Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2008) 4 ΑΑΔ 921

(2008) 4 ΑΑΔ 921

[*921]27 Νοεμβρίου, 2008

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Αιτητές,

v.

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 629/2006)

 

Προδικαστική Παραπομπή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ― Οι περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ. 1) του 2008 ― Οι προϋποθέσεις της παραπομπής και η διαπίστωση της συνδρομής τους στην κριθείσα περίπτωση.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

Η αίτηση εγκρίνεται.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2007) 3 Α.Α.Δ. 568,

Rheinmuhlen-Dusseldorf ν. Einfuhr-und Vorratstelle fur Getreide [1974] ECR 33,

Rawattar v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 742/06, ημερ. 24.9.2008,

Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29.

Aίτηση.

Α. Αιμιλιανίδης με Χρ. Χριστοφίδη, για τους Αιτητές.

[*922]Μ. Θεοκλήτου (κα), για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία, αφού μελέτησε την Αίτηση και αφού άκουσε τους δικηγόρους των διαδίκων κ.κ. Α. Αιμιλιανίδη και Χρ. Χριστοφίδη για τους Αιτητές και κα Μ. Θεοκλήτου για την Καθ’ ης η αίτηση, αποφάσισε σήμερα, 27 Νοεμβρίου 2008 ότι είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση των νομικών σημείων που φαίνονται στο Παράρτημα της παρούσας Διαταγής, ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο αυτό να αποφασίσει για την υπόθεση που βρίσκεται ενώπιον του, δηλαδή την υπόθεση 629/2006 μεταξύ Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας και Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Γι’ αυτό διατάσσεται η παραπομπή του ερωτήματος που διατυπώνεται στο επισυναπτόμενο Παράρτημα, για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί των θεμάτων που εγείρονται στο ερώτημα.

Περαιτέρω διατάσσεται η αναστολή της διαδικασίας, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Τα έξοδα της διαδικασίας παραπομπής επιφυλάσσονται.

Δυνάμει του Κανονισμού 4 των περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικών Κανονισμών (Αρ. 1) του 2008, εντέλλεται ο Αρχιπρωτοκολλητής όπως διαβιβάσει την παρούσα Διαταγή μετά του Παραρτήματος και λοιπών εγγράφων, στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η θεραπεία που ζητείται

1.   Οι Αιτητές με γραπτή αίτηση τους, ζητούν όπως εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 234 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής το Δ.Ε.Κ.), του πιο κάτω ερωτήματος:-

«Κατά πόσο το Άρθρο 2 παράγρ. 8 της Οδηγίας 89/665/ΕΚ αναγνωρίζει στις Αναθέτουσες Αρχές το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής κατά ακυρωτικών αποφάσεων των υπεύθυνων για τις διαδικασίες προσφυγής Αρχών, όταν οι τελευταίες δεν είναι δικαστικές Αρχές;» 

2.   Επίσης, οι Αιτητές ζητούν την αναστολή της διαδικασίας, μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το Δ.Ε.Κ. επί της πιο πάνω προδικαστικής παραπομπής.

3.   Η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση η οποία εκπροσωπείται από δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας, δεν έφερε ένσταση στο αίτημα για παραπομπή.

Τα πραγματικά περιστατικά

4.   Το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας, οι οποίοι είναι οι Αιτητές, είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που ενεργεί ως Αναθέτουσα Αρχή για σκοπούς κατακύρωσης διαγωνισμών προσφορών, υπό την έννοια του περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου του 2003 (Ν.101(1)/2003).

5.   Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, είναι διοικητικό όργανο εξέτασης Ιεραρχικών Προσφυγών κατά αποφάσεων Αναθετουσών Αρχών για θέματα προσφορών, το οποίο έχει ιδρυθεί για σκοπούς εναρμόνισης με το Κοινοτικό Δίκαιο και ιδιαίτερα με την Οδηγία 89/665/ΕΚ*. Η καθ’ ης η αίτηση ασκεί τις εξουσίες της με βάση τα Άρθρα 55-60 του περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου του 2003 (Ν.101(Ι)/2003), όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 181(Ι)/2004, ο οποίος προβλέπει για τη λειτουργία της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και την προσφυγή εναντίον των αποφάσεων της. Τα πιο πάνω άρθρα του νόμου επισυνάπτονται.

6.   Η καθ’ ης η αίτηση εξέδωσε στις 14.2.2006 απόφαση στην ιεραρχική προσφυγή της εταιρείας DEGREMONT με την οποία ακύρωσε την απόφαση των Αιτητών για κατακύρωση προσφοράς στην Κοινοπραξία WTE BAMAG.

Η Δικαστική Διαδικασία

7.   Οι Αιτητές με την παρούσα προσφυγή, αρ. 629/06, η οποία καταχωρήθηκε την 31.3.2006, ζητούν την ακύρωση της πράξης ή/και απόφασης της καθ’ ης η αίτηση ημερ. 14.2.2006. Η διαδικασία προχώρησε με την καταχώρηση στις 30.8.2006 γραπτής ένστασης στην προσφυγή. Οι Αιτητές στη συνέχεια καταχώρησαν στις 4.9.2007, την γραπτή αγόρευση τους.

8.   Διαρκούσης της δικαστικής διαδικασίας, στις 10.12.2007 εκδόθηκε η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2007) 3 Α.Α.Δ. 568*, (αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται), με την οποία αποφασίστηκε ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος δεν παρέχει έννομο συμφέρον σε Αναθέτουσες Αρχές όπως προσφεύγουν κατά της ακυρωτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, και ότι το Άρθρο 60 του Νόμου 101(1)/2003, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο αναγνωρίζει το δικαίωμα προσφυγής των Αναθετουσών Αρχών, δεν τυγχάνει εφαρμογής.

9.   Ενόψει των αποφασισθέντων στην πιο πάνω απόφαση, στις 26.5.2008 καταχωρήθηκε η επίδικη αίτηση για προδικαστική παραπομπή ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ώστε να διασαφηνιστεί το νομικό ερώτημα που εγείρεται.

Το Κοινοτικό Δίκαιο

10.       Από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1.5.2004 ισχύει η Κοινοτική Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. Το Άρθρο 2(8) της πιο πάνω Οδηγίας, προβλέπει τα ακόλουθα:-

«2(8) Όταν οι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής Αρχές δεν είναι δικαστικές, οι αποφάσεις τους πρέπει πάντοτε να αιτιολογούνται γραπτώς. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει επίσης να θεσπίζονται διατάξεις που να εγγυώνται την ύπαρξη διαδικασιών με τις οποίες κάθε μέτρο της βασικής αρμοδίας Αρχής που εικάζεται ότι είναι παράνομο, ή κάθε εικαζόμενη παράλειψή της κατά την εκτέλεση των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί, να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον άλλης Αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του Άρθρου 177 της Συνθήκης και είναι ανεξάρτητη από την Αναθέτουσα Αρχή και την Βασική Αρχή.»

Η Εθνική Νομοθεσία

11.1    Το Άρθρο 140 του Συντάγματος (φωτοαντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται), με τροποποίηση του οποίου* αναγνωρίστηκε η ισχύς του Κοινοτικού Δικαίου, προβλέπει ότι:

«1. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας από κοινού προ της εκδόσεως νόμου ή αποφάσεως τίνος της Βουλής των Αντιπροσώπων δικαιούνται να αναφερθώσιν εις το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον ίνα γνωματεύση τούτο, κατά πόσον ο εν λόγω νόμος, απόφασις ή ωρισμένη διάταξις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή είναι ασύμφωνος προς διάταξις τινα του Συντάγματος δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον πλην της δυσμενούς εις βάρος εκατέρας κοινότητος διακρίσεως ή ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

2. …………………………………………………...….………

3. Εις ην περίπτωσιν το Ανώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον γνωματεύση ότι ο νόμος ή η απόφασις ή διάταξις τις αυτών ευρίσκεται εις αντίθεσιν ή ασυμφωνίαν προς διάταξιν τινα του Συντάγματος ή του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο νόμος ή η απόφασις δεν δύναται να εκδοθή υπό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας.»

11.2    Το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος (αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται), προβλέπει ότι:

«146.2 Η Προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως διά της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως ίδιον, ενεστώς, έννομο συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο ως άτομον, είτε ως μέλος κοινότητος τινός.».

11.3    Το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται για σκοπούς της πα[*926]ρούσας προσφυγής, είναι αυτό που προβλέπεται από τον περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμο του 2003 (Ν. 101(Ι)/2003), ο οποίος θεσπίστηκε για να εναρμονίσει την Κυπριακή νομοθεσία με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επί του θέματος, συμπεριλαμβανομένης και της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ. Το Άρθρο 60 του Νόμου 101(1)/2003, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 181(Ι)/2004 (αντίγραφο επισυνάπτεται), προβλέπει ότι:

«60. Αν ο ενδιαφερόμενος θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών δικαιούται να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος δικαιούται να ασκήσει και η Αναθέτουσα Αρχή, εάν η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής θεωρηθεί, με κατάλληλη τεκμηρίωση, ότι είναι άδικη για την αρχή αυτή.».

Οι Ισχυρισμοί των Διαδίκων

12.       Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, ανωτέρω, υπάρχει παγιωμένη πλέον νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι οι Αναθέτουσες Δημόσιες Αρχές, δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσφεύγουν κατά ακυρωτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Με δεδομένη την πιο πάνω νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι έχουν στερηθεί του εννόμου συμφέροντος να υποστηρίξουν την παρούσα προσφυγή τους, εκτός και αν κριθεί ότι οι Αναθέτουσες Αρχές έχουν έννομο συμφέρον να προσφεύγουν κατά ακυρωτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και ότι κατά συνέπεια το Άρθρο 60 του Ν. 101(Ι)/2003 ως εναρμονιστικός Νόμος Κοινοτικής Οδηγίας εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την ερμηνεία του Άρθρου 146 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι κατά συνέπεια το Άρθρο 146 θα πρέπει να ερμηνευθεί με τρόπο που να εναρμονίζεται με το κοινοτικό δίκαιο.

13.       Το Άρθρο 2(8) της Οδηγίας 89/655/ΕΚ προβλέπει ότι όταν οι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής Αρχές δεν είναι δικαστικές, θα πρέπει να θεσπίζονται διατάξεις που να εγγυώνται την ύπαρξη διαδικασιών, με τις οποίες κάθε μέτρο [*927]της αρμόδιας αρχής που εικάζεται ότι είναι παράνομο κατά την εκτέλεση των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί, να μπορεί να αποτελεί αντικείμενο δικαστικής προσφυγής.

14.       Με δεδομένο ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών δεν είναι δικαστικό όργανο, η εναρμόνιση του Κυπριακού Δικαίου με το Κοινοτικό Δίκαιο, προϋποθέτει τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

15.       Τέλος, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι εκτός αν το θέμα παραπεμφθεί στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ώστε να επιληφθεί της ορθής ερμηνείας του Άρθρου 2(8) της Οδηγίας 89/665/ΕΚ, δεν θα είναι δυνατή η εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.

16.       Η Καθ’ ης η Αίτηση δεν διαφώνησε με τις πιο πάνω θέσεις των Αιτητών.

Η Άσκηση της Διακριτικής Ευχέρειας του Δικαστηρίου

17.       Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι για τους Αιτητές, κ. Α. Αιμιλιανίδης και κ. Χρ. Χριστοφίδης, με περισσή και υποδειγματική επιμέλεια έθεσαν ενώπιόν μου όλα τα αναγκαία στοιχεία, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, πράγμα που διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό το έργο του Δικαστηρίου.

18.       Έχω μελετήσει όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και έχω ικανοποιηθεί ότι προκύπτει θέμα ερμηνείας του Κοινοτικού Δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ενεργεί με βάση την πρωτόδικη του δικαιοδοσία και η απόφαση του υπόκειται σε έφεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να παραπέμψει το ερώτημα, αλλά διατηρεί διακριτική ευχέρεια. Παρά τη μη ύπαρξη ένστασης εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, θεωρώ ότι θα πρέπει να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια την οποία και ασκώ υπέρ της παραπομπής, εφόσον κρίνω ότι πληρούνται όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις και η παραπομπή είναι αναγκαία και απαραίτητη, ώστε να διασφαλιστεί η ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου.

19.       Το Άρθρο 2(8) της Κοινοτικής Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ προβλέπει ότι στις περιπτώσεις που οι υπεύθυνες Αρχές για τις δια[*928]δικασίες προσφυγής δεν είναι δικαστικές, τότε θα πρέπει να θεσπίζονται διατάξεις που να εγγυώνται την ύπαρξη διαδικασιών για προσφυγή στο Δικαστήριο. Οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προφορών δεν είναι δικαστικό όργανο, αλλά διοικητικό.

20.       Μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, ανωτέρω, με την οποία κρίθηκε ότι το Κυπριακό δίκαιο δεν παρέχει έννομο συμφέρον σε Αναθέτουσες Αρχές όπως προσφεύγουν κατά ακυρωτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, είναι φανερό ότι εγείρεται το αναπόφευκτο ερώτημα, κατά πόσον ο τρόπος που έχει ερμηνευθεί το Κυπριακό δίκαιο, αντίκειται στο παράγωγο Κοινοτικό δίκαιο που προκύπτει από το Άρθρο 2(8) της πιο πάνω Οδηγίας.

21.       Επομένως, καθίσταται σαφές ότι για να αποφασιστεί η παρούσα προσφυγή με την οποία ζητείται η ακύρωση απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, θα πρέπει πρώτα να αποφασιστεί κατά πόσον η παγιωμένη πλέον νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους των Αιτητών να προσφύγουν κατά αποφάσεων των Αναθεωρητικών Αρχών, συνάδει με την πιο πάνω Οδηγία.

22.       Το ερώτημα δεν έχει μέχρι σήμερα απαντηθεί από το Δ.Ε.Κ. και ως εκ τούτου θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να απαντηθεί, ώστε να μπορεί να αποφασιστεί η παρούσα προσφυγή.

23.       Ένα άλλο σημείο που λαμβάνω υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας, είναι ότι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, ανωτέρω, κρίθηκε στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, χωρίς να τεθεί από τους δικηγόρους θέμα της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ, με αποτέλεσμα η εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου να μην καταστεί επίδικο θέμα. Επομένως, συμφωνώ ότι η ύπαρξη της απόφασης της Ολομέλειας, δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της παραπομπής.  Σχετική επί του θέματος είναι η υπόθεση 166/73, Rheinmuhlen-Dusseldorf ν. Einfuhr-und Vorratstelle fur Getreide [1974] ECR 33, στην οποία αναφέρθηκε ότι:-

[*929]“A rule of national law whereby a Court is bound on points of law by the rulings of a superior court cannot deprive the inferior courts of their power to refer to the Court questions of interpretation of Community law involving such rulings.  It would be otherwise if the questions put by the inferior court were substantially the same as questions already put by the superior court.  On the other hand the inferior court must be free, if it considers that the ruling on law made by the superior court could lead it to give a judgment contrary to Community law, to refer to the court questions which concern it.  If inferior courts were bound without being able to refer matters to the Court, the jurisdiction of the latter to give preliminary rulings and the application of Community law at all levels of the judicial systems of the Member States would be compromised.”

24.       Στην υπόθεση Rawattar v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 742/06, ημερ. 24.9.08, άσκησα τη διακριτική μου ευχέρεια κατά της παραπομπής, επειδή εκεί η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29, είχε, σε αντίθεση με εδώ, εξετάσει την Κοινοτική Οδηγία και αποφασίσει ότι η Αιτήτρια σε εκείνη την υπόθεση, η οποία ήταν αλλοδαπή οικιακή βοηθός, δεν καλυπτόταν από την Οδηγία 2003/109/ΕΚ, αφού η άδεια παραμονής της κρίθηκε ότι είχε «επίσημα περιοριστεί».

25.       Ενόψει όλων των πιο πάνω, εγκρίνω το αίτημα για προδικαστική παραπομπή του ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

26.       Επίσης, εγκρίνω το αίτημα για αναστολή της διαδικασίας, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, επί της προδικαστικής παραπομπής.

27.       Τα έξοδα της διαδικασίας παραπομπής, επιφυλάσσονται.

Η αίτηση εγκρίνεται.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο