ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, Υπόθεση Αρ. 975/2007, 15 Ιανουαρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 975/2007)

 

15 Ιανουαρίου, 2009

 

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 23, 25, 26, 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.      ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

2.      ΒΕΡΑ ΚΡΙΓΓΟΥ,

 

Αιτήτριες,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ΄ου η Αίτηση.

 

- - - - - - -

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.

 

Θ. Πιπερή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.

 

- - - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτήτριες είναι συνιδιοκτήτριες του τεμαχίου υπ΄αριθμό 870, Φ/Σχ ΧΧΙ/62,Ε2, τμήμα Κ, στο Στρόβολο. Στο τεμάχιο, το οποίο βρίσκεται στην οικιστική Ζώνη Κα4, υφίσταται ισόγειος διπλοκατοικία.

 

Στις 11.4.2001, οι αιτήτριες υπέβαλαν την πολεοδομική αίτηση ΛΕΥ/837/2001 για προσθήκες/μετατροπές της διπλοκατοικίας σε διώροφη  οικοδομή. Η Πολεοδομική Αρχή ενέκρινε την αίτηση, επιβάλλοντας όμως συγκεκριμένους όρους, ένας από τους οποίους ήταν και ο ακόλουθος:

 

«(306) το τμήμα του τεμαχίου που επηρεάζεται από σχέδιο διεύρυνσης του δρόμου, όπως δείχνεται με κόκκινη γραμμή και  κίτρινο χρώμα στο χωρομετρικό σχέδιο θα παραχωρηθεί στο δημόσιο δρόμο και κατά μήκος του νέου οδικού συνόρου θα κατασκευασθεί πλακόστρωτο πεζοδρόμιο πλατους…200 μέτρα.. με πρόχυτα κράσπεδα και πρόχυτες πλάκες σκυροδέματος διαστάσεων 0,40 Χ0,40 μέτρα. Το υπόλοιπο παραχωρούμενο μέρος θα ασφαλτοστρωθεί με “πρέμιξ”. Στο πεζοδρόμιο θα διαμορφωθούν είσοδοι αυτοκίνητων σύμφωνα με το συνημμένο σχέδιο.»

 

Στις 28.5.2003, οι αιτήτριες υπέβαλαν την πολεοδομική αίτηση ΛΕΥ 1197/2003 για τη διαίρεση του οικόπεδου και της οικοδομής σε δύο τμήματα. Η αίτηση εγκρίθηκε υπό όρους. Ένας από τους όρους, ο όρος 500, ήταν ότι θα έπρεπε να υλοποιηθούν όλοι οι όροι οι οποίοι είχαν επιβληθεί στην αίτηση ΛΕΥ/837/2001 και ειδικά ο όρος 306. Ταυτόχρονα, την ίδια μέρα, οι αιτήτριες υπέβαλαν και την πολεοδομική αίτηση ΛΕΥ/837/2001/Α για απαλλαγή υποχρεώσεως για συμμόρφωση προς τον όρο 306 (πιο πάνω). Η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε, στις 15.7.2003, την αίτηση διότι αντίκειτο στις πρόνοιες της παραγράφου 3.1 (α) του παραρτήματος Β του Αναθεωρημένου Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.

 

Στις 5.8.2003 και 21.8.2003, οι αιτήτριες καταχώρησαν ιεραρχικές προσφυγές εναντίον της απόρριψης της αίτησής τους ΛΕΥ 837/2001/Α και εναντίον της επιβολής όρων στην άδεια ΛΕΥ 1197/2003, αντίστοιχα.

 

Στις 16.3.2007, το Υπουργείο Εσωτερικών, με σημείωμά του προς την Υπουργική Επιτροπή, εισηγήθηκε την απόρριψη των ιεραρχικών προσφυγών. Ακολούθως, η Υπουργική Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερομηνίας 29.3.2007, αφού έλαβε υπόψη της το σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, και αφού εξέτασε τα πραγματικά γεγονότα και νομικά χαρακτηριστικά των δύο αιτήσεων, απέρριψε τις ιεραρχικές προσφυγές.  Έκρινε ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής να αρνηθεί, αφενός τη χορήγηση της αιτουμένης πολεοδομικής έγκρισης για απαλλαγή από όρο 306 της πολεοδομικής άδειας ΛΕΥ/837/2001 και, αφετέρου, να επιβάλει τον προσβαλλόμενο όρο στη χορηγηθείσα πολεοδομική άδεια διαίρεσης ΛΕΥ/1197/2003, ήταν ορθή και μέσα στα πλαίσια της πολεοδομικής νομοθεσίας και των σχετικών προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών πληροφόρησε το δικηγόρο των αιτητρίων για την απόρριψη των ιεραρχικών προσφυγών, με επιστολή του ημερομηνίας 7.5.2007.

 

Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτήτριες επιδιώκουν ακύρωση της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής.

 

Προβλήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση η προδικαστική ένσταση ότι, με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλονταν δύο διαφορετικές διοικητικές πράξεις. Ως αποτέλεσμα, καταχωρήθηκε αίτηση διαχωρισμού του δικογράφου, η οποία και εγκρίθηκε. Παραμένει προς εξέταση η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να επιβάλει τον όρο 500 στην πολεοδομική άδεια ΛΕΥ 1197/2003.

 

 

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε πάσχει λόγω του ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με δική του πρωτοβουλία και αναρμόδια, ανέλαβε να εξετάσει το θέμα και να ετοιμάσει, όπως και ετοίμασε, σχετικό σημείωμα προς την Υπουργική Επιτροπή. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το ζήτημα έχει απαντηθεί πλειστάκις από τη νομολογία. Στη Χριστοδούλου ν. Έπαρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η παραπάνω ανάμειξη του Υπουργείου των Εσωτερικών αποτελεί την κύρια βάση της έφεσης. Διαπιστώθηκε πρωτόδικα - και η Δημοκρατία δεν το αμφισβητεί - ότι προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση, το Υπουργείο ζήτησε, εκτός από την κατάθεση των εγγράφων στα οποία αναφέρθηκε ο δικηγόρος των αιτητών για υποστήριξη της προσφυγής και έκθεση από την Πολεοδομική Αρχή, καθώς και το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ο πρώτος ουσιαστικά επανέλαβε τους λόγους για τους οποίους εναντιώθηκε στη μεταβολή χρήσης και απέρριψε την αίτηση ενώ ο δεύτερος, εισηγούμενος επίσης απόρριψη, υπέδειξε ότι η ικανοποίηση του αιτήματος θα δημιουργούσε ή θα επέτεινε και πρόβλημα “ανεξέλεγκτης στάθμευσης” οχημάτων στην οδό Ενότητος.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ακριβώς τις ενέργειες αυτές του Υπουργείου και τελικά την υποβολή του παραπάνω Σημειώματος. Η εμπλοκή του με αυτό τον τρόπο, κατά το δικηγόρο των εφεσειόντων, προσκρούει στις διατάξεις του Κανονισμού 7(5), με αναπόφευκτο επακόλουθο την ακυρότητα της απορριπτικής απόφασης. Η απουσία εντολής διερεύνησης προς το Υπουργείο, κατέστησε την πρωτοβουλία και την όλη δράση του Υπουργείου στο ζήτημα, παράνομη. Η Υπουργική Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και την εξουσία που της παρέχει με αποτέλεσμα τον αυτοεγκλωβισμό της σε ότι “προκατασκεύασε” - προκαλεί απορία η χρήση της λέξης αφού το Σημείωμα περιέχει βασικά εξιστόρηση των όσων προηγήθηκαν - άλλο αναρμόδιο όργανο, στο οποίο δεν δόθηκε σχετική εντολή.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε τις παραπάνω και άλλες όμοιες αιτιάσεις. Στηρίχθηκε γι’ αυτό και στην απόφαση του Καλλή, Δ. στην υπόθεση αρ. 683/97, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6/7/98, την οποία ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι κακώς ακολούθησε. Όμως η Ολομέλεια με την απόφασή της στην Α.Ε. 2687, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, επικύρωσε την απόφαση. Ας σημειωθεί ότι η εισήγηση ήταν ταυτόσημη:-

 

(ο συνήγορος του εφεσείοντα) “Εισηγήθηκε πως το Υπουργείο Εσωτερικών και οι υπ’ αυτό αρμόδιες υπηρεσίες παρανόμως, γιατί δεν τους ζητήθηκε κάτι τέτοιο, έθεσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή τα διάφορα στοιχεία και τις δικές τους απόψεις που αφορούν στην υπόθεση. Ο δικηγόρος διατείνεται πως το Υπουργείο Εσωτερικών ήταν εμπλεκόμενο ως “αντίδικος” στην υπόθεση και επομένως δεν είχε δικαίωμα, χωρίς να του ζητηθεί από την Υπουργική Επιτροπή, να θέσει ενώπιον της τα πιο πάνω στοιχεία, και μάλιστα να εισηγείται απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.”.

 

Η Ολομέλεια την απέρριψε παρατηρώντας ότι:-

 

“Κρίνουμε ολωσδιόλου αβάσιμη την εισήγηση. Αντίθετα με αυτή, έχουμε τη γνώμη πως ορθά ενήργησε το Υπουργείο Εσωτερικών, γιατί καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην υπόθεση.”.

 

Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: “Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει” εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. Σε καμιά δε περίπτωση δεν επικρίθηκε η διεξαχθείσα έρευνα ως ελλιπής ή στρεβλωτική της κατάστασης. Όπως θα προσέξει ένας, το Σημείωμα περιέχει και κάθε στοιχείο σχετιζόμενο με τη μεταγενέστερη αλλαγή των χρήσεων της ζώνης, που βρίσκονται τα επίδικα καταστήματα. Δόθηκε ολοκληρωμένη και πιστή εικόνα.

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία παραπέμπει ο πρωτόδικος δικαστής, έχει λεχθεί ότι:-

 

“Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.”.

 

Η άλλη πλημμέλεια - που αποτελεί τη βάση του δεύτερου λόγου έφεσης - αφορά κατά βάση τη διαδικασία της έρευνας με κάποιες παραλλαγές ή προσθήκες. Συνοπτικά η εισήγηση είναι ότι η Υπουργική Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει κατά τον κανονισμό 7(5), ο οποίος δεν αφήνει δυνατότητα οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σε άλλο όργανο. Έπρεπε να είχε προηγηθεί εντολή. Η παρέμβαση του Υπουργείου απλώς εμπέδωσε τη θέση της Δημοκρατίας. Η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής έχει ως βάση απόφαση για εξέταση θεμάτων από λειτουργό Υπουργείου συνδεδεμένων με την ιεραρχική προσφυγή. Ο κ. Αγγελίδης έψεξε επίσης την αναφορά στα παράπονα των κατοίκων, υπαινισσόμενος πως η υπόθεση δεν εξετάστηκε υπό το πρίσμα του ισχύοντος Τοπικού Σχεδίου.

 

Το πρώτο μέρος της εισήγησης έχει ήδη απαντηθεί. Η ανάμειξη του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν νόμιμη αν όχι απαραίτητη, δοθέντος, όπως παρατηρεί ο Καλλής, Δ. στην παραπάνω απόφασή του, ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει γραμματεία για τους σκοπούς εξέτασης ιεραχικών προσφυγών. Η νομολογία δε θέτει ως προαπαιτούμενο για τη βοήθεια από άλλα όργανα ή λειτουργούς ειδικής εντολής προς αυτούς. Δεν είναι αυτό το πνεύμα της. Εξάλλου δεν μας έχει παραπέμψει ο συνήγορος σε απόφαση, που θέτει ένα τέτοιο άτεγκτο κανόνα.»

 

(Δέστε επίσης Στρούθου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 72,  Υποθέσεις 737/06  κ.ά Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, 31.7.2008, Υπόθεση 1268/99 ΔΟΜΟΚΟΣ Λτδ ν. Δημοκρατίας, 12.10.2000).

 

Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακυρώσεως ότι παραβιάστηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον δεν δόθηκε στις αιτήτριες η ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους. Ο Κανονισμός 7(4) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 55/90) προνοεί:

 

"7.-(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει την προσφυγή χωρίς υπαίτια βραδύτητα και κοινοποιεί το ταχύτερο την απόφασή του στο πρόσωπο που άσκησε την προσφυγή, αφού προηγουμένως, αν το κρίνει σκόπιμο, ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή." 

 

Έπεται ότι ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Οι αιτήτριες είχαν ήδη εκφράσει τις απόψεις τους με τη ιεραρχική προσφυγή την όποια είχαν ασκήσει. Όπως ορθά αναφέρεται στη Βάσος Χαρτούμπαλος και Υιοί (Αισερκίτες) Λτδ ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 1173/2004, 10.10.2006:

 

«Ως προς το επιχείρημα ότι οι αιτητές δεν είχαν την ευκαιρία να εκθέσουν τις απόψεις τους, αρκεί να λεχθεί ότι αντίθετα είχαν κάθε ευκαιρία να το πράξουν μέσα από την ιεραρχική τους προσφυγή και μάλιστα εν εκτάσει. Πράγματι, η νομολογία επιτάσσει όπως ο επηρεαζόμενος ακούεται πριν από τη λήψη μέτρων που θα τον επηρεάσουν δυσμενώς, δικαίωμα το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις επιβολής ποινής ή τιμωρίας πειθαρχικής ή άλλης φύσης (βλέπε Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 361, Γιαγκοπούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 432/97, ημερ. 22.12.1998 και Agia Napa Nissi Developments v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 381/2003, ημερ. 22.7.2003). Οι αιτητές είχαν όμως την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν την άποψή τους στην αρμόδια αρχή, πράγμα που έκαμαν και με κάθε, μάλιστα, λεπτομέρεια. Δεν νομίζω ότι κάτω από τις περιστάσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε παραβίαση του δικαιώματός τους αυτού.»

 

Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακυρώσεως η μη τήρηση άρτιων πρακτικών. Οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι, ενόψει της έλλειψης πλήρους πρακτικού, δεν φαίνεται η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής. Οι καθ΄ων η αίτηση προσκόμισαν τα πρακτικά της Υπουργικής Επιτροπής στα οποία καταγράφεται η παρουσία όλων των μελών της Υπουργικής Επιτροπής και των παρευρισκομένων, αλλά και η αποχώρηση τρίτων  πριν από τη συζήτηση και λήψη απόφασης. Άρα δεν εγείρεται ζήτημα.

 

Στην απαντητική τους αγόρευση, οι αιτήτριες, αναφερόμενες στο περιεχόμενο των πρακτικών, προβάλλουν ως λόγο ακυρώσεως, πρώτο, το γεγονός ότι δεν καταγράφεται η σύνθεση  του Υπουργικού Συμβουλίου, όταν λαμβανόταν η απόφαση για τη σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής και, δεύτερο, ότι αναφέρεται στα πρακτικά της Υπουργικής Επιτροπής πως ζητηθήκαν επεξηγήσεις και διευκρινήσεις, χωρίς όμως αυτές να υπάρχουν καταγραμμένες. Ούτε αυτά ευσταθούν. Οι αιτήτριες δεν μπορούν, με την απαντητική τους αγόρευση, να εγείρουν λόγο ακυρώσεως αναφορικά με το ποία μέλη του Υπουργικού Συμβούλιου ήσαν παρόντα κατά την απόφαση για τη σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής.  Όσον αφορά το θέμα των διευκρινήσεων, ο Κωνσταντινίδης Δ., στην υπόθεση Πικολου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 878/2007, 8.8.2008, αναφέρει, ορθά, τα ακόλουθα:

 

«Με ξεχωριστούς ισχυρισμούς της στην κύρια αγόρευσή της η αιτήτρια υποστήριξε πως, ενόψει της έλλειψης πλήρους πρακτικού, δεν μπορούσε να φανεί η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής και όσα μπορούσε να αναφέρονται σ' αυτή, περιλαμβανομένης και της πιθανής παρουσίας προσώπου που δεν θα έπρεπε να παρίσταται.  Με υπαινιγμό και σε σχέση με την πράγματι εκχώρηση της εξουσίας για εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής σε Υπουργική Επιτροπή.  Οι καθ' ων η αίτηση υπέδειξαν πως η εκχώρηση έγινε με την ΚΔΠ 196/93 και η αιτήτρια δεν επανήλθε στο θέμα με την απαντητική αγόρευσή της.  Αντίθετα, από το όλο περιεχόμενό της, εκλαμβάνεται πως δεν τίθεται τέτοιο θέμα.  Προσκομίστηκαν όμως και τα πρακτικά της Υπουργικής Επιτροπής και σ' αυτά καταγράφεται η παρουσία όλων των μελών της Υπουργικής Επιτροπής αλλά και η αποχώρηση κάθε τρίτου  πριν από τη συζήτηση και λήψη απόφασης.  Επ' αυτού η αιτήτρια άλλαξε μέτωπο αναφερόμενη πλέον στο περιεχόμενο των πρακτικών.  Προφανώς κατ' εγκατάλειψη των προηγούμενων, τα οποία εν πάση περιπτώσει, απολήγουν αβάσιμα, υποστήριξε πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας επειδή στα πρακτικά αναφέρεται ότι ζητήθηκαν επεξηγήσεις και διευκρινίσεις από υπηρεσιακούς παράγοντες οι οποίες, όμως, δεν καταγράφηκαν στα πρακτικά.  Κατ' αρχάς είναι ανεπίτρεπτη η έγερση νέου θέματος με την απαντητική αγόρευση.  Ούτως ή άλλως, οι επεξηγήσεις και διευκρινίσεις που δόθηκαν, όπως σημειώνεται στο πρακτικό της 29.3.07, «σχετίζονται κυρίως με την τεχνική και νομική πτυχή των υποθέσεων που εξετάστηκαν»»

 

 

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής διότι σ΄ αυτή συμμετείχε και ο Υπουργός Εσωτερικών. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (ΚΔΠ 53/96) ο Υπουργός Εσωτερικών εκχώρησε τις εξουσίες του για πολεοδομικό έλεγχο στους Επαρχιακούς Λειτουργούς. Επί του θέματος σχετική είναι η απόφασή μου στην Χαπέρη ν. Υπουργείου Εσωτερικών, Προσφυγή 1283/2007, 17.12.2008, όπου αναφέρω τα ακόλουθα:

 

“Προβάλλεται, τέλος, στην απαντητική αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας, ο ισχυρισμός ότι πάσχει η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής, καθότι δεν φαίνεται στο σχετικό πρακτικό εάν συμμετείχε ο Υπουργός Εσωτερικών. Εάν όντως συμμετείχε, τότε η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής. Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72, όπως τροποποιήθηκε) “η Πολεοδομική Αρχή είναι, αναλόγως της περιπτώσεως, ο Υπουργός ή οιαδήποτε αρχή εις την οποίαν έχουσι μεταβιβασθή αρμοδιότητες”. Η εκχώρηση αρμοδιοτήτων θεσμοθετήθηκε με το περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (Κ.Δ.Π. 53/96) από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια ότι, στις περιοχές οι οποίες δεν εμπίπτουν στα δημοτικά όρια των Δήμων, οι οποίοι κατονομάζονται στη διάταξη, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Παραλιμνίου, οι εξουσίες του Υπουργού Εσωτερικών για πολεοδομικό έλεγχο, στο υπό συζήτηση ζήτημα, εκχωρήθηκαν στους “κατά τόπο αρμόδιους Επαρχιακούς Λειτουργούς”. Πολεοδομική Αρχή, στην περίπτωση της αιτήτριας, ήταν ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου. Όχι ο Υπουργός Εσωτερικών. Το ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είναι η προϊσταμένη αρχή δεν επηρεάζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολεοδομικής Αρχής. Την επίδικη απόφαση εξέδωσε αρμόδια,  ως Πολεοδομική Αρχή, ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη του Υπουργού Εσωτερικών. Δεν στοιχειοθετείται, επομένως, ο ισχυρισμός ότι η συμμετοχή του Υπουργού Εσωτερικών στην Υπουργική Επιτροπή συνέβαλε στη δημιουργία δυσμενών αποτελεσμάτων για την αιτήτρια, ότι, δηλαδή, ο Υπουργός Εσωτερικών εστερείτο των εχέγγυων αμεροληψίας. (Βλ. Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ).”

 

Προβάλλονται, τέλος, ως λόγοι ακυρώσεως, η έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ισχυρίζονται οι αιτήτριες ότι οι καθ΄ων η αίτηση αγνόησαν το γεγονός ότι, για συμμόρφωση με τον επιβληθέντα όρο, θάπρεπε να κατεδαφίσουν μέρος της οικοδομής τους, πράγμα το οποίο συνεπάγεται στέρηση της ιδιοκτησίας τους, κατά παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Και αυτός ο λόγος δεν ευσταθεί. Οι καθ΄ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους όλα τα στοιχεία και δεδομένα όπως αυτά αναφέρονταν και στο σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών. Ούτε θέμα παραβιάσεως του Άρθρου 23 του Συντάγματος εγείρεται. Θα πρέπει συναφώς να σημειωθεί ότι οι αιτήτριες δεν είχαν προσβάλλει τον αρχικό όρο 306, ο οποίος είχε επιβληθεί στην άδεια ΛΕΥ/837/2001, αλλά προσέβαλαν τον όρο 500 ο οποίος είχε επιβληθεί στην πολεοδομική άδεια ΛΕΥ1197/2003 και ο οποίος προέβλεπε ότι  θάπρεπε να υλοποιηθούν όλοι οι όροι οι οποίοι είχαν επιβληθεί στην άδεια ΛΕΥ 837/2001 και, εδικά, ο όρος 306. Δεν μπορούν τώρα να ισχυρίζονται οι αιτήτριες ότι στερούνται της ιδιοκτησίας τους, εφόσον δεν είχαν προσβάλει την αρχική πολεοδομικής άδεια, ήτοι την ΛΕΥ 837/2001. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν μπορεί να προσβάλλεται, και ακυρώνεται, αυτοτελώς ένας όρος στην πολεοδομική άδεια, εκτός εάν αυτός μπορεί να διαχωρισθεί από το σύνολο της άδειας. Στην προκείμενη περίπτωση δεν χωρεί, κατά την άποψή μου, διαχωρισμός. Ακύρωση, επομένως, του όρου 500 στη ΛΕΥ/1197/2003, θα ήταν αλυσιτελής για τις αιτήτριες, εφόσον θα επέφερε και ακύρωση της άδειας στο σύνολό της. Όπως έχω αναφέρει στην Ελευθέριου ν. Δήμου Λάρνακας, Προσφυγή 298/1993, 10.7.1998 :

 

«Με προβλημάτισε το κατά πόσο η ακύρωση του όρου 7 εκθεμελιώνει την παρασχεθείσα πολεοδομική άδεια στο σύνολό της. Τούτο εξαρτάται από το κατά πόσο αυτός μπορεί να διαχωρισθεί από την υπόλοιπη άδεια. Εχω την άποψη ότι, με τον παραμερισμό του όρου 7, η άδεια εκθεμελιώνεται. Ο όρος 7 δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το σύνολο της άδειας. Ακολουθεί ότι ολόκληρη η απόφαση για την παραχώρηση της άδειας πρέπει να ακυρωθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αυτή τη δυνατότητα βάσει του Κανονισμού 17 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962. (Βλέπε Α.Ε. 1451, Έπαρχος Λευκωσίας κ.α. ν. Σπαρτή Μόδεστου κ.α. - απόφαση δόθηκε στις 19/6/1996 - και Α.Ε. 1481, Δήμος Στροβόλου ν. Μάρως Μ. Γιασεμίδου - απόφαση δόθηκε στις 27/2/98»

 

 

Ούτε και ο λόγος περί έλλειψης αιτιολογίας ευσταθεί. Η Υπουργική Επιτροπή αναφέρθηκε στο σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, το νομικό και πραγματικό πλαίσιο των αιτήσεων, όπως και στα όσα ανέφεραν οι αιτήτριες στην ιεραρχική τους προσφυγή.

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εις βάρος των αιτητριών.

 

 

                                                                   Ρ. Γαβριηλίδης,

                                                                           Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο