ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 203/2008, 6 Φεβρουαρίου 2009
print
Τίτλος:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 203/2008, 6 Φεβρουαρίου 2009
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 203/2008, 6 Φεβρουαρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                   

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

       

                                      &nb sp;                          Υπóθεση  Αρ. 203/2008

 

 

6 Φεβρουαρίου, 2009

 

 [Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡΑ 20, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ

                                    Αιτητής

- και -

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

                                    Καθών  η αίτηση

.............................

Χρ. Χριστάκη,   για τον αιτητή

Μ. Κυπριανού (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας  για τους καθών η αίτηση

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία που παραθέτω αυτούσια:

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση η οποία περιέχεται στην επιστολή της ημερ. 7.12.2007 και με την οποία αποφάσισε να μην εγκρίνει και/ή να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για εγγραφή του στους πίνακες διοριστέων καθηγητών Πληροφορικής/Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, παρά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 967/04 και το δεδικασμένο που αυτή δημιούργησε, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα άνισης μεταχείρισης συγκριτικά με άλλους υποψηφίους.

 

Β. Ακύρωση της παράλειψης της ΕΕΥ να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 967/04 και να εξετάσει και αποφασίσει επί της αίτησης του αιτητή υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης και ότι παν παραληφθέν θα πρέπει να διενεργηθεί.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής Ε.Ε.Υ.), σε συνεδρία της ημερ. 6.2.07, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό της υπόθεσης της αίτησης για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Πληροφορικής/Επιστήμης Η.Υ., αποφάσισε να επανεξετάσει την υπόθεση ενόψει του αποτελέσματος της ακυρωθείσας απόφασης  στην προσφυγή αρ. 967/04 του αιτητή, με βάση τα νομικά και πραγματικά γεγονότα του ουσιώδους χρόνου. Προς το σκοπό αυτό, αποφάσισε να προβεί σε ενδελεχή έρευνα των ακαδημαϊκών προσόντων του αιτητή. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, η ΕΕΥ αποφάσισε να απευθυνθεί η ίδια στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και να ζητήσει τις απόψεις του αναφορικά με τους τίτλους του αιτητή, κατά πόσο δηλαδή οι τίτλοι αυτοί, μεμονωμένα ή/και με συμψηφισμό, μπορούν να θεωρηθούν ως τίτλοι ισότιμοι και αντίστοιχοι προς πτυχίο Πανεπιστημίου ή Ανώτατης ΄Σχολής ισοδύναμης με Πανεπιστήμιο, στον κλάδο της Πληροφορικής/Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.

 

Με βάση την πιο πάνω απόφαση της, η ΕΕΥ απέστειλε επιστολή στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ημερ. 22/2/07, με την οποία ζήτησε να πληροφορηθεί κατά πόσο οι ακαδημαϊκοί τίτλοι τους οποίους επικαλέστηκε ο αιτητής για να εγγραφεί στον πίνακα διοριστεων Καθηγητών Πληροφορική/Επιστήμης Η.Υ., μπορούσαν μεμονωμένα ή και με συμψηφισμό να θεωρηθούν ως τίτλοι ισότιμοι και αντίστοιχοι προς πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στον κλάδο της Πληροφορικής/Επιστήμης Η.Υ.

 

Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. σε απαντητική επιστολή του ημερ. 26/3/07 ανέφερε τα εξής:

 «Σύμφωνα με το άρθρο 10(1) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Πληροφοριών Νόμων του 1996 έως 2006: «Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Συμβούλιο για αναγνώριση του τίτλου σπουδών που κατέχει, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα αναγκαία αποδεικτικά έγγραφα που καθορίζονται από κανονισμούς...».

 

Με βάση τα παραπάνω, για να αξιολογήσει το Συμβούλιο ένα τίτλο σπουδών πρέπει να υποβληθεί αίτηση από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο σύμφωνα με τις εγκεκριμένες διαδικασίες και συνοδευόμενη από όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά.

 

Το Συμβούλιο έχει υποχρέωση, σύμφωνα πάντα με τους παραπάνω Νόμους, να παρέχει γενικές πληροφορίες σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθώς και σε υπηρεσίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή σε σώματα ιδιωτικού τομέα, αλλά όχι να προβαίνει σε αξιολόγηση τίτλων σπουδών που έχουν κατατεθεί στα σώματα αυτά από πολίτες.

 

Συνεπώς, σε περίπτωση που τα προαναφερόμενα σώματα επιθυμούν τη γνωμάτευση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για ένα συγκεκριμένο τίτλο σπουδών, θα πρέπει να ζητούν από τον ίδιο τον υποψήφιο να υποβάλει σχετική   αίτηση αναγνώρισης στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται και ο κίνδυνος μη υποβολής όλων των απαραίτητων εγγράφων».

 

Ο αιτητής, με επιστολή του προς την ΕΕΥ ημερ. 16/10/07, ζήτησε εκ νέου να γίνει δεκτό το αίτημα του για εγγραφή στον πίνακα διοριστεων καθηγητών Πληροφορικής/Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.

 

Η ΕΕΥ, στη συνεδρία της ημερ. 14/11/07, εξετάζοντας το πιο πάνω νέο αίτημα του αιτητή και αφού έλαβε υπόψη την προαναφερθείσα απάντηση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., αποφάσισε ότι για να μπορέσει να ολοκληρώσει την εξέταση της αίτησης του αιτητή, θα πρέπει να απευθυνθεί ο ίδιος στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και να ζητήσει αναγνώριση των προαναφερόμενων τίτλων του, όπως επανειλημμένα είχε καθοδηγηθεί και με προηγούμενες επιστολές της. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της ΕΕΥ ημερ. 14/11/07 επισυνάπτεται ως Παράρτημα 3 στην Ένσταση.  Με επιστολή της ημερ. 7/12/07, η ΕΕΥ ενημέρωσε τον αιτητή για την πιο πάνω απόφαση της.  Εναντίον του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η καθής η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση, ότι η παρούσα προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται (α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο της ακυρωτικής  απόφασης του Ανωτάτου στην προσφυγή αρ.967/04, (β) ότι είναι αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, (γ) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας, είναι αντιφατική και κλονίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς την διοίκηση, και (δ) ότι παράνομα και έξω από τα πλαίσια της επανεξέτασης, η ΕΕΥ απαίτησε από τον αιτητή να απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Αρχίζω από τον ισχυρισμό της καθής η αίτηση ότι η παρούσα προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα και ως εκ τούτου πρέπει απορριφθεί ως απαράδεκτη. Μελέτησα τις αντίστοιχες θέσεις και έχω καταλήξει, για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, ότι η εν λόγω προδικαστική ένσταση ευσταθεί.  Σύμφωνα με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης η ΕΕΥ δεν αποφασίζει επί της αιτήσεως του αιτητή, αλλά τον πληροφορεί  ότι πρώτα πρέπει να απευθυνθεί προσωπικά στο ΚΥΣΑΤΣ για αξιολόγηση των πτυχίων του και μετά η ίδια, βάσει της γνωμοδότησης του ΚΥΣΑΤΣ, θα προχωρήσει να εξετάσει αν ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για εγγραφή στον σχετικό κατάλογο. Σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, η Ολομέλεια στην απόφαση Αλεξάνδρου, ν. ΕΔΥ (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 667, σελ. 669 αναφέρει:

 

«Με την ενώπιόν μας έφεση, ο εφεσείων αμφισβήτησε με επιτυχία την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με απόφασή μας, που δόθηκε στις 15.1.2001, κρίναμε ότι:

    

«Ο εφεσείων έχει δίκαιο. Σύμφωνα με τη νομολογία μόνο οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο. Εκτελεστές δε θεωρούνται οι πράξεις ή αποφάσεις εκείνες οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα για τους διοικούμενους, δηλαδή συνιστούν, μεταβάλλουν ή καταργούν δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις τους. Στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26, 27, ο Πικής Δ. (όπως ήταν τότε) έθεσε το θέμα ως εξής:

 

'Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.'

 

Πράξεις ή αποφάσεις πληροφοριακού χαρακτήρα ή που εκφράζουν την πρόθεση και όχι τη βούληση της διοίκησης, χωρίς να παράγουν έννομα αποτελέσματα, στερούνται του στοιχείου της εκτελεστότητας. (Βλ., μεταξύ άλλων, Υπ. Οικονομικών κ.α. ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 ΑΑΔ 478, Krashias Dev. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198 και Κυβερνήτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 539

 

 

Ότι η Ε.Ε.Υ. μπορούσε νομικά να ζητήσει από τον αιτητη να αποταθεί ο ίδιος στο ΚΥΣΑΤΣ και δεν είχε η ίδια υποχρέωση να παραπέμψει αυτή το θέμα μέσα στα πλαίσια δέουσας έρευνας, υποστηρίζεται κι’ από τη νομολογία.  Αρκούμαι να αναφερθώ στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Σ. Χατζηγεωργίου, Α.Ε. 120/05 ημερ. 14/2/08, και δική μου απόφαση στην υποθ. Αρ. 991/07 Άννα Λοϊζίδου ν. Δημοκρατίας ημερ. 15/1/09.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή ότι η προβαλλόμενη προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί γιατί η καθής η αίτηση με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο της ακυρωτικής  απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Νεοπτολέμου ν. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 967/04 ημερ. 23/11/04,  αυτός, κατά την άποψη μου, είναι αβάσιμος.  Η εν λόγω προσφυγή πέτυχε για το λόγο ότι το δικαστήριο έκρινε  ότι δεν υπήρχε η δέουσα αιτιολογία και ούτε η δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα να δημιουργείτο και πλάνη περί τα πράγματα.  Δεν προέβηκε σε οποιοδήποτε εύρημα υπέρ του αιτητή το οποίο να παραβίασε η ΕΕΥ.  Το καθήκον της ΕΕΥ ήταν να επανεξετάσει το αίτημα, πράγμα που έπραξε.

 

Ως εκ τούτου με βάση τα πιο πάνω η  προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα και ως εκ τούτου η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθών η αίτηση.

 

 

                                                      Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο