Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο Λόγος» Ο.Ε. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2008) 4 ΑΑΔ 13

(2008) 4 ΑΑΔ 13

[*13]18 Ιανουαρίου, 2008

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «Ο ΛΟΓΟΣ» Ο.Ε.,

Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1336/2006)

 

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Κώδικας Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας ― Παράγραφος Δ.10(ιε) του Παραρτήματος ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/00) ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις της ορθής εφαρμογής της διάταξης στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρα 19 και 26 του Συντάγματος ― Κατά πόσο παραβιάζονται από την παράγραφο Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, Τελεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, ο οποίος εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/00) και κατά πόσο η εν λόγω διάταξη είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου αρ. 7(Ι)/98.

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Άρθρο 41Β του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου αρ. 7(Ι)/98 (ως τροποποιήθηκε) ― Περιστάσεις της ορθής και σύμφωνης με την δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εφαρμογής της διάταξης στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση της σε βάρος τους επιβολής διοικητικής χρηματικής ποινής ύψους Λ.Κ. 4.000 για παράβαση της Παραγράφου Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, ο οποίος εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

[*14]Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η παράγραφος Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, αποσκοπεί στη ρύθμιση όχι του τρόπου πώλησης, αλλά του τρόπου διαφήμισης προϊόντων μέσω των ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε., για προστασία της ευαίσθητης κατηγορίας των παιδιών. Επομένως, είναι αβάσιμη η θέση ότι η σχετική διάταξη, στο βαθμό που θέτει όρους και απαγορεύσεις στην πώληση καταναλωτικών προϊόντων, είναι αντισυνταγματική. Περαιτέρω, η σχετική πρόνοια του Κώδικα προβλέπει για τρεις διαφορετικές και ανεξάρτητες της μιας από την άλλη μεθόδους προώθησης διαφημιστικώς ενός προϊόντος, τις οποίες και δεν επιτρέπει. Στην προκειμένη περίπτωση είναι ορθή η θέση της καθ’ ης η αίτηση, ότι με τη διαφήμιση γινόταν τηλεοπτική προώθηση του παγωτού, με τη μέθοδο διανομής δώρων. Δεν ευσταθεί ούτε η θέση του συνηγόρου των αιτητών, ότι οι παράγραφοι Δ.10(ε) και Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων συγκρούονται μεταξύ τους.

2.  Η συγκεκριμένη διάταξη του Κώδικα εκδόθηκε με βάση τον Κανονισμό 50, ενώ οι ίδιοι οι Κανονισμοί του 2000 εκδόθηκαν δυνάμει του Άρθρου 51 του Νόμου 7(Ι)/98, το οποίο εξουσιοδοτεί την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης να εκδίδει Κανονισμούς με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου.

     Το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και εκφράσεως, αλλά ταυτόχρονα το εδάφιο (5) του ιδίου Άρθρου, προβλέπει για το δικαίωμα του κράτους να απαιτεί την έκδοση άδειας ή λειτουργίας ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Η ελευθερία του τύπου δεν αναγνωρίζεται με τον ίδιο τρόπο και στην περίπτωση της ραδιοτηλεόρασης, γι’ αυτό και το Άρθρο 19.5 του Συντάγματος προβλέπει για το δικαίωμα του Κράτους να ασκεί έλεγχο στον τρόπο λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Οι διατάξεις  νόμου για τον έλεγχο των διαφημίσεων στοχεύουν στην απαγόρευση της κατάχρησης και την αποφυγή του χάους στα τηλεοπτικά πεδία. Αυτό υπηρετεί την πολυφωνία η οποία είναι χρήσιμη σε μια δημοκρατική κοινωνία και προάγει τους σκοπούς της Δημοκρατίας.

     Στην προκειμένη περίπτωση, οι συγκεκριμένες πρόνοιες του Κώδικα, με κανένα τρόπο δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι αντίθετες με το Άρθρο 19 του Συντάγματος.

3.  Το Άρθρο 26 του Συντάγματος δεν αποκλείει τη νομοθετική ρύθμιση των συμβατικών σχέσεων. Νομοθετικές ή άλλες πρόνοιες οι οποίες στοχεύουν στη ρύθμιση των διαφημίσεων, ώστε αυτές να [*15]μη ξεφεύγουν του ευλόγου μέτρου, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι πλήττουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το Άρθρο 26. Εν πάση περιπτώσει, οι συγκεκριμένες πρόνοιες του Κώδικα δεν απαγορεύουν τη σύναψη συμβάσεων, όπως εμμέσως φαίνεται να εισηγούνται οι αιτητές.

4.  Η καθ’ ης η αίτηση εν προκειμένω δεν επέβαλε 6 διαφορετικές ποινές αλλά δύο. Η πρώτη αφορούσε στην παράβαση στις 3.6.04, για την οποία επεβλήθη πρόστιμο £500. Για όλες τις παραβάσεις στις 5.6.04, επεβλήθη «το συνολικό διοικητικό πρόστιμο των £3.500».  Η επεξήγηση που ακολουθεί, στην ουσία λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των διαφημίσεων για τη συγκεκριμένη μέρα και δεν αποτελεί τίποτε άλλο από το σκεπτικό της Αρχής για τον καθορισμό του ύψους του συνολικού προστίμου, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του Άρθρου 41Β του Νόμου.

     Ο τρόπος επιβολής του συγκεκριμένου προστίμου ήταν καθ’ όλα νόμιμος και δεν παραβιάζει το Άρθρο 41Β του Νόμου.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,

Lapertas Fisheries Ltd. κ.ά. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335,

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο Λόγος» ΟΕ κ.ά. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κ.ά. (2001) 4 Α.Α.Δ. 590,

Loizou v. Poulis (1969) 1 C.L.R. 17,

Αντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558.

Προσφυγή.

Α. Χατζηπαναγιώτου, για τους Αιτητές.

Α. Ευαγγέλου, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*16]ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι αιτητές ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη της καθ’ ης η αίτηση ημερ. 8.3.06 με την οποία τους επέβαλε συνολικό διοικητικό πρόστιμο £4.000 επειδή παρέβησαν τον Κώδικα Διαφημίσεων, είναι παράνομη και ως εκ τούτου άκυρη.

Στις 5.7.04 η καθ’ ης η αίτηση, εξέτασε αυτεπάγγελτα τις από μέρους των αιτητών - Τηλεοπτικού Σταθμού «Ο Λόγος» - ο οποίος εκπέμπει με το διακριτικό «ΜΕΓΑ», πιθανές παρεμβάσεις της παραγράφου Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, στον οποίο στη συνέχεια θα αναφέρομαι ως ο «Κώδικας Διαφημίσεων», όπως εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, (Κ.Δ.Π. 10/2000), στους οποίους στη συνέχεια θα αναφέρομαι ως οι «Κανονισμοί».

Οι παραβάσεις αφορούσαν τη μετάδοση κατά τη διάρκεια διαλείμματος μεταξύ παιδικών προγραμμάτων, διαφήμισης του παγωτού «Lucky Boy/Lucky Girl», μέσω της οποίας γινόταν η προώθηση πωλήσεων του συγκεκριμένου παγωτού με τη μέθοδο διανομής δώρων, κατά παράβαση του Κώδικα Διαφημίσεων. Η επίδικη διαφήμιση είχε το ακόλουθο περιεχόμενο:-

«Τώρα στα αγαπημένα σας Lucky boy / girl θα βρείτε τον Φοίβο και την Αθηνά και αμέτρητα άλλα δωράκια με τις αγαπημένες σας μασκότ. Lucky boy/Lucky girl. Πρώτα και με διαφορά. Στα ψυγεία της Δέλτα.»

Η Λειτουργός της καθ’ ης η αίτηση Αρχής που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης, σε πόρισμά της, το οποίο υπέβαλε στην καθ’ ης η αίτηση, διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις της Παραγράφου Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, που προβλέπει ότι:-

«Δεν επιτρέπεται η προώθηση μέσω μετάδοσης διαφημίσεων πωλήσεων σε παιδιά ενός προϊόντος με την μέθοδο διανομής δώρων ή τη μέθοδο της συμπλήρωσης «άλμπουμ» ή με άλλη μέθοδο που βασίζεται στην τύχη.»

Ακολούθως η καθ’ ης η αίτηση σε συνεδρία της στις 20.10.2004, εξέτασε το πόρισμα της Λειτουργού, το οποίο υποβλήθηκε σύμφωνα με τον Κανονισμό 42(5) των πιο πάνω Κανονισμών και αποφάσισε όπως η υπόθεση προωθηθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 42(6). Επίσης αποφασίσθηκε όπως ενημερωθούν οι αιτητές για την καταγγελία. Πράγματι η καθ’ ης η αίτηση με επιστολή της ημερ. 25.10.2004 έθεσε ενώπιον των αιτητών τις διερευνώμενες παραβά[*17]σεις της Παραγράφου Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, για οποιεσδήποτε εξηγήσεις και τους κάλεσε να δηλώσουν κατά πόσο επιθυμούν να παρευρεθούν κατά την εξέταση της υπόθεσης. Στην ίδια επιστολή αναφέρεται επίσης ότι σε περίπτωση που δε ληφθεί οποιαδήποτε απάντηση μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, η καθ’ ης η αίτηση θα είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει στη λήψη απόφασης.

Οι αιτητές σε απάντηση στην πιο πάνω καταγγελία, με επιστολή του Δικηγόρου τους ημερ. 8.11.2004, ανάφεραν ότι η διαφήμιση του συγκεκριμένου παγωτού δεν παραβαίνει την Παράγραφο Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, επειδή δεν απευθυνόταν ειδικά στα παιδιά, αλλά σε όλο το κοινό καθώς και ότι δεν ήταν παραπλανητική επειδή απλώς ανακοίνωνε στους καταναλωτές ότι το συγκεκριμένο προϊόν κατά την περίοδο που διαφημιζόταν περιείχε ομοιώματα του «Φοίβου και της Αθηνάς».

Στις 18.11.2004 η Λειτουργός της καθ’ ης η αίτηση Αρχής υπέβαλε στην καθ’ ης η αίτηση σχετικό σημείωμα, για την υπό αναφορά υπόθεση. Η καθ’ ης η αίτηση σε σχετική συνεδρία της στις  9.2.2005, μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών εξηγήσεων των αιτητών, καθώς επίσης και τη βιντεοταινία με την εν λόγω διαφήμιση και έκρινε ότι υπάρχουν παραβάσεις της Παραγράφου Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων.

Στις 23.5.2005 η καθ’ ης η αίτηση με σχετική επιστολή της κοινοποίησε στους αιτητές την πιο πάνω απόφασή της. Με την ίδια επιστολή, κάλεσε τους αιτητές, εάν επιθυμούν, όπως υποβάλουν τις απόψεις τους εγγράφως για σκοπούς επιβολής κυρώσεων μέσα σε δεκατέσσερις μέρες από τη λήψη της επιστολής.

Οι αιτητές στις 8.6.2005 με επιστολή του Δικηγόρου τους, υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι υπάρχει σύγκρουση της Παραγράφου Δ.10(ιε) με την Παράγραφο Δ.10(ε), οι οποίες βρίσκονται κάτω από το κεφάλαιο «Προστασία των Παιδιών», επειδή σύμφωνα με την Παράγραφο Δ.10(ε), με τη διαφήμιση κάποιου προϊόντος επιτρέπεται και η προσφορά δώρων υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε αντίθεση με την Παράγραφο Δ.10(ιε) η οποία αναφέρει ότι δεν επιτρέπεται η διανομή δώρων.

Στη συνεδρία της στις 8.3.2006, η καθ’ ης η αίτηση μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και περιστατικά συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών εξηγήσεων των αιτητών, καθώς επίσης και τη βιντεοκασέτα με την εν λόγω διαφήμιση και έκρινε ότι υπάρχουν παραβάσεις της Παραγράφου Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων και [*18]αποφάσισε όπως επιβάλει στους αιτητές το διοικητικό πρόστιμο των £4.000 για τις παραβάσεις της Παραγράφου Δ.10(ιε).

Την πιο πάνω απόφασή της, η καθ’ ης η αίτηση απέστειλε στους αιτητές με επιστολή της ημερ.19.6.2006 και τους κάλεσε να καταβάλουν το ποσό των £4.000 μέχρι την 1.8.2006. Ταυτόχρονα, τους ενημέρωσε ότι η θεραπεία που έχουν, αν επιθυμούν να προσβάλουν την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, ήταν προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης της επιστολής. Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση της καθ’ ης η αίτηση.

Κατ’ αρχάς ο συνήγορος των αιτητών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα νομικής και/ή πραγματικής πλάνης αφού, όπως ισχυρίζεται, οι καθ’ ων οι αίτηση πεπλανημένα θεώρησαν ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Καν. Δ.10(ιε), ο οποίος απαγορεύει την προώθηση προϊόντων με την μέθοδο διανομής δώρων. Επίσης, τόνισε, όπως έπραξε και ενώπιον της καθ’ ης η αίτηση, ότι η διαφήμιση δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της παραγράφου Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, όπως λανθασμένα ερμήνευσε αρχικά η καθ’ ης η αίτηση, αφού το διαφημιζόμενο παγωτό πάντοτε πωλείται με κάποιο δώρο, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του προϊόντος και όχι κάποια περιστατική προσφορά. Με τη συγκεκριμένη διαφήμιση απλώς γινόταν γνωστό το είδος και ο χαρακτήρας του δώρου. Η διαφήμιση δεν αφορούσε τεχνικές προώθησης πωλήσεων, που είτε βασίζονταν στην τύχη είτε προϋπόθεταν περισσότερες της μιας αγοράς του προϊόντος, προκειμένου ο καταναλωτής να κερδίσει το διαφημιζόμενο δώρο. Εν πάση περιπτώσει, πρόσθεσε, η πρόνοια Δ.10(ε) του Κώδικα Διαφημίσεων, επιτρέπει τη διαφήμιση δώρων μαζί με τα προϊόντα, αρκεί όμως να μη δίδεται στο δώρο μεγαλύτερο έμφαση από το διαφημιζόμενο προϊόν. Η Αρχή, είπε, ερμήνευσε τη σχετική πρόνοια, βρισκόμενη υπό πλάνη.

Από την άλλη, ο δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση, υποστήριξε ότι ο ισχυρισμός ότι το διαφημιζόμενο προϊόν περιείχε πάντοτε κάποιο δώρο, χωρίς να βασίζεται στην τύχη, δεν αναιρεί τη θέση της καθ’ ης η αίτηση ότι η επίδικη διαφήμιση, προωθούσε το προϊόν με την απαγορευμένη μέθοδο διανομής δώρων. Η ερμηνεία που έδωσε η καθ’ης η αίτηση είναι λογική και λήφθηκε μέσα στα επιτρεπτά όρια της διακριτικής της εξουσίας.

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Η παράγραφος 10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων, αποσκοπεί στη ρύθμιση όχι του τρόπου [*19]πώλησης, αλλά του τρόπου διαφήμισης προϊόντων μέσω των ηλεκτρονικών Μ.Μ.Ε., για προστασία της ευαίσθητης κατηγορίας των παιδιών. Επομένως, είναι αβάσιμη η θέση ότι η σχετική διάταξη, στο βαθμό που θέτει όρους και απαγορεύσεις στην πώληση καταναλωτικών προϊόντων, είναι αντισυνταγματική. Περαιτέρω, η σχετική πρόνοια του Κώδικα προβλέπει για τρεις διαφορετικές και ανεξάρτητες της μιας από την άλλη μεθόδους προώθησης διαφημιστικώς ενός προϊόντος, τις οποίες και δεν επιτρέπει. Στην προκειμένη περίπτωση είναι ορθή η θέση της καθ’ ης η αίτηση, ότι με τη διαφήμιση γινόταν τηλεοπτική προώθηση του παγωτού, με τη μέθοδο διανομής δώρων. Δεν ευσταθεί ούτε η θέση του συνηγόρου των αιτητών ότι οι παράγραφοι Δ.10(ε) και Δ.10(ιε) του Κώδικα Διαφημίσεων συγκρούονται μεταξύ τους. Όπως εύλογα επεξηγεί η Αρχή στην απόφασή της:-

«Η Παράγραφος Δ.10(ε) αναφέρει ότι δεν πρέπει να δίνεται σε δώρα τα οποία προσφέρονται δυσανάλογη έμφαση σε σχέση με το είδος που διαφημίζεται, δηλαδή επεξηγεί το βαθμό με τον οποίο γίνεται η προώθηση του προϊόντος. Δηλαδή όχι μόνο δεν έρχεται σε σύγκρουση με την Παράγραφο Δ.10(ιε) αλλά αντίθετα λειτουργεί επεξηγηματικά σε σχέση με αυτήν. Στην περίπτωση αυτή έχουμε από τη μια πλευρά το διαφημιζόμενο είδος που είναι το προϊόν (παγωτό lucky boy/lucky girl) και από την άλλη τα δώρα τα οποία προσφέρονται με αυτό (Φοίβος και Αθηνά) για να προωθείται το προϊόν και στα οποία δίνεται μεγαλύτερη έμφαση απ’ ότι στο προϊόν με αποτέλεσμα να αποπροσανατολίζονται και να παραπλανόνται τα παιδιά.»

Δεν έχω πεισθεί ότι η Αρχή ενήργησε κάτω από πλάνη είτε προς το νόμο είτε ως προς τα γεγονότα.

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης που πρόβαλε ο δικηγόρος της αιτήτριας, είναι ότι οι πρόνοιες της παραγράφου Δ.10(ιε)  του Κώδικα, είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος Νόμου 7(Ι)/1998 και είναι αντίθετες με τα Άρθρα 19 και 26 του Συντάγματος, τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και του συμβάλλεσθαι. Ενώ αναγνωρίζει ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν η προστασία ιδιαίτερα των παιδιών, ισχυρίζεται ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται χωρίς να επηρεάζονται τα δύο συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, στα οποία εμπίπτει και η εμπορική διαφήμιση.

Κατά την άποψή μου, δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο ισχυρισμός. Η συγκεκριμένη διάταξη του Κώδικα εκδόθηκε με βάση τον Κανονισμό 50, ενώ οι ίδιοι οι Κανονισμοί του 2000 εκδόθηκαν δυνάμει [*20]του Άρθρου 51 του Νόμου 7(Ι)/98, το οποίο εξουσιοδοτεί την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης να εκδίδει Κανονισμούς με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου. Με αυτά τα δεδομένα, δεν βλέπω πώς οι Κανονισμοί μπορεί να θεωρηθούν ultra vires.

Ανεξάρτητα από αυτό, όπως αναφέρθηκε παλαιότερα στη Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 και πιο πρόσφατα στην Lapertas Fisheries Ltd. κ.ά. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335, κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασιστεί το αντίθετο, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Επίσης, τα Δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιόν τους διαφοράς. Η μεθοδολογία του ελέγχου, όπως τονίστηκε στη Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, συνίσταται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, για να διαπιστωθεί αν συγκρούονται με αυτές. Το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και εκφράσεως, αλλά ταυτόχρονα το εδάφιο (5) του ιδίου Άρθρου, προβλέπει για το δικαίωμα του κράτους να απαιτεί την έκδοση άδειας ή λειτουργίας ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Δαγτόγλου «Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα» Έκδοση 1991, στη σελ. 897, η ελευθερία του τύπου δεν αναγνωρίζεται με τον ίδιο τρόπο και στην περίπτωση της ραδιοτηλεόρασης, γι’ αυτό και το Άρθρο 19.5 του Συντάγματος προβλέπει για το δικαίωμα του Κράτους να ασκεί έλεγχο στον τρόπο λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών. Σε σχέση με τον έλεγχο ειδικά των διαφημίσεων, μπορεί να γίνει αναφορά στην παράγραφο 884 του πιο πάνω συγγράμματος, όπου επισημαίνεται ότι οι διατάξεις  νόμου για τον έλεγχο των διαφημίσεων στοχεύουν στην απαγόρευση της κατάχρησης και την αποφυγή του χάους στα τηλεοπτικά πεδία.  Αυτό, όπως υποδείχθηκε από τον Καλλή, Δ., στην Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο Λόγος» ΟΕ κ.ά. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου κ.ά. (2001) 4 Α.Α.Δ. 590, υπηρετεί την πολυφωνία η οποία είναι χρήσιμη σε μια δημοκρατική κοινωνία και προάγει τους σκοπούς της Δημοκρατίας.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι συγκεκριμένες πρόνοιες του Κώδικα, με κανένα τρόπο δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι αντίθετες με το Άρθρο 19 του Συντάγματος.

[*21]Έρχομαι τώρα στο Άρθρο 26 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα σύναψης ελευθέρως νομίμων συμβάσεων.  Θα πρέπει να τονιστεί ότι το συγκεκριμένο Άρθρο δεν αποκλείει τη νομοθετική ρύθμιση των συμβατικών σχέσεων (Loizou v. Poulis (1969) 1 C.L.R. 17). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν βλέπω πώς νομοθετικές ή άλλες πρόνοιες οι οποίες στοχεύουν στη ρύθμιση των διαφημίσεων, ώστε αυτές να μη ξεφεύγουν του ευλόγου μέτρου, μπορούν να θεωρηθούν ότι πλήττουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το Άρθρο 26. Εν πάση περιπτώσει, οι συγκεκριμένες πρόνοιες του Κώδικα δεν απαγορεύουν τη σύναψη συμβάσεων, όπως εμμέσως φαίνεται να εισηγούνται οι αιτητές.

Ενόψει των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μου ότι δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι πρόνοιες του Κώδικα Διαφημίσεων είναι αντισυνταγματικές και επομένως υπερισχύει το τεκμήριο υπέρ της συνταγματικότητας των σχετικών προνοιών.

Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές, ισχυρίζεται ότι η επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε μια από τις παραβιάσεις αντιβαίνει στο Άρθρο 41Β του Νόμου 7(Ι)/98. Όπως εξήγησε στην αγόρευσή του, η καθ’ ης η αίτηση διαπίστωσε 6 συνολικά παραβιάσεις. Η πρώτη αφορούσε στη διαφήμιση που μεταδόθηκε στις 3.6.04, ενώ οι άλλες 5 σε διάφορες άλλες διαφημίσεις που μεταδόθηκαν στις 5.6.04. Όπως ισχυρίζεται, η καθ’ ης η αίτηση αντί να επιβάλει πρόστιμο στην κάθε μια από τις δύο μέρες παράβασης, επέβαλε πρόστιμο για κάθε παραβίαση.

Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης. Το Άρθρο 41Β προνοεί, ανάμεσα σε άλλα, ότι:-

«(1) Η Αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο για κάθε μέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, ως ακολούθως:-

(α) Μέχρι Λ.Κ.£5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό·

(β) μέχρι Λ.Κ.£2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό·

(γ) μέχρι Λ.Κ.£1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό·

(δ) μέχρι Λ.Κ.500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.

[*22](2) Τα πιο πάνω προβλεπόμενα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται από την Αρχή λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.»

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι οι αιτητές είναι τηλεοπτικός σταθμός παγκύπριας εμβέλειας.

Το σχετικό μέρος της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση, είναι διατυπωμένο ως εξής:-

«Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, αφού έλαβε σοβαρά υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και τις γραπτές εξηγήσεις του σταθμού, κρίνει και αποφασίζει όπως επιβάλει στο σταθμό της πιο κάτω κυρώσεις:

Για την παράβαση της Παραγράφου Δ.10(ιε) (Υποστοιχείο 1) του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεοπτικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας όπως εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), που έγινε στις 3.6.2004, το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.500.

Για τις παραβάσεις που έγιναν στις 5.6.2006 το συνολικό διοικητικό πρόστιμο των £3.500 όπως αναφέρεται πιο κάτω:

- Για την παράβαση της Παραγράφου Δ.10(ιε) (Υποστοιχείο 2) .... το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.700.

- Για την παράβαση της Παραγράφου Δ.10(ιε) (Υποστοιχείο 3) .... το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ. 700.

- Για την παράβαση της Παραγράφου Δ.10(ιε) (Υποστοιχείο 4) .... το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.700.

- Για την παράβαση της Παραγράφου Δ.10(ιε) (Υποστοιχείο 5) .... το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.700.

- Για την παράβαση της Παραγράφου Δ.10(ιε) (Υποστοιχείο 6) .... το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ.700.

Ο σταθμός καλείται να εμβάσει προς την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου το συνολικό διοικητικό πρόστιμο των £4.000 που του έχει επιβληθεί μέσα σε τριάντα (30) μέρες από την κοινο[*23]ποίηση σ’ αυτόν της παρούσας απόφασης.»

Είναι φανερό από το λεκτικό της απόφασης, ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν επέλεξε 6 διαφορετικές ποινές αλλά δύο. Η πρώτη αφορούσε στην παράβαση στις 3.6.04, για την οποία επεβλήθη πρόστιμο £500. Για όλες τις παραβάσεις στις 5.6.04, επεβλήθη «το συνολικό διοικητικό πρόστιμο των £3.500». Η επεξήγηση που ακολουθεί, στην ουσία λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των διαφημίσεων για τη συγκεκριμένη μέρα και δεν αποτελεί τίποτε άλλο από το σκεπτικό της Αρχής για τον καθορισμό του ύψους του συνολικού προστίμου, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του Άρθρου 41Β του Νόμου. (Βλ. επίσης, Αντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558). Αν δεν λαμβανόταν υπόψη ο αριθμός των διαφημίσεων για τις 5.6.04, διερωτούμαι με ποιο άλλο τρόπο η Αρχή θα καθόριζε το ύψος του συνολικού προστίμου, αφού η διαφήμιση ήταν ίδια σε όλες τις περιπτώσεις. Και κάτι άλλο. Πώς η αρχή θα διαφοροποιούσε το πρόστιμο που θα επέβαλλε για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, με αυτό της 3.6.04; Ο τρόπος που η καθ’ ης η αίτηση προσέγγισε το θέμα, δείχνει διαφάνεια και σεβασμό στην ανάγκη αιτιολόγησης της απόφασης της και διαφοροποίησης του ύψους του προστίμου για την κάθε μια από τις δύο ημερομηνίες.

Κατά την άποψή μου, ο τρόπος επιβολής του συγκεκριμένου προστίμου ήταν καθ’ όλα νόμιμος και δεν παραβιάζει το Άρθρο 41Β του σχετικού Νόμου.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο