Σκαρπάρης Ανδρέας και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 647

(2008) 4 ΑΑΔ 647

[*647]8 Αυγούστου, 2008

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

(Υπόθεση Αρ. 1191/2004)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΚΑΡΠΑΡΗΣ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΥΡΙΔΗΣ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

________________________

(Υπόθεση Αρ. 60/2005)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1191/2004, 60/2005)

 

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Αμφισβήτηση της νομιμότητας της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής για διορισμό στη θέση Πρέσβη, στην κριθείσα περίπτωση ― Η σύνθεση κρίθηκε νόμιμη ― Περιστάσεις ― Αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου σε τέτοια περίπτωση ― Κατά τα λοιπά, υιοθέτηση της Σιάμπος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1759.

[*648]Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) ― Η υποχρέωση τήρησης λεπτομερών πρακτικών των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων ― Δεν τηρήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αυτεπάγγελτη εξέταση των ζητημάτων δημοσίας τάξεως.

Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, στη θέση Πρέσβη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι συνήγοροι των αιτητών προβάλλουν, μεταξύ άλλων, θέμα σύνθεσης και λειτουργίας της Συμβουλευτικής.  Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, έχει κατατεθεί η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 28/7/2004, με την οποία ορίζονται ως μέλη της Συμβουλευτικής οι κατονομαζόμενοι σ’ αυτήν Γενικοί Διευθυντές Υπουργείων.  Αρμόδια αρχή για τους Γενικούς Διευθυντές είναι αποκλειστικά το Υπουργικό Συμβούλιο.  Συνεπώς, δεν υπήρξε παρατυπία ή παρανομία, όσον αφορά αυτό το σκέλος της συγκρότησης της Συμβουλευτικής.

2.  Περαιτέρω και διαζευκτικά, προβάλλεται ότι ο Διευθυντής δεν μπορούσε να προεδρεύσει της συγκεκριμένης Επιτροπής, για το λόγο ότι οργανικά κατείχε την ίδια θέση με την επίδικη.

     Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Πανομοιότυπος ισχυρισμός εξετάστηκε και απορρίφθηκε στη Σιάμπος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1759, η οποία και υιοθετείται.

3.  Περαιτέρω, υπάρχει ισχυρισμός ότι η συγκρότηση και η λειτουργία της Συμβουλευτικής ήταν παράνομη, επειδή, καίτοι αυτή συνεδρίασε τρεις φορές - (2/9/2004, 23/9/2004 και 24/9/2004) - δεν τηρήθηκαν, για κάθε συνεδρία της, πρακτικά, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99).  Στην παρούσα περίπτωση δεν προκύπτει να υπάρχει πρακτικό, παρά μόνο για την πρώτη συνεδρία της Συμβουλευτικής.  Στοιχεία σχετικά μπορούν να αντληθούν μόνο από την Έκθεση της Συμβουλευτικής.  Η [*649]Έκθεση της Συμβουλευτικής θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και ως πρακτικό της συνεδρίας της 23/9/2004; Ενόψει και των αποφασισθέντων στη Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, όπου εξετάστηκε ανάλογο ζήτημα, αυτό δεν είναι δυνατό.

4.  Ο ισχυρισμός των συνηγόρων των ενδιαφερομένων μερών ότι οι αιτητές δε νομιμοποιούνται να εγείρουν τον υπό αναφορά λόγο, καθώς και ότι αυτός δεν καλύπτεται από τα νομικά σημεία της αίτησης ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Ο συγκεκριμένος λόγος αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης και, ως τέτοιο, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σιάμπος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1759,

Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550,

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314.

Προσφυγή.

Ξ. Ευγενίου για Α. Σ. Αγγελίδη, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 1191/04.

Π. Παπαγεωργίου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 60/05.

Μ. Χατζηγεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Ά. Κωνσταντίνου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2 στην Υπόθεση Αρ. 1191/04 και Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 3 στην Υπόθεση Αρ. 60/05 - Λεωνίδα Μαρκίδη και Αντώνιο Τουμαζή.

Χριστοδ. Κληρίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 στην Υπόθεση Αρ. 1191/04 και Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 στην Υπόθεση Αρ. 60/05 - Κώστα Παπαδήμα.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο των συνεκδικασθέντων αυτών προσφυγών είναι η νομιμότητα της απόφασης της Επιτρο[*650]πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), ημερομηνίας 6/10/2004, με την οποία προάχθηκαν στη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη: 1. Ρέα Γιορδαμλή, 2. Λεωνίδας Μαρκίδης, 3. Αντώνιος Τουμαζής και 4. Κώστας Παπαδήμας. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12/11/2004. Προσβάλλεται η προαγωγή, με την Προσφυγή Αρ. 60/05, όλων των ενδιαφερομένων μερών, ενώ, με την Προσφυγή Αρ. 1191/04, των ενδιαφερομένων μερών 2, 3 και 4.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, (ο «Διευθυντής»), με επιστολή του ημερομηνίας 7/4/2004, υπέβαλε προς την Ε.Δ.Υ. πρόταση για πλήρωση δύο μόνιμων θέσεων Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες, οι οποίες αναμενόταν να κενωθούν από 1/6/2004 και 1/9/2004, αντίστοιχα. Οι θέσεις δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με ημερομηνία 11/6/2004, με τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων την 5/7/2004. Τη συγκεκριμένη δημοσίευση ακολούθησαν δύο άλλες προτάσεις του Διευθυντή για πλήρωση ακόμη τριών μόνιμων θέσεων Πρέσβη, οι οποίες εξετάστηκαν στις συνεδρίες της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 27/7/2004 και 2/9/2004. Αποφασίστηκε όπως οι δύο από τις θέσεις αυτές πληρωθούν στα πλαίσια της διαδικασίας που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 34(14) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ. 2) του 2004, (ο «Νόμος»). Για την πρόσθετη θέση που προέκυψε λόγω ακύρωσης της προαγωγής του κατόχου της, λήφθηκε απόφαση αυτή να μην πληρωθεί, επειδή εναντίον της συγκεκριμένης απόφασης εκκρεμούσε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Τελικά, οι θέσεις που θα πληρώνονταν ήταν τέσσερις και ήταν θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Ο Γραμματέας της Ε.Δ.Υ., ενεργώντας σύμφωνα με το Άρθρο 34(3) του Νόμου, απέστειλε στο Διευθυντή, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, (η «Συμβουλευτική»), τις 32 αιτήσεις που υποβλήθηκαν, μαζί με όλα τα συναφή έγγραφα. Η Συμβουλευτική, στα πλαίσια των εξουσιών της - Άρθρο 34(4) του Νόμου - κάλεσε στις 23/9/2004 όλους τους προσοντούχους υποψήφιους σε προφορική εξέταση. Προσήλθαν μόνο 15, μεταξύ αυτών αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη. Με την ολοκλήρωση της προφορικής εξέτασης, η Συμβουλευτική προχώρησε στην αξιολόγησή τους, η οποία έχει ως ακολούθως:-

Σκαρπάρης Ανδρέας - (αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 1191/04):

«Πάρα Πολύ Καλός»

Βυρίδης Γεώργιος - (αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 1191/04):  «Καλός»

[*651]Αμβροσίου Σταύρος - (αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 60/05):  «Καλός»

Μαρκίδης Λεωνίδας - (ενδιαφερόμενο μέρος και στις δύο προσφυγές):

«Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλός»

Τουμαζής Αντώνιος - (ενδιαφερόμενο μέρος και στις δύο προσφυγές):

«Σχεδόν Πάρα Πολύ Καλός»

Παπαδήμας Κώστας - (ενδιαφερόμενο μέρος και στις δύο προσφυγές):

«Πάρα Πολύ Καλός»

Γιορδαμλή Ρέα - (ενδιαφερόμενο μέρος στην Προσφυγή Αρ. 60/05):

«Σχεδόν Εξαίρετη»

Η Συμβουλευτική προέβη, επίσης, σε τελική αξιολόγηση των υποψηφίων που προσήλθαν στην προφορική εξέταση. Πρόσθετα, κατάρτισε και σχετικούς καταλόγους αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων, καθώς επίσης και κατάλογο αξιολόγησης, όπως αυτή προκύπτει από τις Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις για την περίοδο 1999 - 2003. Όσον αφορά το επιπρόσθετο προσόν της καλής γνώσης της Γαλλικής ή μιας άλλης ξένης γλώσσας, που προβλέπεται στις παραγράφους 3Α(ii) και 3Β(ii) του Σχεδίου Υπηρεσίας, η Συμβουλευτική έκρινε ότι το διαθέτουν, κατά τεκμήριο, από τους αιτητές, ο Αμβροσίου Σταύρος - Γαλλική και, από τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι Μαρκίδης Λεωνίδας και Παπαδήμας Κώστας - Γαλλική, και ο Τουμαζής Αντώνιος - Ισπανική.

Το πρακτικό της Συμβουλευτικής καταλήγει ως ακολούθως:-

«12. Μετά τη συμπλήρωση της προφορικής εξέτασης, κατά τη διάρκεια της οποίας η Σ.Ε. κατέγραφε την εντύπωσή της για κάθε ένα από τους υποψηφίους σ’ ότι αφορά την απόδοσή τους, αυτοί αξιολογήθηκαν ως εμφαίνεται στο συνημμένο Παράρτημα 8.

13. Τέλος η Σ.Ε., αφού έλαβε υπόψη της τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων (Παράρτημα 8), τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, την κατοχή του επιπρόσθετου προσόντος της καλής γνώσης της Γαλλικής ή μίας άλλης ξένης γλώσσας, την κατοχή του επιπρόσθετου προσόντος για ικανοποιητική πείρα σε θέματα συναφή με τις δραστηριότητες του Υπουργείου Εξωτερικών, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέ[*652]σεων όσων είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς επίσης και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις τους, αποφάσισε, με βάση το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων, να συστήσει για επιλογή, με αλφαβητική σειρά τους υποψηφίους που προσήλθαν στην προφορική εξέταση, τα ονόματα των οποίων εμφαίνονται στο συνημμένο Παράρτημα 9.

14. Κατάλογος (έξι αντίτυπα) στον οποίο εμφαίνονται τα στοιχεία των υποψηφίων επισυνάπτεται ως Παράρτημα 10.»

Μεταξύ των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική ήταν τόσο οι αιτητές όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Στις 28/9/2004, ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής, με επιστολή του, υπέβαλε στην Ε.Δ.Υ. την Έκθεσή της.

Η Ε.Δ.Υ., σε συνεδρία της ημερομηνίας 29/9/2004, αφού μελέτησε την Έκθεση της Συμβουλευτικής και έλεγξε και η ίδια τα στοιχεία των αιτήσεων, υιοθέτησε τα πορίσματά της σε ό,τι αφορά τους προσοντούχους και μη προσοντούχους αιτητές. Υιοθέτησε, επίσης, τα πορίσματά της σε σχέση με την άπταιστη γνώση της Ελληνικής και άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, που απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας για τους υποψήφιους για Πρώτο Διορισμό και την απαίτηση για άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, που απαιτείται για τους υποψήφιους για Προαγωγή και, σε σχέση με το επιπρόσθετο προσόν της καλής γνώσης της Γαλλικής ή μιας άλλης ξένης γλώσσας, που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας.

Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ., αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε να καλέσει και κάλεσε, στην παρουσία του Διευθυντή, τους 15 συστηθέντες σε προφορική εξέταση. Με την ολοκλήρωσή της, ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη και αποχώρησε.  Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων, υπό το φως και των κρίσεων του Διευθυντή, ως εξής: Τους αιτητές Σκαρπάρη Ανδρέα και Αμβροσίου Σταύρο πάρα πολύ καλούς, τον αιτητή Βυρίδη Γεώργιο πολύ καλό και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη εξαίρετα. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Προκύπτει, από το πρακτικό, ότι, προτού καταλήξει, έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δη[*653]μόσιοι υπάλληλοι, την απόδοσή τους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τις συστάσεις του Διευθυντή. Αναφορικά με τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια. Περαιτέρω, έλαβε υπόψη την αρχαιότητα των υποψηφίων δημοσίων υπαλλήλων, στην οποία, όμως, έδωσε περιορισμένη βαρύτητα, επειδή η υπό πλήρωση θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, ψηλά στην ιεραρχία και το στοιχείο της αρχαιότητας δεν μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας.

Για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι συνήγοροι των αιτητών προβάλλουν, μεταξύ άλλων, θέμα σύνθεσης και λειτουργίας της Συμβουλευτικής. Δεν προκύπτει, υπέβαλαν, πώς αποφασίστηκε η συγκεκριμένη σύνθεση. Ειδικότερα, δεν υπάρχει ο,τιδήποτε σε σχέση με την επιλογή των τεσσάρων εκ των πέντε μελών της. Υπάρχει μόνο για το Διευθυντή.

Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, έχει κατατεθεί η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 28/7/2004 - (Τεκμήριο 8) - με την οποία ορίζονται ως μέλη της Συμβουλευτικής οι κατονομαζόμενοι σ’ αυτήν Γενικοί Διευθυντές Υπουργείων.  Όπως ρητά καθορίζεται στο Άρθρο 2(δ) του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4(Ι)/2001, αρμόδια αρχή για τους Γενικούς Διευθυντές είναι αποκλειστικά το Υπουργικό Συμβούλιο. Συνεπώς, δεν υπήρξε παρατυπία ή παρανομία όσον αφορά αυτό το σκέλος της συγκρότησης της Συμβουλευτικής.

Περαιτέρω και διαζευκτικά, προβάλλεται ότι ο Διευθυντής δεν μπορούσε να προεδρεύσει της συγκεκριμένης Επιτροπής, για το λόγο ότι οργανικά κατείχε την ίδια θέση με την επίδικη, δηλαδή θέση Πρέσβη και, με βάση αυτή την ιδιότητα, ήταν ιεραρχικά κατώτερος των άλλων Γενικών Διευθυντών που συμμετείχαν ως μέλη.

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Πανομοιότυπος ισχυρισμός εξετάστηκε και απορρίφθηκε στη Σιάμπος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1759, από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, με το οποίο συμφωνώ:- (σελ. 1766-1768)

«Άλλος κοινός λόγος, για τον οποίο επιδιώκεται η ακύρωση της επίδικης απόφασης, αφορά τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Σύμφωνα με την εισήγηση αυτή, ο Γενικός Διευθυντής ήταν όχι μόνο αναρμόδιος να προεδρεύσει, αλλά και να συμμετάσχει στη Συμβουλευτική Επιτροπή, για το λόγο ότι δεν [*654]κατείχε, όπως έγινε εισήγηση, θέση ή τάξη ανώτερη στην ιεραρχία από εκείνη που θα πληρωνόταν, όπως προβλέπει το Άρθρο 32 (2) του Ν. 1/90.

Τα καθήκοντα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, όπως καθορίζονται από τον Κ. 4 των Περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Απαιτούμενα Προσόντα, Διορισμού ή Προαγωγής, Καθήκοντα και Αρμοδιότητες Εκάστης Θέσεως) (Τροποποιητικοί) Κανονισμών του 1975, Κ.Δ.Π. 152/75, είναι αντίστοιχα και ανάλογα με τα καθήκοντα Γενικού Διευθυντή κάθε άλλου Υπουργείου. Σύμφωνα με τους ίδιους κανονισμούς, καθήκοντα Γενικού Διευθυντή, ασκεί Πρέσβης, ο οποίος ορίζεται, για το σκοπό αυτό, από τον Υπουργό των Εξωτερικών και για χρονική περίοδο που προβλέπει το έγγραφο του διορισμού του. Για όσο χρόνο διαρκεί ο διορισμός, ο Πρέσβης, ο οποίος διορίζεται, κατέχει τη θέση Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, θέση ιεραρχικά ανώτερη από εκείνη του Πρέσβη, με ευθύνη για την επίβλεψη και συντονισμό των υπηρεσιών του Υπουργείου. Κατά το χρόνο της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο κ. Τ. Παναγίδης κατείχε τη θέση του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου και ασκούσε τα αντίστοιχα καθήκοντα. Με το έρεισμα του προϊσταμένου του Υπουργείου είχε, επίσης, δικαίωμα να προβεί σε συστάσεις για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων, σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90.

Οι όροι ‘θέση’ και ‘τάξη’, που απαντούνται στο Άρθρο 32(2) δεν ερμηνεύονται εξαντλητικά από τις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν. 1/90. Συνεπώς, πρέπει να αποδοθεί σ’ αυτούς η φυσιολογική τους έννοια στο πλαίσιο του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Είναι αξιοσημείωτο ότι, οι δύο όροι χρησιμοποιούνται χωρίς κανένα περιοριστικό στοιχείο, όπως θα ήταν η περίπτωση αν χρησιμοποιείτο ο όρος ‘οργανική’. Η θέση, στην οποία αναφέρεται το άρθρο αυτό του νόμου, είναι η θέση την οποία κατέχει το πρόσωπο, το οποίο συμμετέχει στην Επιτροπή κατά τον χρόνο της σύστασης και λειτουργίας της, καθώς και η τάξη στην οποία εντάσσεται η θέση στην κρατική ιεραρχία. Ο κ. Παναγίδης κατείχε τη θέση του Γενικού Διευθυντή και συνεπώς ενομιμοποιείτο η συμμετοχή του στη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Η εισήγηση περί του αντιθέτου απορρίπτεται.»

Περαιτέρω, υπάρχει ισχυρισμός ότι η συγκρότηση και η λειτουργία της Συμβουλευτικής ήταν παράνομη, επειδή, καίτοι αυτή συνεδρίασε τρεις φορές - (2/9/2004, 23/9/2004 και 24/9/2004) - δεν [*655]τηρήθηκαν, για κάθε συνεδρία της, πρακτικά, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προβλέπει ότι:-

«24. - (1)  Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.»

Στην παρούσα περίπτωση, από τα ενώπιόν μου τεθέντα, δεν προκύπτει να υπάρχει πρακτικό, παρά μόνο για την πρώτη συνεδρία της Συμβουλευτικής, που πραγματοποιήθηκε στις 2/9/2004, κατά την οποία τόσο ο Πρόεδρος όσο και τα μέλη της ήταν παρόντες και υπέγραψαν το πρακτικό. Κατά την εν λόγω συνεδρία, η Συμβουλευτική αποφάσισε, μεταξύ άλλων, να καλέσει όλους τους προσοντούχους υποψήφιους σε προφορική εξέταση στις 23 και 24/9/2004, αντίστοιχα. Πρακτικό για τη συνεδρία της 23/9/2004 δεν υπάρχει.  Υπάρχει μόνο το Παράρτημα 8 του Παραρτήματος 9, στο οποίο παρατίθεται η αξιολόγηση των υποψηφίων που προσήλθαν στην ενώπιόν της εξέταση. Στοιχεία σχετικά με το ποιοι ήταν παρόντες στη συνεδρία της 23/9/2004 μπορούν να αντληθούν μόνο από την Έκθεση της Συμβουλευτικής - (υπογράφεται από τους παρόντες στη συνεδρία) - η οποία απεστάλη στην Ε.Δ.Υ. με επιστολή του Προέδρου της, ημερομηνίας 28/9/2004, και στην οποία αναφέρεται ρητά ότι, κατά την εν λόγω συνεδρία, το μέλος αυτής κ. Λάζαρος Σαββίδης απουσίαζε, λόγω άλλων εκτάκτων υπηρεσιακών υποχρεώσεων. Για συνεδρία ημερομηνίας 24/9/2004 δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά. Προφανώς, αυτή δε χρειάστηκε να πραγματοποιηθεί.

Με απασχόλησε κατά πόσο η Έκθεση της Συμβουλευτικής θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως πρακτικό της συνεδρίας της 23/9/2004, αφού ήταν υπογεγραμμένη από τους παρόντες. Κατέληξα, ενόψει και των αποφασισθέντων στη Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, όπου εξετάστηκε ανάλογο ζήτημα - παραθέτω στη συνέχεια το σχετικό πρακτικό - ότι αυτό δεν είναι δυνατό:- (σελ. 552-553)

«Προέχει το ζήτημα σύνθεσης της τελευταίας, δεόντως συγκροτηθείσας, Συμβουλευτικής Επιτροπής. Πρακτικά για τις εργασίες της δεν υπάρχουν. Στην Έκθεση της, την οποία στις 14 Φεβρουαρίου 2000 απέστειλε στην Ε.Δ.Υ., αναφέρει ότι συνήλθε τρεις φορές. Η πρώτη ήταν στις 17 Σεπτεμβρίου 1999 όταν εξέτασε τις αιτήσεις. Κατέληξε τότε πως 13 από τους 18 υποψηφίους κατείχαν εκ πρώτης όψεως τα απαιτούμενα προσόντα και αποφάσισε να τους καλέσει σε προφορική εξέταση στις 11 Νοεμβρίου 1999. Παρότι η Έκθεση δεν αναφέρει ποιοι ήταν παρόντες κατά τη συνεδρία, αφήνεται να νοηθεί ότι υπήρξε συμμετοχή όλων, του προέδρου και των τεσσάρων μελών. Στην επόμενη συνεδρία, ημερ. 11 Νοεμβρίου 1999, κατά την οποία διεξήχθη η προφορική εξέταση, απουσίαζε, όπως καταγράφεται στην Έκθεση, ο πρόεδρος και ένα από τα μέλη. Ο λόγος δεν αναφέρεται. Τα τρία παρόντα μέλη, τα οποία αποτελούσαν απαρτία, προχώρησαν σε προφορική εξέταση και κατέγραψαν τη γενική τους εντύπωση για την απόδοση των υποψηφίων, μαζί με ό,τι θεώρησαν ως την αναγκαία αιτιολογία. Σε τρίτη συνεδρία, στις 9 Φεβρουαρίου 2000, αφού λήφθηκαν υπόψη τα διάφορα στοιχεία αποφασίστηκε να συστηθούν και οι 13 υποψήφιες που θεωρήθηκαν προσοντούχες. Σ’ αυτές συγκαταλέγονταν η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Η Έκθεση δεν αναφέρει όμως ποιοι μετείχαν σ’ αυτή τη συνεδρία. Η σχετική παράγραφος, η τελευταία, αρχίζει συναφώς με τα εξής:

‘8. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνήλθε σε νέα συνεδρία στις 9/2/00 .......»

Γνωρίζουμε πάντως πως η Έκθεση υπεγράφη μόνο από τα τρία μέλη που διεξήγαγαν την προφορική εξέταση. Επίσης γνωρίζουμε ότι όλες οι σελίδες της έκθεσης, συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης σελίδας η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στην πρώτη συνεδρία όπου ενδεχομένως να ήταν όλοι παρόντες, φέρουν τις μονογραφές μόνο των εν λόγω τριών μελών.

Την ανεπάρκεια της Έκθεσης, σε ό,τι αφορά την πληροφόρηση ως προς τα όσα ενδιαφέρουν σε σχέση με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την αναφέρουμε ως μέρος της περιγραφής του προβλήματος. Γιατί και πλήρη στοιχεία να παρείχε, αυτό δεν θα ήταν αρκετό*. Η νομολογία απαιτεί σε τέτοιες περιπτώσεις την τήρηση των πρακτικών: βλ. Medcon Construction and others v. Republic (1968) C.L.R. 535. Το ίδιο και το Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) σύμφωνα με το οποίο:

.........................................................................................................

Τα πρακτικά αποτελούν, ως η μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία, προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης*. Χωρίς αυτά καθίσταται εν προκειμένω ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση.»

Η αποδοχή του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων λόγων που προβάλλονται. Ο ισχυρισμός των συνηγόρων των ενδιαφερομένων μερών ότι οι αιτητές δε νομιμοποιούνται να εγείρουν τον υπό αναφορά λόγο, καθώς και ότι αυτός δεν καλύπτεται από τα νομικά σημεία της αίτησης ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ο συγκεκριμένος λόγος αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης και, ως τέτοιο, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο - (βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν, με έξοδα υπέρ των αιτητών.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο