ΑΝΝΑ ΛΟΙΖΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 991/2007, 15 Ιανουαρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                   

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                      &nb sp;                          Υπóθεση  αρ. 991/2007

 

 

15 Ιανουαρίου, 2009

 

 [Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡA 28 KAI 146 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΝΑ ΛΟΙΖΙΔΟΥ

Αιτήτρια

 

-         και –

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ής η αίτηση

……………………

 

Α.Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα), για την αιτήτρια

Ε. Λοϊζίδου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθ’ ής η αίτηση

………………………………

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης με την οποία δεν συμπεριέλαβε την αιτήτρια στον τελικό πίνακα Διοριστέων Δημοτικής Εκπαίδευσης στην ειδικότητα Δασκάλου Νοητικών, Συναισθηματικών και άλλων Προβλημάτων, που δημοσιεύθηκε στον Ιστοσελίδα της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 22/6/07, παρά την ένσταση της αιτήτριας ημερ. 12/4/07, υπήρξε συμπερίληψη άλλων με ακριβώς τα ίδια προσόντα με την αιτήτρια, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

    ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η αιτήτρια κατέχει (ι) Πτυχίο Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, που απέκτησε το 1997 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και (ιι) "M.Α. in Special Educational Needs", που απέκτησε από το University of Wales, Newport School of Education, του Ηνωμένου Βασιλείου, το 2006.  Στις 26.10.2006 υπέβαλε στο Γραφείο της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (πιο κάτω η Επιτροπή)αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων Δασκάλων Ειδικής Εκπαίδευσης (Παιδιά με Νοητικά, Συναισθηματικά και Άλλα Προβλήματα).

 

Η Επιτροπή εξέτασε την αίτηση στη συνεδρία της ημερ. 4.1.2007 και την απέρριψε γιατί η αιτήτρια δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας για τη θέση Δασκάλου Ειδικής Εκπαίδευσης ακαδημαϊκά προσόντα. Συγκεκριμένα δεν κατείχε :

(α)           Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην απαιτούμενη ειδικότητα ή στον τομέα της απαιτούμενης ειδικότητας με κύριο θέμα την ειδικότητα αυτή ή με συμπληρωματική ειδίκευση στην ειδικότητα, ή

(β)           Πτυχίο  Πανεπιστημίου  όπως απαιτείται για τη  θέση Δασκάλου (Δημοτική Εκπαίδευση) (Κλ. Α8-Α10), και (ι) μονοετή τουλάχιστον εξειδίκευση στο θέμα της απαιτούμενης ειδικότητας, ή (ιι) μονοετή τουλάχιστον εξειδίκευση με κύριο θέμα την απαιτούμενη ειδικότητα.

 

Στις 28.2.2007 αναρτήθηκε στο Γραφείο της Επιτροπής ο αναθεωρημένος/συμπληρωμένος με τους υποψηφίους που υπέβαλαν αίτηση μέχρι την 31.12.2006 πίνακας διοριστέων Δασκάλων Ειδικής Εκπαίδευσης (Παιδιά με Νοητικά, Συναισθηματικά και Άλλα Προβλήματα).  Η αιτήτρια δεν περιλήφθηκε στον εν λόγω πίνακα, αφού η σχετική αίτηση που υπέβαλε, απορρίφθηκε για τους προαναφερθέντες λόγους.

 

Στις 12.3.2007 η αιτήτρια, τόσο με δική της επιστολή όσο και με επιστολή του δικηγόρου της, υπέβαλε ένσταση για τη μη συμπερίληψη της στον πιο πάνω πίνακα. Στην ένσταση της, επικαλέστηκε τις περιπτώσεις δύο άλλων ατόμων, τα οποία, όπως ισχυρίστηκε, με τα ίδια προσόντα που κατέχει η ίδια περιλήφθηκαν στον εν λόγω πίνακα και είναι ήδη διορισμένα στη δημοτική εκπαίδευση στην ειδικότητα Δασκάλων Ειδικής Εκπαίδευσης (Παιδιά με Νοητικά, Συναισθηματικά και Άλλα Προβλήματα). Τα άτομα αυτά είναι ο Νίκος Αγγελίδης και η Σοφία Χειμωνίδου.  Η Επιτροπή εξέτασε την ένσταση της στη συνεδρία της ημερ. 30.5.2007 και την απέρριψε για τον ίδιο λόγο που απέρριψε και την αίτηση της ημερ. 26.10.2006, ο οποίος φαίνεται στα πρακτικά της Επιτροπής (βλέπε Παράρτημα Γ' στην Ένσταση).  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της Επιτροπής η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 18/7/07.

 

Για την απόρριψη της ένστασης της, η Επιτροπή ενημέρωσε την αιτήτρια με επιστολή της με ημερομηνία 19.12.2007. Για το ίδιο θέμα, η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης και το δικηγόρο της αιτήτριας με επιστολή της ημερ. 20.12.2007.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει τους εξής λόγους ακυρώσεως:  (α) μη δέουσα έρευνα και την έλλειψη αιτιολογίας. Δεν λήφθηκαν υπόψη τα νέα στοιχεία στην ένσταση της αιτήτριας.  (β)  ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.

 

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ως λόγο ακυρώσεως της προσβαλλομένης απόφασης την μη δέουσα έρευνα και την έλλειψη αιτιολογίας και ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα νέα στοιχεία στην ένσταση της αιτήτριας.

 

Στο σύγγραμμα «ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ», Έκδοση 2002, ο πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Α. Ν. Λοΐζου, αποτυπώνοντας την Κυπριακή Νομολογία σε σχέση με την έννοια της δέουσας έρευνας, αναφέρει, στις σελ. 356-357, τα ακόλουθα:

 

«(ε) Έλλειψη δέουσας έρευνας:  Ο λόγος αυτός ακύρωσης συνδέεται με το λόγο πλάνης περί τα πράγματα αλλά στην Κυπριακή νομολογία έτυχε μεταχείρισης και ως ανεξάρτητου λόγου ακύρωσης.  Συνδέεται επίσης και με την αιτιολογία διοικητικής πράξης.  Η διοίκηση έχει καθήκον να προβεί στη δέουσα έρευνα για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων, να ερμηνεύσει, όπου τούτο είναι αναγκαίο, τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και να τις εφαρμόσει στα γεγονότα και να αποφασίσει.  Η έρευνα μπορεί να διεξαχθεί είτε από το ίδιο το αρμόδιο διοικητικό όργανο είτε μέσω άλλου προσώπου ή Αρχής ή Οργάνου.  Η τελική όμως εκτίμηση των γεγονότων, η εφαρμογή σ΄ αυτά του νόμου και η λήψη της τελικής απόφασης είναι καθήκον του αρμοδίου οργάνου.  Η έκταση της έρευνας είναι σχετική, ανάλογα με την κάθε περίπτωση.  Λόγω ελλιπούς έρευνας διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ως προς την κρινόμενη απόφαση.  Το τεκμήριο της νομιμότητας των ευρημάτων της διοίκησης εξασθενεί αν ο αιτητής επιτύχει να θέσει ως πιθανή την ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα.  Αν δημιουργηθούν αμφιβολίες στο Δικαστή, αναφορικά με την ορθότητα των ευρημάτων της διοίκησης, η διοικητική πράξη μπορεί να ακυρωθεί αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα.  Η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας πρέπει να συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου.  Εξ άλλου, η παρουσίαση στοιχείων από έναν αιτητή τα οποία δεν ήσαν ενώπιον της διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προς αντίκρουση του ισχυρισμού του.»

 

Σε σχέση με τη δέουσα έρευνα ο κ. Καλλής, Δ. στην απόφαση του 659/01, Σάββα Χ’’ Ευσταθίου, ν. ΕΔΥ, ημερ. 22.5.02, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Σε σχέση με την εισήγηση περί απουσίας δέουσας έρευνας οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο     η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2371/25.6.99)

 

Στρεφόμενος στα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης, μπορώ να πω με ευκολία ότι ο ισχυρισμός για μη δέουσα έρευνα δεν ευσταθεί, αφού η καθ’ ης η αίτηση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία και εξέτασε αυτά.  Εκτιμώντας ανάλογα τα προσόντα και με γνώμονα πάντοτε το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, έκρινε ότι αυτά δεν πληρούσαν τα προαπαιτούμενα προσόντα για την εγγραφή της αιτήτριας στον σχετικό κατάλογο, αφού το πτυχίο της Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού δεν ενέπιπτε στο απαιτούμενο Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην απαιτούμενη ειδικότητα, ή στον τομέα της απαιτούμενης ειδικότητας με κύριο θέμα την ειδικότητα αυτή ή με συμπληρωματική ειδίκευση στην ειδικότητα, ώστε να διδάξει σε παιδιά με νοητικά, συναισθηματικά και άλλα προβλήματα.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα νέα στοιχεία στην ένσταση της αιτήτριας, ούτε αυτός ευσταθεί.  Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή έλαβε υπόψη το M.Α. in Special Educational Needs, που απέκτησε από το University of Wales, Newport School of Education, του Ηνωμένου Βασιλείου το 2006, πλην όμως, ως αποφασίζον όργανο, έκρινε ότι το προσόν αυτό δεν πληρούσε τα προαπαιτούμενα για εγγραφή της, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα στην αιτήτρια ότι θα μπορούσε να επανεξετάσει το αίτημα εφόσον απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ ως το μόνο αρμόδιο όργανο, για εξασφάλιση πιστοποιητικού ισοτιμίας και αντιστοιχία των προσόντων της, «….κατά συνεκτίμηση, προς το πτυχίο πανεπιστημίου στον κλάδο Δασκάλου Ειδικής Εκπαίδευσης (Παιδιά με Νοητικά, Συναισθηματικά και Άλλα Προβλήματα)».  Ότι η Επιτροπή μπορούσε νομικά να ζητήσει από την αιτήτρια να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ και δεν είχε η ίδια υποχρέωση να παραπέμψει αυτή το θέμα μέσα στα πλαίσια της δέουσας έρευνας, υποστηρίζεται και από τη νομολογία.  Αρκούμαι να αναφερθώ στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Σ. Χατζηγεωργίου, Α.Ε. 120/05 ημερ. 14/2/08.

 

Με τα πιο πάνω απαντάται και ο ισχυρισμός περί αναιτιολόγητου της προσβαλλόμενης απόφασης αφού καταγράφονται, σ’ αυτήν, τόσο οι νομικοί όσο και οι πραγματικοί λόγοι, για τους οποίους η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση της. Σχετικά με το τι συνιστά αιτιολογία μιας Διοικητικής πράξης έχει καθορισθεί με πληρότητα στην απόφαση της Ολομέλειας Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, σελ. 273 όπου αναφέρονται τα εξής:

 

«Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια.  Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου.  Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν.  Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

 

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

 

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

 

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου.  Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία.  «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μη εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ών εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω)).»

 

Άλλος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι με τα ίδια προσόντα που κατέχει η ίδια, περιλήφθηκαν στον εν λόγω πίνακα και είναι ήδη διορισμένα στη δημοτική εκπαίδευση στην ειδικότητα Δασκάλων Ειδικής Εκπαίδευσης (Παιδιά με Νοητικά, Συναισθηματικά και Άλλα Προβλήματα), ο Νίκος Αγγελίδης και η Σοφία Χειμωνίδου.

 

Εξέτασα και αυτό τον ισχυρισμό.  Το Άρθρο 28 του Συντάγματος δεν προνοεί για απόλυτη ισότητα, αλλά για ισότητα όπου υπάρχει ομοιογένεια των περιπτώσεων. Οι προεκτάσεις του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, από όπου κρίνω σκόπιμο να μεταφέρω το πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος "ίσοι ενώπιον του Νόμου" στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας 2 R.S.C.C. 125).»

 

 

Στην παρούσα περίπτωση με βάση τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο Νίκος Αγγελίδης και η Σοφία Χειμωνίδου εγγράφηκαν στον ειδικό κατάλογο, και διδάσκουν ως ειδικοί δασκάλοι από το 2000, με βάση άλλα προσόντα τα οποία κρίθηκαν κατάλληλα σύμφωνα με τις απόψεις της τότε αρμόδιας Επιτροπής Αξιολόγησης Περιεχομένου Πτυχίων. Σχετικά η Ολομέλεια στην απόφαση της Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λτδ. (2005) 3 Α.Α.Δ. 383, σελ. 392 ανάφερε τα ακόλουθα:

 

«Το άρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζει την ισότητα όλων ενώπιον του Νόμου. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Republic v. Christoudia and another (1988) 3 C.L.R. 2622,

 

"Το άρθρο 28 δεν απαγορεύει διακρίσεις σε μεταχείριση που θεμελιώνεται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζονται στο δημόσιο συμφέρον.»

 

Η ισότητα που διασφαλίζεται με το άρθρο 28 παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση.    (Βλ. Kyriakides v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 390). Μια τέτοια διαφοροποίηση πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί και τις πραγματικότητες που ισχύουν στο συγκεκριμένο χρόνο. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται μόνο όταν η διάκριση δεν είναι αντικειμενική και εύλογη. (Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και άλλου (1987)1 C.L.R. 252).»

 

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Δημοκρατία ν. Σ. Χατζηγεωργίου, σελ. 6, λέχθηκαν τα εξής:

«……………Άλλωστε, το ζήτημα δεν είναι αν τα προσόντα των τριών προσώπων, που ο εφεσίβλητος υπέδειξε, δικαιολογούσαν την εγγραφή τους – σύμφωνα με τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (ν. 158(1)/99), Άρθρο 39 δεν αναγνωρίζεται ισότητα στην παρανομία – αλλά αν ο τίτλος/πτυχίο που αυτός κατείχε είναι ισότιμος και αντίστοιχος με πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει.  Περί τούτου υπήρχε η προηγούμενη απόφαση ότι, για τον τίτλο που ο εφεσίβλητος κατείχε – ΒΑ in Hospitality Management από το Κολλέγιο Τουρισμού Κύπρου – απαιτείτο να προσκομίσει σχετικό πιστοποιητικό αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ.»

 

Τα πιο πάνω ισχύουν κατ’ αναλογία και στη δική μας περίπτωση.

 

Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον της αιτήτριας.

 

                                                                         Μ. Φωτίου, Δ.

 

 

/ΚΑΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο