτήτρια ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά της δικαιώματα, ότι η προηγούμενη άδεια είχε ληφθεί χωρίς οποιαδήποτε απαίτηση για διασφάλιση χώρου για εγκατάσταση υποσταθμού της ΑΗΚ, ότι αυτή λήφθηκε χωρίς αιτιολογία, καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, σε αντίθεση με τη χρηστή διοίκηση και έξω από τις καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου. Περαιτέρω, παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας, ενώ είναι αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης εφόσον εξ αβλεψίας και ή παραλείψεως και ή λάθους από την Πολεοδομική Αρχή, η αιτήτρια αναγκάστηκε να υποβάλει νέα σχέδια λόγω της εγκατάστασης υποσταθμού της ΑΗΚ και την προσθήκη διαμερίσματος στο δεύτερο όροφο καθώς και άλλων μετατροπών. 

 

        Οι καθ΄ ων εναντιώνονται στις θέσεις της αιτήτριας θεωρώντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο, χωρίς οποιαδήποτε λανθασμένη εκ μέρους των ενέργεια και στη βάση πλήρους έρευνας που είχε γίνει από τις αρμόδιες υπηρεσίες. 

 

        Στην εκτεταμένη γραπτή αγόρευση του, ο δικηγόρος της αιτήτριας εξειδικεύει τους διάφορους λόγους για τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και θα πρέπει να οδηγηθεί σε ακύρωση.  Κατά πρώτον, παραπονείται ότι η διαδικασία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής έπασχε διότι εκχωρήθηκε από την τριμελή Υπουργική Επιτροπή ανεπίτρεπτα  αρμοδιότητα εξέτασης στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, η απόφαση του οποίου είναι λανθασμένη και αναρμόδια συμπαρασύροντας έτσι και την τελική απόφαση.  Το επιχείρημα αυτό  δεν  ευσταθεί  ενόψει του ότι σύμφωνα με τα Παραρτήματα Ζ3 και Ζ4 που επισυνάπτονται στην ένσταση, η όλη διαδικασία έγινε νομότυπα.  Συγκεκριμένα, στις 9.12.03 (Παράρτημα Ζ4), υπεβλήθη πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο από το Υπουργείο Εσωτερικών με την εισήγηση ότι η μέχρι τότε εμπειρία έδειχνε ότι δεν ήταν αναγκαία η παρουσία τετραμελούς Υπουργικής Επιτροπής, η οποία και θα μπορούσε εφεξής να ήταν τριμελής, αποτελούμενη από τον Υπουργό Εσωτερικών ως Πρόεδρο, τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.  Η πρόταση αυτή εξετάστηκε στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 17.12.03 (Παράρτημα Ζ3), υιοθετήθηκε δε με την απόφαση του Υπουργικού αρ. 59.158, με αποτέλεσμα η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής  για την εξέταση ιεραρχικών προσφυγών να αποτελείτο πλέον από τους τρεις πιο πάνω Υπουργούς, με τη διαφοροποίηση ότι ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, θα αντικαθιστούσε τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.

 

 Με αυτά τα δεδομένα, η κατά νόμο αρμόδια καθ΄ ύλην  Υπουργική Επιτροπή ακολούθησε, σύμφωνα με τα Παραρτήματα Ζ και Ζ1, μια διαδικασία από την οποία ουδόλως εξάγεται ότι στηρίχθηκε σε αναρμόδιο όργανο για να λάβει την απόφαση της.  Ορθή κρίνεται είναι η θέση της κας Βραχίμη στη δική της αγόρευση, ότι δεν χρειαζόταν ειδική ανάθεση καθηκόντων στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών από την Υπουργική Επιτροπή, διότι δεν απετέλεσε η θέση του τελευταίου την απόφαση, αλλά απλώς τη πηγή πληροφόρησης που ήταν απαραίτητη για την εκ μέρους της Υπουργικής Επιτροπής εξέταση της ιεραρχική προσφυγής.  Κρίνεται ότι είναι λανθασμένη η θέση του κ. Αγγελίδη, όπως προωθήθηκε στη γραπτή του αγόρευση, σε σχέση με την αναρμοδιότητα της Υπουργικής Επιτροπής  να αναθέσει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο την εξέταση των δεδομένων, χρειαζόμενη μάλιστα προς τούτο ειδική απόφαση.  Ο Καν. 7(5) των  περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90, στον οποίο και παρέπεμψε, δεν έχει εφαρμογή στα παρόντα γεγονότα εφόσον ο Κανονισμός αυτός δίνει αρμοδιότητα στο ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο να αναθέτει σε Υπουργό ή Επιτροπή από Υπουργούς, την εξέταση ορισμένων θεμάτων  σχετικών με την ιεραρχική προσφυγή πριν το ίδιο εκδώσει την απόφαση του επί της προσφυγής. Επομένως,   στην περίπτωση του Καν. 7(5), είναι το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο που εκδίδει την απόφαση έχοντας λάβει προηγουμένως πόρισμα από άλλο Υπουργό ή Επιτροπή Υπουργών.  Εδώ  όμως, δεν ήταν το Υπουργικό  Συμβούλιο    που θα αποφάσιζε επί της ιεραρχικής προσφυγής, αλλά η Υπουργική Επιτροπή στην οποία ήδη είχε εκχωρηθεί κατά την Κ.Δ.Π. 196/93, η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου και αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί από την αιτήτρια.  Δεν υπήρξε  από την Υπουργική Επιτροπή οποιαδήποτε περαιτέρω εκχώρηση είτε στο Γενικό Διευθυντή είτε σε άλλα άτομα για λήψη απόφασης και λανθασμένα, κρίνεται, εξισώνεται η αναφορά στο Υπουργικό Συμβούλιο στον Καν. 7(5) της Κ.Δ.Π. 55/90, με την Υπουργική Επιτροπή που συστήθηκε δεόντως για να εξετάζει τις ιεραρχικές προσφυγές. 

 

        Επί της ουσίας της προσφυγής, υπενθυμίζεται πρώτιστα η αρχή ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε τεχνικά θέματα για τα οποία το λόγο έχει η διοίκηση και η οποία είναι σε θέση να γνωρίζει τις τεχνικές και επιστημονικές λεπτομέρειες που πρέπει να εφαρμοστούν στην περίπτωση ανάλογα με το αντικείμενο της διερεύνησης. (δέστε Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3878, ημερ. 14.2.08 και Πηλακούτας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 875/05, ημερ. 10.7.08).  Εδώ είναι φανερό από την απόφαση των καθ΄ ων, ότι διαπιστώθηκε σωρεία προβλημάτων που είχαν προκύψει από την επέκταση της ανεγειρόμενης οικοδομής κατά παράβαση των όρων αδείας, όπως αυτοί επισυνάφθηκαν στην άδεια οικοδομής που δόθηκε στην αιτήτρια στις 3.10.02 (συνημμένα 1 και 2 του Παραρτήματος Β της ένστασης).  Η αρμόδια αρχή αρνούμενη την έκδοση άδειας για τις μετατροπές και την προσθήκη διαμερίσματος στο δεύτερο όροφο προέβηκε σε εκτεταμένες παρατηρήσεις που αποτέλεσαν και τους λόγους αρνήσεως, ως αυτοί περιέχονται στο Παράρτημα Α της ένστασης.  Όλες αφορούν τεχνικά θέματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκφέρει γνώμη εφόσον άπτονται των τεχνικών προδιαγραφών της ανάπτυξης, περιλαμβανομένων των συντελεστών δόμησης, της υπέρβασης του εμβαδού της οικοδομής, της υπέρβασης του επιτρεπομένου ύψους αυτής και των πολεοδομικών ζωνών.  Σχετίζονται επίσης οι λόγοι άρνησης με τη χρήση από την αιτήτρια του υπογείου της οικοδομής ως ανεξάρτητου αποθηκευτικού χώρου, καταργώντας έτσι τους χώρους στάθμευσης, καθώς και τις αφετηρίες των κεκλιμένων επιπέδων πρόσβασης οχημάτων προς το υπόγειο.

 

  Η απόφαση των καθ΄ ων κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής έλαβε υπόψη όλα αυτά τα θέματα ως προέκυψαν από την πληροφόρηση που είχε από τα αρμόδια υπηρεσιακά όργανα, ενσωματώνοντας στην απόφαση της όλα αυτά τα προβλήματα όπως διαπιστώθηκαν από τα επιφορτισμένα για τα τεχνικά θέματα, διοικητικά όργανα.  Συγκεκριμένα, φαίνεται από το απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής (Παράρτημα Ζ στην ένσταση), ότι η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση από την Πολεοδομική Αρχή,  στο δε πρακτικό που τηρήθηκε (Παράρτημα Ζ2), αναφέρεται ρητά ότι σε κάθε περίπτωση που στην απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής γίνεται αναφορά στην ορθότητα της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, θεωρείται ότι η αιτιολογία της απόφασης της Πολεοδομίας και τα επιχειρήματα που διατυπώνουν οι αρχές που συμφωνούν με την πιο πάνω απόφαση, αποτελούν και την αιτιολογία της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής.  Το ότι η Υπουργική Επιτροπή εξέτασε η ίδια το θέμα και αποφάσισε αυτόνομα μετά από δέουσα έρευνα, φαίνεται από το γεγονός ότι στα πρακτικά της 58ης συνεδρίας της, καταγράφεται ότι πριν την εξέταση των ιεραρχικών προσφυγών, μεταξύ άλλων και της αιτήτριας, που ήσαν στην ημερήσια διάταξη, κάλεσε τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες οι οποίοι και έδωσαν τις απαραίτητες επεξηγήσεις και διευκρινίσεις σε θέματα σχετιζόμενα «….. κυρίως με την τεχνική και νομική πτυχή ….».  Οι υπηρεσιακοί αυτοί παράγοντες στη συνέχεια αποχώρησαν, αφήνοντας την Υπουργική Επιτροπή να εξετάσει τις προσφυγές και να αποφασίσει αναλόγως.  Αυτό, πέραν του ότι δείχνει το νομότυπο της διαδικασίας που η Υπουργική Επιτροπή ακολούθησε, αποτελεί πρόσθετα και επιβεβαίωση της ουσιαστικής εξέτασης και απόφασης της προσφυγής επί των δεδομένων της, εξέταση που έλαβε χώραν, (για όλες βέβαια τις εκκρεμούσες ιεραρχικές προσφυγές), σε δύο ημερομηνίες στις 22.12.05 και 3.1.06.

 

 Η αιτιολογία επομένως είναι ενσωματωμένη στην απόφαση και το γεγονός ότι δέχθηκε τις απόψεις των αρμοδίων οργάνων, δεν σημαίνει και μη αυτόνομη λήψη απόφασης επί της ουσίας.  Θα ήταν άτοπο και δεν επιβάλλεται κάτι τέτοιο από τη νομολογία, η απλή ανάπλαση των τεχνικών και νομικών λόγων που υφίσταντο για να είναι ορθή η απόφαση.  Δεν ισχύουν εδώ τα όσα αναφέρει ο συνήγορος της αιτήτριας, ότι η Υπουργική Επιτροπή ενήργησε ως δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο, περιοριζόμενη στην εξέταση της ορθότητας της απόφασης των υφιστάμενων οργάνων.  Οι καθ΄ ων αιτιολόγησαν πλήρως την απόφαση τους, δεχόμενοι και  επαναλαμβάνοντας στην ουσία τους απορριπτικούς λόγους πού οδήγησαν στην απόρριψη της αρχικής αίτησης της αιτήτριας.  Εκείνο που έχει σημασία, όπως έχει κατ΄ επανάληψη διακηρυχθεί, δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των θέσεων της διοίκησης, ούτε το Δικαστήριο ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά η διαπίστωση της επάρκειας αυτής ταύτης της έρευνας. (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd  (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835).  Το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ότι και δέουσα έρευνα έγινε και σαφής αιτιολογία δόθηκε.  Η μελέτη του διοικητικού φακέλου το καθιστά αυτό σαφέστατο.

 

        Έγινε πολύς λόγος και κατά την υποβολή της ιεραρχικής προσφυγής και στην αγόρευση της αιτήτριας μέσω του νυν δικηγόρου της, για τον υποσταθμό της ΑΗΚ που κατ΄ ισχυρισμόν όφειλαν οι καθ΄ ων να προέβλεπαν την ανάγκη εγκατάστασης του από την εποχή της χορήγησης της πολεοδομικής άδειας.  Αποτελεί θέση της αιτήτριας μέσω του συνηγόρου της ότι η εκ των υστέρων προκύψασα ανάγκη να υποβάλει νέα αίτηση οφειλόταν στην αβλεψία της πολεοδομικής αρχής για τις μετατροπές και τα νέα σχέδια που προέκυπταν από την εγκατάσταση του υποσταθμού.  Ο λόγος αυτός όμως ουδόλως ευσταθεί διότι είναι φανερό ότι ήταν η ίδια η αιτήτρια μέσω των συμβούλων της που έπρεπε να αποταθεί κατά το στάδιο μελέτης των αρχικών σχεδίων της οικοδομής για να πληροφορηθεί κατά πόσον ήταν αναγκαία η κατασκευή υποσταθμού, πράγμα που δεν έγινε.  Πρόσθετα, αναφέρεται από τις αρμόδιες αρχές (δέστε παρ. 5(β) του Σημειώματος για την Υπουργική Επιτροπή – Παράρτημα Στ), ότι υπήρχε με την αρχική άδεια οικοδομής, όπως εγκρίθηκε, κατάλληλος χώρος στο υπόγειο της οικοδομής για να ανεγερθεί ο απαιτούμενος υποσταθμός, χωρίς να επηρεάζεται η οικοδομή, ή, οι εγκριθέντες χώροι στάθμευσης.

 

  Φαίνεται, όμως, ότι μετά τη χορήγηση της άδειας οικοδομής στις 3.10.02 δημιουργήθηκε η ανάγκη για κατασκευή υποσταθμού της ΑΗΚ.  Συγκεκριμένα προκύπτει από το διοικητικό φάκελο ότι μετά τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας η αιτήτρια προτίθετο να ενοικιάσει τα καταστήματα της ή κάποια από αυτά στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ και τα Αρτοποιεία Ζορπάς, οπότε και η Τράπεζα Κύπρου Λτδ αιτήθηκε τη χορήγηση ηλεκτρικού φορτίου για το υποκατάστημα.  Η ΑΗΚ ζήτησε συνάντηση για να εξασφαλιστεί χώρος για υποσταθμό (συνημμένο 3 στο Παράρτημα Β).  Στη συνέχεια η ίδια η αιτήτρια   υπέβαλε αίτηση για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, που παραλήφθηκε από την ΑΗΚ στις 21.3.03 (συνημμένο 4 στο Παράρτημα Β), κατέστη δε αναγκαία η εκπόνηση τεχνοοικονομικής μελέτης σχετικά με την εξασφάλιση χώρου για υποσταθμό, εξεύρεσης κατάλληλης θέσης και χώρου για τους μετρητές, εξεύρεσης πορείας σωληνώσεων για τα υπόγεια καλώδια και συμφωνία για την τιμή των χώρων και των κτιρίων του υποσταθμού.  Μάλιστα, στη συνέχεια η αιτήτρια πρότεινε με επιστολή της ημερ. 16.4.03 προς το Κοινοτικό Συμβούλιο Τσερίου (συνημμένο 5 στο Παράρτημα Β), να της δοθεί άδεια να  χρησιμοποιήσει μέρος του χώρου που βρίσκεται κάτω από τον πεζόδρομο που εφάπτεται του τεμαχίου της, ώστε να συγκατατεθεί και η ίδια στην πρόταση της ΑΗΚ για την κατασκευή του υποσταθμού, ο οποίος, ως και η ίδια σημειώνει, θα εξυπηρετούσε όχι μόνο τη δική της κτιριακή οικοδομή, αλλά και την ευρύτερη περιοχή όπου ζούσε.  Αποκτά επίσης σημασία η επιστολή της ΑΗΚ ημερ. 6.12.05 (Παράρτημα Γ στην ένσταση) προς την αιτήτρια σε σχέση με την εγκαθίδρυση του υποσταθμού στην οικοδομή της στην οποία ρητά αναφέρεται ότι ο υποσταθμός είχε σχεδιαστεί και κτιστεί χωρίς να επηρεάζεται η οικοδομή με βάση τις μέχρι τότε ληφθείσες, οικοδομική και πολεοδομική, άδειες.  Μάλιστα σημειώθηκε ότι ο υποσταθμός δεν υπολογιζόταν στο συντελεστή δόμησης λόγω του μικρού εμβαδού του, 23,29 τ.μ. και δεν χρειαζόταν γι΄ αυτό πολεοδομική άδεια.  Επομένως, δεν στοιχειοθετείται η θέση της αιτήτριας περί οποιουδήποτε λάθους της Πολεοδομίας να ζητήσει εξ αρχής την κατασκευή υποσταθμού εφόσον μετέπειτα είναι που ανέκυψε το πρόβλημα, όταν λόγω της προτεινόμενης χρήσης των υποστατικών με την ενοικίαση τους, ζητήθηκε η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος από την ίδια την αιτήτρια προφανώς για να συμπληρώσει τις ανάγκες της για αυξημένο ηλεκτρικό ρεύμα.

 

        Να προστεθεί ότι το πρόβλημα με τον υποσταθμό δεν είναι αποσυναρτημένο από τις υπερβάσεις και τις μετατροπές που η ίδια η αιτήτρια επέφερε στο τεμάχιο της.  Όπως σημειώνεται στην    παρ. 5 του Παραρτήματος Γ, ημερ. 13.10.05, που είναι η θέση της Πολεοδομικής Αρχής προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, κατά τη μελέτη της αρχικής αίτησης, είχαν γίνει ποικίλες μετατροπές στα σχέδια για να συνάδουν με τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής και τους Κανονισμούς.  Αν, τονίζεται, η οικοδομή ανεγειρόταν σύμφωνα με την έγκριση, αυτή θα ήταν καθόλα νόμιμη και χωρίς να δημιουργείτο πρόβλημα στην ίδια τη γύρω περιοχή.

 

        Τέλος, δεν κρίνεται ορθή η θέση της αιτήτριας ότι δεν της δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, εφόσον η αιτήτρια μέσω της τότε δικηγόρου της, έθεσε ενώπιον της αρμοδίας αρχής, πλήρως και εκτεταμένως τις θέσεις της σε μια πολυσέλιδη επιστολή, οι οποίες και εξετάστηκαν πλήρως, απαντήθηκαν και απορρίφθηκαν.  Δεν προκύπτει από οποιοδήποτε κανονισμό  υποχρέωση της Υπουργικής Επιτροπής να καλέσει σε ακρόαση τον προσφεύγοντα σ΄ αυτή.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.

 

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο