CHRIKAR TRADING CO LTD ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 413/2007, 27 Φεβρουαρίου 2009

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 413/2007)

 

27 Φεβρουαρίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

CHRIKAR TRADING CO LTD,

Αιτητές,

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------

Α. Μυλωνάς, για τους Αιτητές.

Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Οι αιτητές εισήγαγαν μεταξύ 15.7.02 και 2.3.04, προϊόντα της ελληνικής εταιρείας Kolios S.A. Greek Dairy με τις επωνυμίες Fast, Vital, Tostino και Nistisimo, τα οποία δήλωναν στις σχετικές διασαφήσεις εισαγωγής, ως τυριά στη δασμολογική κατάταξη της συνδυασμένης ονοματολογίας 04.06.  Τα τυριά με προέλευση την Ευρωπαϊκή Ένωση αυτής της δασμολογικής κατάταξης υπόκειντο σε εισαγωγικό δασμό και προτιμησιακό συντελεστή 8% πλέον £0.57/kg, ενώ κατά τον ίδιο χρόνο «οι απομιμήσεις τυριών» είχαν μεν μηδενικό εισαγωγικό δασμό, αλλά υπόκειντο σε φόρο κατανάλωσης £1.40/kg

 

        Οι καθ΄ ων στα πλαίσια μετελέγχου διαπίστωσαν ότι τα προϊόντα αυτά είχαν ταξινομηθεί σε λανθασμένη δασμολογική κλάση, έπρεπε δε να είχαν δηλωθεί στην κλάση Σ.Ο.21.06 στην οποία κατατάσσονται οι «απομιμήσεις τυριών», με αποτέλεσμα την αποφυγή φόρου κατανάλωσης.  Το αποτέλεσμα αυτού του μετέλεγχου ήταν η απαίτηση εκ μέρους των καθ΄ ων με επιστολή ημερ. 27.12.06 του ποσού των £5.012,= η οποία απόφαση αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη.  Στην πορεία και μετά την καταχώριση της υπό εξέταση προσφυγής έγινε αναπροσαρμογή του ποσού ενόψει του ότι δεν είχε αφαιρεθεί ο ήδη καταβληθείς εισαγωγικός δασμός, ο οποίος όμως διαπιστώθηκε να ήταν μικρότερος του ποσού που καταβλήθηκε.  Οι καθ΄ ων επανόρθωσαν το λάθος με αποτέλεσμα να εκδοθεί στις 10.9.07 νέα τροποποιημένη απόφαση.  Στην αναθεωρημένη αυτή απόφαση αφαιρέθηκε από το ποσό των £5.012,=  το ποσό των £3.148,31, με αποτέλεσμα η οφειλή να μειωθεί στο ποσό των £1.864,=.

 

        Οι αιτητές παραπονούνται ότι ήταν λανθασμένη η απόφαση των καθ΄ ων να κατατάξουν τα εισαγόμενα προϊόντα στην κατηγορία των απομιμήσεων τυριών, ερχόμενη σε σύγκρουση με την επί σειρά ετών πολιτική τους να μην επιβάλλουν φόρο κατανάλωσης σε τέτοια προϊόντα.  Παραπονούνται επίσης ότι οι καθ΄ ων δεν έδωσαν επαρκή ή δέουσα αιτιολογία για την αλλαγή στην πολιτική αυτή.

 

        Εγείρεται πρώτιστα από τους καθ΄ ων προδικαστική ένσταση στο ότι η αρχική πράξη  η οποία και προσβάλλεται έχασε την εκτελεστότητα της μετά την έκδοση από τους καθ΄ ων της μεταγενέστερης απόφασης ημερ. 10.9.07.  Ως προς αυτή την πτυχή, οι καθ΄ ων σημειώνουν στη γραπτή τους αγόρευση ότι στην ουσία υπήρξε ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης λόγω πραγματικής πλάνης της διοίκησης ενόψει της οποίας η προσφυγή καθίσταται άνευ αντικειμένου, εκτός αν στην πορεία οι αιτητές υπέστησαν ζημία, που δεν είναι όμως η περίπτωση.  Αλλά και περαιτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη απώλεσε την εκτελεστότητα της εφόσον αυτή έπαυσε να ισχύει ή διαζευκτικά ενσωματώθηκε σε άλλη εκτελεστή πράξη.  Από τη στιγμή που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ενσωματωθεί στη νέα απόφαση η οποία λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ουσιαστική επανεξέταση του ιδίου αντικειμένου, η προσβαλλόμενη πράξη παύει να έχει το στοιχείο της εκτελεστότητας. 

 

        Αποτελεί επίσης εισήγηση των καθ΄ ων, υπό μορφή δεύτερης προδικαστικής ένστασης, ότι το μέρος εκείνο της προσβαλλόμενης πράξης που αφορά την επιβολή των νενομισμένων τόκων δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.  Αυτό διότι στη βάση νομολογίας, τόκοι και πρόσθετες επιβαρύνσεις που προβλέπονται άμεσα από νομοθεσία, όπως και στην παρούσα περίπτωση, δεν συνιστούν άσκηση διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, τα δε ποσά αυτά εισπράττονται άνευ ετέρου με το εντεταλμένο διοικητικό όργανο να ενεργεί απλώς ως εισπράκτορας των οφειλομένων ποσών. 

 

        Οι αιτητές απαντούν ότι η μεταγενέστερη απόφαση ημερ. 10.9.07 ανήκει στην κατηγορία των «διορθωτικών πράξεων» και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανάκληση.  Επομένως, δεν υπάρχει ενσωμάτωση της πρώτης απόφασης στη δεύτερη εφόσον η τελευταία ανήκει απλώς στην κατηγορία των «βεβαιωτικών πράξεων», η οποία και δεν θα μπορούσε από μόνη της να προσβληθεί παραδεκτώς με προσφυγή.  Όσον αφορά το ζήτημα της επιβολής νενομισμένων τόκων, τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται στην ένσταση των καθ΄ ων και δεν μπορεί παραδεκτά να αναφέρεται στην αγόρευση τους. 

 

        Έχοντας εξετάσει το ζήτημα κρίνεται ότι η πρώτη προδικαστική ένσταση ορθά εγείρεται και βεβαίως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ως ισχυρίζονται οι αιτητές, ότι το Δικαστήριο είχε ενδιαμέσως εξετάσει και απορρίψει την ένσταση αυτή.  Ουδέποτε, ως απορρέει από τα πρακτικά, υπήρξε τέτοια απόφαση και επομένως οι καθ΄ ων δεν κωλύονται στην έγερση της ένστασης. Η προσβαλλόμενη πράξη  όντως έχει χάσει την εκτελεστότητα της με την έκδοση της μεταγενέστερης απόφασης ημερ. 10.9.07, η οποία λήφθηκε μετά την καταχώρηση της προσφυγής ως αποτέλεσμα επανεξέτασης του όλου αντικειμένου σε σχέση με το πραγματικά οφειλόμενο ποσό.  Ορθά, κρίνεται, η κα Θεοκλήτου στη δική της γραπτή αγόρευση εισηγείται ότι το νέο σημείωμα απαίτησης ημερ. 10.9.07,  που είναι συνημμένο ως Παράρτημα 11 στην ένσταση, είναι διαφοροποιημένο από το αντίστοιχο σημείωμα ημερ. 27.12.06, που αποτελεί την προσβαλλόμενη πράξη, συνημμένο ως Παράρτημα 9.  Στο κάθε ένα από τα δύο αυτά σημειώματα επισυνάπτεται παράρτημα το οποίο συνίσταται σε πίνακα που περιέχει την προκύψασα από τις αναληθείς δηλώσεις των αιτητών της τελωνειακής οφειλής με τον πρώτο πίνακα, αυτό της  προσβαλλόμενης πράξης, να έχει ως κατάληξη την ένδειξη «εισαγωγικός δασμός προς επιστροφή» £2.870, στο δε δεύτερο πίνακα της νέας πράξης, η κατάληξη να αφορά «εισαγωγικό δασμό προς είσπραξη» £1.864.  Η διαφορά προέκυψε από τη διασάφηση Τ2, 19389 ημερ. 15.7.02, όπου ενώ αρχικά ο εισαγωγικός δασμός που είχε καταβληθεί παρουσιαζόταν να ήταν £868,40, στη νέα πράξη αναφέρεται να είναι £1.147.  Πρόσθετα, έγινε αφαίρεση του εισαγωγικού δασμού που είχε καταβληθεί προς £1.864 από τον αρχικώς  αναζητηθέντα φόρο κατανάλωσης £5.012.

 

 Ακόμη και εάν η προσθαφαίρεση του φόρου κατανάλωσης με τους εισαγωγικούς δασμούς μπορούσε να θεωρηθεί απλά συμψηφισμός, το ίδιο δεν μπορεί να λεχθεί για την καταγραφή του νέου ποσού, που ήταν και το ορθό, στη διασάφηση Τ2 19389.  Είναι σαφές ότι υπήρχε λάθος ως προς τα γεγονότα και άρα πλάνη ως προς αυτά και επομένως η πράξη ημερ. 10.9.07 δεν αποτελεί βεβαιωτική της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά ουσιαστικά ανάκληση αυτής.  Επί του ζητήματος της ανάκλησης, θα λεχθούν περισσότερα κατωτέρω, αλλά μπορεί εδώ να μνημονευθεί η αρχή που έχει γενικά διατυπωθεί ότι «Το ανακλητικό αποτέλεσμα δεν συναρτάται αναγκαστικά προς τη χρήση ρητής σχετικής διατύπωσης στην ανακλητική πράξη, αλλά δυνατόν να προκύπτει και έμμεσα από αυτή.  (Πορίσματα Νομολογίας Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 199)» (Θέκλα Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ.  100  και   Ε. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο  Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ. Τόμος 1, σελ. 191  παρ. 174).  Όπως περαιτέρω αναφέρεται στο σύγγραμμα του Μ. Στασινόπουλου: «Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών» σελ. 174-176, οι επιβεβαιωτικές πράξεις είναι απλά εκείνες που επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο προηγούμενης εκτελεστής πράξεως με τη δήλωση εμμονής της διοίκησης, χωρίς να προσθέτει ή να αφαιρεί οτιδήποτε από την προηγούμενη εκτελεστή πράξη.  Νέα έρευνα, ως αναφέρεται, ανακύπτει ως ζήτημα πραγματικό και προκύπτει ενόψει νέων ουσιωδών, είτε νομικών, είτε πραγματικών στοιχείων.  Νέα έρευνα υφίσταται όταν λαμβάνει  χώραν εξέταση στοιχείων κρίσεως από νέα προκύψαντα δεδομένα ή που προϋπήρχαν, αλλά δεν είχαν ορθά ταξινομηθεί. 

 

        Οι αποφάσεις που αναφέρουν οι αιτητές στη δική τους γραπτή αγόρευση ως προς το τι συνιστά βεβαιωτική πράξη δεν εμφαρμόζονται στα παρόντα γεγονότα, καθότι κρίθηκαν επί άλλων δεδομένων.  Στην υπόθεση Fontana Amoroza Coast Ltd  ν. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 Α.Α.Δ. 524, κρίθηκε ως βεβαιωτική πράξη, εκείνη η οποία δεν λήφθηκε μετά από επανεξέταση της υπόθεσης και χωρίς να είχε παρουσιαστεί οποιοδήποτε νέο στοιχείο.  Όλα τα γεγονότα εκεί προϋπήρχαν και δεν μπορούσε να θεωρηθεί η άποψη που εξέφρασε ένας λειτουργός της διοίκησης ως στοιχειοθετούσα νέα έρευνα.  Παρόμοια, στην Αργυρίδη ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 389, υπήρχε απλά διορθωτική απόφαση που προέκυψε από απλή προηγούμενη λανθασμένη αναγραφή αριθμού που αντιπροσώπευε την ορθή αξία του φορολογηθέντος κτήματος.  Εκεί δεν είχε δοθεί οποιαδήποτε νέα αιτιολογία και δεν υπήρχε ανάκληση.  Αποτελούσε απλώς διορθωτική φορολογική πράξη. 

 

        Όσον αφορά τη δεύτερη προδικαστική ένσταση αυτή της μη εκτελεστότητας της σ΄ ό,τι αφορά την επιβολή των νενομισμένων τόκων, όντως αυτή δεν περιέχεται στην ένσταση ως θα έπρεπε με βάση τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.  Δεν παύει όμως να αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης που και αυτεπάγγελτα το Δικαστήριο μπορεί να εγείρει, και, βεβαίως το ζήτημα στην ουσία είναι παρεπόμενο της βασικής οφειλής και άρα αποτελεί μέρος της, μη δυνάμενο να διαχωριστεί.  Η ένσταση αυτή είναι επίσης δεκτή εφόσον γενικά τόκοι και επιβαρύνσεις επί οφειλών, προβλέπονται νομοθετικά χωρίς να ασκείται προς τούτο συγκεκριμένη διοικητική ενέργεια.  (δέστε Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 772 και  L.P. Franceskides and Co Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 756/06, ημερ. 20.5.08).   Η διοίκηση φροντίζει απλώς για την είσπραξη του πρόσθετου τόκου ή τέλους, επερχομένων πλέον αυτοματοποιημένα επί του βασικού ποσού της οφειλής.

 

        Ανεξάρτητα από την επιτυχία των προδικαστικών ενστάσεων, ορθό είναι χάριν πληρότητας, να εξεταστούν και οι λόγοι που κατά τους αιτητές, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί.  Αποτελεί λοιπόν τη θέση τους ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε χωρίς δέουσα και επαρκή έρευνα αναφορικά με τα συστατικά των επιδίκων προϊόντων, αφού αυτή περιορίστηκε στα περιτυλίγματα λιανικής πώλησης και από πληροφορίες που λήφθηκαν από το διαδίκτυο.  Δέουσα έρευνα στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη θέση των αιτητών, θα μπορούσε να γίνει μόνο με εργαστηριακή, χημική ή άλλη επιστημονική ανάλυση των δειγμάτων των προϊόντων.  Έπειτα, δεν υπάρχει στις δασμολογικές κλάσεις ο ορισμός  «απομίμηση τυριού».  Επομένως, αυθαίρετα οι καθ΄ ων ερμήνευσαν τη φράση αυτή να περιλαμβάνει και τα προϊόντα που εισήγαγαν οι αιτητές.  Αλλά οι καθ΄ ων επίσης δεν έδωσαν και επαρκή αιτιολογία ιδιαίτερα εφόσον εδώ η πράξη  ήταν δυσμενής για τους αιτητές εφόσον επιβαλλόταν αναδρομικά φόρος κατανάλωσης.  Και αυτό κατά παράβαση του Συντάγματος και της σχετικής νομοθεσίας. 

 

        Η ουσία της απόφασης των καθ΄ ων έγκειται στη δυνατότητα τους να ανακαλέσουν την προηγούμενη από αυτούς αποδοχή της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων προϊόντων.  Η κατάταξη στη δασμολογική κλάση 04.06 βασιζόταν και στις διασαφήσεις εισαγωγής στις οποίες δηλώνονταν τα προϊόντα από τον εκτελωνιστή των αιτητών στη δασμολογική κατάταξη που αφορά τα τυριά.  Στα πλαίσια μετελέγχου όμως οι καθ΄ ων διαπίστωσαν ότι τα προϊόντα αυτά περιείχαν συστατικά τα οποία υποδήλωναν ότι αυτά θα έπρεπε να κατατάσσονταν στην κατηγορία των απομιμήσεων τυριών, με συνακόλουθη αλλαγή επομένως στην τελωνειακή κατάταξη.  Όπως προκύπτει από την ένσταση, αλλά και από το διοικητικό φάκελο τεκμήριο «Α», οι καθ΄ ων βασίστηκαν στα περιβλήματα λιανικής πώλησης των προϊόντων, από πληροφορίες που λήφθηκαν από το διαδίκτυο, από πληροφορίες που προέρχονταν από το διεθνή οργανισμό τυποποίησης τροφίμων της FAO/WHO, καθώς και από την ειδικό Δρ Φρόσω Χατζηλουκά του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού.  Όλες οι πιο πάνω πληροφορίες, αλλά ιδιαιτέρως τα αναγραφόμενα επί των εισαγομένων προϊόντων συστατικά, τα οποία ως ορθά υπέδειξε η κα Θεοκλήτου, προέρχονταν από τους ίδιους τους κατασκευαστές των προϊόντων και όχι από τους αιτητές, σύγκλιναν στο συμπέρασμα ότι τα προϊόντα περιείχαν κατ΄ εξοχήν φυτικά έλαια, φυτικά λιπαρά, άμυλο σίτου ή δεν αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από γάλα ή παράγωγα γάλακτος. 

 

        Με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από την υπηρεσία μετελέγχου οι καθ΄ ων κατέταξαν τα προϊόντα σε διαφορετική κλάση με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση των οφειλομένων δασμών.  Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» – ανωτέρω – σελ. 173-4,    παρ. 177:

 

«….. επιτρέπεται ελεύθερα η ανάκληση των παρανόμων ή πλημμελών ατομικών ή ατομικών γενικού περιεχομένου ….. διοικητικών πράξεων ….».

 

 Και ότι:

 

        «Παράνομες ή πλημμελείς στην προκείμενη περίπτωση είναι οι διοικητικές πράξεις που πάσχουν από ακυρότητα και οι οποίες αν προσβάλλονταν με αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή θα ακυρώνονταν.  Η ανάκληση χωρεί μόνο για λόγους νομιμότητας και όχι για διαφορετική εκτίμηση των ιδίων πραγματικών περιστατικών ….. εκτός αν συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος ….. Περιλαμβάνονται δε στις πράξεις αυτές και εκείνες που έχουν εκδοθεί κατά πλάνη περί τα πράγματα ……. Δηλαδή, βάσει προφανώς εσφαλμένης αντίληψης (που προκύπτει από αδιαμφισβήτητα στοιχεία του φακέλου) για την συνδρομή των πραγματικών δεδομένων τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση της εκδόσεως τους.»

 

        Πλάνη, σύμφωνα και με το Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄» (έκδ 1977). σελ. 179-180, θεωρείται ότι υπάρχει όποτε υπάρχει εσφαλμένη αντίληψη ως προς «….. την ύπαρξη ή μη ύπαρξη των πραγματικών προϋποθέσεων της διοικητικής πράξεως ….», όπως, για παράδειγμα την έγκριση δανείου σε πρόσωπο το οποίο εσφαλμένα θεωρεί ως πολύτεκνο ή θύμα πολέμου ή σεισμόπληκτο.

 

Προκύπτει, επομένως, ότι διαπιστώθηκε εκ των υστέρων πλάνη ως προς τα πράγματα σε σχέση με τα πραγματικά συστατικά των προϊόντων με συνακόλουθο τη διαφορετική νομική εκτίμηση, αλλά και την κατάταξη τους σε διαφορετική κλάση.  Η έρευνα θεωρείται υπό τις περιστάσεις ως επαρκέστατη με δεδομένο ότι η βασική πηγή πληροφόρησης προερχόταν από τα ίδια τα περιτυλίγματα των προϊόντων που παρέπεμπαν σε συστατικά άλλα από αυτά που περιέχουν τα προϊόντα που θεωρούνται ως αμιγώς τυριά.  Ως προς αυτό οι αιτητές δεν αντιτείνουν οτιδήποτε το ουσιαστικό και δεν θα μπορούσαν άλλωστε εφόσον οι ίδιοι εισάγουν και προωθούν τα προϊόντα αυτά στη βάση των προδιαγραφών του κατασκευαστή.  Είναι εξωπραγματική η θέση τους ότι θα έπρεπε οι καθ΄ ων να προχωρήσουν σε χημική ανάλυση των προϊόντων ή άλλως να διαπιστωθεί κατά πόσον γευστικά ή από πλευράς καταναλωτή τα προϊόντα θεωρούνται ή όχι τυριά. 

 

Οι αιτητές διατείνονται στη γραπτή τους αγόρευση, και επανέλαβαν και κατά τις διευκρινήσεις, ότι αυθαίρετα οι καθ΄ ων κατέταξαν τα προϊόντα στην κλάση 21.06, διότι εκτός της ανεπάρκειας της έρευνας τους, δεν υπάρχει ορισμός για «απομίμηση τυριών», ούτε και οι τεχνικές προδιαγραφές στις οποίες οι καθ΄ ων παρέπεμψαν εμπεριέχουν τέτοια κατάταξη ή έννοια.  Ισχυρίζονται επίσης ότι ούτε οι ίδιοι, ούτε οι κατασκευαστές των συγκεκριμένων προϊόντων, τα χαρακτήριζαν ή τα εμπορεύονταν ποτέ ως απομιμήσεις τυριών.

 

Κατ΄ αρχάς, δεν είναι η ονομασία που επιλέγεται από τους κατασκευαστές ή τους εμπορευόμενους το είδος, που έχει σημασία, αλλά η σύσταση των προϊόντων.  Αυτό προκύπτει από την ίδια την περιγραφή εμπορευμάτων κάτω από τον Κωδικό Συνδυασμένης Ονοματολογίας, όπως αναφέρεται στο Δεύτερο Πίνακα, Τμήμα 1, Κεφ. 4 των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων αρ. 22(Ι)/02, ως τροποποιήθηκε και αργότερα καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με τον περί Τελωνειακών  Δασμών  και  Φόρων  Καταναλώσεως   Νόμο    αρ. 224(Ι)/02, ημερ. 31.12.02, με ισχύ από 1.7.03.  Καταγράφεται εκεί στον κωδικό 04.06, η περιγραφή «τυριά και πηγμένο γάλα για τυρί» και στον κωδικό 21.06, η περιγραφή «παρασκευάσματα διατροφής που δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού».  Η καθαυτό ονομασία «απομιμήσεις τυριών», εμφανίζεται στον αύξοντα αριθμό 19 του Τρίτου Πίνακα Μέρος Β του Νόμου 224(Ι)/02, όπου αναφέρεται ότι οι «απομιμήσεις τυριών» εμπίπτουν στις κλάσεις 19.01 και 21.06 του Δεύτερου Πίνακα.  Έπεται ότι νομοθετική ρύθμιση υπάρχει για την κατάταξη των προϊόντων που δεν θεωρούνται αμιγώς τυριά κάτω από την κλάση 04.06, στην κατηγορία των άλλων παρασκευασμάτων διατροφής που δεν περιλαμβάνονται αλλού και σ΄ αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται και οι «απομιμήσεις τυριών».

 

Όσον αφορά το τι είναι «τυρί» και εξ αντιδιαστολής ποιο προϊόν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «τυρί», οι διεθνείς τεχνικές προδιαγραφές που καταγράφονται στο «Draft Revised Standard For Cheese» του Codex Alimentarius Commission της FAO/WHO είναι σχετικές.  (Παράρτημα 17 στην ένσταση).  Η επιστολή της Δρ. Χατζηλουκά ημερ. 28.4.99 προς το Διευθυντή Τελωνείων (Παράρτημα 18 στην ένσταση), αναπαράγει το πρότυπο αυτό, προσθέτοντας ότι αναμενόνταν να εγκρινόνταν μέσα από μια τυπική διαδικασία στο σχετικό συνέδριο που θα λάμβανε χώραν στη Ρώμη τον Ιούλιο του 1999.

 

Περαιτέρω, η κλάση 21.06 περιλαμβάνει υποκατηγορίες μεταξύ των οποίων και εκείνη που αφορά τα προϊόντα που «….. δεν περιέχουν λιπαρές ύλες που προέρχονται από το γάλα, …… ή που περιέχουν κατά βάρος λιγότερο του 1,5% λιπαρές ουσίες που προέρχονται από το γάλα …..».   Η αντιπαραβολή των εισαχθέντων προϊόντων με βάση την έρευνα που διεξήχθη, με τα πρότυπα των αντίστοιχων δασμολογικών κλάσεων τα κατέταξε στις «απομιμήσεις τυριών».  Προς τούτο κατέτειναν και οι σχετικές εγκύκλιοι και επιστολές του Τμήματος Τελωνείων ημερ. 10.5.99 και 23.6.99 (Παραρτήματα 19 και 20 στην ένσταση), όπου επισύρετο η προσοχή στην εισαγωγή τυριών με χαμηλά λιπαρά ή χορτοφαγικών τυριών, ώστε αυτά να διακρίνονται ορθά για να εντάσσονται στην ορθή δασμολογική κλάση.  Η έρευνα που έγινε περαιτέρω μέσω διαδικτύου έχει σαφή αναφορά σε γεγονότα και πληροφορίες σύγχρονες με τη διερεύνηση.  Πρόσθετα, η θέση που προβάλλει μέσα από την παρ. 12 της ένστασης, δεν είναι ότι τα προϊόντα αυτά δεν είναι «απομιμήσεις τυριών» αλλά ότι εφόσον δεν μπορούν να ταξινομηθούν ως τυριά, ακόμη και ως «άλλα προϊόντα» θα ενέπιπταν και πάλι στην ίδια δασμολογική κλάση 21.06, με την ίδια ακριβώς φορολογική επίπτωση επί των αιτητών.

 

Επαρκής έρευνα θεωρείται κατά τη νομολογία εκείνη που δείχνει τη διερεύνηση κάθε σχετιζομένου με την υπόθεση γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που καλύπτει κάθε περίπτωση.  Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που ευλόγως επέλεξε η διοίκηση να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ΄ αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα. (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(E) A.A.D. 3835).  Σημασία έχει η συλλογή και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών στοιχείων να έχουν δημιουργήσει τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Farouk Ahmed ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 301/03, ημερ. 7.9.04).  Περαιτέρω, θέματα τεχνικής φύσεως, όπως τα παρόντα, είναι κατά κανόνα ανέλεγκτα από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. (Pamela Edward Storey ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3878, ημερ. 14.2.08).  Ιδιαίτερα για δασμολογικές κατατάξεις και το ανέλεγκτο της ουσιαστικής εκτίμησης της διοίκησης, χρήσιμη είναι η υπόθεση Logicom Ltd ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287.

 

Επομένως, μετά τη διαπίστωση των πραγματικών δεδομένων έγινε ουσιαστικά ανάκληση προηγούμενης παράνομης πράξης, η οποία είναι γενικώς επιτρεπτή όταν αυτή γίνεται εντός ευλόγου χρόνου, χρόνος ο οποίος κρίνεται αναλόγως των περιστάσεων και των όλων συνθηκών περιλαμβανομένων της σημασίας και του μεγέθους των επελθουσών συνεπειών, της τυχόν αξίωσης τρίτων καλόπιστων ατόμων, αλλά και της χρονικής απόστασης μεταξύ της πράξης και της ανάκλησης.  Υπό το φως του συνόλου των γεγονότων, ο χρόνος στην υπό κρίση υπόθεση κρίνεται εύλογος. Στην πραγματικότητα εδώ επαναφέρθηκε η δημόσια τάξη με την ορθή ταξινόμηση των προϊόντων (τα οποία να σημειωθεί ότι και οι ίδιοι οι αιτητές κατά καιρούς ταξινομούσαν άλλωτε ως τυριά και άλλωτε ως απομιμήσεις αυτών), με την αναζήτηση της καταβολής των νενομισμένων τελωνειακών δασμών.  Όπως αναφέρθηκε στην Αλέξανδρος Σολέας και Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803:

 

«….. η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί κώλυμα για την ανάκληση όπου η παράνομη διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον.»

 

Οι καθ΄ ων ως οι υπεύθυνοι για τη νομιμότητα αφενός της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων προϊόντων και αφετέρου της υπ΄ αυτών είσπραξης των επιβαλλομένων φόρων και δασμών, είχαν υποχρέωση να επαναφέρουν τα πράγματα στην ορθή τους πραγματική και νομική διάσταση, προχωρώντας μάλιστα να εισπράξουν τις αναγκαίες οφειλές.  Παραμένει προεξάρχουσα η αρχή ότι οι αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης που στοχεύουν στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας από πλευράς της διοίκησης, δεν υπερφαλαγγίζουν «…. την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου.» (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191).  Η είσπραξη των οφειλομένων εκ της νέας δασμολογικής κατάταξης δασμών αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης, η οποία και δεν έχει δικαίωμα να παραγράψει τις οφειλές αυτές.  (Frakapor Co Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.01)

 

Τα πιο πάνω απαντούν τις αιτιάσεις των αιτητών σε σχέση με το ανεπίτρεπτο, κατ΄ ισχυρισμόν, της επιβολής κατ΄ αναδρομικό τρόπο του φόρου και της παραβίασης των «ευμενών» δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί υπέρ αυτών από την ίδια τη διοίκηση. (δέστε και την υπόθεση DPD Milk Products Ltd ν. Υπουργείου Οικονομικών, υπόθ. αρ. 1358/05, ημερ. 16.10.07).  Δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ότι επέρχονται νόμιμες συνέπειες  από την αποφυγή της καταβολής των νενομισμένων δασμών που, έστω και εκ των υστέρων, διαπιστώνονται ότι έπρεπε να είχαν καταβληθεί.  Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.  Πέραν τούτων, η διοίκηση ενήργησε με βάση τις συγκεκριμένες δασμολογικές κλάσεις που καθορίζονται από το Νόμο και δεν έχουν θέση συσχετισμοί, που αφορούν άλλα προϊόντα όπως τις μαργαρίνες και τα βούτυρα.

 

Αλλά ούτε και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο εφόσον αυτή είναι σαφέστατη, αποτελούμενη από τρεις και πλέον σελίδες, που είναι η έκταση της επιστολής ημερ. 27.12.06, η οποία και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.  Στην επίδικη επιστολή αναφέρονται  τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην απόφαση, η ταξινόμηση που έγινε ως αποτέλεσμα της διερεύνησης των συστατικών των εισαγομένων προϊόντων, αλλά και λεπτομέρειες, (σελ. 2 και 3 της επιστολής), σε ό,τι αφορά τις συγκεκριμένες διασαφήσεις που συναρτώντο με τα αντίστοιχα προϊόντα.  Είναι φανερό ότι η αιτιολογία της επιβολής των φόρων κατανάλωσης είναι πλήρης, συνοδευόμενη και από αναλυτική κατάσταση, κατά διασάφηση, της προκύψασας τελωνειακής οφειλής.  Εδώ υπάρχουν όλα τα στοιχεία από τα οποία εύκολα μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης (Κυριακόπουλλος: «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 4η έκδ. Τόμος Β σελ. 386).  Η δικαιολογία είναι επαρκής και συναρτάται άμεσα από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και από τη φύση της υπόθεσης.  (Ράφτης ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – και Δημοκρατία ν. Krashias Footwear Industries Ltd, A.E. 112/05, ημερ. 12.2.09).

 

Όσον αφορά την πλάνη περί τα πράγματα, ακολουθεί, από τα όσα έχουν εξηγηθεί πιο πάνω, ότι δεν έχει εμφιλοχωρήσει στη σκέψη της διοίκησης οποιοδήποτε λανθασμένο ή παράνομο κριτήριο το οποίο επηρέασε ουσιωδώς την απόφαση.  (Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713 και Νίκος Αττάς κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. 474/05 κ.α., ημερ. 3.6.08).  Η διοίκηση εδώ εξέτασε κάθετι που ήταν σχετικό, εκτίμησε εύλογα τα γεγονότα στη βάση των πληροφοριών που προέρχονταν από τους ίδιους τους αιτητές και τους κατασκευαστές των προϊόντων και αφού προέβηκε σε δέουσα έρευνα, έλαβε την απόφαση της εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, στα πλαίσια της επίτευξης ενός νόμιμου σκοπού.

 

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων. 

 

Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το       Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο