(2008) 4 ΑΑΔ 325
[*325]20 Μαΐου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
L. P. FRANCESKIDES AND CO LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 756/2006)
Έννομο Συμφέρον ― Φορολογούμενου, ο οποίος κατέβαλε τον επιβληθέντα φόρο προστιθέμενης αξίας, χωρίς επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Εκ των υστέρων βεβαίωση του φόρου, με αποτέλεσμα την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκων ― Άρθρα 48 και 52 του Ν.94(Ι)/2004 ― Η ενέργεια του Εφόρου Φ.Π.Α. είναι δέσμια και χωρίς την άσκηση οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας.
Οι αιτητές αμφισβήτησαν την απόφαση με την οποία τους επεβλήθη φόρος προστιθέμενης αξίας ύψους Λ.Κ.4.380, πλέον χρηματική επιβάρυνση και τόκος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν τη συγκεκριμένη διοικητική πράξη, γιατί ακριβώς η ανεπιφύλακτη πληρωμή από μέρους τους της φορολογίας που τους επιβλήθηκε, συνιστά αποδοχή του μέρους της πράξης της Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων, ημερ. 14.2.2006, δηλαδή της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά τη βεβαίωση του φόρου προστιθέμενης αξίας. Το γεγονός ότι η καταβολή του βεβαιωθέντος Φ.Π.Α. [*326]ήταν νομική υποχρέωση των αιτητών, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσαν να τον καταβάλουν με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους, όπως εξ άλλου έπραξαν και για το άλλο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτού που αναφερόταν στη χρηματική επιβάρυνση και τους τόκους.
2. Στην παρούσα υπόθεση ο Φ.Π.Α. βεβαιώθηκε εκ των υστέρων, αφού έτυχαν εφαρμογής τα εδάφια (1) και (3) του Άρθρου 48 του Ν.94(Ι)/2004. Η εφαρμογή του Άρθρου 48 οδήγησε στην εφαρμογή των επιτακτικών διατάξεων του Άρθρου 52 του ιδίου Νόμου και στην επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκων.
Ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση, προβλέπονται άμεσα από το Νόμο και δεν συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου. Δεν νοείται κατά το νόμο καταβολή οφειλόμενου φόρου, μετά την καθοριζόμενη ημερομηνία, χωρίς την καταβολή πρόσθετης επιβάρυνσης ή τόκου. Η επιβαλλόμενη επιβάρυνση εισπράττεται χωρίς άλλο και ο Έφορος δεν ασκεί οποιανδήποτε διακριτική ευχέρεια, αλλά απλώς φροντίζει για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μεσαρίτης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2004) 3 Α.Α.Δ. 121,
Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772.
Προσφυγή.
Θ. Κορφιώτης για Κούσιο και Κορφιώτη, για τους Αιτητές.
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης νομίμως εγγεγραμμένη, με έδρα τη Λευκωσία. Ασχολούνται κυρίως με την εισαγωγή και εμπορία ελαστικών αυτοκινήτων. Κατά ή περί το Μάιο του 2004 μετέφεραν ή εισήγαγαν από τμήμα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το οποίο δεν ανήκει στο φορολογικό έδαφος της Κοινότητας, εμπορεύματα τα οποία [*327]περιγράφονται σε τιμολόγια.
Για τελωνειακούς σκοπούς όλα τα διά θαλάσσης μεταφερόμενα εμπορεύματα στη Δημοκρατία, ακόμα και αυτά που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, δεν θεωρούνται κοινοτικά, εκτός αν αποδειχθεί δεόντως ο κοινοτικός τους χαρακτήρας, μέσω της προσκόμισης σχετικού παραστατικού T2L.
Οι αιτητές κατάθεσαν μέσω του εκτελωνιστή τους το έγγραφο T2LF156 ημερ. 19.5.2004. Παρά το γεγονός ότι δεν υπέβαλαν «Αίτηση Βεβαίωσης Κοινοτικού Χαρακτήρα», ούτε καταχώρησαν ηλεκτρονική διασάφηση, όπως όφειλαν για την καταβολή του Φ.Π.Α., εκ παραδρομής ο αρμόδιος τελωνειακός λειτουργός έθεσε σφραγίδα στο πίσω μέρος του διατακτικού παράδοσης, η οποία βεβαίωνε τον κοινοτικό χαρακτήρα των εμπορευμάτων αναγράφοντας εσφαλμένα ότι παρουσιάστηκε το παραστατικό T2L, με αποτέλεσμα να επιτραπεί η απομάκρυνση του εμπορευματοκιβωτίου που περιείχε τα ελαστικά, χωρίς να καταβληθεί ο νενομισμένος φόρος προστιθέμενης αξίας.
Το λάθος εντοπίστηκε και αναζητήθηκε η οφειλή με αποστολή στους αιτητές, εκ των υστέρων, βεβαίωσης «Άλλης Τελωνειακής Οφειλής» ημερ. 14.2.2006, με την οποία πληροφορούνταν ότι προέκυψε άλλη τελωνειακή οφειλή, ήτοι, φόρος προστιθέμενης αξίας συνολικού ύψους £4.380 και χρηματική επιβάρυνση £438, πλέον 9% τόκο ετησίως επί του καταβλητέου ποσού και της επιβάρυνσης, από την ημέρα που το ποσό κατέστη οφειλόμενο. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Στις 17.2.2006 οι αιτητές πλήρωσαν το ποσό των £4.380 που αντιπροσώπευε τον οφειλόμενο Φ.Π.Α., χωρίς να επιφυλάξουν τα δικαιώματά τους. Στη συνέχεια, πλέον του μηνός αργότερα, απέστειλαν επιστολή με την οποία ανέφεραν ότι διαφωνούσαν με την πιο πάνω απόφαση. Τέλος οι αιτητές στις 11.4.2006 κατέβαλαν το ποσό των £1.185,00 για τη χρηματική επιβάρυνση και τους τόκους, σημειώνοντας όμως αυτή τη φορά επί της απόδειξης τη φράση «paid under protest».
Οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι οι αιτητές δεν κέκτεινται εννόμου συμφέροντος αναφορικά με το ποσό των £4.380,00 που αφορά το βεβαιωθέντα και ανεπιφυλάκτως καταβληθέντα φόρο προστιθέμενης αξίας, αφού κατέβαλαν το ποσό χωρίς διαμαρτυρία και χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους. Η καταβολή του ποσού χωρίς επιφύλαξη δικαιωμάτων, επισημαί[*328]νουν οι καθ’ ων η αίτηση, αποδεικνύει ότι οι αιτητές αποδέχτηκαν ή συναίνεσαν στην επιβολή του Φ.Π.Α. ελεύθερα και οικειοθελώς και συνεπώς δεν έχουν έννομο συμφέρον να το αμφισβητήσουν.
Οι αιτητές αντικρούοντας την πιο πάνω θέση, υποστηρίζουν ότι το ζήτημα της αποδοχής μιας διοικητικής πράξης δεν πρέπει να αποφασίζεται με βάση μόνο τα εξωτερικά στοιχεία ή φαινόμενα και να εγείρεται απλώς ως εργαλείο για την έγερση προδικαστικών επιχειρημάτων. Είναι απαραίτητο, ισχυρίζονται, να προκύπτει συμφωνία του διοικούμενου με τη διοικητική ενέργεια και αυτή είναι η έννοια του όρου «αποδοχή» σε αντιδιαστολή ίσως με τον όρο «συμμόρφωση». Υποστηρίζουν ότι ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν τους συγκεκριμένους φόρους γιατί η μη καταβολή τους συνεπαγόταν σοβαρές συνέπειες. Εξάλλου, συνεχίζουν, με την επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 27.3.2006, αμφισβήτησαν ολόκληρη τη διοικητική ενέργεια.
Θα συμφωνήσω ότι πράγματι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν τη συγκεκριμένη διοικητική πράξη, γιατί ακριβώς η ανεπιφύλακτη πληρωμή από μέρους τους της φορολογίας που τους επιβλήθηκε, συνιστά αποδοχή του μέρους της πράξης της Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων, ημερ. 14.2.2006, δηλαδή της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά τη βεβαίωση του φόρου προστιθέμενης αξίας.
Όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση Μεσαρίτης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2004) 3 Α.Α.Δ. 121, 124, δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που να δείχνει ότι η πληρωμή της φορολογίας είχε διενεργηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο με επιφύλαξη δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη νομολογία, οι αιτητές να μη διατηρούν πλέον το έννομό τους συμφέρον.
Το γεγονός ότι η καταβολή του βεβαιωθέντος Φ.Π.Α. ήταν νομική υποχρέωση των αιτητών δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσαν να τον καταβάλουν με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους, όπως εξ άλλου έπραξαν και για το άλλο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτού που αναφερόταν στη χρηματική επιβάρυνση και τους τόκους.
Οι καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ακόμα ότι το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία επιβλήθηκε η χρηματική επιβάρυνση και οι τόκοι, δεν αποτελεί χωριστή εκτελεστή διοικητική πράξη.
[*329]Το Άρθρο 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004, Ν.94(Ι)/2004, προβλέπει τα της επιβολής χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου. Αναφέρεται ότι επί οποιουδήποτε ποσού δασμού ή και φόρου που εκ των υστέρων βεβαιώνεται σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία, επιβάλλεται χρηματική επιβάρυνση ίση προς το δέκα τοις εκατόν (10%) του ποσού που βεβαιώνεται. Κάθε πρόσωπο που υπόκειται σε χρηματική επιβάρυνση, ως ανωτέρω, καταβάλλει στο Διευθυντή τόκο προς εννέα τοις εκατόν (9%) ετησίως επί του καταβλητέου ποσού, συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης, από την ημέρα που το ποσό κατέστη οφειλόμενο.
Στην παρούσα υπόθεση ο Φ.Π.Α. βεβαιώθηκε εκ των υστέρων, αφού έτυχαν εφαρμογής τα εδάφια (1) και (3) του Άρθρου 48 του Ν.94(Ι)/2004. Οι αιτητές, άνκαι είχαν υποβάλει το παραστατικό T2LF, παρέλειψαν να υποβάλουν την απαιτούμενη διασάφηση, όπως απαιτείται από το Άρθρο 54 (1) του Τελωνειακού Κώδικα και ως εκ τούτου τα εμπορεύματα που εισήχθηκαν εισήλθαν στη Δημοκρατία χωρίς την καταβολή του νενομισμένου οφειλόμενου φόρου Φ.Π.Α., ο οποίος βεβαιώθηκε εκ των υστέρων, σύμφωνα με τον περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμο.
Η εφαρμογή του Άρθρου 48 οδήγησε στην εφαρμογή των επιτακτικών διατάξεων του Άρθρου 52 του ιδίου Νόμου και στην επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης και τόκων (Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772, 775).
Όπως σαφώς τονίστηκε στην υπόθεση Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση προβλέπονται άμεσα από το Νόμο και δεν συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου. Δεν νοείται κατά το νόμο καταβολή οφειλόμενου φόρου μετά την καθοριζόμενη ημερομηνία, χωρίς την καταβολή πρόσθετης επιβάρυνσης ή τόκου. Η επιβαλλόμενη επιβάρυνση εισπράττεται χωρίς άλλο και ο Έφορος δεν ασκεί οποιανδήποτε διακριτική ευχέρεια, αλλά απλώς φροντίζει για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200 έξοδα, εναντίον των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο