ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1758/2006)
10 Φεβρουαρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MD JULAS MIAH,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------
Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Λ. Χατζηαθανασίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής υπήκοος της Μπαγκλαντές, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, εισήλθε νόμιμα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 10.11.02, υπέβαλε δε αίτηση για πολιτικό άσυλο στις 15.4.04, η οποία όμως απορρίφθηκε στις 21.4.05. Η διοικητική προσφυγή που καταχωρήθηκε στη συνέχεια επίσης απορρίφθηκε στις 27.6.06. Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της τελευταίας αυτής απόφασης.
Η απορριπτική εισήγηση της αρμοδίας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου βασίστηκε στις διαπιστωθείσες αντιφάσεις κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του αιτητή, με συνακόλουθο να κριθεί αυτός αναξιόπιστος με αναφορά στα πραγματικά γεγονότα και λόγους που τον είχαν ωθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα του. Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρέασαν αρνητικά την αξιοπιστία του ήταν ότι ο αιτητής είχε εισέλθει στο έδαφος της Δημοκρατίας νόμιμα ως φοιτητής για ένα χρόνο, ότι ήταν κάτοχος νομίμου διαβατηρίου το οποίο χρησιμοποίησε για να εξέλθει της χώρας του, μέσω αερολιμένα χωρίς να αντιμετωπίσει πρόβλημα, ότι ο αιτητής καθυστέρησε, ισχυριζόμενος άγνοια των διαδικασιών, για ενάμισυ έτος μετά την είσοδο του στη Δημοκρατία να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο, ότι αυτός δεν είχε συλληφθεί οποτεδήποτε ή αντιμετωπίσει πρόβλημα με την αστυνομία και τις αρχές στη χώρα του και ότι δεν γνώριζε τη ιδεολογία του κόμματος Awami League, στο οποίο δήλωσε ότι ανήκε, ούτε γνώριζε τις αρχές που πρεσβεύει το κόμμα αυτό. Πρόσθετα, λόγω της συμμετοχής του στο κόμμα, ο αιτητής είχε δηλώσει ότι τον κατηγόρησαν ψευδώς, αλλά παρά ταύτα έλαβε πιστοποιητικό καθαρού μητρώου από τις αστυνομικές αρχές της Μπαγκλαντές.
Η κρίση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου που εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης έγινε δεκτή από το Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου, επανεξετάστηκαν δε όλα τα στοιχεία από τον Πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής. Η τελική αυτή κρίση που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη, έγινε στη βάση της διερεύνησης του γραπτού υλικού που υπήρχε για την αίτηση πολιτικού ασύλου, συνεξετάζοντας τόσο τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας, όσο και την ορθότητα των ουσιωδών θεμάτων επί των οποίων ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος. Θεωρήθηκε από τους καθ΄ ων ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν ορθή και αιτιολογημένη, παρόλον που θα μπορούσε να ήταν πιο αντιπροσωπευτική, κάτι όμως που δεν επηρέαζε, κατά τα άλλα, τη νομιμότητα και την ουσία της απορριπτικής απόφασης. Μάλιστα, έγινε κριτική ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί η αναφορά στην έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι ο αιτητής θα μπορούσε να ανέφερνε τα προβλήματα του στην αστυνομία ως σημείο πρόσθετης αναξιοπιστίας. Περαιτέρω, με γνώμονα το ότι δεν είχαν υποβληθεί νέα στοιχεία κατά την ιεραρχική προσφυγή, οι καθ΄ ων θεώρησαν ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την παροχή του καθεστώτος του πρόσφυγα με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο αρ. 6(Ι)/00 (εφεξής «ο Νόμος») ή την Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ούτε πληρούσε τις προϋποθέσεις ώστε ο αιτητής να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας ή για την παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Διατυπώθηκαν διάφοροι λόγοι προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι όμως δεν ευσταθούν. Η γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή έθεσε όλους τους λόγους γενικά και χωρίς πειστικά επιχειρήματα. Όσον αφορά τον προβληθέντα στην προσφυγή λόγο περί απόφασης ληφθείσας υπό αναρμοδίου οργάνου, χωρίς να γίνεται εν τέλει άλλη αναφορά στην γραπτή αγόρευση του αιτητή, παρατηρείται ότι η συγκρότηση τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, οι οποίες εξέδωσαν τις αντίστοιχες αποφάσεις τους με μονομελή σύνθεση, ήταν επιτρεπτή, εφόσον η εξέταση μιας αίτησης απαιτεί την παρουσία της ολομέλειας μόνο στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το εδάφιο (4) του άρθρου 28Ε του Νόμου. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν συντρέχουν λόγοι που θα κατέτασσαν την περίπτωση σ΄ εκείνη την κατηγορία, ούτε και έγινε συγκεκριμένη στόχευση περί τούτου. Όπως προνοείται από το άρθρο 28Ε(3), κάθε μέλος της Αρχής δύναται από μόνο του να ασκεί τις δυνάμει του Νόμου αρμοδιότητες αυτής και επομένως ο σχετικός λόγος είναι άνευ ουσίας.
Όσον αφορά την μη κλήση του αιτητή κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, παρατηρείται ότι ο λόγος αυτός απαντάται για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση του κ. Χειμώνα χωρίς να είναι ένα από τα νομικά σημεία στην ίδια την προσφυγή. Εν πάση περιπτώσει, η προσωπική συνέντευξη κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, δηλαδή, κατά τη διοικητική προσφυγή είναι μόνο δυνητική και εντός της ευχέρειας της Αναθεωρητικής Αρχής, ιδιαίτερα, όπως εδώ, όπου δεν είχαν τεθεί ενώπιον της νέα στοιχεία. Υπάρχει σειρά νομολογίας που επιβεβαιώνει τα πιο πάνω, απόρροια των προνοιών του άρθρου 28Ζ (1), (3) και (4) του Νόμου, ως τροποποιήθηκε, με προεξάρχουσες τις αποφάσεις Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ,. 383 και Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας (δέστε επίσης Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Sayed Md Abu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2053/06, ημερ. 17.3.08, Mobarak Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/07, ημερ. 4.3.08, Bablu Bablu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 175/06, ημερ. 22.11.06, κ.α.).
Όσον αφορά το λόγο της επάρκειας της έρευνας η Αναθεωρητική Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να διεξάγει νέα έρευνα, εφόσον η διαπίστωση της πρέπει να είναι κατά πόσο η έρευνα που έγινε από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων (Yuriy Polishchuk v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005). Εδώ, είναι φανερό από την ανάγνωση της απόφασης των καθ΄ ων, ότι έγινε πλήρης αξιολόγηση της απορριπτικής εισήγησης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία αξιολόγηση μάλιστα εξέτασε ένα προς ένα τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε αναξιόπιστος ο αιτητής, όπως αυτοί παρατίθενται με ευκρίνεια στις σελ. 3-5 της απόφασης, καλύπτουν δε έξι διαφορετικά σημεία. Μάλιστα, σ΄ αντίθεση με τη θέση του κ. Χειμώνα περί ανεπαρκούς έρευνας, οι καθ΄ ων διαφώνησαν με την Υπηρεσία Ασύλου ότι η μη αναφορά των προβλημάτων του αιτητή στην Αστυνομία κλόνιζε την αξιοπιστία του.
Τα ουσιώδη σημεία στα οποία εν τέλει εδράζεται η γραπτή αγόρευση του κ. Χειμώνα, σχετίζονται με την κατ΄ ισχυρισμό πλημμελή αξιολόγηση από την Υπηρεσία Ασύλου και τους καθ΄ ων κατά την ιεραρχική προσφυγή της αξιοπιστίας του αιτητή. Κατά τον συνήγορο, το γεγονός ότι ο αιτητής χρησιμοποίησε νόμιμα το διαβατήριο του, το οποίο απέκτησε χωρίς προβλήματα, δεν θα ήταν δυνατό να κλονίσει την αξιοπιστία του, η οποία επίσης δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί με μόνο το γεγονός ότι ο αιτητής καθυστέρησε να υποβάλει την αίτηση για πολιτικό άσυλο εφόσον δεν θα αναμενόταν από ένα αλλοδαπό να γνώριζε λεπτομέρειες σχετικά με τη νομοθεσία η οποία ψηφίστηκε μόλις το έτος 2000. Διερωτήθηκε επίσης ο συνήγορος πώς ήταν δυνατό να κριθεί ο αιτητής ότι έλεγε ψέματα, τη στιγμή που είπε την αλήθεια ότι δεν είχε συλληφθεί από την αστυνομία της χώρας του, ενώ επίσης είπε την αλήθεια ότι κατηγορήθηκε ψευδώς λόγω της συμμετοχής του στο Awami League. Λανθασμένα επίσης αξιολογήθηκαν οι θέσεις του όσον αφορά τη συμμετοχή του στο κόμμα και των γνώσεων του γι΄ αυτό. Εφόσον οι καθ΄ ων δεν είχαν στην κατοχή τους άλλη μαρτυρία και δεν είχαν προβεί εξ ιδίων τους σε νέα έρευνα για να διαπιστώσουν την αλήθεια των όσων ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε, έπρεπε να είχαν αποδεχθεί τις θέσεις του.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τα πιο πάνω δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης ούτε για αυτούς τους λόγους. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Κρίνεται ότι η θέση των καθ΄ ων επί της αξιοπιστίας του αιτητή ήταν εύλογη τόσο κατά το στάδιο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και κατά το στάδιο απόφασης από τους ίδιους τους καθ΄ ων απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή, ενόψει του ότι οι διαπιστωθέντες λόγοι αναξιοπιστίας εύλογα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέτοιοι. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον ο αιτητής δήλωσε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και κατά την προφορική συνέντευξη που έγινε, ότι ο λόγος που έφυγε από τη χώρα του ήταν οι ψευδείς καταγγελίες που απευθύνθηκαν σ΄ αυτόν και στην οικογένεια του μετά που το Awami League έχασε τις εκλογές, καταγγελίες που σχετίζονταν μάλιστα με οχλαγωγία, δεν ήταν δυνατό να υποβάλει την αίτηση του ενάμισυ χρόνο μετά αφού εισήλθε στη Δημοκρατία, διότι ανεξαρτήτως της γνώσης των σχετικών διαδικασιών θα αναμένετο, αν ήταν όντως γνήσιος αιτητής ασύλου, να ενδιαφερόταν να υποβάλει σχετική αίτηση άμεσα και με την πρώτη ευκαιρία, αναζητώντας προς τούτο και το μηχανισμό και τη διαδικασία. Άλλωστε όπως προνοείται από το άρθρο 11(2) του Νόμου αίτηση μπορεί να υποβληθεί ακόμη και σε σημείο εισόδου στη χώρα ή σε οποιοδήποτε αστυνομικό σταθμό, είναι δε αρκετό να γίνει αυτή η αίτηση ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές από μόνες τους να ενεργοποιήσουν τις σχετικές διαδικασίες. Αντ΄ αυτού ο αιτητής εισήλθε ως φοιτητής στην Κύπρο για ένα έτος χωρίς στο μεταξύ να ενδιαφερθεί να μάθει για τις διαδικασίες, έστω και εκ των υστέρων και χωρίς ποτέ εν τέλει ν υποβάλει σε εύλογο χρόνο την αίτηση του.
Εξίσου εύλογη ήταν και η θέση των καθ΄ ων, ότι εφόσον αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα συμμετοχής σε οχλαγωγία, ήταν τουλάχιστον ανακόλουθο να λάβει νόμιμα και χωρίς προβλήματα διαβατήριο και να ταξιδεύσει εκτός χώρας χωρίς κώλυμα (δέστε τις υποθέσεις Obaidul Haque ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 και Forhad Molla ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.08), και χωρίς βεβαίως ποτέ προηγουμένως να συλληφθεί ή να του δημιουργηθεί γενικά πρόβλημα από την αστυνομία και τις αρχές της χώρας του. Αλλά και η δήλωση του ότι συμμετείχε στο Awami League, έστω ως απλό μέλος, δεν συνήδε με την παντελή άγνοια του ως προς την ιδεολογία του κόμματος και ως προς τις αρχές που ακολουθούσε το κόμμα, οι δε απαντήσεις που έδωσε ορθά κρίθηκαν μη πειστικές. Σ΄ αυτά τα πλαίσια μπορεί να λεχθεί ότι οι καθ΄ ων έλαβαν υπόψη και το έγγραφο στο ερυθρό 26 του διοικητικού φακέλου, παρόλον που δεν έγινε γι΄ αυτό άλλη ιδιαίτερη μνεία κατά την αιτιολογία της απόφασης, το οποίο σε αντίθεση με αυτά που ανέφερε ο ίδιος ο αιτητής, ως προς την ιδιότητα του απλού μέλους, πιστοποιούσε ότι ήταν πολιτικά ενεργό μέλος του κόμματος, οι δε επαρχιακοί πολιτικοί ακτιβιστές, είναι καλοί διοργανωτές (εννοώντας προφανώς και τον αιτητή) και γι΄ αυτό αντιμετωπίζουν μεγάλη απειλή για τη ζωή τους.
Η άλλη θέση ότι η απόφαση λήφθηκε εκτός των χρονικών πλαισίων που επιτάσσει ο Νόμος, παρέμεινε ατεκμηρίωτη και χωρίς ανάλυση και δεν χρήζει περαιτέρω σχολιασμού. Αλλά ούτε διαπιστώνεται υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα. Έχει ήδη αναλυθεί πιο πάνω, ότι οι καθ΄ ων εξέτασαν κάθε δυνατή πτυχή της υπόθεσης και δεν ευσταθεί βέβαια το επιχείρημα ότι επειδή δεν είχαν στην κατοχή τους άλλη μαρτυρία εκτός του αιτητή, έπρεπε να είχαν δεχθεί τις δικές του θέσεις. Ο αιτητής είναι εκείνος που γνωρίζει όλα τα δεδομένα και οφείλει να παρουσιάσει τέτοια λογικοφανή μαρτυρία στηριζόμενη σε έγγραφα και μαρτυρία που να πείθει ότι είναι γνήσιος αιτητής ασύλου. Οι καθ΄ ων από πλευράς τους συνέλεξαν τη μαρτυρία που οι ίδιοι μπορούσαν, μέσω του διαδικτύου, περί του κόμματος Awami League και της δράσης του, για να ελέγξουν τα υπό του αιτητή λεχθέντα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο