Πιλλάς Κυριάκος και άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 520

(2008) 4 ΑΑΔ 520

[*520]4 Ιουλίου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 920/2006)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΛΛΑΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1070/2006)

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ-ΣΟΛΩΜΗ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 920/2006, 1070/2006)

 

Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή να εγείρει ζήτημα κακής σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (που ενήργησε στο πλαίσιο διαδικασίας διορισμού), με δεδομένο ότι δεν παραπονέθηκε σχετικά ενώπιον της ίδιας της Επιτροπής.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη στην εξετασθείσα υπόθεση.

[*521]Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Απαιτούμενα προσόντα ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η σχετική κρίση της Ε.Δ.Υ. θεωρήθηκε έγκυρη, αναφορικά με ένα επίδικο προσόν, αλλά πάσχουσα ως προς το άλλο στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση της απόφασης επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για πλήρωση της θέσης Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι καθ’ ων η αίτηση κατά τρόπο πιο γενικό και ο ενδιαφερόμενος πιο εξειδικευμένα, υποστήριξαν πως οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην έγερση ζητήματος κακής σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Είτε γιατί η νέα προφορική εξέταση αφορούσε μόνο στη Σολωμή και όχι στους υπόλοιπους περιλαμβανομένου και του αιτητή Πιλλά, είτε γιατί δεν είχε εγερθεί τέτοιο θέμα ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Παραγνωρίζοντας όμως τη φύση του επιχειρήματος που αφορά στην καθόλου νομιμότητα του χειρισμού σε σχέση με όλους τους υποψήφιους αλλά, αν μη τι άλλο, στην απουσία στοιχείων αναφορικά με τη δυνατότητα έγερσης τέτοιου θέματος τότε.  Είτε ενόψει του γεγονότος ότι στη νέα διαδικασία συμμετέσχε μόνο η Σολωμή είτε, εν πάση περιπτώσει, της έλλειψης γνώσης αναφορικά με την απουσία από αυτή του Π. Πούρου και του λόγου γι’ αυτή. 

2.  Δεν υφίσταται, εν προκειμένω, αλλαγή στη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν τα ίδια από την αρχή μέχρι το τέλος.  Δεν προέκυπτε συναφώς ανάγκη συμμετοχής από τέτοια άποψη και αυτό είναι το πρώτο δεδομένο.  Το δεύτερο, είναι πως η συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την οποία έγιναν οι αρχικές προφορικές εξετάσεις, ήταν νόμιμη.  Οπότε εκείνες οι προφορικές εξετάσεις απέβησαν νόμιμο στοιχείο κρίσης. 

     Το ζήτημα τέμνεται από το Άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99 το οποίο βεβαίως αντανακλά τη νομολογία.  Η αναφορά του Άρθρου 22 στην ανάγκη επανάληψης της διαδικασίας και της συζήτησης που προηγήθηκε, εκτός αν η προηγούμενη συνεδρία ασχολήθηκε με πρoκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη που λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα, δεν αφορά σε περίπτωση όπως η παρούσα.  Η εισήγηση πως δεν ήταν νόμιμη η σύνθεση της Συμ[*522]βουλευτικής Επιτροπής δεν ευσταθεί.

3.  Ο δεύτερος ισχυρισμός των αιτητών αφορά στην κατοχή από τον ενδιαφερόμενο του απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακού διπλώματος

     Η σχετική απόφαση της διοίκησης ήταν ευλόγως επιτρεπτή και αυτή δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας.

4.  Η αιτιολογία, όμως της κρίσης της Ε.Δ.Υ. ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος μεταπτυχιακού τίτλου, όπως εδόθη ή έστω όπως θα μπορούσε να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου πάσχει και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κyprianou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 210,

Μytides ν. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,

Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897,

Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037,

Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 956,

Suphire Securities and Financial Services Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2005) 4 Α.Α.Δ. 515,

Εlma Holdings Ltd v. Eπιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 728/03, ημερ. 14.7.2005,

Podium Engineering Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 323/04, ημερ. 5.10.2005

Χαϊλή κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 203/2005 κ.ά., ημερ. 19.6.2006,

Γιασουμής ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 416/05, ημερ. 23.6.2006,

Κόρτας κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 67,

[*523]Στυλιανού κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά., (2007) 3 Α.Α.Δ. 308,

Σισμάνη κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 420,

Vivardi v. Τhe Vine Products Council (1969) 3 C.L.R. 486,

Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1111/06, ημερ. 8.11.2007,

Παπασταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 143/99 κ.α., ημερ. 6.7.2001,

Νεοφύτου κ.ά. ν. Γεωργιάδη κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 1,

Εγγλεζάκη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 541/03, ημερ. 15.3.2005,

Γεωργιάδη ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 44,

Γεωργιάδη ν. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 161,

Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 139.

Προσφυγή.

Α. Κωνσταντίνου, για τους Αιτητές.

Ρ. Παπαέτη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Δ. Στεφανίδης για Τ. Παπαδόπουλος και Συνεργάτες, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) με την απόφασή της ημερομηνίας 28.3.06, επέλεξε ως καταλληλότερο για τη θέση Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, (Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής) τον Ευστάθιο Μιχαήλ (ο ενδιαφερόμενος). Οι αιτητές, ως προσοντούχοι υποψήφιοι, με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές που άσκησαν, αμφισβητούν το κύρος του διορισμού/ προαγωγής του. Από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, ο αναφερόμενος στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ανατρέχει στη ρίζα της διαδικασίας και, βεβαίως, θα τον εξετάσω πρώτο.

[*524]Κατά τη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 3.8.05, στο πλαίσιο της οποίας διεξάχθηκε και η προφορική εξέταση των υποψηφίων, το μέλος της Π. Πούρος, Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, βρισκόταν σε άδεια και δεν συμμετέσχε. Επομένως, δεν έλαβε μέρος και στις διαβουλεύσεις που ακολούθησαν και δεν υπέγραψε την έκθεση που υποβλήθηκε στην Ε.Δ.Υ., ακριβώς, όπως σημειώθηκε, «γιατί δεν πήρε μέρος στην προφορική εξέταση των υποψηφίων». Ως προς αυτό, δεν τίθεται θέμα. Το πρόβλημα, κατά την εισήγηση, δημιουργείται από όσα ακολούθησαν.

Η Ε.Δ.Υ., αντίθετα προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή, έκρινε πως και η αιτήτρια Δέσποινα Χαραλαμπίδου-Σολωμή ήταν καθόλα προσοντούχος και ζήτησε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να την καλέσει σε προφορική εξέταση και, αφού αξιολογήσει την επίδοσή της, να υποβάλει ξεχωριστή συμπληρωματική έκθεση. Στην οποία θα περιλαμβανόταν κατάλογος των κατά την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταλληλοτέρων, όπως αυτός θα προέκυπτε από «επαναξιολόγηση όλων των υποψηφίων που προσήλθαν σε προφορική εξέταση …». Πράγματι η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε ως ανωτέρω και το θέμα που εγείρεται προκύπτει από το γεγονός ότι ο Π. Πούρος δεν συμμετέσχε στη νέα συνεδρία και συνεπώς στην προφορική εξέταση της Σολωμή. Ενώ, και πάλιν, δεν υπέγραψε τη συμπληρωματική έκθεση, αφού, όπως σημειώθηκε και σ’ αυτή την περίπτωση, «δεν πήρε μέρος στην προφορική εξέταση των υποψηφίων».

Υπό το δεδομένο πως ασφαλώς ο Π. Πούρος δεν θα ήταν δυνατό να συμμετάσχει προς αξιολόγηση αφού δεν ήταν παρών κατά τις προφορικές εξετάσεις, η εισήγηση των αιτητών διαμορφώνεται ως ακολούθως: Αφού το θέμα επανήλθε στη Συμβουλευτική Επιτροπή και ο Π. Πούρος δεν είχε πλέον κώλυμα συμμετοχής, θα έπρεπε να είχε συμμετάσχει. Η μη συμμετοχή του θα πρέπει να αποδοθεί σε ενσυνείδητη δική του επιλογή με στόχο τη διάσωση των προφορικών εξετάσεων που ήδη είχαν γίνει. Συνεπώς, κάτω από οποιαδήποτε σκοπιά και αν προσεγγίζαμε το θέμα, η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε. Αν επέλεξε να μη συμμετάσχει επειδή πίστευε πως δεν ήταν, πλέον, επιτρεπτή η συμμετοχή του, τελούσε υπό πλάνη, όπως κρίθηκε στην Κyprianou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 210,  στη Μytides ν. Republic (1988) 3 C.L.R. 737 και συναφώς στην Paschalis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1897 αλλά και σε σειρά άλλων πρωτόδικων αποφάσεων (βλ. Δημοκρατία ν. Κοντογιώργης (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, Μάριος Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. [*525]956, Suphire Securities and Financial Services Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2005) 4 Α.Α.Δ. 515, Εlma Holdings Ltd v. Eπιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 728/03, ημερομηνίας 14.7.05, Podium Engineering Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 323/04, ημερομηνίας 5.10.05, Στέφανος Χαϊλή κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 203/2005 κ.ά., ημερομηνίας 19.6.06, Ιάσων Γιασουμής ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 416/05, ημερομηνίας 23.6.06).

Διαζευκτικά, αν δεν τελούσε υπό τέτοια πλάνη αλλά επέλεξε να μη συμμετάσχει, ενώ εν γνώσει του είχε τέτοιο δικαίωμα, θα βρισκόμαστε μπροστά σε περίπτωση όμοια με εκείνη της Καρακόκκινος (ανωτέρω) που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Κώστας Κόρτας κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 67 και Μιχάλης Στυλιανού κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 308. Κρίθηκε σ’ αυτές τις υποθέσεις πως, υπό τα δεδομένα τους, η επιλογή μη συμμετοχής με στόχο τη διάσωση των προφορικών εξετάσεων που έγιναν υπό άλλη συγκρότηση ήταν καταχρηστική και απέληγε σε παράνομη σύνθεση του συλλογικού οργάνου. Επομένως, όπως καταλήγει η σκέψη των αιτητών, ο Π. Πούρος θα έπρεπε να είχε συμμετάσχει αφού δεν είχε πλέον οποιοδήποτε κώλυμα. Οπότε οι αρχικές προφορικές εξετάσεις που έγιναν στην απουσία του θα έπρεπε να αγνοηθούν με αναγκαίο επακόλουθο τη διεξαγωγή νέων, εξ αρχής, για όλους τους υποψηφίους.

Οι καθ’ ων η αίτηση κατά τρόπο πιο γενικό και ο ενδιαφερόμενος πιο εξειδικευμένα, υποστήριξαν πως οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην έγερση τέτοιου θέματος. Είτε γιατί η νέα προφορική εξέταση αφορούσε μόνο στη Σολωμή και όχι στους υπόλοιπους περιλαμβανομένου και του αιτητή Πιλλά είτε γιατί δεν είχε εγερθεί τέτοιο θέμα ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Παραγνωρίζοντας όμως τη φύση του επιχειρήματος που αφορά στην καθόλου νομιμότητα του χειρισμού σε σχέση με όλους τους υποψήφιους αλλά, αν μη τι άλλο, και δεν χρειάζεται να επεκταθώ,  στην απουσία στοιχείων αναφορικά με τη δυνατότητα έγερσης τέτοιου θέματος τότε. Είτε ενόψει του γεγονότος ότι στη νέα διαδικασία συμμετέσχε μόνο η Σολωμή είτε, εν πάση περιπτώσει, της έλλειψης γνώσης αναφορικά με την απουσία από αυτή του Π. Πούρου και του λόγου γι’ αυτή. (Βλ. συναφώς την υπόθεση Ερνεστίνα Σισμάνη κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 420). Δεν νομίζω πως υπάρχει υπόβαθρο για περαιτέρω συζήτηση επ’ αυτών των προκαταρκτικών θέσεων.

[*526]Επί της ουσίας οι καθ’ ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος επισημαίνουν το γεγονός πως, αντίθετα προς τις περιπτώσεις στις οποίες αναφερόταν η νομολογία που επικαλέστηκαν οι αιτητές, εδώ δεν έχουμε επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση. Και, συναφώς, πως, εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα πλέον με το Άρθρο 21(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) μετά από ακυρωτική απόφαση «στην επανεξέταση και στη λήψη νέας απόφασης καλούνται τα μέλη του που μετείχαν στη συνεδρία κατά την οποία λήφθηκε η πράξη που ακυρώθηκε». Εδώ, όπως εισηγούνται, ακριβώς εφαρμόστηκε το Άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99 σύμφωνα με το οποίο «η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου».

Στη ρίζα των Mytides (ανωτέρω), Paschalis (ανωτέρω), και Καρακόκκινος (ανωτέρω) βρίσκεται το γεγονός της αλλαγής της συγκρότησης του συλλογικού οργάνου κατά το μεσοδιάστημα μεταξύ της αρχικής απόφασης και της νέας απόφασης. Η απουσία των ορισμένων μελών από τη συνεδρία που οδήγησε στην αρχική απόφαση, οφειλόταν στο γεγονός πως δεν ήταν τότε μέλη. Όταν το θέμα επανήλθε ενώπιον του συλλογικού οργάνου με τη νέα του συγκρότηση, ασφαλώς δεν ήταν θέμα ενσυνείδητης επιλογής η μη συμμετοχή. Σημειώνω δε συναφώς πως η πρόνοια του Άρθρου 21(4) τελεί υπό την προϋπόθεση, που ρητά τίθεται σ’ αυτό, στο μεταξύ να μην «επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στη σύνθεση του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη», εννοώντας προφανώς αλλαγή στη συγκρότηση. Ήταν κάτω από  αυτές τις περιστάσεις που διαπιστώθηκε πλάνη όταν θεωρήθηκε πως τα νέα μέλη δεν μπορούσαν, κατά νόμο, να συμμετάσχουν. Ενώ όχι μόνο μπορούσαν αλλά και όφειλαν να συμμετάσχουν, ως μέλη του συλλογικού οργάνου ενώπιον του οποίου, υπό τη νέα συγκρότησή του, για πρώτη φορά ετίθετο το θέμα. Γι’ αυτό και στην υπόθεση Καρακόκκινος (ανωτέρω) έκρινα πως οι παλαιές συνεντεύξεις που έγιναν υπό άλλη συγκρότηση δεν ήταν καν στοιχείο κρίσης από το συλλογικό όργανο υπό τη νέα του συγκρότηση. Με την προσθήκη πως έπασχε και η σύνθεση αφού, όπως προέκυπτε, η επιλογή μέλους να μη συμμετάσχει, ενώ όφειλε να συμμετάσχει, προκειμένου να διασωθούν, όπως πίστευε ότι θα ήταν το αποτέλεσμα, οι παλαιές συνεντεύξεις, ήταν καταχρηστική. Οπότε, στη βάση της γενικότερης σκέψης στην Kyprianou (ανωτέρω), όπως αυτή στη συνέχεια υιοθετήθηκε στη Μytides (ανωτέρω) και Paschalis (ανωτέρω), αυτή η στοχευμένη επιλογή μη συμμετοχής, απέληγε σε παράνομη σύνθεση του συλλογικού οργάνου.

[*527]Βρίσκεται στη βάση του επιχειρήματος των αιτητών η άποψη πως ο Π. Πούρος μπορούσε να συμμετάσχει νόμιμα. Μόνο αν αυτό είναι ορθό θα τίθεται ζήτημα πλάνης περί τις κατά νόμο δυνατότητες και κατάχρησης ενόψει της επιλογής να μη συμμετάσχει πλέον αφού δεν έλαβε μέρος στις πρώτες προφορικές εξετάσεις.  Είναι η κατάληξή μου πως ο Π. Πούρος, αφού δεν συμμετέσχε στις αρχικές προφορικές εξετάσεις δεν μπορούσε, από εκεί και πέρα, να συμμετάσχει στη νέα προφορική εξέταση και στην εν τέλει αξιολόγηση, ενόψει και εκείνης. Δεν έχουμε, λοιπόν, πλάνη που ήταν το αιτιολογικό στήριγμα στη Μytides (ανωτέρω) αλλά και στις άλλες που αναφέρθηκαν, περιλαμβανομένων και των πρωτοδίκων. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω αυτή την κατάληξη.

Δεν έχουμε εδώ αλλαγή στη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν τα ίδια από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν προέκυπτε συναφώς ανάγκη συμμετοχής από τέτοια άποψη και αυτό είναι το πρώτο δεδομένο.  Το δεύτερο είναι πως η συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την οποία έγιναν οι αρχικές προφορικές εξετάσεις, ήταν νόμιμη. Οπότε εκείνες οι προφορικές εξετάσεις απέβησαν νόμιμο στοιχείο κρίσης. Ορθά είδαν οι αιτητές πως εάν επρόκειτο να συμμετάσχει ο Π. Πούρος στη νέα συνεδρία, μετά την εκ νέου παραπομπή του θέματος από την Ε.Δ.Υ. στη Συμβουλευτική Επιτροπή, εκείνες οι προφορικές εξετάσεις θα έπρεπε να αγνοηθούν. Δεν θα μπορούσε να ήταν στοιχείο κρίσης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής με σύνθεση που θα περιλάμβανε και μέλος που δεν είχε τότε συμμετάσχει. Ούτε και θα ήταν δυνατή η διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης της Σολωμή από σύνθεση διαφορετική από εκείνη που έκαμε τις πρώτες. Οπότε, κατ’ ανάγκη, αν ήταν ορθή η εισήγηση των αιτητών, θα έπρεπε, όπως άλλωστε και ρητά υποστήριξαν, να είχαν γίνει νέες προφορικές εξετάσεις για όλους. Θα ήταν ορατά, νομίζω, τα αδιέξοδα αλλά και η απομάκρυνση από τη λογική του πράγματος αν αυτή θα έπρεπε να ήταν η πορεία. Ουσιαστικά δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιήσει προφορική εξέταση η Συμβουλευτική Επιτροπή παρά το ότι, βρισκόμενη σε απαρτία, μπορεί να συνεδριάσει νόμιμα, όταν ένα μέλος της δεν μπορεί εκείνη την ημέρα, είτε επειδή βρίσκεται σε άδεια είτε επειδή ασθενεί είτε για άλλο λόγο, να συμμετάσχει. Αυτό αφού, εφόσον θα προέκυπτε, για κάποιο λόγο, ανάγκη νέας συνεδρίας, στην οποία θα έπρεπε να κληθεί και το μέλος που τότε απουσίαζε, θα έπρεπε οι προφορικές εξετάσεις να αγνοηθούν για να γίνουν νέες και ούτω καθ’ εξής. Και επισημαίνω  την όχι σπάνια περίπτωση οι προφορικές εξετάσεις να μην είναι δυνατό να διεξαχθούν όλες την ίδια μέρα, ενόψει του μεγάλου αριθμού των υποψηφίων.

[*528]Κρίνω πως πράγματι το ζήτημα τέμνεται από το Άρθρο 22 του Ν. 158(Ι)/99 το οποίο βεβαίως αντανακλά τη νομολογία μας πάνω στο θέμα. [Βλ. συναφώς τη Vivardi v. Τhe Vine Products Council (1969) 3 C.L.R. 486 και Μytides (ανωτέρω)]. Η διαδικασία για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Η περαιτέρω αναφορά του Άρθρου 22 στην ανάγκη επανάληψης της διαδικασίας και της συζήτησης που προηγήθηκε, εκτός αν η προηγούμενη συνεδρία ασχολήθηκε με πρoκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη που λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα, δεν αφορά σε περίπτωση όπως η παρούσα. Δεν έχουμε εδώ διαδικασία ή συζήτηση που μπορεί να επαναληφθεί. Και, πάντως, δεν έχουμε στοιχεία για τα οποία είναι δυνατό να γίνει ενημέρωση. Η αδυναμία συμμετοχής σε προφορική εξέταση που είναι το θέμα μας σημαίνει αδυναμία συμμετοχής οριστικής ως προς εκείνο το θέμα που είναι ενιαίο, ανεξάρτητα από το αν συμπληρώνεται την ίδια μέρα ή σε περισσότερες μέρες, όπως και στην παρούσα υπόθεση ουσιαστικά έγινε. Προσθέτω πως το Άρθρο 22 αναφέρεται σε διαδικασία που παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες, σε σχέση, όμως με συζήτηση και ενόψει απόφασης για ορισμένο θέμα. Η απόφαση του Κραμβή, Δ., στην Κρινούλα Ευσταθίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1111/06, ημερομηνίας 8.11.07 αφορούσε σε παρόμοιο θέμα και συμφωνώ με την κατάληξή της πως δεν έπασχε η σύνθεση εξ αιτίας της συνέχισης της μη συμμετοχής του Προέδρου της Ε.Δ.Υ. αφού δεν του ήταν δυνατό να είχε συμμετάσχει στην πρώτη. Εκεί που δεν μπορώ να συμφωνήσω είναι η παρατήρηση πως η νομολογία μας, εν πολλοίς αυτή που προανέφερα, κατέληξε διαφορετικά «επί παρόμοιων γεγονότων, χωρίς να είχε δει τις επιπτώσεις από τη θεμελιακή πρόνοια του Άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99. Όπως προσπάθησα να εξηγήσω, η παρούσα διαφέρει ουσιωδώς από τις πιο πάνω υποθέσεις. Επίσης καταγράφω την επιφύλαξή μου αναφορικά με το χαρακτηρισμό της μη συμμετοχής του μέλους που απουσίαζε στη νέα συνεδρία, στην οποία θα συνεχίζονταν οι προφορικές εξετάσεις, ως «επιτρεπτής». Αν υπονοείται πως θα μπορούσε και να επιλέξει συμμετοχή, με συνακόλουθο τη δημιουργία ανάγκης επανάληψης όλων των συνεντεύξεων, δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω. Θα μετατρεπόταν έτσι το ζήτημα της διατήρησης ή μη των προφορικών εξετάσεων ως στοιχείο κρίσης σε ζήτημα επιλογής, αναλόγως. Η εισήγηση πως δεν ήταν νόμιμη η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν ευσταθεί.

Ο δεύτερος ισχυρισμός των αιτητών αφορά στην κατοχή από τον ενδιαφερόμενο του απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισοδύναμου προσόντος [*529]«εις τον εκπαιδευτικό τομέα». Ο ενδιαφερόμενος κατέχει BSc in Electrical and Electronic Engineering, MSc στην Ηλεκτρολογία και Master in Public Sector Management, CIIM, Λευκωσία. Και οι αιτητές παραθέτουν στην αγόρευσή τους, με παραπομπή και σε σχέδια υπηρεσίας άλλων θέσεων, επιχειρήματα αναφορικά με το γιατί κανένα από τα πιο πάνω δεν είναι «εις τον εκπαιδευτικό τομέα». Αυτά, όμως, υπό τη βασική τους εισήγηση πως η Ε.Δ.Υ. «δεν έκαμε καμιά απολύτως έρευνα επί του σημείου αυτού». Για να καταλήξουν πως ακριβώς υπάρχει πλάνη και μη ευλόγως επιτρεπτή κρίση αφού η Ε.Δ.Υ. δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα που θα έπρεπε να κάλυπτε «κάθε πτυχή του θέματος». Όμως, το διοικητικό χειρισμό το διατρέχει η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την οποία υιοθέτησε ρητώς η Ε.Δ.Υ. στη συνέχεια, πως το επίμαχο προσόν «κατέχουν όσοι δύνανται σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο να διοριστούν ως εκπαιδευτικοί λειτουργοί». Δεν είναι ορθό, επομένως, πως η Ε.Δ.Υ. δεν ερεύνησε το θέμα και να έχουμε υπόψη πως δεν έχει αμφισβητηθεί ότι, με βάση το πρώτο ακαδημαϊκό προσόν, ο ενδιαφερόμενος μπορούσε να διοριστεί ως εκπαιδευτικός λειτουργός ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα πλάνης από αυτή την άποψη. Χωρίς, λοιπόν, αναφορά σ’ αυτόν το θεμελιακής φύσης προσδιορισμό, ως προς την έννοια της σχετικής πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας, οι αιτητές απλώς παραθέτουν τη δική τους άποψη αναφορικά με το περιεχόμενο που θα έπρεπε να είχε προσδοθεί σ’ αυτή. Για να αντιτείνουν οι καθ’ ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος τα αντίθετα δικά τους επιχειρήματα κατ’ επίκληση του θεμελιωμένου πως η ερμηνεία και η εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας  ανήκει κατ’ εξοχήν στη διοίκηση ώστε να είναι επιτρεπτή η δικαστική παρέμβαση μόνο εφόσον αυτή δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Προσθέτοντας το επίσης ορθό πως οι πρόνοιες άλλων σχεδίων υπηρεσίας με τους δικούς τους ορισμούς και προσδιορισμούς, δεν προσφέρονται, εν προκειμένω, ως παραδεκτά βοηθήματα, πολύ λιγότερο ως στοιχεία καθοριστικά. Όπως και την υπόθεση του Αρτέμη, Δ., στην Ανδρέας Παπασταύρου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 143/99 κ.ά., ημερομηνίας 6.7.01, στην οποία κρίθηκε πως ήταν ευλόγως επιτρεπτή η θεώρηση προσόντος όμοιου με το πρώτο του ενδιαφερομένου, ως ανταποκρινόμενου στην απαίτηση του συζητούμενου σχεδίου υπηρεσίας.

Σε συμφωνία προς τις εισηγήσεις των καθ’ ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου δεν είμαι έτοιμος να δεχτώ πως η απόφαση της διοίκησης δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή και πως αυτή υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας.

[*530]Και ο τρίτος ισχυρισμός των αιτητών αφορά σε απαιτούμενο προσόν ειδικά «μεταπτυχιακόν προσόν αποκτώμενον κατόπιν ενός τουλάχιστον έτους εκπαιδεύσεως εις το εξωτερικόν εις θέμα συναφές προς την εκπαίδευσιν ή τα καθήκοντα της θέσεως».

Το μεταπτυχιακό του ενδιαφερομένου από το Cyprus International Institute of Management (CIIM) αποκτήθηκε στην Κύπρο και, βεβαίως, δεν ήταν με αναφορά σ’ αυτό που κρίθηκε ότι ικανοποιούσε την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας. Κρίθηκε ότι την ικανοποιούσε το ΜSc στην Ηλεκτρολογία και, ενόψει της αμφισβήτησης ως προς αυτό, να δούμε τα δεδομένα. H Συμβουλευτική Επιτροπή περιορίστηκε στην καταγραφή της γενικής διαπίστωσης πως «όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν μεταπτυχιακό προσόν που αποκτήθηκε κατόπιν ενός τουλάχιστον έτους εκπαίδευσης στο εξωτερικό…». Χωρίς οποιασδήποτε μορφής εξειδίκευση. Η Ε.Δ.Υ., αφού συμφώνησε με τη γενική τοποθέτηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αναφέρθηκε ειδικά στο μεταπτυχιακό του ενδιαφερομένου ως ακολούθως:

«Ειδικότερα, σ’ ό,τι αφορά τον υποψήφιο Μιχαήλ Ευστάθιο, ο οποίος κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο Master of Science που αποκτήθηκε με μερική φοίτηση στο Πανεπιστήμιου του Salford του Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή, με βάση στοιχεία που υπάρχουν στον Προσωπικό του Φάκελο που τηρείται στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αλλά και στον Προσωπικό Φάκελο που ετηρείτο στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας όταν υπηρετούσε παλαιότερα στη δημόσια υπηρεσία, έκρινε ότι αυτός καλύπτει την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας για μεταπτυχιακό προσόν που αποκτήθηκε με φοίτηση στο εξωτερικό, λόγω των κατά καιρούς επισκέψεών του στο εν λόγω Πανεπιστήμιο.».

Πότε έγιναν, πόσες και ποιας διάρκειας ήταν αυτές οι επισκέψεις και ποιος ήταν ακριβώς ο σκοπός τους, δεν διευκρινίζεται. Και σε απάντηση προς την εισήγηση των αιτητών για έλλειψη οποιωνδήποτε στοιχείων γενικώς, οι καθ’ ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος επικαλέστηκαν στοιχεία από τον προσωπικό του φάκελο.  Και ενώ η θέση τους είναι πως αυτά έδειχναν ότι «ελάμβανε κατά καιρούς άδεια από το Α.Τ.Ι. για να επισκεφθεί το πανεπιστήμιο του Salford για σκοπούς του μεταπτυχιακού του, με μερική φοίτηση στο MSc στον κλάδο της Ηλεκτρονικής Μηχανικής», εξειδίκευσαν μόνο δυο στοιχεία. Ότι το 1983 του δόθηκε άδεια απουσίας για δυο βδομάδες όπως απαιτείτο για το μεταπτυχιακό μερικής φοίτησης στο Electrical Engineering. Το ίδιο και σε σχέση με άλλες [*531]δυο βδομάδες το 1984. Επίσης την τότε επιστολή του προς την Ε.Δ.Υ. πως ακριβώς απέκτησε μεταπτυχιακό «πάνω σε βάση μερικής φοίτησης σε συνεργασία με το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο και με ερευνητική εργασία». Για να ενισχύσουν δε την άποψή τους πως αυτά ήταν αρκετά και πως εύλογα η Ε.Δ.Υ. κατέληξε στην κρίση της, επικαλέστηκαν νομολογία αναφορικά με «μεταπτυχιακούς τίτλους φοίτησης ενός έτους στο εξωτερικό». Ειδικά τις υποθέσεις Νεοφύτου κ.ά. ν. Γεωργιάδη κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 1, Ανδρούλα Εγγλεζάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 541/03, ημερομηνίας 15.3.05, Μαρία Γεωργιάδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 44, Μαρία Γεωργιάδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 161 και την Χαράλαμπος Αναστασιάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 139, στις οποίες όμως και το σχέδιο υπηρεσίας και τα δεδομένα και το αντικείμενο της συζήτησης ήταν διαφορετικά για να είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δι’ αυτών προσδιορίζεται κάποιος κανόνας που θα είχε εφαρμογή για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Εδώ έχουμε συγκεκριμένη απαίτηση για μεταπτυχιακό κατόπιν ενός τουλάχιστον έτους εκπαίδευση στο εξωτερικό και, σε συμφωνία με την εισήγηση των αιτητών, δεν είναι δυνατό να αντιληφθώ πώς κάποιες απροσδιόριστες από την Ε.Δ.Υ. επισκέψεις, χωρίς οτιδήποτε άλλο, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως εκπαίδευση, μάλιστα, τουλάχιστον ενός έτους. Και περαιτέρω πως αυτό το κενό θα ήταν δυνατό να πληρωθεί με παραπομπή σε δυο επισκέψεις συνολικής διάρκειας το πολύ ενός μηνός, πέρα από το ότι και αυτές δεν προσδιορίζονται από οποιοδήποτε στοιχείο ως εκπαίδευση. Η αιτιολογία της κρίσης της Ε.Δ.Υ. όπως εδόθη ή έστω όπως θα μπορούσε να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου ως ανωτέρω, πάσχει και στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των αιτητών προϋποθέτουν πως ο ενδιαφερόμενος είναι προσοντούχος, ώστε να τίθεται ζήτημα σύγκρισης και αξιολόγησης προς εξεύρεση του καταλληλοτέρου και δεν θα εξεταστούν. Οι προσφυγές επιτυγχάνουν, με €1.200 η κάθε μια, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο