Πίκολου Μαρίνα Κ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 677

(2008) 4 ΑΑΔ 677

[*677]8 Αυγούστου, 2008

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΜΑΡΙΝΑ Κ. ΠΙΚΟΛΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 878/2007)

 

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Απόρριψη αιτήσεως για πολεοδομική άδεια και άσκηση εναντίον της ιεραρχικής προσφυγής ― Η διαδικασία υπαγωγής της υπόθεσης ενώπιον της αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής ― Δεν έπασχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην κριθείσα περίπτωση ― Εφαρμογή της δεσμευτικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση της απόρριψης της αίτησής της, για πολεοδομική άδεια, η οποία επαναλήφθηκε μετά από άσκηση και σχετικής ιεραρχικής προσφυγής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Τα ζητήματα που προωθήθηκαν εν προκειμένω, σε σχέση με την καθόλου εμπλοκή του Υπουργείου Εσωτερικών, επιλύθηκαν δεσμευτικά από απόφαση της Ολομέλειας και δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο εδώ θα μπορούσε να προστεθεί.  Όπως, όμως, και σε σχέση με την εισήγηση πως η αιτήτρια είχε δικαίωμα ακρόασης κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής όταν, κατά τις ρητές διατάξεις του Κανονισμού 7(4), τον οποίο και εδώ επικαλέστηκαν οι καθ’ ων η αίτηση είναι δυνητική, εφόσον κριθεί σκόπιμη η ακρόαση του ενδιαφερομένου.

[*678]2.      Σε σχέση δε με τον παρεμφερή ισχυρισμό για ελλιπή έρευνα, εφόσον δεν είχε κληθεί η αιτήτρια για να ακουστεί, αναφορικά με το άλυτο, όπως χαρακτηρίστηκε, θέμα της παραγράφου 4(γ) του Σημειώματος του Υπουργείου Εσωτερικών, διαπιστώνονται, τα ακόλουθα:  Η παράγραφος 4(γ) αναφερόταν στις έγγραφες επισημάνσεις της Πολεοδομικής Αρχής σε σχέση με ισχυρισμό της ίδιας της αιτήτριας.  Η παράγραφος 4(γ) του Σημειώματος, απλώς κατέγραψε το αυτόδηλο.  Ήταν θέμα, λοιπόν, της αιτήτριας να προσκομίσει με την άσκηση της Ιεραρχικής Προσφυγής, όποιο στοιχείο είχε σε σχέση με το θέμα και, βεβαίως, όπως περαιτέρω αναφέρεται στο Σημείωμα, «να απευθυνθεί με σχετική αίτηση της προς τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λεμεσού για τα παραπέρα».

     Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης είναι επαρκής και παραπέμπει στα αντικειμενικώς διαπιστωνόμενα.  Όσα η ίδια η Πολεοδομική Αρχή σημείωσε και στο Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, που περιλαμβάνει τις ίδιες διαπιστώσεις, προερχόμενες εγγράφως από την Πολεοδομική Αρχή και το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Αυτά, αντίθετα προς τους περαιτέρω ισχυρισμούς της αιτήτριας, κατά ορθή ενάσκηση της αρμοδιότητάς της, μετά από δική της εξέταση των δεδομένων.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Μάρκου-Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 951/06, ημερ. 28.3.2008.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Aιτήτρια.

Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια υπέβαλε την αίτηση ΛΕΜ/0118/06 για πολεοδομική άδεια για προσθηκομετατροπές σε υφιστάμενη οικοδομή και ανέγερση νέας κατοικίας στον όροφο στο κτήμα της με αριθμό τεμαχίου 1318 Φ/Σχ. 37/48 στην Κυπερούντα. Η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση με αιτιολογία ως ακολούθως:

[*679]

«Σύμφωνα με σχετική αποτύπωση που έγινε από τον Κλάδο Χωρομετρίας του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού, η υφιστάμενη μη αδειούχα οικοδομή φαίνεται ότι επεμβαίνει τόσο στο δημόσιο δρόμο, όσο και σε ξένα τεμάχια και συγκεκριμένα στα τεμάχια με αρ. 282 και 1317 (Ουσιώδης Παράγων) [Πολιτική 3(Α) 1(ι) της Δήλωσης Πολιτικής].

Σημείωση.

Λόγω του πιο πάνω σοβαρού λόγου άρνησης η αίτηση δεν μελετήθηκε σε παραπέρα λεπτομέρεια.»

Η αιτήτρια υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή και η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή την απέρριψε με την απόφαση ημερομηνίας 29.3.07 που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Οι λόγοι ακυρότητας που προτείνονται αφορούν ουσιαστικά στη διαδικασία και στους χειρισμούς. Μετά την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής το Υπουργείο Εσωτερικών ζήτησε και πήρε τις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής και του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως τις οποίες με δικό του σημείωμα τις υπέβαλε, μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία, στην Υπουργική Επιτροπή.  Κατά την εισήγηση της αιτήτριας αυτή η ανάμειξη του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο εξέφρασε και δική του άποψη, μαζί με τις άλλες, για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, ήταν παράνομη. Μόνο με ανάθεση από την Υπουργική Επιτροπή για εξέταση ορισμένου θέματος μπορούσε να εμπλακεί και, πάντως, δεν μπορούσε να διατυπώσει γενική άποψη για το αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση εμφανίζεται ο Υπουργός Εσωτερικών να λειτουργεί υπό την ανεπίτρεπτη διπλή ιδιότητα του γνωμοδοτικού και του αποφασίζοντος οργάνου αφού ήταν και μέλος της Υπουργικής Επιτροπής. Η οποία, στο τέλος, όπως είναι η εισήγηση, απλώς σφράγισε τις απόψεις που υποβλήθηκαν χωρίς να ασκήσει η ίδια τη δική της αποφασιστική αρμοδιότητα, που δεν είναι αρμοδιότητα εφετείου όπως πρόσθεσε μετά, που εξυπακούει δική της έρευνα. Και αυτά χωρίς να είχε δώσει στην αιτήτρια τη δυνατότητα να ακουστεί αφού η απόφαση ήταν δυσμενούς φύσης, όταν,  μάλιστα, τέθηκαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής στοιχεία, όπως οι απόψεις που αναφέρθηκαν, τα οποία δεν είχε προηγουμένως υπόψη. Ενώ και τα πρακτικά της Υπουργικής Επιτροπής ήταν ελλιπή, δεν έδειχναν ποιοι ήταν παρόντες και δεν διαφώτιζαν ως προς την αιτιολογία της απόφασης. Πολύ πρόσφατα, στη Μάρκου- Ιωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 951/06, ημε[*680]ρομηνίας 28.3.08, ο Ηλιάδης, Δ., εξέτασε όμοιους ισχυρισμούς και κατέγραψε την εκπληξή του από το γεγονός ότι,

«τα ίδια επιχειρήματα είχαν τεθεί από τον ίδιο δικηγόρο και απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810, στην οποία εξετάστηκε η φύση των ενεργειών και του Σημειώματος του Υπουργείου Εσωτερικών μέσα στα πλαίσια ιεραρχικής προσφυγής και του Κανονισμού 7(5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/90).».

Και πρόσθεσε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας:

«Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: “Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει” εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. Σε καμιά δε περίπτωση δεν επικρίθηκε η διεξαχθείσα έρευνα ως ελλιπής ή στρεβλωτική της κατάστασης. Όπως θα προσέξει ένας, το Σημείωμα περιέχει και κάθε στοιχείο σχετιζόμενο με τη μεταγενέστερη αλλαγή των χρήσεων της ζώνης, που βρίσκονται τα επίδικα καταστήματα. Δόθηκε ολοκληρωμένη και πιστή εικόνα.

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία παραπέμπει ο πρωτόδικος δικαστής, είχε λεχθεί ότι:-

“Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.”

Η άλλη πλημμέλεια - που αποτελεί τη βάση του δεύτερου λό[*681]γου έφεσης - αφορά κατά βάση τη διαδικασία της έρευνας με κάποιες παραλλαγές ή προσθήκες. Συνοπτικά η εισήγηση είναι ότι η Υπουργική Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει κατά τον κανονισμό 7(5), ο οποίος δεν αφήνει δυνατότητα οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σε άλλο όργανο. Έπρεπε να είχε προηγηθεί εντολή. Η παρέμβαση του Υπουργείου απλώς εμπέδωσε τη θέση της Δημοκρατίας. Η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής έχει ως βάση απόφαση για εξέταση θεμάτων από λειτουργό Υπουργείου συνδεδεμένων με την ιεραρχική προσφυγή. Ο κ. Αγγελίδης έψεξε επίσης την αναφορά στα παράπονα των κατοίκων, υπαινισσόμενος πως η υπόθεση δεν εξετάστηκε υπό το πρίσμα του ισχύοντος Τοπικού Σχεδίου.

Το πρώτο μέρος της εισήγησης έχει ήδη απαντηθεί. Η ανάμειξη του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν νόμιμη αν όχι απαραίτητη, δοθέντος, όπως παρατηρεί ο Καλλής, Δ. στην παραπάνω απόφασή του, ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει γραμματεία για τους σκοπούς εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών. Η νομολογία δε θέτει ως προαπαιτούμενο για τη βοήθεια από άλλα όργανα ή λειτουργούς ειδικής εντολής προς αυτούς. Δεν είναι αυτό το πνεύμα της. Εξάλλου δεν μας έχει παραπέμψει ο συνήγορος σε απόφαση, που θέτει ένα τέτοιο άτεγκτο κανόνα.»

Είναι λυπηρό γιατί αυτή τη φορά, είτε στην απαντητική αγόρευση που ακολούθησε είτε κατά τις διευκρινίσεις, δεν έγινε αναφορά ούτε καν στην υπόθεση Ιωάννου (ανωτέρω),  μάλιστα, παρά τις εκεί παρατηρήσεις αναφορικά με το καθήκον του δικηγόρου που και στην παρούσα υπόθεση είναι ο ίδιος.  Τα ζητήματα, λοιπόν, που προωθήθηκαν σε σχέση με την καθόλου εμπλοκή του Υπουργείου Εσωτερικών επιλύθηκαν δεσμευτικά από την απόφαση της Ολομέλειας και δεν μου φαίνεται ότι υπάρχει οτιδήποτε το οποίο εδώ θα μπορούσε να προστεθεί.  Όπως, όμως, και σε σχέση με την εισήγηση πως ο αιτητής είχε δικαίωμα ακρόασης κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής όταν, στην υπόθεση Ιωάννου (ανωτέρω) υποδείχτηκε πως κατά τις ρητές διατάξεις του Κανονισμού 7(4), τον οποίο και εδώ επικαλέστηκαν οι καθ’ ων η αίτηση είναι δυνητική, εφόσον κριθεί σκόπιμη η ακρόαση του ενδιαφερομένου.

Σε σχέση δε με τον παρεμφερή ισχυρισμό για ελλιπή έρευνα εφόσον δεν είχε κληθεί η αιτήτρια για να ακουστεί, αναφορικά με το άλυτο, όπως χαρακτηρίστηκε, θέμα της παραγράφου 4(γ) του Σημειώματος του Υπουργείου Εσωτερικών, παρατηρώ τα ακόλουθα: Η παράγραφος 4(γ) αναφερόταν στις έγγραφες επισημάνσεις της Πολεοδομικής Αρχής σε σχέση με ισχυρισμό της ίδιας της αι[*682]τήτριας, τον οποίο περιέλαβε στην ιεραρχική προσφυγή, πως της είχε «επιβεβαιωθεί» από το Κτηματολόγιο – Χωρομετρία ότι «τα σύνορα ήταν ορθά και το κτίριο εντός του τεμαχίου και ότι δεν υπήρχε καμιά επέμβαση».  Ενώ, ταυτόχρονα, όπως πρόσθεσε, πάλιν στην ιεραρχική προσφυγή, «η ιδιοκτήτρια της κατοικίας αιτείται οροθέτηση και/ή αποτύπωση από τον Κλάδο Χωρομετρίας του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού με παρουσία της ίδιας, της αρμόδιας αρχής και ανεξάρτητου διαιτητή». Η παράγραφος 4(γ) του Σημειώματος απλώς κατέγραψε το αυτόδηλο.  Ήδη υπήρχε η σχετική χωρομετρική εργασία από τον Κλάδο Χωρομετρίας, αυτή έδειχνε τις επεμβάσεις και, βεβαίως, σ’ αυτήν ακριβώς αναφέρθηκε εξ αρχής η Πολεοδομική Αρχή όταν εξήγησε τους λόγους της απόρριψης της αίτησης.  Ήταν θέμα, λοιπόν, της αιτήτριας να προσκομίσει με την άσκηση της Ιεραρχικής Προσφυγής, όποιο στοιχείο είχε σε σχέση με το θέμα και, βεβαίως, όπως περαιτέρω αναφέρεται στο Σημείωμα, «να απευθυνθεί με σχετική αίτηση της προς τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λεμεσού για τα παραπέρα».

Με ξεχωριστούς ισχυρισμούς της στην κύρια αγόρευσή της η αιτήτρια υποστήριξε πως, ενόψει της έλλειψης πλήρους πρακτικού, δεν μπορούσε να φανεί η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής και όσα μπορούσε να αναφέρονται σ’ αυτή, περιλαμβανομένης και της πιθανής παρουσίας προσώπου που δεν θα έπρεπε να παρίσταται. Με υπαινιγμό και σε σχέση με την πράγματι εκχώρηση της εξουσίας για εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής σε Υπουργική Επιτροπή. Οι καθ’ ων η αίτηση υπέδειξαν πως η εκχώρηση έγινε με την Κ.Δ.Π. 196/93 και η αιτήτρια δεν επανήλθε στο θέμα με την απαντητική αγόρευσή της. Αντίθετα, από το όλο περιεχόμενό της, εκλαμβάνεται πως δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Προσκομίστηκαν όμως και τα πρακτικά της Υπουργικής Επιτροπής και σ’ αυτά καταγράφεται η παρουσία όλων των μελών της Υπουργικής Επιτροπής αλλά και η αποχώρηση κάθε τρίτου  πριν από τη συζήτηση και λήψη απόφασης. Επ’ αυτού η αιτήτρια άλλαξε μέτωπο αναφερόμενη πλέον στο περιεχόμενο των πρακτικών. Προφανώς κατ’ εγκατάλειψη των προηγούμενων, τα οποία εν πάση περιπτώσει, απολήγουν αβάσιμα, υποστήριξε πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας επειδή στα πρακτικά αναφέρεται ότι ζητήθηκαν επεξηγήσεις και διευκρινίσεις από υπηρεσιακούς παράγοντες οι οποίες, όμως, δεν καταγράφηκαν στα πρακτικά. Κατ’ αρχάς είναι ανεπίτρεπτη η έγερση νέου θέματος με την απαντητική αγόρευση. Ούτως ή άλλως, οι επεξηγήσεις και διευκρινίσεις που δόθηκαν, όπως σημειώνεται στο πρακτικό της 29.3.07, «σχετίζονται κυρίως με την τεχνική και νομική πτυχή των υποθέσεων που εξετάστηκαν». Και η αιτιολογία [*683]της απόφασης, επαρκής όπως κρίνω, παραπέμπει στα αντικειμενικώς διαπιστωνόμενα. Όσα η ίδια η Πολεοδομική Αρχή σημείωσε, όπως τα παρέθεσα εξ αρχής, και στο Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών που περιλαμβάνει τις ίδιες διαπιστώσεις, προερχόμενες εγγράφως από την Πολεοδομική Αρχή και το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως. Αυτά, αντίθετα προς τους περαιτέρω ισχυρισμούς της αιτήτριας, κατά ορθή ενάσκηση της αρμοδιότητάς της, μετά από δική της εξέταση των δεδομένων.

Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο